5.3.12

Ο Τζοϋς και η γεννηση της τεχνης

James Joyce(1882-1941) 
σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Το βιβλίο «Στήβεν ο ήρωας» είναι το πρώτο βιβλίο του Τζόυς. Μετά από πάρα πολλές προσπάθειες για την έκδοσή του – όλες αποτυχημένες – βαθειά απογοητευμένος πέταξε τα χειρόγραφα στη φωτιά. Η αδερφή του κατάφερε να τα σώσει, όχι εντελώς ανέπαφα, από τις φλόγες. Αυτά συμβαίνουν το 1908, όταν ο Τζόυς δεν είχε καμιά αναγνώριση στο χώρο της λογοτεχνίας και απορρίπτονταν από όλους τους εκδοτικούς οίκους. Σήμερα το έργο αυτό θεωρείται από τα κλασικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας και στις περισσότερες εκδόσεις φέρει τον τίτλο «Το πορτρέτο του καλλιτέχνη». Καθαρά αυτοβιογραφικό, περιγράφει τα πρώτα φοιτητικά χρόνια του Τζόυς στο Εθνικό Πανεπιστήμιο που λειτουργούσε υπό τον αυστηρό έλεγχο της καθολικής εκκλησίας.
Την περίοδο εκείνη, τέλη του 19ου αιώνα – αρχές του 20ου, η Ιρλανδία ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Δύο ήταν τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, το εθνικιστικό και ο καθολικισμός. Ο καθολικισμός εξέφραζε τα φτωχά λαϊκά στρώματα και γενικότερα τους υποστηρικτές τις αυτονομίας, που σ’ αυτούς ανήκε και ο πατέρας του Τζόυς. Ο αγώνας των Ιρλανδών για ανεξαρτητοποίηση από το αγγλικό στέμμα είχε πάρει σάρκα και οστά και εκφραζόταν σε πολιτικό επίπεδο από τον εθνικιστή Παρνέλ που κατέθεσε στο κοινοβούλιο δύο νομοσχέδια αυτονομίας της Ιρλανδίας.
 Όμως, όταν ο Παρνέλ εμπλέχτηκε σε ερωτικό σκάνδαλο κι έχασε κάθε εξουσία, οι εθνικιστές ήρθαν σε σύγκρουση με την ηγεσία της καθολικής εκκλησίας, η οποία συνέβαλε στην πτώση του Παρνέλ, αφού έσπευσε να τον αποκηρύξει μετά την εμπλοκή του στο σκάνδαλο. Έτσι λοιπόν βλέπουμε τον νεαρό Τζόυς, τον Στήβεν Δαίδαλο του μυθιστορήματος, να σφυροκοπάται από δύο πόλους, τον εθνικισμό και τον καθολικισμό. Το πανεπιστήμιο που σπουδάζει, και γενικά η εκπαίδευση που δέχτηκε σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, κυριαρχείται από τον καθολικισμό. Ο εθνικισμός από την άλλη καθορίζει κάθε κοινωνική συναναστροφή κι ενσαρκώνεται με την ίδρυση διάφορων εθνικιστικών λεσχών που συμβάλλουν στην αναβίωση της ιρλανδικής γλώσσας, παλιών ιρλανδικών αθλημάτων και πάει λέγοντας. Στην ουσία όμως κάνοντας μεθοδική – ασφυκτική προπαγάνδα στρατολογούν νέους για ενδεχόμενο ένοπλο αγώνα κατά του στέμματος.
Οι δύο αυτοί πόλοι αποδεικνύονται πραγματικές συμπληγάδες για τον Στήβεν. Από τη μια παρακολουθεί τις εθνικιστικές ομιλίες των λεσχών και φρίττει από την κενότητα και τη ρηχότητα των καθοδηγητών κι από την άλλη απορρίπτει τον άκαμπτο, αυστηρό, σχολαστικό και ηθικολόγο καθολικισμό. Βρίσκεται σε ακατάπαυτη σύγκρουση, τόσο με τους γύρω του όσο και με τον εαυτό του, ολοκληρωτικά μόνος. Η σύγκρουση αυτή όχι μόνο δεν καταπραΰνεται με το πέρασμα του χρόνου αλλά γίνεται όλο και σφορδότερη αυξάνοντας συνεχώς το χάσμα που τον χωρίζει με την κοινωνία. Οι φιλικές του σχέσεις είναι πολύ περιορισμένες και καθαρά συμβατικές. Αυτοί που κάνουν παρέα μαζί του τον συναναστρέφονται σε καθαρά ατομικό επίπεδο, ποτέ στα πλαίσια ευρύτερης παρέας, και τον αντιμετωπίζουν ως γραφικό ή εκκεντρικό – πάντως ακατάλληλο για συστηματική συναναστροφή – αν και σέβονται τις λογοτεχνικές του γνώσεις. Ούτε μέσα στην οικογένεια ο Στήβεν μπορεί να εκφραστεί, αφού οι γονείς δεν μπορούν να τον καταλάβουν και περιορίζονται αποκλειστικά σε παρατηρήσεις για τις επιδόσεις του στα μαθήματα κι απειλές για διακοπή των σπουδών. Στο πανεπιστήμιο είναι αδύνατο να βρει αυτό που ψάχνει αφού ο συντηρητισμός των θρησκόληπτων καθηγητών είναι η αποθέωση της αποκρουστικότητας. Προσωρινά βρίσκει άσυλο στις διάσημες συνεστιάσεις του Ντάνιελ που μάζευε στο σπίτι του νέους, παίζανε μουσική, συζητούσαν, λέγανε αστεία και τρώγανε γλυκίσματα, συνεστιάσεις που θεωρούνταν πολύ προοδευτικές κι φημιζότανε για τις πνευματώδεις τους αναζητήσεις. Γρήγορα όμως ο Στήβεν κόβει κι αυτό το δεσμό. Διαπιστώνει ότι πίσω από αυτό το ευχάριστο κι ανέμελο κλίμα κρύβεται το απόλυτο τίποτα. Μια ανώφελη επιφάνεια χαράς που τον βύθιζε στη βαθύτερη θλίψη. Κι όσο για την προοδευτικότητα των ιδεών δεν ήταν τίποτε άλλο από αναμάσημα της φρικαλέας επικρατούσας αντίληψης σε όλα τα επίπεδα. Δεν ξαναπηγαίνει εκεί κι έτσι βρίσκεται μόνος. Ολοκληρωτικά, παντοτινά κι αμετάκλητα ξένος. Βρίσκει ευχαρίστηση σε μοναχικούς περιπάτους ή με συντροφιά άλλοτε τον αδερφό του κι άλλοτε συγκεκριμένους συμφοιτητές. Είναι όμως φανερό ότι η μοναχικότητα του είναι πιο ευχάριστη. Οι υπόλοιποι περιμένουν τη μέρα που θα οδηγηθεί στο τρελάδικο.
Κάπως έτσι σκιαγραφεί ο Τζόυς το πορτρέτο του καλλιτέχνη. Ο Στήβεν δεν έχει τίποτε άλλο από το δικό του εσωστρεφή κι απολύτως εγκεφαλικό κόσμο. Δεν υπάρχει άλλη οδός να διοχετεύσει την ενεργητικότητα της αδέσποτης φύσης του. Η ελεύθερη δημιουργικότητα, η ανελέητη αμφισβήτηση, η μυθοπλαστική απόδραση, με δυο λόγια η τέχνη, στάθηκε μοναδική εκτονωτική διέξοδος. Πού αλλού θα μπορούσε να απευθυνθεί; Πώς αλλιώς θα έπαιρνε την εκδίκησή του; Πώς θα επιβίωνε; Η τέχνη είναι το άσυλο των κατατρεγμένων, των ανένταχτων, των ιδεολογικά απόκληρων, των απομονωμένων, των ανθρώπων που ασφυκτιούν στα ιδεολογικά δεδομένα της κάθε εποχής. Είναι το πεδίο της σύγκρουσης που αποκτά υπαρξιακό χαρακτήρα. Όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί – Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Κάφκα, Ίψεν, Μπωντλαίρ, Τένεση Ουίλιαμς, Ταρκόφσκι, Ζενέ, Φασμπίντερ και τα ονόματα δεν τελειώνουν – ξέρουν καλά την οδύνη της αδυσώπητης σύγκρουσης που πρώτα απ’ όλα είναι εσωστρεφής και στη συνέχεια εξωτερικεύεται ως αμετάκλητη απόρριψη ενός κοινωνικού γίγνεσθαι, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να τους χωρέσει. Κι όσο βουλιάζει κανείς στην εσωστρέφεια τόσο απομακρύνεται από το κοινωνικά αποδεκτό. Έτσι φτάνουμε στον πυρήνα της αντίληψης του Τζόυς κι ερμηνεύουμε την απέχθειά του ενάντια σε κάθε ιδεολογικό βόλεμα, που βέβαια δεν είναι τίποτε άλλο από την αποδοχή της τρέχουσας κοινωνικής αντίληψης. Όποιος υιοθετεί τα ιδεολογικά δεδομένα της εποχής του έχει λύσει όλα του τα προβλήματα. Εντάσσεται στο σύνολο, ζει αρμονικά, αισθάνεται ότι τα έχει όλα. Το ζήτημα είναι μ’ αυτούς που ζουν έξω απ’ αυτά. Όταν ο Στήβεν προσπαθεί να προσεγγίσει ερωτικά την Έμμα βιώνει μια τραγωδία. Την τραγωδία του ξένου που διεκδικεί τα αυτονόητα από έναν κόσμο που δεν του ανήκει. Έτσι εξηγείται το αδυσώπητο μένος που βγάζει στους «Δουβλινέζους» απέναντι στην υπνηλία της αστικής τάξης. Θα έλεγε κανείς ότι είναι η εκδίκησή του και ταυτόχρονα ο ύμνος της προσωπικής του απόγνωσης.
Μοιραία ο Τζόυς δεν έχει άλλο καλλιτεχνικό δρόμο από το ρεαλισμό. Μόνο αυτός μπορεί να χωρέσει την οργή του. Καθήκον της τέχνης δεν είναι ούτε ο ηρωισμός, ούτε η εξιδανίκευση. Είναι η κατάδειξη της βιαιότητας και του απάνθρωπου της ιδεολογικής μέγγενης των εποχών που εμφανίζεται πάντα με το προσωπείο του κοινώς αποδεκτού. Η διαμόρφωση δηλαδή συνείδησης σε όλα αυτά που υιοθετεί άκριτα κι ασυνείδητα ο καθημερινός άνθρωπος. Μόνο η συνείδηση θα οδηγήσει στην ελευθερία. Προτείνει τον Ζολά και τον Ίψεν. Έτσι συγκρούεται και σε λογοτεχνικό επίπεδο με το κατεστημένο. Ο διάλογος που έχει με τον πρύτανη του πανεπιστημίου είναι απολαυστικός. Και μόνο το άκουσμα του Ίψεν είναι για τον καθολικό πρύτανη μια πρόκληση. Ο διάλογος αποθεώνεται όταν ο νεαρός Στήβεν τολμά να αμφισβητήσει και τον κλασικό αρχαίο κόσμο. «Μα η ελληνική δραματουργία είναι ηρωική, τερατώδης….Ο Αισχύλος δεν είναι κλασικός συγγραφέας». Τα λόγια αυτά εξοργίζουν τον πρύτανη που απαντά: « Όλος ο κόσμος δέχεται τον Αισχύλο ως κορυφαίο κλασικό δημιουργό». «Καλά, ο κόσμος των φιλολόγων που τρέφεται με το έργο του…..» ανταπαντά ο Στήβεν με περιφρόνηση. Η υπερβολή της αρχαίας δραματουργίας και ο αχαλίνωτος ηρωισμός της δεν έχουν καμία σχέση με το ρεαλισμό που ψάχνει ο Τζόυς. Το αριστούργημά του «Οδυσσέας» είναι ακριβώς αυτό. Είναι η απάντηση του ασφυκτικού ρεαλισμού απέναντι σε κάθε εξιδανικευτική μυθοπλασία που στερείται φυσικότητας. Είναι η οριστική ταπείνωση κάθε επικής δημιουργίας. Ο «Στήβεν ο Ήρωας» μπορεί να μην διεκδικεί την ποιότητα των έργων που θα ακολουθήσουν, μπορεί να είναι πρωτόλειος και κάποιες στιγμές άγουρος, όμως κρύβει μέσα του όλες τις βασικές αλήθειες που θα απασχολήσουν τον Τζόυς στο μεταγενέστερο έργο του.

                                                                Θανάσης Μπαντές abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: