23.8.11

οι κατηγοριες των αντιυπερτασικων φαρμακων

Σήμερα έχουν βρεθεί και χρησιμοποιούνται ευρύτατα πολύ σημαντικές κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων, που μπορούν να ρυθμίσουν τις περισσότερες περιπτώσεις υψηλής αρτηριακής πίεσης και θα γίνει μια σύντομη αναφορά σ’ αυτές. Αυτό βέβαια που είναι πάντα σημαντικό είναι τα γενικότερα μέτρα που πρέπει να παίρνονται στην κατεύθυνση της υιοθέτησης ενός τρόπου ζωής που περιορίζει την εμφάνιση της υπέρτασης αλλά και των άλλων διαταραχών που αυξάνουν την εμφάνιση καρδιοαγγειακών διαταραχών, είτε παίρνει φάρμακα είτε όχι.  Δηλαδή η ρύθμιση της υψηλής αρτηριακής πίεσης με τα φάρμακα δεν μας εξισώνει από την άποψη του κινδύνου για ένα επικείμενο καρδιοαγγειακό επεισόδιο με κάποιον που έχει χαμηλή πίεση χωρίς φάρμακα. Ο δεύτερος κινδυνεύει πολύ λιγότερο. Απλά με τα φάρμακα μειώνεται ο κίνδυνος σε σχέση με το αν έμενε η πίεση αρρύθμιστη. Οπωσδήποτε η αντιμετώπιση της υπέρτασης και φαρμακευτικά, έχει μειώσει τη συχνότητα των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων πρώτα και κύρια, αλλά και των στεφανιαίων επεισοδίων και της καρδιακής και νεφρικής ανεπάρκειας.
Ακόμη η αλλαγή του τρόπου ζωής βοηθά στο να ρυθμίζεται η αρτηριακή πίεση και με λιγότερα φάρμακα και σε ορισμένες περιπτώσεις να τα κάνει περιττά, όταν δεν έχουν προχωρήσει πολύ οι αλλαγές στο καρδιοαγγειακό σύστημα. Αν και συνήθως όταν διαπιστώνεται η υπέρταση, ήδη έχουν γίνει αλλαγές στα αγγεία, οι οποίες τείνουν να συντηρήσουν την υπέρταση.
Η βάση δηλαδή πάνω στην οποία στηρίζεται η αντιμετώπιση των συνεπειών της υψηλής αρτηριακής πίεσης στην καρδιοαγγειακή λειτουργία, είναι όλα αυτά τα γενικότερα μέτρα που έχουν αναφερθεί, στη διατροφή, τη σωματική άσκηση αλλά και τη μείωση του στρες στη ζωή μας.
Αυτό δεν αφορά μόνο την υπέρταση αλλά όλες τις ανάλογες καταστάσεις. Όπως για παράδειγμα τα άτομα που έχουν οστεοπορωτικές βλάβες, δεν έχει νόημα
να είναι ξαπλωμένοι συνέχεια σε έναν καναπέ, χωρίς να ασκούνται(οπότε και ο εγκέφαλος παίρνει σήμα ότι δεν του χρειάζεται και τόσος οστίτης και μυϊκός ιστός) και να παίρνουν χάπια για την οστεοπόρωση. Ή να παίρνεις χάπια για την χοληστερίνη και να συνεχίζεις να έχεις μια διατροφή που επιβαρύνει το λιπιδαιμικό προφίλ του οργανισμού και το οξειδωτικό του στρες. Τα αποτελέσματα, αν υπάρχουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ελάχιστα, πέρα από το ότι επιβαρύνουν τον οργανισμό με ουσίες που πάντα έχουν και κάποιες παρενέργειες.
Αυτό βέβαια είναι κάτι που πέρα από τους χρήστες των φαρμάκων αφορά οπωσδήποτε και τους γιατρούς που πρέπει να επιμένουμε περισσότερο στην ανάγκη των μέτρων για την αλλαγή του τρόπου ζωής αντί να χορηγούμε με ευκολία το ένα φάρμακο μετά το άλλο, με αποτέλεσμα όταν έρχονται στα ιατρεία να κουβαλάνε μερικές φορές τα φάρμακα τους μέσα σε σακούλες των σουπερμάρκετ, επειδή δεν χωράνε σε μικρότερες.
Αυτή η υπερκατανάλωση φαρμάκων(δεν αναφέρομαι ειδικά στην υπέρταση αλλά στη γενική κατάσταση), επιβαρύνει οπωσδήποτε και τα ασφαλιστικά ταμεία που βλέπουν τις φαρμακευτικές δαπάνες από χρόνο σε χρόνο να εκτινάζονται σε καινούργια ύψη. Η κάθε καινούργια εξ άλλου κατηγορία φαρμάκων, είναι κατά πολύ ακριβότερη από τις προηγούμενες, μερικές φορές σε πολλαπλάσια τιμή, που μπορούν να τινάξουν οποιοδήποτε προϋπολογισμό στον αέρα.
Τα παραπάνω δεν θέλουν να μειώσουν τη σημασία των προόδων που έχουν γίνει με την ανακάλυψη νέων ουσιών που μπορούν να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα που μέχρι τώρα αντιμετωπίζονταν δύσκολα, αλλά επισημαίνουν ένα πρόβλημα που γίνεται όλο και μεγαλύτερο και τα μεγέθη που τον αφορούν δεν είναι καθόλου δευτερεύοντα.
Μετά από αυτή την εισαγωγή, ας δούμε κάνουμε μια αναφορά σε ορισμένες βασικές κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων.
Τα διουρητικά. Αυτά κυκλοφορούν είτε σε ξεχωριστά σκευάσματα είτε μέσα σε συνδυασμούς με άλλες κατηγορίες αντιυπερτασικών. Τα διουρητικά διώχνουν νάτριο από τον οργανισμό και μαζί με αυτό διώχνουν και νερό. Τα περισσότερα από αυτά μαζί με το νάτριο διώχνουν και κάλιο, γι αυτό και πρέπει να παρακολουθούνται για να μη προκαλέσουν υποκαλιαιμία, η οποία όταν υπάρχει, τείνει να ανεβάζει την πίεση του οργανισμού, όπως έχουμε αναφέρει για το ρόλο του καλίου. Έτσι αυτοί που παίρνουν διουρητικά πρέπει να παίρνουν και επαρκή ποσότητα τροφών που περιέχουν κάλιο, όπως είναι τα φρούτα και οι φυτικές τροφές. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να υπάρχει το καλοκαίρι που με τον ιδρώτα χάνονται πολλά υγρά καθώς και ηλεκτρολύτες, οπότε αυξάνει ο κίνδυνος της αφυδάτωσης και της μεγάλης πτώσης της πίεσης. Το ίδιο, σε πολύ εντονότερο βαθμό μπορεί να συμβεί όταν υπάρχουν διάρροιες, σε μια λοίμωξη γαστρεντερική, οπότε χάνονται μεγάλες ποσότητες καλίου αλλά και υγρών. Γι αυτό σε περίπτωση γαστρεντερίτιδας τα διουρητικά πρέπει να διακόπτονται, ενώ το καλοκαίρι τουλάχιστον να ελαττώνονται.
Όταν αποβάλλεται το κάλιο από τον οργανισμό παρασύρει μαζί του και ένα άλλο ενδοκυττάριο ιόν, το μαγνήσιο, με το οποίο έχουνε παρόμοια συμπεριφορά. Η χρήση των διουρητικών που αποβάλουν κάλιο, οδηγεί και σε αποβολή του μαγνησίου, γι αυτό και πολλά από τα συμπτώματα που υπάρχουν στη λήψη των διουρητικών, όπως μυϊκή αδυναμία, ευερεθιστότητα, αρρυθμίες κτλ, μπορεί να οφείλονται στην υπομαγνησιαιμία.
Τα διουρητικά επίσης μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση στο λιπιδαιμικό προφίλ, στην αύξηση του ουρικού οξέος καθώς και στην πιθανότητα εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη.
Τα διουρητικά είναι φάρμακα κατάλληλα περισσότερο σε μεγάλες ηλικίες, επειδή τότε υπάρχει και μεγαλύτερη κατακράτηση υγρών, λόγω μεγαλύτερης ανεπάρκειας των μηχανισμών αποβολής του νατρίου.
Οι ανταγωνιστές ασβεστίου. Αυτοί παρεμποδίζουν την είσοδο των ιόντων ασβεστίου μέσα από τις κυτταρικές μεμβράνες, στον καρδιακό μυ και τις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων. Το ασβέστιο παίζει ρόλο στη διεγερσιμότητα των κυττάρων, έτσι ο αποκλεισμός της εισόδου του οδηγεί τους αντίστοιχους μύες σε σχετική χάλαση. Δεν έχουν όλοι την ίδια δράση, αποτελούν τρεις διαφορετικές υποκατηγορίες. Είναι αποτελεσματικά φάρμακα για την ρύθμιση της πίεσης, με σχετικά συχνή όμως παρενέργεια, τον πονοκέφαλο ή τα οιδήματα στα κάτω άκρα, ιδίως το καλοκαίρι. Έχει παρατηρηθεί όμως ότι ο συνδυασμός αυτής της κατηγορίας φαρμάκων με φάρμακα που δρουν στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης, που γίνεται αναφορά αμέσως παρακάτω, μειώνει σημαντικά αυτές τις παρενέργειες, με μηχανισμό που δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένος.
Τα φάρμακα που δρουν στον άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης- αλδοστερόνης. Για τον άξονα ρενίνης –αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης και το πώς επηρεάζει την αρτηριακή πίεση, έχει γίνει αναφορά σε άλλες αναρτήσεις για την αρτηριακή υπέρταση. Τα φάρμακα αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με το σε ποια θέση του άξονα δρουν. Η πρώτη κατηγορία αναστέλλει τη δράση ενός ενζύμου, που μετατρέπει την αγγειοτενσίνη Ι σε αγγειοτενσίνη ΙΙ που είναι η δραστική μορφή του μορίου της αγγειοτενσίνης, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο την παραγωγή αυτής της ιδιαίτερα αγγειοσυσπαστικής ουσίας. Ονομάζονται α-ΜΕΑ(αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου).
Παρόμοια δράση έχει και μια παρεμφερής κατηγορία φαρμάκων, οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ, όπου παρεμποδίζεται η διέγερση των υποδοχέων της, άρα και η δράση της(ονομάζονται ΑΤ1-αποκλειστές).
Μια νέα κατηγορία είναι αυτή που δρα στη ρενίνη, ελαττώνοντας τη μετατροπή της σε αγγειοτενσίνη.
Τα φάρμακα αυτά έχουν αποδειχθεί σημαντικά στην πρόληψη των νεφρικών βλαβών όταν υπάρχει σακχαρώδης διαβήτης, επειδή μειώνουν την υπερδιήθηση και την πίεση μέσα στο νεφρικό σπείραμα(είναι η ανατομική μονάδα του νεφρού όπου γίνεται η διήθηση του πλάσματος). Επίσης στην καρδιακή ανεπάρκεια μιας και ελαττώνουν την παραγωγή ή τη δράση της αγγειοτενσίνης ΙΙ, η οποία έχει υπερτροφικές δράσεις στις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων και το μυοκάρδιο, πέρα από τις αγγειοσυσπαστικές της δράσεις, καθώς και επίδραση στην παραγωγή της αλδοστερόνης, μιας ορμόνης που παράγεται από τα επινεφρίδια και έργο της είναι η κατακράτηση του νατρίου στον οργανισμό.
Παρατηρήθηκαν επίσης ευνοϊκές δράσεις στο ενδοθήλιο των αγγείων.
Η δράση αυτών των φαρμάκων αυξάνεται με την προσθήκη διουρητικού, γι αυτό και είναι πολύ συχνός ο συνδυασμός τους με διουρητικά. Και εδώ όπως στα διουρητικά, χρειάζεται προσοχή στη χορήγηση τους σε συνθήκες κινδύνου αφυδάτωσης, όπως σε μία γαστρεντερίτιδα, επειδή μπορεί να προκαλέσουν έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας και πρέπει σε μια τέτοια περίπτωση να διακόπτονται όσο τουλάχιστον κρατάνε οι διάρροιες.
Έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας μπορεί επίσης να γίνει, αν υπάρχει στένωση στις νεφρικές αρτηρίες.
Η ύπαρξη αμφοτερόπλευρης στένωσης στις νεφρικές αρτηρίες, μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, λόγω της μείωσης της αιμάτωσης που προκαλείται, γι αυτό σε κάθε περίπτωση πριν τη χορήγηση αυτών των φαρμάκων πρέπει να γίνεται έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας, όπως και μετά για να ελεγχθεί ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Επίσης χρειάζεται προσοχή για την εμφάνιση, σε σπάνιες περιπτώσεις, περισσότερο με τους α-ΜΕΑ, αγγειοοιδήματος (οίδημα στα χείλη, τα βλέφαρα), οπότε η χορήγηση τους πρέπει να διακόπτεται. Αυτές είναι σπάνιες παρενέργειες αλλά πάντα πρέπει να τις έχουμε υπ’ όψη μας. Επίσης τα φάρμακα που δρουν σε αυτόν τον άξονα, αντενδείκνυνται στην κύηση επειδή αυξάνουν τον κίνδυνο να έχει το έμβρυο υποπλαστικούς νεφρούς. Ο ξηρός βήχας που μπορεί να παρουσιασθεί σε ένα ποσοστό ατόμων στην χορήγηση των α-ΜΕΑ, δεν έχει κάποια άλλη επίπτωση και σ’ αυτή την περίπτωση εξαλείφεται αν χορηγηθεί μία από τις δύο άλλες κατηγορίες που δρουν στον άξονα αυτό.
Οι β-αποκλειστές. Είναι φάρμακα που μπλοκάρουν τη δράση των λεγόμενων β-υποδοχέων του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που βρίσκονται στην καρδιά, τα αγγεία αλλά και τους πνεύμονες και αλλού προκαλώντας βραδυκαρδία και πτώση της πίεσης. Ελαττώνουν δηλαδή κάποιες από τις περιφερικές δράσεις του συμπαθητικού συστήματος. Έτσι είναι σημαντικά φάρμακα στην στεφανιαία νόσο, επειδή με τη βραδυκαρδία που προκαλούν, ελαττώνουν τις απαιτήσεις του μυοκαρδίου σε οξυγόνο, όπως δεν αφήνουν το μυοκάρδιο να αφεθεί στις συνέπειες της διέγερσης του συμπαθητικού συστήματος, όπως ταχυκαρδία ή και αρρυθμίες.
Μία σημαντική παρενέργεια τους, που αφορά τους άνδρες, είναι ότι μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στη λίμπιντο, όταν δίνεται σε μεγάλες δόσεις. Αυτή η παρενέργεια έχει σχέση με την περιφερική αγγειοσύσπαση που προκαλούν, γεγονός που απαγορεύει τη δράση τους και στην περιφερική αγγειοπάθεια. Προσοχή επίσης χρειάζεται στην χορήγηση τους στα ηλικιωμένα άτομα και λόγω πιο συχνής περιφερικής αγγειοπάθειας αλλά και λόγω των διαταραχών στη λειτουργία των β-υποδοχέων.
Μπορεί επίσης να έχουν αρνητική επίδραση, όπως και τα διουρητικά, στο λιπιδαιμικό προφίλ όπως και την αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη.
Ένα άλλο μειονέκτημα είναι ότι στα περιφερικά αγγεία κάνουν αγγειοσύσπαση(αυτή είναι η αιτία και των αρνητικών δράσεων στη λίμπιντο) γι αυτό πρέπει να αντεδείκνυνται όταν υπάρχουν περιφερικές στενώσεις αγγείων.
Μία άλλη σημαντική κατηγορία είναι τα φάρμακα που κάνουν κεντρικό αποκλεισμό της δράσης του συμπαθητικού συστήματος. Η κυριότερη παρενέργειά τους είναι η ξηροστομία που εμφανίζουν αρκετά συχνά καθώς και παρενέργειες ανάλογες με αυτές των β-αποκλειστών.


                                                                                                          Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: