6.1.12

τα ω-3 και τα ω-6 λιπαρα οξεα


Τα τελευταία χρόνια γίνεται έντονη συζήτηση και έρευνα για τον ρόλο της διατροφής με ζωϊκά και φυτικά λίπη, στην εμφάνιση διαφόρων ασθενειών ή αντίθετα την πρόληψή τους. Είναι σήμερα αποδεδειγμένο από πολλές παρατηρήσεις και έρευνες ότι διατροφή πλούσια σε κορεσμένα ζωικά λίπη αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιοαγγειακά νοσήματα. Αντίθετα, η κατανάλωση ακόρεστων λιπαρών οξέων, κυρίως από φυτικά έλαια και ιχθυέλαια είναι όχι μόνο ευεργετική αλλά δρα και προληπτικά στην εμφάνιση πολλών ασθενειών.
Παρ' όλο που υπάρχει συνεχής αναφορά πάνω σ' αυτό το θέμα από σχετικές σελίδες, κάποιες επισημάνσεις, κυρίως σαν μέτρα πρόληψης, ίσως δεν είναι περιττές.
Κατ' αρχήν τα λιπίδια αποτελούν βασικά συστατικά όλων των ιστών του οργανισμού, κυρίως όμως των κυτταρικών μεμβρανών και του νευρικού ιστού που αποτελούνται κυρίως από φωσφολιπίδια, καθώς επίσης αποτελούν τη βάση πολλών ορμονών και παραγόντων που ασκούν βιολογικές δράσεις σε όλους τους ιστούς. Δεν υπάρχουν δηλαδή μόνο ως τροφοδότες ή αποθήκες ενέργειας, όπως ίσως μερικές φορές φανταζόμαστε. Ως τροφοδότες ενέργειας, χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα από την καρδιά και τους σκελετικούς μύες, ενώ ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά τη γλυκόζη.
Τα λιπαρά οξέα (fatty acids, FA) προέρχονται από την υδρόλυση των τριγλυκεριδίων. Διακρίνονται σε κορεσμένα λιπαρά οξέα (saturated fatty acids, SFA) και σε ακόρεστα (unsaturated fatty acids, UFA). Αυτά, αν διαθέτουν ένα διπλό δεσμό ονομάζονται μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (monounsaturated fatty acids, MUFA) και αν διαθέτουν δύο ή περισσότερους ονομάζονται πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (polyunsaturated fatty acids, PUFA). Τα πιο διαδεδομένα λιπαρά οξέα, από τα κορεσμένα είναι το παλμιτικό και το στεατικό οξύ που βρίσκονται στα ζωϊκά λίπη, από τα μονοακόρεστα το ελαϊκό οξύ που βρίσκεται στα φυτικά έλαια και από τα πολυακόρεστα το λινελαϊκό και το α-λινολεϊκό οξύ που βρίσκονται κυρίως στα φυτικά έλαια αλλά και στα ιχθυέλαια. Και στα ιχθυέλαια όμως η αρχική προέλευση είναι από τα πολυακόρεστα που περιέχονται στα φύκη. 

Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα προέρχονται κυρίως από τα ζωϊκά τρόφιμα, είναι πιο δύσπεπτα γι αυτό και παραμένουν στο στομάχι περισσότερες ώρες, αυξάνουν τη χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια και δεν ανήκουν στα απαραίτητα λιπαρά οξέα, αυτά δηλαδή που ο οργανισμός δεν μπορεί να τα συνθέσει και πρέπει να τα προσλάβει με τη διατροφή.
Τα ακόρεστα περιέχονται κυρίως στη φυτική διατροφή, είναι περισσότερο εύπεπτα και απορροφώνται ευκολότερα και σ' αυτά περιλαμβάνονται και τα απαραίτητα λιπαρά οξέα.

Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα οξειδώνονται ευκολότερα στην θέση του ελεύθερου διπλού δεσμού από τις ελεύθερες ρίζες οξυγόνου, σε σχέση με τα κορεσμένα. Αυτός ίσως είναι ο λόγος που τα φυτικά έλαια έχουν μεγάλες ποσότητες αντιοξειδωτικών ουσιών, κυρίως τις τοκοφερόλες για την προστασία τους από την οξείδωση. Η οξείδωση στα έλαια δίνει μια χαρακτηριστική οσμή, που είναι το τάγγισμα. Επίσης τα πολυακόρεστα οξειδώνονται πιο εύκολα από τα μονοακόρεστα.

οι cis και οι trans μορφές.
Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα βρίσκονται στη φύση κυρίως ως cis-ισομερή. Αυτό αφορά τη στερεοχημική τους διάταξη  και έχει σχέση με τη θέση των ατόμων υδρογόνου στον παρακείμενο διπλό δεσμό, παίρνοντας μια στερεοχημική διάταξη που τα στρεβλώνει, σε αντίθεση με τα trans-ισομερή, όπου η διάταξη είναι ευθεία και τα κάνει στη δομή σαν τα κορεσμένα, ευνοώντας -και λόγω της διάταξής τους- τη δημιουργία των αθηρωματικών πλακών στις αρτηρίες. Τα trans-ισομερή που δημιουργούνται με την υδρογόνωση των φυτικών ελαίων, (μια διαδικασία που γίνεται ώστε να μην οξειδώνονται εύκολα και να διατηρούνται περισσότερο) ή με την παρατεταμένη θέρμανσή τους, είναι ιδιαίτερα επιβλαβή για την υγεία. Τα trans- λιπαρά προκαλούν επίσης την ενεργοποίηση διαφόρων φλεγμονωδών παραγόντων, όπως της ιντερλευκίνης-6, της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης(CRP) και του TNF(tumour necrosis factor).
τα ω-3 και ω-6 λιπαρά οξέα.
Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα διακρίνονται, (ανάλογα με την θέση του πρώτου διπλού δεσμού από το πιο απόμακρο άτομο άνθρακα, που ονομάσθηκε ωμέγα), σε ω-3 και ω-6 λιπαρά οξέα ή και η-3 και η-6. Το α-λινολενικό οξύ είναι ένα ω-3 λιπαρό οξύ, το λινελαϊκό και το γ-λινολενικό είναι ω-6 λιπαρά οξέα, ενώ το ελαϊκό οξύ, που περιέχεται κυρίως στο ελαιόλαδο, είναι ένα ω-9 λιπαρό οξύ. Το αραχιδονικό οξύ, ένα ω-6 λιπαρό οξύ που αποτελεί βασικό συστατικό των φωσφολιπιδίων της κυτταρικής μεμβράνης, προέρχεται από το κορεσμένο αραχιδικό οξύ αλλά προσλαμβάνεται κυρίως από ζωϊκές τροφές.
Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα που προέρχονται από ζωϊκές τροφές, προέρχονται από τη διατροφή των αντίστοιχων ζωϊκών ειδών, σε φυτικές ουσίες και κυρίως χορταρικά. Δηλαδή τα ζώα που τρέφονται με χορτάρι έχουν μεγαλύτερη αναλογία ακόρεστων λιπαρών οξέων απ' ότι αυτά που τρέφονται με καλαμπόκι ή δημητριακά ή άλλους συνδυασμούς τροφών. Τα ω-3 λιπαρά οξέα που περιέχονται στα ψάρια προέρχονται από την αρχική διατροφή σε φύκια, που αποτελεί την βάση της διατροφικής αλυσίδας στα ψάρια. Το πλεονέκτημα που δίνουν τα ω-3 λιπαρά οξέα στα ψάρια είναι η μεγαλύτερη αντοχή του κυττάρου και του κυτταρικού σκελετού, παρέχοντάς του μεγαλύτερη ευελιξία σε χαμηλές θερμοκρασίες και συνθήκες μεγαλύτερου περιβαλλοντικού στρες, μιας και στα φωσφολιπίδια της κυτταρικής μεμβράνης επικρατούν τα ω-3. 
Τα σημαντικότερα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα είναι: το α-λινολενικό οξύ (ALA), το εικοσα-πεντα-εν-οϊκό οξύ (EPA), το εικοσιδυα-εξα-εν-οϊκό οξύ (DHA) και βρίσκονται σε υψηλές συγκεντρώσεις στα λιπαρά ψάρια και σε μικρότερες αναλογίες στα φυτικά έλαια.

Μια παρατήρηση που είχε γίνει στις αρχές της δεκαετίας του 70 στους Εσκιμώους Ινουίτ στην Γροιλανδία που τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με ψάρια, όπως μουρούνες και μπακαλιάρους και οι οποίοι είχαν πολύ χαμηλά ποσοστά καρδιοαγγειακών παθήσεων, οδήγησαν σε πολλές έρευνες οι οποίες σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώνουν αυτά τα ευρήματα αν και πρέπει να πάρουμε υπ' όψη ότι οι συνθήκες ζωής των Εσκιμώων διαφέρουν πολύ από αυτές ενός κατοίκου μιας Δυτικής χώρας, από πλευράς κίνησης, συνολικής διατροφής, πρόσληψης επεξεργασμένων υδατανθράκων και πολλούς άλλους παράγοντες οι οποίοι επιδρούν παράλληλα και επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα.
Παρ' όλα αυτά φαίνεται ότι ότι ο μηχανισμός που εξηγεί τις θετικές δράσεις είναι η διάσπαση των φωσφολιπιδίων της κυτταρικής μεμβράνης για την παραγωγή του αραχιδονικού οξέος που στη συνέχεια μεταβολίζεται σε μια σειρά παραγόντων οι οποίοι έχουν πολλές δράσεις αλλά όλοι παίζουν έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο στις διαδικασίες ανάπτυξης της φλεγμονής και του αυτοπεριορισμού της, καθώς και στην πήξη του αίματος (δύο διαδικασίες που βρίσκονται σε στενή συνάφεια μεταξύ τους), με την παραγωγή παραγόντων που άλλες δρουν αγγειοδιασταλτικά και άλλες ισχυρά αγγειοσυσπαστικά, άλλες θρομβολυτικά και άλλες θρομβωτικά. Σ' αυτές τις δράσεις συμμετέχει και ο συσχετισμός των διαφόρων παραγόντων ή  το όλο περιβάλλον που δημιουργείται, για παράδειγμα από την υπεργλυκαιμία, ιώσεις, παρουσία μεγάλου φορτίου τοξικών ελεύθερων ριζών κλπ, που μεταβάλλουν και την πορεία των αντιδράσεων. Φαίνεται ότι η παρουσία ή καλύτερα η επαρκής αναλογία ω-3 λιπαρών οξέων σε σχέση και με τα ω-6 λιπαρά οξέα, αποτελεί ισχυρό παράγοντα επικράτησης των αγγειοδιασταλτικών, αντιθρομβωτικών δράσεων ή και της εξουδετέρωσης ενός ισχυρού θρομβωτικού αλλά και αγγειοσυσπαστικού παράγοντα όπως είναι ο παράγοντας ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων(PAF). Ο PAF αναστέλλεται και από την δράση άλλων στοιχείων που περιέχονται στα ιχθυέλαια καθώς και από άλλους αντιοξειδωτικούς παράγοντες.
Οι φλεγμονώδεις δράσεις μεσολαβούνται από την παραγωγή των λεγόμενων εικοσανοειδών(θρομβοξάνες, προστακυκλίνες και λευκοτριένια), τα οποία έχουν μικρό ενεργό χρόνο δράσης στον οργανισμό, αν όμως η δράση τους παραταθεί δημιουργείται χρόνια φλεγμονή με όλες τις βλαβερές ή και καταστροφικές δράσεις που αυτό συνεπάγεται. Η θρομβοξάνη είναι αυτή που διεγείρει και τον PAF, η παράταση της δράσης των λευκοτριενίων σχετίζεται με χρόνιες ανοσολογικού τύπου παθήσεις όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο λύκος, το άσθμα κ.α.
Τα ω-3 λιπαρά οξέα ενδέχεται να παίζουν άμεσο ρόλο στην ευαισθησία στην ινσουλίνη και στην πρόληψη της εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη, όπως φάνηκε σε πειράματα με ποντίκια.
Με βάση τα παραπάνω μπορούν να εξηγηθούν οι θετικές δράσεις στο καρδιοαγγειακό σύστημα, που αφορούν την κυκλοφορία του αίματος, την αθηρωματική νόσο, την υπέρταση αλλά και πιθανές θετικές δράσεις στις καρδιακές αρρυθμίες, κάτι που πιθανόν έχει σχέση με την διεγερσιμότητα των μυοκαρδιακών κυττάρων σε συνθήκες στρες.
Πιθανές θετικές δράσεις έχουν αναφερθεί στην ανάπτυξη του εμβρύου, για την οποία υπάρχουν αρκετά στοιχεία από διατροφικές μελέτες των εγκύων αλλά και πειράματα σε ποντίκια. Μάλιστα η ανεπάρκεια στην πρόσληψη είτε ω-6 είτε ω-3 λιπαρών οξέων επηρέαζε την ανάπτυξη συγκεκριμένων οργάνων. Η χαμηλή πρόσληψη ω-3 συνδυάζονταν και με αυξημένο κίνδυνο πρόωρων τοκετών ή χαμηλότερου βάρους γέννησης.
Επίσης έχουν βρεθεί θετικές δράσεις σε νευρολογικές αλλά και ψυχιατρικές διαταραχές, στην φλεγμονώδη νόσο του εντέρου κ.α.

Σημαντικό ρόλο έχει βρεθεί ότι παίζει και η αναλογία των ω-6 προς τα ω-3 λιπαρά οξέα. Στην συνήθη διατροφή αυτή η σχέση είναι από 10:1 μέχρι 30:1 ενώ η ιδανική θεωρείται μέχρι 4:1(τα καρύδια για παράδειγμα έχουν αναλογία των ω-6 προς τα ω-3, 4:1). Η μεγάλη επικράτηση των ω-6 σε σχέση με τα ω-3, θεωρείται ότι παίζει επιβαρυντικό ρόλο στην διαδικασία της φλεγμονής. Τα φυτικά έλαια όμως σαν πολυακόρεστα και πιο ευάλωτα στις δράσεις των ελεύθερων τοξικών ριζών, συνοδεύονται από την παρουσία ισχυρών αντιοξειδωτικών ουσιών, οπότε η δράση τους σε μικρές ποσότητες και όταν δεν έχουν θερμανθεί, θεωρείται ευεργετική. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα ω-3 λιπαρά οξέα είναι ευαίσθητα στη θέρμανση και το μεγαλύτερο μέρος τους καταστρέφεται στη διαδικασία του μαγειρέματος.
Μία ένσταση που υπάρχει για τη χρήση των ιχθυελαίων ως πηγή των ω-3 λιπαρών οξέων, είναι η παρουσία τοξικών ρύπων(βαρέα μέταλλα, διοξίνες κ.α.) στα ψάρια, ιδιαίτερα τα μεγάλα, από τα οποία παίρνονται και οι μεγαλύτερες ποσότητες ω-3 λιπαρών οξέων. Η εκτίμηση όμως είναι ότι οι ευεργετικές συνέπειες είναι περισσότερες από τους κινδύνους λόγω της συσσώρευσης τοξικών ρύπων.
Σημαντική πηγή ω-3 λιπαρών οξέων, με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα, σημαντικά μεγαλύτερης από τον σολωμό, τόνο, ξιφία(που περιέχουν και περισσότερους τοξικούς ρύπους) είναι η σαρδέλα, που είναι και ιδιαίτερα προσιτή στη χώρα μας.
Τα ω-3 λιπαρά οξέα δεν υπάρχουν μόνο στα ιχθυέλαια αλλά και στα φυτικά έλαια. Η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων αντιοξειδωτικών παραγόντων, κυρίως οι τοκοφερόλες, που υπάρχουν στα φυτικά έλαια, κάνουν τη χρήση των φυτικών ελαίων, στις απαιτούμενες εννοείται ποσότητες, ευεργετική. Η παρατεταμένη θέρμανσή τους όμως καταστρέφει κυρίως τα ω-3 λιπαρά οξέα σε σχέση με τα ω-6, ώστε η αναλογία των ω-3 να πέφτει, αλλά καταστρέφει και το μεγαλύτερο μέρος των αντιοξειδωτικών παραγόντων που τα συνοδεύουν. Ταυτόχρονα δημιουργεί trans-λιπαρά οξέα τα οποία είναι ιδιαίτερα επιβλαβή και προδιαθέτουν για την δημιουργία αθηρωματικής πλάκας, καθώς και των θρομβωτικών διαδικασιών για τις οποίες έγινε αναφορά.


Πάρθηκαν στοιχεία από το διαδίκτυο: -Wikipedia,
                                                       -ιστοσελίδα “η χημική ένωση του μήνα”.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Κατά τη γνώμη σας,
βοηθάει η κατανάλωση χαπιών ιχθυελαίου που κυκλοφορούν στην αγορά;
Εχει σημασία η μάρκα ή είναι θέμα, κατα βάση brand name και φαρμακευτικού μαρκετινγκ;
Ευχαριστώ

ΣΣ
*Εννοείται ότι δεν υποβαθμίζεται η κατανάλωση της φυσικής πηγής τους ...

Δ.Πετρίδης είπε...

Τα χάπια που κυκλοφορούν, έχω υπ' όψη μου δύο φαρμακευτικές εταιρείες, παρασκευάζονται από ιχθυέλαια μεγάλων ψαριών. Πριν κάποιες δεκαετίες κυκλοφορούσε το μουρουνέλαιο που το έδιναν στα παιδιά κυρίως λόγω των βιταμινών Α και D που περιέχει και την αντιραχιτική του δράση και το έπιναν με μεγάλη δυσκολία λόγω της γεύσης του. Μετά κυκλοφόρησε σε χάπια για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της γεύσης. Σήμερα στα χάπια που κυκλοφορούν γίνεται ουσιαστικά τιτλοποίηση των ιχθυελαίων σε περιεκτικότητα των δύο λιπαρών οξέων EPA και DHA, τα οποία αναφέρθηκαν στην ανάρτηση. Υπάρχει οπωσδήποτε η επιφύλαξη για τους ρύπους βαρέων μετάλλων που περιέχονται κυρίως στα μεγάλα ψάρια, αν και οι εν λόγω φαρμακευτικές εταιρείες ισχυρίζονται ότι περνούν από ισχυρούς ελέγχους τα ιχθυέλαια που χρησιμοποιούν. Χρειάζεται επίσης προσοχή επειδή τα ιχθυέλαια μειώνουν την πηκτικότητα του αίματος, οπότε αν κάποιος παίρνει φάρμακα με αντιαιμοπεταλιακή δράση όπως το Salospir ή άλλα ή με αντιπηκτική δράση, μπορεί να ενισχυθεί το αντιπηκτικό τους αποτέλεσμα.