8.6.11

ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ. O Δρομος και η Beat λογοτεχνια

Jack Kerouac(12 Μαρ. 1922-21 Οκτ. 1969)
σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Το βιβλίο του Τζακ Κέρουακ «Στο Δρόμο» δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι βίωμα που ξεπερνά κάθε λογοτεχνική δομή και γίνεται αλήθεια, αλήθεια προσωπική που όμως εξαπλώνεται. Είναι το μανιφέστο της ελευθερίας που δεν θεμελιώνεται θεωρητικά αλλά πραγματώνεται αυθόρμητα, σαν μονόδρομος συμπεριφοράς, σαν ανεξιχνίαστη κι αδιεξοδική επιταγή που πρέπει να εξαργυρωθεί με κάθε τρόπο. Σενάριο, με την κλασική έννοια του όρου, δεν υπάρχει. Το μοναδικό σενάριο είναι ο δρόμος, η τύχη, η ανεύθυνη επιλογή, το ακαθόριστο που δημιουργεί την αέναη κίνηση της περιπέτειας που έτσι κι αλλιώς θα φέρει στο προσκήνιο χαρακτήρες κι επεισόδια.
Αυτά τα επεισόδια της επιτηδευμένα τυχαίας ορμής είναι το θέμα του βιβλίου. Μερικοί φίλοι, με ελάχιστα λεφτά κι ένα αυτοκίνητο, ξεκινούν ένα ταξίδι χωρίς στόχο, χωρίς προορισμό, χωρίς στοιχειώδη οργάνωση ή πρόγραμμα, χωρίς κανένα τουριστικό ενδιαφέρον και κυρίως χωρίς προσχήματα για δήθεν στόχους ή δήθεν καθορισμένες ιδεολογικές συμπεριφορές. Ο δρόμος δηλαδή είναι αυτοσκοπός, είναι μια δράση χωρίς προφανές νόημα. Μοιραία δεν μπορούμε να μιλάμε για ταξίδι. Μιλάμε για φυγή, για διαρκή φυγή από κάθε τόπο που φτάνει στα όρια της νεύρωσης. Για ακατάπαυτη περιπλάνηση, για διακαή πόθο απόδρασης από κάθε κατάσταση χωρίς ποτέ να ξεκαθαρίζονται οι λόγοι.
Φυσικά υπό αυτές τις προϋποθέσεις της συνεχούς κινητικότητας η αμετακίνητη αστική ή οικογενειακή ηθική είναι τόσο ξένη που καταντά παράλογη. Βιώνεται δηλαδή η αντιστροφή όπου το κοινωνικώς αποδεκτό γίνεται ανισορροπία και η αντισυμβατικότητα λογική. Έτσι χάνεται κάθε επίκαιρη αξία που καθορίζει την καθωσπρέπει συμπεριφορά που μόνο ως τροχοπέδη μπορεί να λειτουργήσει για την επίτευξη του ανεύθυνου που ορίζεται ως μοναδική ελευθερία. Ακατανόητες συμπεριφορές πνιγμένες στο αλκοόλ και τη μαριχουάνα, εξάρσεις δίχως νόημα, μουσική τζαζ στη διαπασών και τα τοπία που ξετυλίγονται κι εναλλάσσονται διαμορφώνουν μια νέα ανθρωπογεωγραφία, την ανθρωπογεωγραφία του beat που κινείται απαλλαγμένη από τρέχουσες νοοτροπίες και φωτίζει μια νέα οπτική στην ανθρώπινη υπόσταση που οφείλει να συνεχίσει μόνο αποκηρύσσοντας όλα τα δεδομένα. Η εναλλαγή των τοπίων και των ανθρώπων και κυρίως η τζαζ – από την οποία έγινε και ο δανεισμός του όρου beat που σημαίνει ρυθμός – φέρνουν στο φως μια νέα ψυχική έκταση, ένα νέο ορίζοντα ηδονής που εκφράζονται μέσα από την απόρριψη και την απάθεια. Ένας από την παρέα παντρεύεται
 τηρώντας όλους τους νόμους – γραφειοκρατικούς και μη – που προϋποθέτει ένας γάμος μόνο και μόνο για να πάρει τα λεφτά της νύφης και να βάλουν βενζίνη. Μετά απ’ αυτό πετάν τη νύφη έξω και φεύγουν. Δεν πρόκειται απλώς για άρνηση κάθε θεσμού πρόκειται για γελοιοποίηση και συντριβή που σηματοδοτεί μια νέα αντίληψη. Την αντίληψη της περιφρόνησης και του χλευασμού, της πρόκλησης και της γοητευτικής ασυνειδησίας, με δυο λόγια την αντίληψη της ρομαντικής αλητείας. Μέσα από το τσαλαπάτημα των αρχών αναδύεται ένα πείσμα που ξεπερνά όλες τις λύπες και που δεν είναι τίποτε άλλο από την αδυσώπητη αγάπη για τη ζωή. Η δίψα για ζωή δεν μπορεί να μεταφραστεί παρά μόνο ως δίψα για περιπέτεια. Δεν έχει άλλο δρόμο εκπλήρωσης παρά μόνο το ανόθευτο και το άσκοπο, το χωρίς όρους αυθόρμητο που συνδυάζεται με την ολοκληρωτική δράση. Οτιδήποτε πέρα απ’ αυτό είναι θηλιά και φρένο.
Ο θρυλικός χαρακτήρας Ντην Μόριαρτι ουρλιάζει ολομέθυστος σε τζαζ κλαμπ: «ΔΕΝ ΜΑΣ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΙΠΟΤΑ!!!!» κι αυτό, εντελώς φυσικά παίρνει διαστάσεις ιδεολογίας. Είναι η ιδεολογία του beat που δεν είναι μηδενιστική, ούτε ταυτίζεται με την παραίτηση, αλλά διεκδικεί την ευτυχία από έναν άλλο δρόμο. Αυτόν της μη αποδοχής και του φρενήρη ενθουσιασμού που απογειώνεται σε ξέφρενα γλέντια και στο ξέσπασμα μιας υπόγειας καταπίεσης που δεν ορίζεται ποτέ κι ούτε κατονομάζεται αλλά λειτουργεί βάρβαρα κι ασφυκτικά. Το λυτρωτικό γλέντι των αυτοκαταστροφικών προοπτικών είναι ο μηχανισμός αποδόμησης κάθε πατρίδας, θρησκείας ή οικογένειας, κάθε αρχής και κάθε εξουσίας που ασκεί πίεση είτε με τη μορφή της τυπικής εκπροσώπησης των θεσμών είτε με τη μορφή του σκλαβωτικού ιδεολογικού κατασκευάσματος. Βλέπουμε λοιπόν να σαρώνονται τα πάντα μπροστά στην – προς κάθε κατεύθυνση – οργή και ορμή της νεανικής τρέλας που αντιτίθεται στα τυφλά απέναντι στο νόημα της ζωής που προσπαθούν να της επιβάλλουν. Απέναντι στην ευτυχία του αμερικάνικου ονείρου που βασίζεται στη χυδαία βάση της παραγωγής χρήματος, της καταξιωμένης εργασίας, του κοινωνικού στάτους και της συμμετοχής σε κάθε είδους βλακώδεις λέσχες που προσδιορίζουν την κοινωνική συναναστροφή. Αφού νόημα στη ζωή υπό αυτούς τους όρους δεν μπορεί να βρεθεί τότε οφείλουν να αναπροσδιοριστούν όλα, ακόμη και η αναζήτηση αυτού του νοήματος που τελικά ίσως να μην υπάρχει. Κι αν το αποδεχτούμε αυτό τότε το ουρλιαχτό του Μόριαρτι δικαιώνεται απολύτως.
Το αμερικάνικο όνειρο καταρρέει. Το μεγάλο σπίτι, το μεγάλο αυτοκίνητο, ο μεγάλος σκύλος, οι ηλεκτρικές συσκευές κτλ είναι τα μνημεία ενός απάνθρωπου πολιτισμού που τσακίζει τους ανθρώπους και τους κάνει να φοβούνται και να τρέχουν. Τερατουπόλεις, μηχανές και πάθος για κέρδος. Μια ανεξέλεγκτη νεύρωση. Πώς μπορεί να αντισταθεί κανείς σ’ αυτό; Τι να αντιπροτείνει; Υπάρχει κάτι ορθολογιστικό; Έτσι λειτουργούν οι μπίτνικς. Σαν αντίθετος άνεμος, σαν παράταιρη φωνή που διατυμπανίζει το παράλογο χωρίς όμως να μπορεί ούτε να το καθορίσει, ούτε να το ανατρέψει. Μόνο στροβιλίζεται μέσα του σαν εφηβική επανάσταση καταδικασμένη εξ’ αρχής. Κι αυτός είναι ο δρόμος της αυτοκαταστροφής. Μοιραία είναι αδύνατο να βρουν οποιοδήποτε συμπαραστάτη. Ούτε η αριστερά, ούτε οι υπέρμαχοι των εργασιακών δικαιωμάτων, ούτε τα κινήματα για τα δικαιώματα των μαύρων, ούτε οποιοσδήποτε άλλος επαναστατικός χώρος μπορεί να συμπαρασταθεί στους μπίτνικς. Ούτε και να τους πάρει στα σοβαρά. Γιατί κάθε ιδεολογία απαιτεί μια ρεαλιστική διέξοδο που οφείλει να υπηρετήσει ενώ οι beat είναι ο ύμνος του αδιεξόδου. Κάθε ιδεολογία αναπλάθει τον κόσμο και υπόσχεται ενώ οι beat έχουν απαλλαχθεί απ’ αυτά. Κάθε ιδεολογία στηρίζει την ύπαρξή της στην πίστη, ενώ οι beat δεν πιστεύουν τίποτα. Οι beat είναι ο πρόδρομος των χίπις που επίσης δεν εντάχθηκαν πουθενά και καταπλακώθηκαν κάτω από βουνά αυτοκαταστροφής.
Είναι αντιήρωες οι μπίτνικς. Είναι οι άνθρωποι που ουρλιάζουν. Είναι η ακατανόητη και ξεκούρδιστη φωνή που χτυπάει στο κενό και διασκορπίζεται στο άπειρο. Η φωνή που πνίγεται μέσα στη δύναμή της. Το εφηβικό όνειρο που αντιτίθεται σ’ έναν ανίκητο πολιτισμό, χωρίς όμως ουσιαστικά επιχειρήματα παρά μόνο το συναισθηματικό πάθος. Κι ως εκ τούτου γίνεται γραφική. Γίνεται παιχνίδι στα χέρια των σοβαρών και προκαλεί έκπληξη κι ένα γελάκι ειρωνικό. Όσο για τον Κέρουακ – που μαζί με τον Μπάροουζ και τον Γκίνζμπεργκ θεωρείται θεμελιωτής της beat λογοτεχνίας – ακολουθεί το δικό του αυτοκαταστροφικό δρόμο. Πνίγεται στο αλκοόλ και γνωρίζει το θάνατο σε ηλικία 47 ετών από κίρρωση του ήπατος. Χωρίς ποτέ να απαρνηθεί τις καταβολές του beat – όρος που ο ίδιος εισήγαγε – κάνει φανερό στα τελευταία του έργα το προσωπικό του αδιέξοδο και συντηρητικοποιείται, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

                                                                                                Θανάσης Μπαντές
                                                                                                 abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: