16.1.12

Ο Σοπενάουερ και η δυνατότητα για γνώση


Arthur Schopenhauer(1788-1860)
Ο Σοπενάουερ προσπαθώντας να απαντήσει σε ένα παλιό γνωσιολογικό ερώτημα, δηλαδή κατά πόσο μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει, έκανε(και αυτός) ένα διαχωρισμό ανάμεσα στον φαινόμενο κόσμο, αυτόν δηλαδή που προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας και την επιστημονική έρευνα και από την άλλη σε μια πραγματικότητα πέρα από την εμπειρία μας, που συνιστά τα “πράγματα καθ' εαυτά”. Τα φαινόμενα, αυτά που αντιλαμβανόμαστε, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ψευδαισθήσεις, εντούτοις όμως δεν πρέπει να θεωρούμε πως ότι υπάρχει εξαντλείται στην εμπειρική μας γνώση.
Αυτή τη διάκριση, μεταξύ φαινομένου και πράγματος καθ' εαυτού, την είχε κάνει και ο Καντ. Για τον Καντ μάλιστα, οι a priori δομές του κόσμου, ο χώρος, ο χρόνος, αποτελούν κανόνες ώστε να μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο. Αν εξαφανίσουμε το υποκείμενο της εμπειρίας δεν θα απομείνει τίποτε από τις δομές του κόσμου, έτσι όπως τον ξέρουμε. Το “πράγμα καθ' εαυτό”, την πραγματική ουσία του κόσμου δεν μπορούμε να την γνωρίσουμε γι αυτό και ο Καντ δεν έδωσε κάποια εξήγηση για το τι αποτελεί τον “κόσμο καθ' εαυτό”.
Όπως ξέρουμε μια παρόμοια διάκριση μεταξύ του κόσμου των φαινομένων και της πραγματικής ουσίας του κόσμου, είχε κάνει και ο Πλάτωνας.
Για τον Πλάτωνα ο κόσμος των φαινομένων αποτελεί μια ψευδαίσθηση του πραγματικού κόσμου που γι αυτόν είναι ο κόσμος των ιδεών, οι απόλυτες και αιώνιες ιδέες. Τέτοιες θεωρούσε την δικαιοσύνη, την αγαθότητα και το κάλλος. Δηλαδή ο Πλάτωνας προσδιόριζε τι αποτελεί την ουσία του κόσμου, θεωρώντας ότι έχουμε και τη δυνατότητα μέσω της γνώσης και της λογικής να τον προσεγγίσουμε. Ο δρόμος δηλαδή για την προσέγγιση του κόσμου των ιδεών είναι η γνώση και η λογική, οι οποίες υπάρχουν σαν δυνατότητες μέσα μας αλλά ικανοί γι αυτή την προσέγγιση είναι λίγοι. Η γνώση και η λογική είναι για τον Πλάτωνα ο δρόμος που μπορεί να μας συνδέει με τις απόλυτες ιδέες και αυτόν τον δρόμο μπορούμε να τον αποκαλύψουμε μέσα μας επειδή υπάρχει εν δυνάμει εκεί.
Ο Σοπενάουερ ο οποίος είχε επηρεασθεί, όπως λέει και ο ίδιος από τους δύο αυτούς φιλόσοφους, τον Καντ και τον Πλάτωνα, όπως και από την ινδουιστική φιλοσοφία, στην προσέγγιση που κάνει στο πρόβλημα κατ' αρχήν συμφωνεί μ' αυτόν τον διαχωρισμό. Υποστηρίζει και αυτός, σε αντίθεση με τον Καντ, ότι μπορούμε να γνωρίσουμε τον “κόσμο καθ' εαυτό”. Αυτό το στηρίζει στην άποψη που διατύπωσε ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον “κόσμο καθ' εαυτό” είναι η βούληση για ζωή, όπως την ονόμασε, μια δύναμη τυφλή που χαρακτηρίζει όλες τις μορφές στη φύση και χαρακτηρίζει και τον άνθρωπο. Έτσι γνωρίζοντας τον εαυτό μας, μιας και ο εαυτός όπως και όλος ο κόσμος κινείται από την ίδια αρχή, τη βούληση για ζωή, μπορούμε να προσεγγίσουμε τον “κόσμο καθ' εαυτό”. Αυτή η προσέγγιση όμως μπορεί να γίνει από τον άνθρωπο επειδή αυτός ανέπτυξε και τη λογική, τη διάνοια, που αποτελούν απόρροια της βούλησής του για ζωή. Η βούληση για ζωή επειδή κινείται από καθαρά εγωιστικά κίνητρα παραμορφώνει την πρόσληψη της πραγματικότητας από το υποκείμενο αλλά η διάνοια, η λογική έχει τη δυνατότητα να αρθεί πάνω από τις παραμορφώσεις της βούλησης και να δει τον κόσμο αντικειμενικά, όπως πραγματικά είναι, να προσεγγίσει δηλαδή, αυτό που έλεγε και ο Πλάτωνας, τον κόσμο των ιδεών. Ο Σοπενάουερ επιφυλάσσει αυτή τη δυνατότητα στην ιδιοφυία αλλά και την τέχνη, που μπορεί να αρθεί πέρα από την βούληση.
Βλέπουμε ότι ο Σοπενάουερ σ' αυτό το θέμα δίνει μια απάντηση που έχει πολλά κοινά στοιχεία με αυτήν του Πλάτωνα. Και ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι μέσα από τον δρόμο της γνώσης και της λογικής που εν δυνάμει βρίσκονται μέσα μας μπορούμε να αποκαλύψουμε την αλήθεια που ο κόσμος των αισθήσεων και της εμπειρίας τη συσκοτίζουν, ώστε να προσεγγίσουμε τον κόσμο των ιδεών.
Μια ανάλογη προσέγγιση σ' αυτό το ζήτημα κάνει και η ινδουιστική φιλοσοφία, από την οποίαν επηρεάστηκε ο Σοπενάουερ, η οποία μιλώντας για τον κόσμο των φαινομένων αναφέρεται σ' αυτόν σαν “μάγια”, ψευδαίσθηση δηλαδή, από την οποίαν πρέπει να ξεφύγουμε ώστε να αντιληφθούμε την πραγματική φύση του κόσμου, από την οποίαν αποτελούμαστε και μεις, άρα μπορούμε να κάνουμε αυτή την υπέρβαση και να έρθουμε σε ενότητα με την πραγματική φύση του κόσμου. Η καθημερινή μας εμπειρία δεν μπορεί να ξεπεράσει το πέπλο της μάγια.
Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία στην Πλατωνική διδασκαλία και την ινδουιστική φιλοσοφία, που είναι δύσκολο να πούμε που βρίσκονται οι απαρχές της και το ποιος επηρέασε ποιον.
Έτσι σύμφωνα με την παραπάνω αντίληψη, υπάρχει μια κατώτερη, εμπειρική συνείδηση, που είναι εγλωβισμένη στον εμπειρικό κόσμο και μια “καλύτερη συνείδηση”, που μ' αυτήν θα κατανοήσουμε την πραγματική φύση του κόσμου, το πράγμα καθ' εαυτό.
Ο Καντ πάντως κράτησε μια πιο σκεπτικιστική στάση στο θέμα του τι είναι ο “κόσμος καθ' εαυτός”, απέφυγε να προσπαθήσει να τον προσδιορίσει, όντας πιο κοντά στις πιο ορθολογιστικές αντιλήψεις.

Για τον Σοπενάουερ αυτό που χαρακτηρίζει τον κόσμο καθ' εαυτό είναι η τυφλή “βούληση για ζωή” που κομματιάζεται σε πλήθος μορφών που η κάθε μια από αυτές εκφράζει τις διάφορες αντικειμενοποιήσεις που παίρνει η “βούληση για ζωή” στη φύση. Αυτή η έννοια στον Σοπενάουερ δεν ορίζεται σαν νους ή συνείδηση, αλλά περισσότερο σαν ορμή προς κάτι. Ούτε κατευθύνει τα πράγματα προς κάποιο σκοπό. Αν ήταν έτσι ο Σοπενάουερ θεωρεί ότι σ' αυτή την περίπτωση η βούληση θα αποτελούσε ένα ακόμη όνομα για τον Θεό. Είναι τυφλή και εμφανίζεται σε δυνάμεις της φύσης εντελώς ασύνειδες. Μια ορμή που βρίσκεται στη βάση όλων των ενεργειών μας και εξουσιάζει το συνειδητό μέρος του εαυτού μας. Κάθε μορφή στη φύση, αποτελεί μια αντικειμενοποίηση της βούλησης για ζωή, μια βούληση από την οποίαν προκύπτει και η τάση για κυριαρχία της. Αυτό αφορά όχι μόνο τις έμβιες μορφές αλλά και τις άβιες.
Πράγματι αυτό αποτελεί μια αρχή στην οποίαν δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς μιας και η κάθε μορφή που δημιουργείται στη φύση, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργείται και βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση μαζί τους, τείνει να διατηρήσει αυτή την μορφή και σε βάρος άλλων που την ανταγωνίζονται ή δημιουργώντας συνεργασίες για να εξασφαλίσει την ύπαρξή της ανταγωνιζόμενη μέσα από καινούργια σύνολα τους ανταγωνιστές της.

Ανώτατη βαθμίδα στην σειρά των αντικειμενοποιήσεων της βούλησης αποτελεί ο άνθρωπος, ον προικισμένο με λογική γνώση. Από που όμως προκύπτει η λογική γνώση, η διάνοια; Για τον Σοπενάουερ η διάνοια αποτελεί απόρροια της βούλησης, που εξαρτάται από το είδος του οργανισμού που τη φέρει, ο άνθρωπος δηλαδή. Η γνώση πηγάζει από τη βούληση και στηρίζεται σ΄αυτήν. Κάθε άτομο συνειδητοποιεί τον εαυτό του με την βοήθεια της βούλησης για ζωή. Η ανάπτυξη εξ άλλου του ανθρώπου στηρίζεται στη λογική της ικανοποίησης των επιθυμιών του. Η γνώση αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου. Το βυθισμένο μέρος αποτελεί τη βούληση. Όμως η γνώση κάποια στιγμή “θα αποτινάξει το ζυγό της και απελευθερωμένη από κάθε στόχο της βούλησης θα υπάρξει καθαρά για τον εαυτό της, σαν πραγματικός καθρέφτης του κόσμου”.
Στην σχέση της διάνοιας με τη βούληση, βασίζεται και η σχέση του υποκειμένου με τον εμπειρικό κόσμο και τον κόσμο καθ' εαυτό. Η παράσταση που έχει το υποκείμενο για τον κόσμο, αποτελεί μια παραμορφωμένη εικόνα, όχι δηλαδή αντικειμενική, επειδή τη βούληση για ζωή την χαρακτηρίζει ένας απεριόριστος εγωισμός. Όλα υπάρχουν σαν να είναι εξαρτώμενα από αυτόν. Το υποκείμενο και το αντικείμενο με αυτή την έννοια σχετίζονται μεταξύ τους. Η κάθε μορφή σαν υποκείμενο αντιλαμβάνεται τις άλλες μορφές σαν αντικείμενα και αυτή η αντίληψη είναι παραμορφωμένη λόγω του εγωιστικού χαρακτήρα της βούλησης της κάθε μορφής, που δεν επιτρέπει την αντικειμενική παρατήρηση του κόσμου.
Για να γίνει δυνατή η αντικειμενική παρατήρηση του κόσμου για τον Σοπενάουερ, πρέπει να ξεφύγουμε από τα δεσμά της βούλησης.
Έτσι στο γνωσιολογικό πρόβλημα που μπήκε και στην αρχή, αν δηλαδή έχουμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε τον κόσμο καθ' εαυτό, όπως δηλαδή πραγματικά είναι, την βαθύτερη ουσία του, ο Σοπενάουερ έδωσε καταφατική απάντηση, βασιζόμενος στο ότι η ουσία του κόσμου είναι ενιαία, δεν υπάρχουν σαν απόλυτα ξεχωριστές οντότητες το πνεύμα και το σώμα, όλα πηγάζουν από την ίδια βούληση για ζωή. Αφού αυτό υπάρχει και μέσα μας, μπορούμε γνωρίζοντας τον εαυτό μας να κατανοήσουμε και την φύση του κόσμου. Δηλαδή το υποκείμενο της βούλησης, που μετέχει στον κόσμο σαν παράσταση, τον φαινόμενο κόσμο, αποτελεί ταυτόχρονα και την πρόσβαση στον άχρονο κόσμο των ιδεών, από τον οποίον ξεπηδούν τα γεγονότα τα οποία αντιλαμβανόμαστε. Η αντίληψη αυτής της πραγματικότητας όμως μπορεί να γίνει μόνο καθ’ υπέρβαση της φαινομενικότητας και είναι κάτι που χαρακτηρίζει την ιδιοφυία και την τέχνη.

Έτσι για τον Σοπενάουερ το κλειδί της γνώσης όλης της φύσης είναι η γνώση του εαυτού, αφού αποτελούνται από τις ίδιες αρχές. Επειδή στο σώμα μου μπορώ να γνωρίσω όχι μόνο την πλευρά της παράστασης, του πως φαίνεται δηλαδή αλλά και να κατανοήσω μέσω της διάνοιας και την πλευρά της βούλησης. Άρα ο εαυτός αποτελεί έναν ανοικτό δρόμο προς την πραγματική εσωτερική φύση των πραγμάτων. Και η εσωτερική φύση είναι ίδια παντού. Παρ' όλο που τα πέπλα δεν πέφτουν τελείως, μπορούμε να φτάσουμε στην εσωτερική επίγνωση.
Στον άνθρωπο η βούληση για ζωή, εκφράζει με έναν τρόπο το ένστικτο της επιβίωσης και τα συναισθήματα που το υπηρετούν. Η παρομοίωση που χρησιμοποιεί για τη σχέση της διάνοιας με τη βούληση, είναι ενός χωλού ανθρώπου που όμως βλέπει, πάνω στους ώμους ενός δυνατού αλλά τυφλού. Θεωρεί ότι η βούληση για ζωή, που επηρεάζει και τη διάνοια, που είναι εμποτισμένη από τις διαθέσεις της βούλησης, είναι αυτό που καθορίζει τα αίτια των πράξεων μας. Έτσι ήρθε σε αντίθεση με τον Καντ και την έννοια του καθήκοντος για τον καθορισμό των πράξεων μας, μια έννοια που για τον Καντ πηγάζει από την λογική. Υποστηρίζει μάλιστα ότι η λογική δεν είναι ασφαλής λόγος για την διασφάλιση ευγενών πράξεων. Ένας εγκληματίας που διαθέτει λογική μπορεί να κάνει τις πράξεις του πιο αποτελεσματικές.

Εδώ πρέπει να δούμε ότι ο Σοπενάουερ δεν θεωρεί το υποκείμενο της γνώσης, τη διάνοια, κάποιο μέρος του κόσμου των αντικειμένων. Οι μεταφορές που κάνει ο Σοπενάουερ είναι “το μάτι που κοιτά τον κόσμο αλλά δεν μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό του”κλπ. Ο Χέγγελ για να εξηγήσει την εξέλιξη του πνεύματος προς την αυτογνωσία και την αυτοπραγμάτωση, όπου το υποκείμενο της γνώσης που είναι το πνεύμα, αποτελεί ταυτόχρονα και το αντικείμενο της παρατήρησης και το αντίθετο, δημιούργησε τις αρχές της διαλεκτικής, που πάνω σ' αυτές στηρίχθηκε όλη η αντίληψη του Χέγγελ για την διαλεκτική εξέλιξη του πνεύματος. Ίσως η παθιασμένη αντιπάθεια του Σοπενάουερ για τον Χέγγελ δεν του επέτρεπε μια διαφορετική θεώρηση από το να έρθει σε αντίθεση μαζί του. Σ' αυτό είναι και πάλι επηρεασμένος από την ινδουιστική φιλοσοφία, για μια άλλη πραγματικότητα, η οποία όμως δεν είναι πραγματικότητα, είναι το κέντρο του κόσμου, από το οποίο βλέπεις τον κόσμο αλλά δεν έχει(δεν υπάρχει άλλο) κάτι να δει από το ίδιο, μιας και αποτελεί το κέντρο και ως εκ τούτου είναι ανεξήγητη.

Για τον Σοπενάουερ η ιδιοφυία συνίσταται στην “ικανότητα γνώσης, η οποία έχει αναπτυχθεί περισσότερο από ότι χρειάζεται για την υπηρεσία της βούλησης”. Η ιδιοφυής προσωπικότητα αποτελείται από δύο τρίτα διάνοια και ένα βούληση, ο κανονικός άνθρωπος το αντίστροφο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ιδιοφυία στερείται βούλησης-το αντίθετο-αλλά μάλλον ότι η διάνοια εδώ έχει την ικανότητα να αποσπάται από τη βούληση σε μεγαλύτερο βαθμό και έχει την ικανότητα να λειτουργεί αυτόνομα από αυτήν. Ουσιαστικά είναι μια πληρέστερη αντικειμενικότητα, “το καθαρό μάτι του κόσμου”, που ανήκει στο σύνολο της ανθρωπότητας. Πρόκειται για μια ικανότητα οξυμμένης αντίληψης που στο επιμέρους βλέπει το όλο. Οι ιδιοφυίες είναι σπάνιες επειδή είναι αφύσικες. Η διάνοια αποτελεί όργανο της βούλησης και δεν προορίζεται για το άσκοπο φανταστικό έργο.

Η αληθινή περιοχή που για τον Σοπενάουερ εκδηλώνεται η ιδιοφυία, είναι η ευφάνταστη αντίληψη και όχι η εννοιολογική σκέψη. Για παράδειγμα η τέχνη που φιλοτεχνείται στη βάση ενός ολότελα ορθολογικού σχεδίου είναι μη ενδιαφέρουσα. Το ίδιο είναι οι μιμητές που ακολουθούν απλά ένα πρότυπο που φάνηκε επιτυχές.
Στην τέχνη ή στις ιδιοφυίες, η υπερνίκηση του εγωισμού, συνίσταται στην ικανότητα της ενατένισης πέρα από την βούληση, το ξεπέρασμά της, στην αδιάφορη ενατένιση, όπου το υποκείμενο είναι καθαρά άβουλο, ενώ το αντικείμενο προβάλει σαν ιδέα, απαλλαγμένο από τις παραμορφώσεις της υποκειμενικής βούλησης.
Στην αισθητική εμπειρία ανατρέπεται η βούληση του υποκειμένου. Όσο ασκούμε τη βούληση, αναπτύσσουμε ένα τεράστιο πλέγμα σχέσεων που μας συνδέει με τους άλλους αλλά και τον εαυτό μας. Όλα αυτά γίνονται προκειμένου να ζήσουμε. Η αισθητική εμπειρία προϋποθέτει αναστολή της βούλησης. Όταν έχουμε αισθητική εμπειρία, τότε έχουμε και μια υποκειμενική παύση της βούλησης όσο και μια αντικειμενική διείσδυση στον κόσμο των ιδεών. Έτσι οι τέχνες μπορούν να θεωρηθούν τόσο ως απαλλαγή από τις εντάσεις της ζωής όσο και ως συμπυκνωμένη μορφή γνώσης.

Για τον Σοπενάουερ η κανονική συνείδηση, η οποία στηρίζεται στην υποκειμενικότητα και τη βούληση για ζωή, δηλαδή τον εγωισμό, συνοδεύεται από δυστυχία. Χρειάζεται η απελευθέρωση από αυτή την συνείδηση, ώστε να περάσουμε στην καλύτερη, αιώνια συνείδηση.
Στην ηθική και την συμπεριφορά μας, αυτό που κυριαρχεί είναι η βούληση, που αποτελεί το κίνητρο για όλες τις πράξεις μας και είναι κατά βάση βαθιά εγωιστική. Έβαλε έτσι τις βάσεις για το υποσυνείδητο και τις ασύνειδες τυφλές δυνάμεις που καθορίζουν τις πράξεις μας, αντιλήψεις που επηρέασαν τον Φρόιντ. (Αναφέρεται και στην λειτουργία της απώθησης, όταν λέει ότι, “κάθε αντιξοότητα πρέπει να αφομοιώνεται από την διάνοια...αλλά αυτή η ίδια λειτουργία είναι συχνά πολύ επώδυνη. Αν σε μια περίπτωση η αντίσταση και αντίθεση της βούλησης στην αφομοίωση κάποιας γνώσης φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε ορισμένα γεγονότα ή περιστάσεις καταπιέζονται εξ ολοκλήρου για τη διάνοια, επειδή η βούληση δεν ανέχεται τη θέα τους και αν τα προκύπτοντα χάσματα γεμίζουν αυθαίρετα χάριν της απαιτούμενης συνοχής, τότε έχουμε τρέλα”).
Η βούληση επειδή ζητά συνεχώς ικανοποίηση, προκαλεί κατά κανόνα δυστυχία. Στη συνηθισμένη ροή των γεγονότων, η ηδονή ή η ικανοποίηση προκύπτουν από την ικανοποίηση κάποιας επιθυμίας ή σκοπού. Αυτά όμως είναι προσωρινά μιας και θα ακολουθηθούν είτε από απογοήτευση από την μη συνέχισή τους είτε από την επιδίωξη νέων στόχων. Και κυρίως έχουν αρνητικό χαρακτήρα, με την έννοια της προσωρινής παύσης του πόνου και του ανικανοποίητου, αποτελούν δηλαδή μια αρνητική ευτυχία. Η ηδονή και η ικανοποίηση αποτελούν μια προσωρινή παύση ή απάλυνση του πόνου που προκαλείται από την συνεχή επιδίωση των στόχων της βούλησης.

Παρ' όλα αυτά υπάρχει και η ηδονή που βρίσκουμε σε κάποιο αντικείμενο χωρίς την παραμικρή αναφορά στη βούλησή μας. Για παράδειγμα αυτό που ονομάζει αισθητική ενατένιση. Πως εξηγείται αυτό; Αφού θεωρεί ότι σ' αυτήν όπως και σε άλλες περιπτώσεις που δεν υπεισέρχεται η βούληση και η (προσωρινή) ικανοποίησή της, πως έχουμε ηδονή και ικανοποίηση; Ο Σοπενάουερ θεωρεί ότι η αισθητική ενατένιση, αποτελεί μια απαθή καταγραφή της αντικειμενικής πραγματικότητας, όπου ”μπαίνουμε σ' ένα κόσμο όπου οτιδήποτε κινητοποιεί τη βούληση μας και κατ' αυτό τον τρόπο μας ταράζει βίαια, παύει πλέον να υφίσταται...ευτυχία και δυστυχία εξαφανίζονται”. Το περιγράφει με όρους όπως γαλήνη και μακαριότητα. Η κατάσταση καθαρής αντικειμενικότητας της αντίληψης γίνεται μια κατάσταση που μας κάνει να αισθανόμαστε θετικά ευτυχισμένοι. Το σύνηθες είδος ευτυχίας και δυστυχίας εξαρτάται από τη βούληση, ενώ το αισθητικό είδος εξαρτάται από το ξεπέρασμα και την απουσία της βούλησης.

Ο Άρθουρ Σοπενάουερ(Arthur Schopenhauer), ήταν Γερμανός φιλόσοφος που γεννήθηκε στο Ντάντσιχ της Πολωνίας το 1788 και πέθανε στη Φρανκφούρτη το 1860. Το σημαντικότερο έργο του είναι το “ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση”, σε τέσσερις τόμους, το οποίο πέρα από την φιλοσοφική συνοχή του χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευγλωτία και λογοτεχνική αξία. Τον πρώτο τόμο τον δημοσίευσε το 1818. Οι επόμενοι τόμοι γράφτηκαν πολύ αργότερα(ο δεύτερος τόμος δημοσιεύθηκε το 1844), ουσιαστικά αποτελούν επεξεργασία των ιδεών που υπάρχουν στον πρώτο τόμο, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στον τομέα της γνώσης, της ηθικής και της τέχνης.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό του γνώρισμα αποτελούσε η ανεξαρτησία του πνεύματός του, επιδεικνύοντας ελάχιστο σεβασμό στην αυθεντία και τον συντηρητισμό που χαρακτήριζε το γερμανικό ακαδημαϊκό κατεστημένο. Στις φωτογραφίες που έχει από την τελευταία δεκαετία της ζωής του, φαίνεται ένας άνθρωπος αντισυμβατικός και ιδιαίτερα αποφασιστικός.
(Ιδιαίτερη αντιπάθεια έτρεφε για τον σύγχρονό του Χέγγελ, για τον οποίον θεωρούσε ότι αντιπροσώπευε όλα τα κακά του γερμανικού ακαδημαϊκού κατεστημένου και της σύνδεσής του με την κρατική εξουσία και την εκκλησία και ο οποίος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των διανοουμένων της Γερμανίας ενώ ο ίδιος δεν έχαιρε δημοφιλίας, τουλάχιστον στη νεαρή του ηλικία, την οποίαν απέκτησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Σε μια απάντησή του στη Δανική Ακαδημία, αναφερόμενος στον Χέγγελ γράφει: “αυτός που θα μπορούσε να διαβάσει το πιο εγκωμιασμένο έργο του με τον τίτλο Φαινομενολογία του πνεύματος, χωρίς να νοιώσει πως βρίσκεται σε τρελοκομείο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τρόφιμός του”.
Ο ίδιος από τη νεαρή του ηλικία έτρεφε ένα τρόμο για τον Πρωσικό εθνικισμό, ίσως κάτω από την επιρροή του πατέρα του).

                                                                                                          Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ

                                                                                                

Δεν υπάρχουν σχόλια: