Norman Meiler(31 Ιαν 1923-10 νοε 2007) |
σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Το βιβλίο του Μαίηλερ «Οι σκληροί δεν χορεύουν» δεν θεωρείται από τα αριστουργήματά του όπως «Οι γυμνοί και οι νεκροί», «Το αμερικάνικο όνειρο» ή «Οι στρατιές της νύχτας». Τουλάχιστο οι κριτικοί της λογοτεχνίας δεν το συγκαταλέγουν στα κλασικά του ίσως επειδή δεν έχει ξεκάθαρη πολιτική χροιά, όπως τα προηγούμενα, αλλά το πολιτικό σχόλιο κινείται υπόγεια, σκεπασμένο καλά από την αστυνομική πλοκή που εκτυλίσσεται σε πρώτο πλάνο. Ξοφλημένος συγγραφέας, ο Τιμ Μάντεν, που ζει σε παραλιακή κωμόπολη της Αμερικής διασκεδάζει μ’ ένα ζευγάρι που γνωρίζει τυχαία προσπαθώντας να ξεφορτωθεί τον άντρα, που φαίνεται να έχει ομοφυλοφιλικές τάσεις, και να προσεγγίσει σεξουαλικά τη γυναίκα που, ως μοιραία ντίβα, τον παίζει στα δάχτυλα. Τελικά μεθοκοπά μέχρι αναισθησίας και ξυπνά στο σπίτι του χωρίς να θυμάται σχεδόν τίποτα από την προηγούμενη νύχτα. Το ζευγάρι της προηγούμενης νύχτας όμως εξαφανίζεται μυστηριωδώς και το ψάχνει η αστυνομία. Αναζητώντας την άκρη του νήματος ο αστυνομικός ντέντεκτιβ κατευθύνεται στο σπίτι του ήρωα αφού είναι ο τελευταίος άνθρωπος που είχε επαφή μαζί του. Είναι αδύνατο να θυμηθεί όμως οτιδήποτε αφορά την επίμαχη νύχτα. Ο αστυνομικός φεύγει αλλά είναι φανερό ότι οι υποψίες πέφτουν πάνω στον Τιμ Μάντεν που πανικοβάλλεται. Παίρνει το αυτοκίνητό του και πάει σ’ ένα χωράφι που έχει κρυμμένη μαριχουάνα. Ανοίγει την κρύπτη και βλέπει το κεφάλι της αναζητούμενης γυναίκας. Κάπως έτσι αρχίζει η φρενίτιδα. Ποιος σκότωσε αυτή τη γυναικά; Πώς βρέθηκε το κεφάλι της εκεί; Ο Μάντεν τη σκότωσε; Πού βρίσκεται το σώμα; Ο άντρας που είναι; Τι να κάνει μ’ αυτό το κεφάλι; Τι έγινε επιτέλους εκείνο το βράδυ;