27.10.11

Ο ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΒΑΧΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


Umberto Eco(5 Ιαν. 1932-)
Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Το Μπαουντολίνο είναι άλλη μια καλοστημένη φάρσα του Ουμπέρτο Έκο. Ιπποτικό μυθιστόρημα, με σαφείς πολιτικές διαστάσεις όπου όλα κινούνται στο πλαίσιο της άκρατης υπερβολής που αγγίζει την κωμικότητα. Εξωφρενικές περιπέτειες, μυθολογικά τέρατα, συνωμοσίες, ιεροί θησαυροί, ιστορικά γεγονότα και θρύλοι που παντρεύονται σε μια πραγματική μασκαράτα. Ο ήρωας, ο νεαρός Μπαουντολίνο, ένας παθολογικός ψεύτης, συναντιέται με τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο και καταφέρνει να τον κερδίσει σε τέτοιο βαθμό που ο τελευταίος τον υιοθετεί και τον παίρνει μαζί του. Μεταφέρεται στο παλάτι και γνωρίζει από κοντά όλο τον αυτοκρατορικό κόσμο, τα πολιτικά παιχνίδια και τις δολοπλοκίες που αποτελούν την καθημερινότητα της αυλής. Γοητεύεται από αυτόν τον κόσμο και συνειδητοποιεί ότι του ταιριάζει απόλυτα αφού η έμφυτη μυθομανία του αποδεικνύεται όπλο και ρυθμιστικός παράγοντας όλων των υποθέσεων. Το ψέμα, ως πολιτική ιδεολογία πια, αποθεώνεται και αναδεικνύει τον Μπαουντολίνο σε μόνιμο σύμβουλο του αυτοκράτορα. Κάθε λεπτή πολιτική υπόθεση γίνεται παιχνιδάκι στα χέρια αυτού του νέου με το απίστευτο ταλέντο. Τα αληθινά αίτια των πολέμων, ο αδυσώπητος αυτοκρατορικός επεκτατισμός, τα πολιτικά και θρησκευτικά συμφέροντα, όλα αυτά που από θέση αρχής οφείλουν να αποσιωπούνται, αλλά ταυτόχρονα είναι οι μοναδικοί παράγοντες που κινούν την ιστορία, εξωραϊζονται και αποκτούν μυθικές διαστάσεις χάρη σ’ αυτόν, τον τρομερό Μπαουντολίνο, που ξέρει κάθε στιγμή να επινοεί ωραία παραμύθια μπαλώνοντας κάθε περίπλοκη κατάσταση. Οι επινοημένοι μύθοι και η πραγματικότητα μπλέκονται τόσο πολύ που είναι αδύνατο να τα διαχωρίσει κανείς.
Η ιστορία ξαναγράφεται με τέτοια πειστικότητα που είναι αδύνατο να αμφισβητηθεί. Το πράγμα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο κι ο Μπαουντολίνο πέφτει ο ίδιος στα δόκανα που έπλασε αφού μπλέκεται σε απίθανες περιπέτειες ακολουθώντας τους ιστορικούς μύθους που ο ίδιος δημιούργησε. Η στιγμή που κι ο Μπαουντολίνο αρχίζει να πιστεύει τα ψέματά του είναι η ολοκλήρωση της φάρσας που σκάρωσε ο Έκο.
Το ερώτημα είναι προφανές: Πώς γράφεται η ιστορία; Τι απ’ αυτά που γνωρίζουμε
είναι αλήθεια; Η επίσημη ιστορία που διδάσκεται στα σχολεία έχει ως στόχο την αναζήτηση της αλήθειας ή πλάθει νέους εθνικούς ύμνους; Το ρητό που λέει ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές κάνει το θέμα ακόμα πολυπλοκότερο. Η έννοια της ιστορίας αποκτά τρομερή ελαστικότητα αν αναλογιστούμε τη δύναμη που έχει στη χειραγώγηση των λαών. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ίδια ιστορικά γεγονότα αποκλίνουν σημαντικά στην επίσημη ιστορία κάθε χώρας. Κάθε κράτος έχει τη δική του ιστορική αλήθεια που την υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια, κυρίως στα γεγονότα που εμπλέκεται το ίδιο. Τελικά η ιστορία λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός που αποσκοπεί στην εθνική ενότητα παρά ως επιστήμη που αναζητά την αλήθεια. Μοιραία γίνεται προπαγανδιστικό υλικό. O Eric Hobsbawm έγραψε ότι κάθε κράτος, αν θέλει να επιβιώσει, πρέπει να ορίσει την εθνική του ταυτότητα κι αυτό γίνεται κυρίως μέσω της κοινής ιστορικής παράδοσης. Συνεπώς, αν δεν έχει ιστορική παράδοση, οφείλει να την επινοήσει γιατί αλλιώς θα εξαφανιστεί. Θα αφομοιωθεί από κάποιο άλλο ισχυρότερο εθνολογικά κράτος. Με δυο λόγια η εθνική ταυτότητα δεν είναι τίποτε άλλο από εθνική υπόσταση. Ακόμα και οι καραμπινάτες περιπτώσεις ψευδοκρατών, τύπου Κουβέιτ, που υφίστανται παρά φύση γιατί έτσι συμφέρει τις μεγάλες δυνάμεις και συνήθως έχουν παροδικό χαρακτήρα, κάνουν απελπισμένες προσπάθειες δημιουργίας ψευτοπαραδόσεων που τα διαφοροποιεί από τους γείτονες. Το νεοσύστατο κράτος των Σκοπίων για παράδειγμα είναι καταδικασμένο να αναζητήσει ιστορική παράδοση γιατί αλλιώς θα εξαφανιστεί. Τι πιο πρόχειρο από τον Μέγα Αλέξανδρο; Το αν αυτή η θεωρία είναι βάσιμα ιστορική ή όχι έχει μικρή σημασία αφού προέχει η ανάγκη του εθνικού αυτοκαθορισμού που χωρίς αυτόν είναι αδύνατη η εθνική επιβίωση. Αντιμετωπίζοντας έτσι την ιστορία πόσα περιθώρια μένουν για αλήθεια ή αντικειμενικότητα;
Η χώρα μας δεν είναι καθόλου απαλλαγμένη από τέτοιου είδους ιστορικούς μύθους που εξαίρουν το εθνικό αίσθημα. Η επίσημη σχολική ιστορία βρίθει από Εφιάλτες, κερκόπορτες κτλ. που τονίζουν τον ελληνικό ηρωισμό και χαρίζουν εθνική περηφάνια. Η Άννα Φραγκουδάκη στο κείμενο «Πολιτικές Συνέπειες της Ανιστορικότητας / Η Καλλιέργεια του Εθνικισμού» αναφέρεται ακριβώς στο θέμα της σχολικής ιστορίας και διατυπώνει τις αντιρρήσεις της στον τρόπο που παρουσιάζονται τα ιστορικά γεγονότα. Επισημαίνει τα αυτονόητα παράδοξα των σχολικών βιβλίων που πάντα παρουσιάζουν τους Έλληνες ήρωες και που πάντα αποδίδουν τις εθνικές ήττες στην αγριότητα – βαρβαρότητα των εχθρών ή στον προδοτικό ρόλο των συμμάχων, σάμπως να μη διέπραξαν αγριότητες οι Έλληνες ποτέ ή να μη φέρουν ευθύνη για το αν εξαπατήθηκαν από τους συμμάχους. Τονίζει ότι η διαστρέβλωση αυτή που επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά τελικά φανατίζει και παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις αφού οδηγεί σε εθνικιστικές συμπεριφορές. Ο Νίκος Δήμου στην τηλεόραση ισχυρίστηκε ότι η φράση «την 25η Μαρτίου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης στην Αγία Λαύρα» είναι ολωσδιόλου λανθασμένη αφού ο Παλαιών Πατρών δε σήκωσε ποτέ κανένα λάβαρο και στις 25 του Μάρτη δεν βρισκόταν κανείς στην Αγία Λαύρα. Ο Ραφαηλίδης γράφει ότι ο Μακρυγιάννης ήταν υποκοσμικό στοιχείο και αρχαιοκάπηλος κι ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος – όπως και πολλοί άλλοι - ήταν μουσουλμάνος πράγμα που αμφισβητεί την απόλυτη θεωρία ότι το 21 ήταν η εξέγερση του χριστιανικού στοιχείου απέναντι στους μουσουλμάνους. Ο Πετρόπουλος κατήγγειλε σε εκπομπή της γαλλικής τηλεόρασης, ότι η εθνική φουστανέλα ήταν αρβανίτικη φορεσιά και καθόλου ελληνική και οι αμφισβητήσεις αυτού του είδους δεν έχουν τελειωμό. Τι τελικά είναι αλήθεια; Το πρόσφατο παράδειγμα με τα κρυφά σχολειά είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό. Τελικά υπήρξαν ή όχι τα κρυφά σχολειά και γιατί πρέπει να επιμένουμε σ’ αυτό το μύθο; Ειδικά τα θέματα όπου εμπλέκεται η εκκλησιαστική άποψη χρήζουν εξαιρετικής λεπτότητας κι αποκτούν δυσθεώρητες διαστάσεις με πασιφανείς αντιφάσεις. Από τη μια οι Τούρκοι κυνήγησαν το χριστιανικό στοιχείο, από την άλλη το Άγιο Όρος έμεινε ανέπαφο, από τη μια είναι ήρωας ο Γρηγόριος ο Έ, από την άλλη αποκήρυξε την επανάσταση, από τη μια το επίσημο εκκλησιαστικό στοιχείο βοηθούσε με αυταπάρνηση κάθε εξέγερση, από την άλλη έχουμε στα Χρονικά της Χαλκιδικής την οργισμένη επιστολή του Τσάμη Καρατάσου προς το Άγιο Όρος όπου ζητά βοήθεια χωρίς ανταπόκριση, από τη μια υπήρχαν τα κρυφά σχολειά, από την άλλη έχουμε στα Γιάννενα τις επίσημα θεσμοθετημένες σχολές του Μπαλάνου και του Ψαλίδα (ο δεύτερος μάλιστα, προωθώντας τις θετικές επιστήμες, έκανε πειράματα μπροστά σε κοινό τα οποία παρακολουθούσε και ο Αλή Πασάς), από τη μια οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν τη λειτουργία ελληνικών σχολείων, από την άλλη στην Ορμύλια Χαλκιδικής υπάρχει το φιρμάνι του Αβδούλ Χαμίτ που δίνει εντολή για το χτίσιμο δημοτικού σχολείου.
Ο Ουμπέρτο Έκο στο Μπαουντολίνο καταδεικνύει με απόλυτη σαφήνεια τη σχέση πολιτικής και θρησκείας που χαράζουν την ιστορία χέρι – χέρι και ασκούν εξουσία από κοινού, χωρίς βέβαια να λείπουν και οι συγκρούσεις. Όπως και στο «Όνομα του Ρόδου» έτσι και στο Μπαουντολίνο πίσω από τα θεολογικά ζητήματα κρύβονται καθαρά πολιτικά ζητήματα και το θρησκευτικό πεδίο παρουσιάζεται ως προσωπείο κάθε πολιτικής επιδίωξης. Έτσι φαίνεται ιδιαίτερα επιφυλακτικός στα ζητήματα της εκκλησιαστικής ιστορίας και κυρίως όσον αφορά τα θρησκευτικά ιερά κειμήλια όπου κυριολεκτικά καγχάζει σε βάρος τους παρουσιάζοντας ανθρώπινες καρικατούρες που κατέχουν και παζαρεύουν ιερά οστά και λείψανα, χρυσούς δίσκους, ιμάτια του Χριστού, κρανία αγίων και μάγων και πάει λέγοντας, σ’ ένα κλίμα γενικής ιλαρότητας. Κάποιος μάλιστα έχει διπλά τα οστά από έναν άγιο και τα ανταλλάζει. Τα ιερά χριστιανικά κειμήλια είναι μια άλλη καταγραφή της ιστορίας που ζει παράλληλα με την επιστημονική ιστορική καταγραφή σε ένα δικό της ιστορικό σύμπαν. Η καθολική εκκλησία μετά το φιάσκο της Σινδόνης (πλεκτό ύφασμα που παρουσιαζότανε ως σάβανο του Χριστού, ίσως το ιερότερο καθολικό κειμήλιο, που όταν έγινε ραδιοχρονολόγηση το 1988 αποδείχθηκε ότι είχε κατασκευαστεί μετά το 1300 μ.Χ. ) απαγόρευσε κάθε επιστημονική χρονολόγηση σε όλα τα ιερά κειμήλια – λείψανα αγίων, κρανία κτλ – όπου με μοναδικό εχέγγυο την εκκλησιαστική επιβεβαίωση εκτίθενται σε λαϊκά προσκυνήματα και συγκεντρώνουν εκατομμύρια πιστούς (και ευρώ). Αν αναλογιστούμε ότι η επίσημη ιστορία χρονολογεί το θάνατο του Ηρώδη το 4 π.Χ. και η χριστιανική τον παρουσιάζει ως σφαγέα των βρεφών κατά τη γέννηση του Χριστού – δηλαδή ή ο Ηρώδης δεν συνέπεσε ποτέ με το Χριστό ή ο Χριστός γεννήθηκε το 4 π.Χ. - καταλαβαίνουμε το χάσμα όλων των ιστοριών, που τελικά πιστεύονται ταυτόχρονα σ’ ένα σχιζοφρενικό αχταρμά χτυπημένο στο ιστορικό – μυθιστορικό μπλέντερ.

                                                          Αθανάσιος Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: