25.4.11

η γνωση και η θρησκεία

Οι άνθρωποι, κινούμενοι από την ανάγκη της καλύτερης προσαρμογής στον κόσμο που τους περιβάλει, από την αρχή της ιστορίας τους, προσπαθούν συνεχώς να ερμηνεύσουν αυτόν τον περιβάλλοντα κόσμο. Ερμηνείες που αφορούν το κάθε τι. Ιδιαίτερη θέση σ’ αυτές τις ερμηνείες, είχαν οι ιδέες που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τον άνθρωπο, να τον εντάξουν σ’ ένα πεπρωμένο, να εξηγήσουν το παρελθόν του και να του πουν για το μέλλον του. 
Το πεπρωμένο του κάθε ανθρώπου ήταν ταυτισμένο με το πεπρωμένο της ομάδας. Σε μια αρχική φάση μόνο έτσι μπορούσε να επιβιώσει από τους κινδύνους που τον περιέβαλαν. Στη συνέχεια, όταν επικράτησε σαν είδος απόλυτα, ο περιορισμός των υφιστάμενων πόρων για την επιβίωση του, τον οδηγούσε στην ενδοειδική πια διαμάχη, όπου η ταύτιση με το πεπρωμένο της ομάδας ήταν και πάλι αναγκαία για τη διαμάχη της με τις άλλες ομάδες. Η αποδοχή του νόμου της ομάδας ήταν αναμφισβήτητη. Για να ενισχυθεί το κύρος της ομάδας, άρα και η συνοχή της, αλλά και σαν ανάγκη να μιλήσει για το πεπρωμένο της, δημιουργήθηκαν οι αρχέγονοι μύθοι για την καταγωγή της ομάδας από κάποιους ήρωες που παίρνουν θεϊκό περιεχόμενο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο εξυψωνόταν η ομάδα απέναντι στις άλλες ομάδες, ικανοποιούνταν η ανάγκη του κάθε ατόμου δείχνοντάς του ποιο είναι το πεπρωμένο του και ταυτόχρονα εξυψώνονταν το κύρος των αρχηγών της ομάδας, οι οποίοι συνήθως ήταν ..απ’ ευθείας απόγονοι των αρχέγονων ηρώων ή θεών ή αντιπρόσωποι τους στη γη.
Επειδή το πεπρωμένο του ατόμου ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με το πεπρωμένο της ομάδας, αυτές οι ιδέες και ερμηνείες για την καταγωγή και το πεπρωμένο της, ήταν στενά συνδεδεμένες με τις ιδέες και τις ερμηνείες για την καταγωγή και το πεπρωμένο του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά.
Δεν είναι στο θέμα που εξετάζουμε, αλλά η εξέλιξη των κοινωνιών, του πολιτισμού, της αυτογνωσίας, είναι μια βασανιστική πορεία για μεγαλύτερη αυτοτέλεια του ατόμου στην αλληλεξάρτηση του από την ομάδα, παρ’ όλο που η κοινωνικοποίηση είναι απαραίτητος όρος για την «ανθρωποποίηση». Η μεγαλύτερη αυτοτέλεια του ατόμου βασίζεται στην ανάπτυξη της γνώσης που αυξάνει τις εναλλακτικές δυνατότητες για επιβίωση.
Ξαναγυρνώντας στο θέμα μας, μία παράμετρος που σχετίζεται απόλυτα με τα παραπάνω, είναι ότι
ο άνθρωπος από την στιγμή που απόκτησε αυτοσυνειδησία, κατάλαβε και το αναπόφευκτο τέλος του, το απρόβλεπτο, το τυχαίο, το ανεξέλεγκτο, τη δράση του μέσα σε ένα περιβάλλον ρευστό, γεμάτο κινδύνους και πολύ πόνο. Γι αυτό χρειαζόταν και συνεχίζει να χρειάζεται ισχυρές βεβαιότητες, για να νοιώθει ότι κάπου πατάει, να καταλαγιάζει η αγωνία του. Βεβαιότητες που θα του εξηγούν το πριν, το τώρα και το μετά. Αυτά δεν αφορούν φυσικά μόνο το χθες, αφορούν όλη την ανθρώπινη ιστορία, αφορούν και το σήμερα. Οι άνθρωποι χρειάζονται συνολικές και όχι μερικές απαντήσεις για να νοιώθουν ασφαλείς. Δεν έχει σημασία αν αυτές οι συνολικές απαντήσεις είναι καθαρές μυθοπλασίες ή σύστημα απόψεων που προσπαθεί να εξηγήσει συνολικά το αντικειμενικό γίγνεσθαι και ταυτόχρονα έρχεται σε αντίθεση με αυτό το γίγνεσθαι. Πολλές φορές οι άνθρωποι, όσο ισχυρότερη είναι αυτή η αντίθεση και η σύγκρουση, τόσο πιο ζωντανοί αισθάνονται.
Την ίδια μορφή με τους αρχέγονους μύθους για την καταγωγή των ομάδων, φυλών, λαών, έχουν και όλες σχεδόν οι μεγάλες θρησκείες. Όλες έχουν έναν ιδρυτή, τον αρχικό ήρωα, που είτε είναι ο ίδιος θεός είτε μιλάει εξ ονόματος του, που δίνει ένα συνολικό σχέδιο για το πεπρωμένο του ανθρώπου, για το πριν, το τώρα και το μετά. Η βεβαιότητα που προσφέρει είναι ότι αποδεχόμενος κάποιος αυτό το σχέδιο θα σωθεί. Και αυτό είναι κάτι που χρειάζεται μέσα σε ένα απρόβλεπτο, ανεξήγητο και αντίξοο περιβάλλον.
Δεν θα εξετάσουμε εδώ το ρόλο που έπαιξαν οι θρησκείες στη συνοχή των κοινωνικών ομάδων με τους κανόνες που θέσπισαν, οι οποίοι κανόνες, ειδικά στις πατερναλιστικές μονοθεϊστικές “εξ αποκαλύψεως” θρησκείες, ήταν διαποτισμένοι απο το αίσθημα του φόβου ή την περιβολή με κύρος της κοινωνικής τάξης πραγμάτων ή τις αλλαγές που γίνονταν στις ίδιες, ανάλογα με τις εξελίξεις στις κοινωνίες.
Η πλευρά που θα εξετάσουμε είναι η υποβάθμιση της αξίας της γνώσης της αντικειμενικής πραγματικότητας στο πλαίσιο μιας τέτοιας ερμηνείας. Η αλήθεια ταυτίζεται με την αποδοχή αυτού του σχεδίου. Κάθε προσπάθεια για γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας που δεν επιβεβαιώνει αυτό το σχέδιο θεωρείται βέβηλη. Όσο μεγαλύτερη ακαμψία είχαν αυτές οι ερμηνείες τόσο περισσότερο εκφραζόταν αυτή η αντίθεση.
Οι ίδιοι οι μύθοι επιβεβαιώνουν ότι οι θεοί δεν είχαν και τόσο καλή γνώμη για την γνώση. Οι πρωτόπλαστοι εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο γιατί θέλησαν να γευθούν τον καρπό της γνώσης του «καλού και του κακού». Ο Πλάτων μας υπενθυμίζει στον Τίμαιο και τον Κριτία, στην αναφορά του για την χαμένη Ατλαντίδα, ότι οι θεοί την κατέστρεψαν γιατί οι κάτοικοι της Ατλαντίδας είχαν αποκτήσει τόσες πολλές γνώσεις, που θεωρήθηκε αλαζονεία και ασέβεια προς τους θεούς. Ή να θυμηθούμε το μύθο του Προμηθέα που τιμωρήθηκε από τον Δία επειδή έφερε τη γνώση της φωτιάς στους ανθρώπους.
 Τα πράγματα βέβαια δεν εξελίχθηκαν πάντα έτσι, ούτε είχαν αυτή την απλουστευτική μορφή αν και στον Μεσαίωνα, με την ακαμψία της θρησκευτικής ιδεολογίας, η επιστήμη θεωρούνταν έργο του διαβόλου. Για ένα μεγάλο διάστημα απο το τέλος των Ελληνιστικών χρόνων, που ανακόπτεται η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, μέχρι τον 17ο αιώνα, πάνω απο 11 αιώνες δηλαδή, η ενασχόληση με τις φυσικές επιστήμες θεωρούνταν ουσιαστικά μια βέβηλη δραστηριότητα ή και αρρώστια, συνδέονταν με την μαγεία και υπήρχε σοβαρή πιθανότητα ο εμπλεκόμενος με αυτή να καταλήξει στην πυρά.
Μια διαφορετική σχέση της θρησκείας με τη γνώση, σε σχέση με αυτήν του Μεσαίωνα, βλέπουμε στις προχριστιανικές κοινωνίες, στην Ινδία, την Μεσοποταμία με τους Σουμέριους, τους Χαλδαίους στη Βαβυλώνα, την Περσία με τους Μάγους, την Αίγυπτο αλλά και τους Κέλτες στην Ευρώπη και σε ένα σημαντικό βαθμό και στην Ελλάδα, όπου έχουμε μια ταύτιση του ιερατείου με την υπάρχουσα γνώση. Είναι οι φορείς της γνώσης που υπάρχει για τη φύση, η οποία γνώση ήταν απαραίτητη για τη λειτουργία της κοινωνίας και την απόκτηση δύναμης μέσα από την γνώση της. Στην Ελλάδα με την δημιουργία των πόλεων κρατών, σε μικρά σχετικά με τις προηγούμενες κοινωνίες που αναφέραμε, πληθυσμιακά μεγέθη, με τον ρόλο του πολίτη, δηλαδή αυτού που συναποφασίζει για την πόλη, τη δημιουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δημιουργήθηκε ένα άπλωμα της γνώσης, της φυσικής φιλοσοφίας, έξω από τα ιερατεία. Αυτή η γρήγορη ανάπτυξη της φυσικής φιλοσοφίας και της γνώσης εξυπηρετούσε τις ανάγκες των αναπτυσσόμενων πόλεων κρατών και την εξάπλωσή τους στην Μεσόγειο και την Μαύρη Θάλασσα.
Ο περιορισμός της γνώσης στα χέρια ενός ιερατείου πέρα από την κοινωνική του σημασία για την εξασφάλιση κυριαρχίας, κυρίως στα πολυάνθρωπα κράτη της Ασίας και της Αιγύπτου, σήμαινε και ότι οι πολλοί δεν πρέπει να γίνουν κάτοχοι της γνώσης, θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί κίνδυνο, με τη δικαιολογία ότι μόνο οι σοφοί, δηλαδή το τότε ιερατείο, μπορούν να κάνουν σωστή χρήση της γνώσης. Τα μέλη της κοινωνίας δεν συναποφάσιζαν, δηλαδή δεν ήταν πολίτες, ήταν απλά υπήκοοι του ηγεμόνα, δηλαδή η δουλειά τους ήταν να υπακούουν και τρέφονταν απλώς με τους μύθους.
Για να κάνουμε όμως και τους συνηγόρους του ιερατείου, ας θυμηθούμε εδώ και τον Αστερίξ , όπου ο Πανοραμίξ, ένας Κέλτης ιερέας, κρατούσε καλά φυλαγμένο το μυστικό της συνταγής του θαυματουργού ζωμού, γιατί αν ερχόταν σε γνώση του καθένα αντιλαμβάνεστε τι αναστάτωση θα προέκυπτε..
Τελικά όμως, η ανάπτυξη της φιλοσοφίας και της επιστήμης στην Αρχαία Ελλάδα, με τον τρόπο που έγινε, έδειξε τα πλεονεκτήματα της. Ταυτόχρονα, δείχνει μια διαφοροποιημένη στάση απέναντι στη γνώση, απ’ αυτήν που επακολούθησε ιδιαίτερα την περίοδο του Μεσαίωνα.

Στην Ανατολή , στην Κίνα, στην Ινδία, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά στη σχέση της γνώσης με την θρησκεία, αλλά δεν είναι της ώρας να την εξετάσουμε.
Όμως όσον αφορά τη χριστιανική Δύση, πριν από τρεις με τέσσερις αιώνες, αρχίζει παρ’ όλα αυτά, μία μεγάλη ανάπτυξη των επιστημών. Αυτή την περίοδο, μετά τις μεγάλες ανακαλύψεις, τις εξερευνήσεις, την ανάπτυξη της αποικιοκρατίας, υπάρχουν μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις και γρήγορη ανάπτυξη αυτών των κοινωνιών, υπάρχει συσσώρευση καινούργιου πλούτου. Υιοθετείται τότε και από την Εκκλησία η φόρμουλα διαχωρισμού του "ιερού" από το "βέβηλο". Δηλαδή η Επιστήμη που αντιπροσώπευε το "βέβηλο" μπορούσε να έχει το δικό της χώρο εφ’ όσον δεν έμπαινε στα χωράφια του "ιερού". Ο δυϊσμός που αναπτύχθηκε από τον Καρτέσιο αυτήν την περίοδο, με τον διαχωρισμό της ύλης από το πνεύμα, σαν δυο ξεχωριστές οντότητες, δημιουργούσε τον χώρο για να αναπτυχθεί η επιστήμη. Αυτός ήταν ο χώρος της ύλης, που έχει διαστάσεις, τα res extensa. Η επιστήμη δεν έμπαινε στα χωράφια του πνεύματος και των ψυχών, τα res cogitans, μιας και αυτά ήταν αποκλειστική ιδιοκτησία της εκκλησίας. Παρ’ όλο το βασικό λάθος που γίνεται σ’ αυτό τον διαχωρισμό που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και την εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης όλο το επόμενο διάστημα, ήταν ταυτόχρονα ένα σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη της επιστήμης εκείνη την εποχή, μιας και έδινε χώρο για να αναπτυχθεί, που μέχρι τότε δεν είχε καθόλου και η οποία σιγά-σιγά δημιουργώντας τον δικό της χώρο άρχισε να διεισδύει σε όλους τους τομείς της γνώσης. Η επιστήμη στηριζόμενη στην αρχή της αντικειμενικής πραγματικότητας, αναπτύχθηκε ραγδαία, δημιουργούσε συνεχώς καινούργιο χώρο, διεισδύοντας σε ευρύτερους τομείς, καλλιεργώντας την ηθική της γνώσης σαν κριτήριο και για τις ίδιες τις αξίες, προετοιμάζοντας τον διαφωτισμό και συμβάλλοντας στην αλλαγή των κοινωνιών.
Ήταν εποχή ανάπτυξης των κοινωνιών της Ευρώπης μετά τις μεγάλες ανακαλύψεις καινούργιων ηπείρων και εκτάσεων γης, ανάπτυξης της αποικιοκρατίας, άρα και δυνατότητα συσσώρευσης μεγάλου πλούτου απ’ αυτό, που η Εκκλησία μπορούσε να επωφεληθεί αυξάνοντας τη δύναμη της όπως και έγινε. Ακόμη κρατούσε πάντα στην ιδιοκτησία της τον χώρο της ψυχής, μιας και ήταν ο αποκλειστικός διαχειριστής της και φυσικά δεν σταμάτησε όπως είπαμε και πριν η καχυποψία απέναντι στην ανάπτυξη της επιστήμης και της γνώσης, που άρχισε να αμφισβητεί σταδιακά τα θέσφατα της ή και ακόμη χειρότερο να μπαίνει στα χωράφια της. Ούτε φυσικά άλλαξε η βασική της άποψη να θεωρεί μέγιστη αρετή το να πιστεύεις χωρίς να κατανοείς, σε αντίθεση με την επιστήμη που αντιμετωπίζει το μυστήριο, το άγνωστο με διάθεση να το εξερευνήσει. Για τη θρησκεία το μυστήριο πρέπει να παραμένει μυστήριο για να προκαλεί δέος και να εμπνέει το φόβο του θεού.
Εκτός από τις θρησκείες οι οποίες με διαφορετικές διαβαθμίσεις και σε διαφορετικές περιόδους, έχουν έναν άκαμπτο χαρακτήρα δογμάτων που με ένα μυθολογικό τρόπο δίνουν μια οντογενετική εξήγηση των πάντων, όλα τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα επίσης, προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση, όχι βέβαια σε μυθολογική βάση, αλλά μια οντογένεση που περιλαμβάνει τα πάντα και προδιαγράφει το πεπρωμένο του ανθρώπου και των ανθρώπινων κοινωνιών. Από τον Πλάτωνα μέχρι τον Χέγκελ και τον Μαρξ, οι νόμοι της ιστορίας είναι αδήριτοι, παρ’ όλα τα σκαμπανεβάσματα που μπορεί να υπάρχουν και έχουν μια γενικά ευνοϊκή εξέλιξη οδηγώντας σε μια συγκεκριμένη προοπτική, ένα πεπρωμένο.  Παρ' όλο που ο σκοπός ήτανε να κινητοποιήσουνε τους ανθρώπους στην κατεύθυνση ενός ευτυχέστερου μέλλοντος, ο άνθρωπος ήτανε δέσμιος ενός συγκεκριμένου πεπρωμένου.
Ο Μαρξισμός, ενώ ξεκίνησε σαν προσπάθεια επιστημονικής ερμηνείας του κόσμου και της αντικειμενικής γνώσης της πραγματικότητας, με έναν απελευθερωτικό λόγο, εξ αιτίας της ακαμψίας που τον χαρακτήρισε, κυρίως στην εφαρμογή του, με την προσπάθεια ολοκληρωτικής ερμηνείας και απαρέγκλιτου "σωτηριολογικού" σχεδίου, είχε μέσα του το σπέρμα της σύγκρουσης με την αντικειμενική πραγματικότητα.
Από την άλλη η έλλειψη μιας ολοκληρωτικής εξήγησης του ανθρώπινου πεπρωμένου, αφήνει τον άνθρωπο σε αγωνία. Γι αυτό, ενώ οι κοινωνίες ιδιαίτερα τους τρεις τελευταίους αιώνες είχαν μια ραγδαία ανάπτυξη λόγω αυτής της επιστημονικής γνώσης και σήμερα περισσότερο από ποτέ η γνώση γίνεται κινητήρια δύναμη της εξέλιξης και κύρια παραγωγική δύναμη, η πλειοψηφία των ανθρώπων ουσιαστικά δεν την αποδέχεται. Το γκρέμισμα των μύθων πάνω στους οποίους ο άνθρωπος είχε οικοδομήσει σχέδια στα οποία ενέτασσε τον εαυτό του, τον άφηνε ακάλυπτο στα βασικά υπαρξιακά του ερωτήματα, γι αυτό και θεωρήθηκε μηδενισμός. Η ιδέα της αντικειμενικής γνώσης σαν μοναδική πηγή αυθεντικής γνώσης που στηρίζεται στη λογική και την πείρα ποτέ δεν έγινε αποδεκτή, ούτε τώρα έχει γίνει.
Αυτή η πίστη σε μύθους ή ουτοπίες, εγγενής στους ανθρώπους, πολλές φορές τους κινητοποίησε, ωθώντας τους να ψάξουν τις δυνατότητες τους, να δοκιμάσουν εναλλακτικές λύσεις, να βελτιωθούν οι ίδιοι αλλά και να βελτιώσουν την υπάρχουσα κατάσταση. Στο βαθμό όμως που γινόταν προσκόλληση σε άτεγκτα σχήματα που ερχόταν σε σύγκρουση με τη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα ή με τις ανάγκες των ανθρώπων κατέληγαν σε αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα. Πάντα όμως αυτό που έκρινε τον θετικό ή όχι τελικό αποτέλεσμα ήταν ο βαθμός της ευελιξίας τους και άρα της προσαρμογής στην πραγματικότητα, με το κύριο κριτήριο γι’ αυτό που είναι πάντα η πράξη.
Κάναμε αυτή την μικρή παρένθεση για να δείξουμε ότι αυτά τα ιδεολογήματα δεν είναι κατ’ ανάγκη κάτι κακό. Εξυπηρετούν κάποιες ανάγκες που μέσα σε ορισμένα όρια βοηθούν τον άνθρωπο να κινητοποιηθεί και να ψάξει τις δυνατότητες του ή να τον παρηγορήσει σε άλλες, αρκεί να διατηρούμε την ευελιξία του ελέγχου της πράξης και άρα της αναπροσαρμογής εκεί όπου εξ αιτίας φανταστικών αντιλήψεων βλάπτονται τα συμφέροντα μας, εμποδίζεται η προσωπική ανάπτυξη ή βλάπτονται άλλοι.
Σε τέτοια συστήματα ιδεών που προκαθορίζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων, γίνεται σύγχυση και μεταξύ της γνώσης και των αξιών, με την έννοια ότι η γνώση αφορά περισσότερο την ανάπτυξη των νοητικών λειτουργιών, ενώ οι αξίες αφορούν τις σχέσεις του ατόμου με την κοινωνία. Κάνουμε αυτό το διαχωρισμό παρ' όλο που οι αξίες πρέπει να αφορούν σε τελική ανάλυση τη γνώση στο επίπεδο των σχέσεων με τους άλλους αλλά και τη φύση γενικότερα. Ας θυμίσουμε εδώ ότι ο Σωκράτης έλεγε ότι το καλό είναι θέμα γνώσης. Έτσι είναι δύο περιοχές που δεν είναι ξένες μεταξύ τους, αλλά που συνδέονται αναπόφευκτα μέσα στην πράξη και μέσω της πράξης. Η πράξη θέτει σε ενέργεια και αμφισβήτηση και τη γνώση και τις αξίες συγχρόνως. Πρωταρχική αξία είναι η ίδια η ηθική της γνώσης. Ένας σοσιαλιστικός ουμανισμός, πραγματικά επιστημονικός, δεν θα μπορούσε να έχει την πηγή της αλήθειας και της ηθικής επιρροής του, παρά μόνο σ’ αυτή τη βάση.
.
Η παραπάνω ανάρτηση βασίζεται σε ένα άρθρο μου στο περιοδικό "Διάπλους" το 2005 και αφορούσε το "τύχη και αναγκαιότητα" του Ζακ Μονό, που πριν 40 χρόνια συνέβαλε στη σκέψη του 20ου αιώνα.


                                                                                                    Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια: