27.3.11

Φεδερικο Γκαρθια Λορκα. το ντουεντε

Federico Garcia Lorca(5 Ιουν. 1898-19 Αυγ.1936)
Ένα καταπληκτικό κείμενο, ομιλία του Λόρκα, την άνοιξη του 1930, που το πήρα απο το διαδίκτυο.
ντουέντε
(μετάφραση Ολυμπίας Καράγιωργα, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείο της "Εστίας", 1998)

  Κυρίες και Κύριοι,
  Από το 1918 που έγινα δεκτός στο "Σπίτι των Φοιτητών" στη Μαδρίτη, ως το 1928 που έφυγα έχοντας συμπληρώσει τις σπουδές µου στη Φιλοσοφική Σχολή, έχω ακούσει πάνω από χίλιες διαλέξεις σ' αυτή την ίδια εκλεπτυσμένη αίθουσα όπου σύχναζε η παλιά αριστοκρατία της Ισπανίας για να διορθώσει την επιπολαιότητα που 'φερνε µαζί της γυρίζοντας από τις γαλλικές πλαζ. Με τη βαθιά µου ανάγκη για το φως του ήλιου και τον αέρα, η ψυχή µου γέμισε τόση πλήξη, που φεύγοντας από κει μέσα ένιωσα να µε σκεπάζει ένα λεπτό στρώµα στάχτης που λίγο έλειπε να γίνει καυτερό πιπέρι εκνευρισμού. Ε, λοιπόν, όχι. Σήμερα, σ' αυτή την αίθουσα, δε θέλω να µπει η τρομερή αλογόμυγα της βαρεμάρας που δένει κάθε κεφάλι µε την άϋλη κλωστή του ύπνου και ρίχνει στα µάτια των ακροατών χιλιάδες μικροσκοπικές βελόνες.
  Απλά, µε τον τόνο της ποιητικής µου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβυρίνθους δηλητηρίου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται µαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα µάθηµα απλό για το κρυµµένο πνεύμα της πληγωµένης Ισπανίας.





  Όποιος ταξιδεύει σ' εκείνο το τεντωμένο πετσί ταύρου που απλώνεται ανάμεσα στον Χούκαρ, τον Γκουανταλέτε, τον Σίλ και τα ποτάµια της Πισουέργκα, αργά ή γρήγορα θ' ακούσει την έκφραση: "Αυτό έχει πολύ ντουέντε". Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας µεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ' έναν άλλο τραγουδιστή: "Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε".
  Σ' ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ' το βράχο του Χαέν µέχρι τα' όστρακο του Καντίθ, οι άνθρωποι µιλούν συνέχεια για το ντουέντε κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει ποτέ.
Το αναγνωρίζουν αµέσως. Ο θαυμάσιος τραγουδιστής του φλαμένκο Ελ Λεµπριχάνο, δηµιουργός του ντέµπλα , παραλλαγής του Ανδαλουσιανού κάντε χόντο(βαθιού τραγουδιού) είπε: "Όταν τραγουδώ µε ντουέντε κανείς δεν παραβγαίνει µπρος µου!". Η γριά τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κοµµάτι του Μπάχ: " Όλε! Αυτό έχει ντουέντε". Όμως ο Γκλούκ, ο Μπράµς κι ο Νταριύς Μιλώ την έκαναν να βαρεθεί. Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που µες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ' ό,τι σ' οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το "Νοκτούρνο Ντε Χενεραλίφε", είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: "Ό,τι έχει µαύρους ήχους έχει ντουέντε". Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια.
  Αυτοί οι "µαύροι ήχοι" είναι το µυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώµα, γνωστό µα κι άγνωστο σε όλους µας, απ' όπου όµως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού µίλησε για "µαύρους ήχους" και λέγοντας αυτό, συµφωνεί µε τον µεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισµό του ντουέντε όταν µιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε "µια µυστήρια δύναµη που όλοι νιώθουµε µα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ".
  Έτσι, το ντουέντε είναι µια δύναµη κι όχι µια λειτουργία, µια πάλη κι όχι µια αφηρηµένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα να λέει: " Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Τοντουέντε ανεβαίνει απ' τις γυµνές πατούσες των ποδιών". Που σηµαίνει πως δεν είναι µια ικανότητα, µα αληθινή µορφή, αίµα, αρχαία κουλτούρα, στιγµή δηµιουργίας.
  Αυτή η "µυστήρια δύναµη που όλοι νιώθουµε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ", είναι το ίδιο το πνεύµα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο το ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του µορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη µουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν' αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους µυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισµένη ∆ιονυσιακή κραυγή του Σιλβέριο σαν τραγουδάει µια σεγγιρίγια.
  ∆ε θέλω να µπερδέψει κανείς το ντουέντε, που βασικά σηµαίνει "άγιο πνεύµα", µε το θεολογικό δαίµονα της αµφιβολίας του Λούθηρου, που µε µια βακχική σχεδόν µανία του πέταξε ένα καλαµάρι στη Νυρεµβέργη, ούτε µε τον Καθολικό δαίµονα, τον καταστρεπτικό κι όχι και τόσο έξυπνο, που µεταµορφώνεται σε σκύλα για να µπει σε µοναστήρια καλογριών.
  Όχι. Το σκοτεινό κι ολότρεµο ντουέντε για το οποίο µιλώ, είναι απόγονος του εύθυµου δαίµονα Σωκράτη, όλο αλάτι και µάρµαρο, που όρµησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριο του τη µέρα που πήρε το κώνειο. Απόγονος επίσης και του µελαγχολικού δαίµονα του Ντεκάρτ, µικρού σαν πράσινο αµύγδαλο, που µπουχτισµένος από κύκλους και γραµµές έβγαιν' έξω τις νύχτες και περπατούσε πλάι στα κανάλια ν' ακούσει τους µεθυσµένους ναυτικούς να τραγουδούν.
  Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα 'λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσης του γίνεται ύστερα από σκληρή µάχη µ' ένα ντουέντε. Όχι µ' έναν άγγελο, όπως έχουν πει, ούτε µε µια µούσα. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισµα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου.
  Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει µε δώρα, όπως ο Άγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί και υπερασπίζει, όπως ο Άγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί όπως ο Άγιος Γαβριήλ.
  Ο άγγελος µπορεί να θαµπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ' το να πετάξει ανάλαφρα πάνω απ' το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καµιά σχεδόν προσπάθεια δηµιουργεί, αγαπιέται, χορεύεί.
  Ο άγγελος στο δρόµο της ∆αµασκού, ο άγγελος που γλίστρησε µέσα απ' τα ξύλινα ανοίγµατα του µικρού παραθυριού στην Ασσίζη κι εκείνος που ακολούθησε τα βήµατα του µυστικιστή Χάιντριχ Σούζο, είναι ένας άγγελος που προστάζει και κανείς δεν µπορεί ν' αντισταθεί στη λάµψη του γιατί ανοιγοκλείνει τις ατσαλένιες του φτερούγες στα σύνορα των εκλεκτών.
  Η µούσα υπαγορεύει και που και που εµπνέει. Τα όσα µπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί µακραίνει και εξαντλείται τόσο γρήγορα - την είδα δυο φορές- που αναγκάστηκα να την περιγράψω µε τη µισή καρδιά της από µάρµαρο.
  Οι ποιητές που εµπνέονται απ' αυτήν, ακούν φωνές χωρίς να ξέρουν από που έρχονται. Έρχονται απ' τη µούσα που τους ενθαρρύνει και καµιά φορά που τους καταβροχθίζει κιόλας. Αυτή ήταν και η περίπτωση του Απολλιναίρ, ενός µεγάλου ποιητή, που τον κατέστρεψε η µούσα, η ίδια εκείνη που ζωγράφισε πλάι του ο θαυµάσιος κι αγγελικός Ρουσσώ.
  Η µούσα ξυπνάει την εξυπνάδα και φέρνει µαζί της τοπία µε κολόνες και µια ψεύτικη γεύση δάφνης. Πολύ συχνά η εξυπνάδα είναι εχθρός της ποίησης γιατί µιµείται πολύ, γιατί υψώνει τον ποιητή σ΄ ένα θρόνο στηµένο σε κοφτερές κι απότοµες άκρες κάνοντάς τον να ξεχνάει πως ξαφνικά, από στιγµή σε στιγµή, εκεί που κάθεται, µπορεί να τον κατασπαράξουν τα µερµήγκια ή µια πελώρια ακρίδα γεµάτη φαρµάκι να πέσει πάνω στο κεφάλι του.
 Ενάντια σ' όλα αυτά, οι µούσες που φωλιάζουν στο µονόκλ ή στην απαλή ζεστασιά των βερνικωµένων τριαντάφυλλων ενός κοµψού σαλονιο, είναι εντελώς ανίσχυρες.
  Ο άγγελος και η µούσα έρχοντ' απ' έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η µούσα δίνει µορφές(ο Ησίοδος διδάχθηκε απ'αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιµα, καθισµένος ανάµεσα στους θάµνους της δάφνης του. Το ντουέντε, όµως, πρέπει να ξυπνάει µέσα στα ίδια κύτταρα του αίµατος.
  Πρέπει να σπρώξουµε µακριά τον άγγελο, να διώξουµε µε κλωτσιές τη µούσα και να χάσουµε το φόβο που µας γέµιζε το βιολετί άρωµα που αναδίνει η ποίηση του δεκάτου ογδόου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωµένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η µούσα χλωµή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.
  Η αληθινή µάχη είναι το ντουέντε.
  Αν θέλει κανείς, ξέρει τον τρόπο να φτάσει στο Θεό. Με την αγριάδα του ερηµίτη ή µε την κρυφή φωνή του µυστικιστή. Μ' έναν πύργο σαν της Αγίας Τερέζας ή µε τα τρία µονοπάτια του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού. Κι ακόµα κι όταν αναγκαστούµε ν' αναφωνήσουµε µε τον Ησαΐα: "Αληθινά, εσύ είσαι ο µυστικός
Θεός!", τελικά ο Θεός στέλνει τα πρώτα αγκάθια της φωτιάς του σ' όποιον τον γυρέψει.
  Για να βρούµε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να µας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε "σωστοί τρόποι". Το µόνο που ξέρουµε είναι πως καίει αίµα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωµετρία που µάθαµε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει τον Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασηµένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει µε τις γροθιές και τα γόνατα τροµερά µαύρα κατράµια, πως αφήνει το Σίντο Βερνταγκέ ολόγυµνο στον κρύο αέρα των Πυρηναίων, πως σπρώχνει το Χόρχε Μανρίκε να περιµένει το θάνατο στην ερηµιά της Οκάνια, πως ντύνει το λεπτοκαµωµένο σώµα του Ρουσσώ στο πράσινο κοστούµι του ακροβάτη και βάζει τα µάτια ενός ψόφιου ψαριού στον κόµη Λωτρεαµόν στο Βουλεβάρτο του πρωινού.
  Οι µεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχοµό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την
εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθηµερινά γελιόµαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύµατα χωρίς ίχνος ντουέντε. Αν όµως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασµα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια.
  Κάποτε, η Ανδαλουσιανή τραγουδίστρια του φλαµένκο Παστόρα Παβόν, "Το Κορίτσι µε τις Κτένες", µια σκοτεινή και βαθιά Ισπανική µεγαλοφυία εφάµιλλη του Γκόγια και του εξαίσιου
ταυροµάχου Ραφαήλ ελ Γκάγιο, τραγουδούσε σε µια µικρή ταβέρνα του Καντίθ. Τραγουδούσε µε τη φωνή όλο σκιά καιλειωµένο µέταλλο, µε τη φωνή της σκεπασµένη µε φύκια, πλεγµένη στα µακριά µαλλιά της. Στιγµές τη µούσκευε σε µανχανίγια, στιγµές την έχανε σε σκοτεινά κι απόµακρα δάση. Μα τίποτε. Τα ακροατήριο έµεινε ακίνητο. ∆ε χειροκρότησε κανείς.
Ανάµεσα σ' αυτούς που την άκουγαν, βρισκόταν και ο Ιγκνάθιο Εσπελέτα, ωραίος σα ρωµαϊκή χελώνα, που όταν κάποτε τον ρώτησαν: "Πώς γίνεται και δεν εργάζεσαι ποτέ;", µ' ένα χαµόγελο άξιο του πάµπλουτου και µακάριου βασιλιά της
Ταρνησού Αργανθόνιο, απάντησε: "Γιατί να εργαστώ, αφού πατρίδα µου είναι το Καντίθ;".
  Ήταν εκεί κι η Ελοίσα, η φλογερή αριστοκρατική πόρνη της Σεβίλλης, άµεση απόγονος της Σολέδα Βάργκας που το 1830 αρνήθηκε να παντρευτεί ένα Ρότσιλντ γιατί στις φλέβες του έτρεχε αίµα κατώτερο απ' το δικό της. Ήτανε κι οι Φλορίντας που πολλοί τους νοµίζουν χασάπηδες ενώ στην πραγµατικότητα είναι αρχαίοι ιερείς που συνεχίζουν να θυσιάζουν ταύρους στον Γηρυόνη. Και σε µια γωνιά στεκότανε κι εκείνη η επιβλητική µορφή, ο Ντον
Πάµπλο Μουρούµπε, που 'τρεφε ταύρους, µ' ένα πρόσωπο σα µάσκα της Κρήτης. Μόνο ένας µικρόσωµος άντρας, ένας απ'αυτούς τους χορευτές µε τη γυναικεία σχεδόν ευαισθησία που ξαφνικά πετιούνται πίσω από µποτίλιες άσπρο µπράντυ, είπε µε φωνή χαµηλή, γεµάτη σαρκασµό: "Βίβα Παρί!" σα να ' θελε να πει: "Εδώ δε ζητάµε κόλπα και δεξιοτεχνίες! Εδώ ζητάµε κάτι άλλο!".
  Μόλις τ' άκουσε "Το Κορίτσι µε τις Κτένες", τινάχτηκε σα δαιµονισµένη, σαν τσακισµένη µοιρολογήτρα του Μεσαίωνα, κατάπιε µονορούφι µια γεµάτη κούπα καθάγια, ένα κρασί από νερό φωτιάς, και κάθισε ξανά να τραγουδήσει - χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, χωρίς παιχνίδια και τσακίσµατα µε το λαιµό να καίει σαν ηφαίστειο αλλά … µε ντουέντε. Κατάφερε να γκρεµίσει τις σκαλωσιές του τραγουδιού, ν' αφήσει το δρόµο ελεύθερο σ' ένα µανιασµένο και φλογερό ντουέντε, σύντροφο των ανέµων που ξεσηκώνουν την άµµο στην έρηµο, που 'κανε αυτούς που την άκουγαν ν' αρχίσουν να σκίζουν τα ρούχα τους µε τον ίδιο ρυθµό
που προσεύχονται οι Νέγροι στα νησιά της Καραϊβικής µπρος στο εικόνισµα της Αγίας Βαρβάρας.
  "Το Κορίτσι µε τις Κτένες" αναγκάστηκε να κάνει κοµµάτια τη φωνή του γιατί ήξερε πως καθισµένοι γύρω άκουγαν οι εκλεκτοί, που ζητούσαν όχι τη µορφή µα το µεδούλι της µορφής, µια µουσική µεταρσιωµένη στην πιο γνήσια ουσία. Έπρεπε να φτωχύνει όλη της την ικανότητα και τα βοηθήµατα, έπρεπε δηλαδή να διώξει τη µούσα και να µείνει µόνη για να µπορέσει να'ρθει το ντουέντε, να παλέψει στήθος µε στήθος, ελεύθερη µαζί του. Και πως τραγούδησε! Τώρα καιγόταν ολόκληρη, η φωνή της είχε γίνει ένα σιντριβάνι από αίµα που σου 'κοβε την ανάσα µε τον πόνο και την αλήθεια της κι άνοιγε σαν το δεκαδάκτυλο χέρι που σχηµατίζουν τα καρφωµένα µα γεµάτα θύελλα πόδια ενός Χριστού φτιαγµένου από τον Χουάν ντε Χούνι.
  Ο ερχοµός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε µια ριζική αλλαγή όλων των µορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει µαζί του ένα συναίσθηµα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως µοιάζει µε καινούργιο τριαντάφυλλο, µε θαύµα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασµό.  Σ' όλους τους αραβικούς χορούς και τ' αραβικά τραγούδια η παρουσία του ντουέντε γίνεται δεκτή µε κραυγές: "Αλά! Αλά!",
"Θεέ! Θεέ!", που δε διαφέρει πολύ από το Ολέ της ταυροµαχίας. Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εµφάνιση του ντουέντε χαιρετίζεται πάντα µε την κραυγή "Βίβα Ντίος!", "Ζήτω ο Θεός!", µια βαθιά ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας µε το Θεό µέσα απ' τις πέντε αισθήσεις µε τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώµα του χορευτή, µια αληθινή και ποιητική φυγή απ' αυτόν τον κόσµο, το ίδιο αγνή µε κείνη που
ορθώνει µέσα απ' τους επτά του κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του δέκατου έβδοµου αιώνα Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ κι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίµακος στην ταραγµένη σκάλα του θρήνου του.
  Είναι λοιπόν φυσικό, σα φτάσει αυτή η φυγή, να νιώσουν όλοι την επίδραση της - οι µυηµένοι που ξέρουν πως το στυλ µπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, µα κι οι άλλοι, οι αµύητοι, που νιώθουν µια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα αυθεντική συγκίνηση. Πριν από µερικά χρόνια σ' ένα χορό στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, µια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέµορφες γυναίκες και κορίτσια µε µέσες σα νερό, υψώνοντας
απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. Ανάµεσα σε µούσες κι αγγέλους, ανάµεσα σε καλλονές κορµιού και καλλονές χαµόγελου, το ετοιµοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγµένα από σκουριασµένα µαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει - και νίκησε.
 Όλες οι Τέχνες µπορούν να' χουν ντουέντε, το πεδίο όµως είναι πιο πλούσιο στη µουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερµηνευτή ένα σώµα ζωντανό - είναι µορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και
καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν.
  Συχνά, το ντουέντε του συνθέτη περνάει στον ερµηνευτή. Κι αξίζει να σηµειωθεί πως ακόµα κι αν ο συνθέτης ή ο ποιητής είναι ψεύτικος, το ντουέντε του ερµηνευτή µπορεί να δηµιουργήσει ένα καινούργιο θαύµα που πολύ λίγο να µοιάζει µε το αρχικό δηµιούργηµα. Τέτοια υπήρξε η περίπτωση της Ελεονόρα Ντούζε, που ξέθαβε αποτυχίες για να τις κάνει επιτυχίες, χάρη σ' αυτό που εκείνη τους έδινε. Ή του Παγκανίνι που σύµφωνα µε τον Γκαίτε
µπορούσε να συνθέσει µελωδίες από εντελώς απλοϊκούς σκοπούς και του απολαυστικού εκείνου κοριτσιού στο Πουέρτο ντε Σάντα Μαρία που το είδα κάποτε να τραγουδάει και να χορεύει εκείνο το τροµερό ιταλικό τραγούδι "Ώ! Μαρί!" µε τέτοιο ρυθµό, τέτοιες παύσεις και τέτοιο νόηµα, που κατάφερε από το φτηνό τραγούδι να φτιάξει ένα ολόρθο σκληρό φίδι από χρυσάφι. Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο ερµηνευτής ξανάπλαθε την αρχική δηµιουργία: αίµα ζεστό και καλλιτεχνική µεγαλοφυία ζωντάνευαν σώµατα πεθαµένα, άδεια από έκφραση.
  Όλες οι Τέχνες κι όλες οι χώρες είναι ικανές για ντουέντε, για µούσα ή για άγγελο. Η Γερµανία, έξω, από λίγες εξαιρέσεις, κυβερνιέται από τη µούσα. Η Ιταλία έχει µονίµως έναν άγγελο. Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ' το ντουέντε! Γιατί είναι µια χώρααρχαίας µουσικής κι αρχαίου χορού, όπου το ντουέντε στίβει λεµόνια από ξηµέρωµα. Μια χώρα θανάτου, µια χώρα ανοιχτή στο θάνατο.
  Σε κάθε χώρα, ο θάνατος είναι ένα τέλος. Φτάνει, και τα παραθυρόφυλλα κλείνουν. Όχι στην Ισπανία. Στην Ισπανία ανοίγουν. Πολλοί Ισπανοί ζουν ανάµεσα σε τέσσερις τοίχους ως τη µέρα που θα πεθάνουν και τότε τους βγάζουν έξω στον ήλιο. Σε καµιά άλλη χώρα ο πεθαµένος δεν είναι πιο ζωντανός απ' την Ισπανία. Το προφίλ του κόβει σα κόψη ξυραφιού.
Τα αστεία γύρω από το θάνατο και µαζί κι η σιωπηλή τους ενατένιση είναι πράγµατα γνωστά στους Ισπανούς. Απ' το "Όνειρο των Νεκροκεφαλών" του Κεβέδο µέχρι το "Σάπισµα του Επισκόπου" του Βάλντες Λεόλ, κι απ' την Μπαρµπέλλα του δέκατου έβδοµου αιώνα που πέθανε την ώρα της γέννας στη δηµοσιά λέγοντας:
Το αίµα της µήτρας µου
Σκεπάζει τώρα τ' άλογο,
Τα πέταλα του αλόγου σου
Αστράφτουν φωτιά πίσσας…


ως το παλικάρι απ' τη Σαλαµάνκα που σκοτώθηκε τελευταία
από ένα ταύρο φωνάζοντας την ώρα που πέθαινε:


Φίλοι πεθαίνω! Φίλοι την έχω άσκηµα!
Τρία µαντίλια
Γέµισαν τα σπλάχνα µου,
Κι αυτό εδώ είν' το τέταρτο…


απλώνεται ένας φράκτης από νιτρικά λουλούδια και πίσω του ένας λαός που ατενίζει σκεφτικά το θάνατο. Ένας λαός που στις πιο δύσκολες στιγµές του εµπνέεται από τους στίχους του Ιερεµία και στις πιο λυρικές από µυροφόρα κυπαρίσσια. Μα ακόµα, ένας
λαός που πιστεύει πως ό,τι έχει µεγαλύτερη σηµασία κουβαλάει µέσα του τον αµετάκλητο, µεταλλικό αντίλαλο του θανάτου.
Το µαχαίρι κι η ρόδα της άµαξας, το ξυράφι και τ' άγρια γένια των βοσκών, το γυµνό φεγγάρι, η µύγα, τα υγρά ντουλάπια, οι ιερές εικόνες οι σκεπασµένες µ' άσπρη νταντέλλα, ο ασβέστης, η γραµµή των γείσων και των τζαµένιων µπαλκονιών στην Ισπανία κρύβουν µια λεπτή χλόη θανάτου καθώς και φωνές και σύµβολα
για το άγρυπνο µυαλό ταράζοντας τη µνήµη µας µε τον ασάλευτο αέρα π' αφήνει πίσω του το πέρασµα µας.
  Ο δεσµός της Ισπανικής τέχνης µε τη γη δεν είναι τυχαίος. Είναι µια τέχνη που πνίγεται στ' αγκάθια και στις πέτρες. Ο θρήνος του Πλεµπέριο και οι χοροί του µεγάλου Χοσέφ Μαρία ντε Βαλντεβιέλσο δεν αποτελούν µεµονωµένα παραδείγµατα. ∆εν είναι καθόλου σύµπτωση πως απ' όλες τις µπαλάντες της Ευρώπης το ερωτικό αυτό Ισπανικό τραγούδι ξεχωρίζει:


"Αν είσαι εσύ η αγαπηµένη µου,
Γιατί δε µε κοιτάζεις, πες µου;"
"Κάποτε είχα µάτια να σε δω,
τώρα στη σκιά τα' χω δοσµένα."
"Αν είσαι εσύ η αγαπηµένη µου,
Τότε γιατί δε µε φιλάς, αλήθεια, πες µου!".
"Κάποτε είχα χείλια για φιλιά,
τώρα στη γη τα' χω χαρίσει."
"Αν είσαι εσύ η αγαπηµένη µου,
Γιατί δεν µ' αγκαλιάζεις, πες µου !"
"Κάποτε είχα χέρια για αγκαλιά,
Τώρα σκουλήκια έχουν γεµίσει."
Ούτε απορεί κανείς όταν συναντάει το τραγούδι αυτό στην
παλιότερη λυρική ποίηση της Ισπανίας:
Στον κήπο θα πεθάνω
Στο θάµνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
Βρήκα το θάνατο στον κήπο
Μάνα γλυκιά!
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
Μάνα γλυκιά!
Βρήκα το θάνατο να περιµένει
Κρυµµένο στην τριανταφυλλιά!
Στον κήπο θα πεθάνω
Στο θάµνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.


  Τα κεφάλια τα παγωµένα στο φως του φεγγαριού που τα ζωγράφισε ο Θουρµπαράν, το κίτρινο του βουτύρου και το κίτρινο του κεραυνού του Ελ Γκρέκο, η πρόζα του Φρά Σιγκουένθα, ολόκληρο το έργο του Γκόγια, η κάµαρα της εκκλησίας στο Εσκοριάλ, όλη η πολύχρωµη γλυπτική της Ισπανίας, η κρύπτη του παλατιού της Οσούνα, "Ο θάνατος µε την κιθάρα" στο παρεκκλήσι του Μποναβέρντες στη Μεντίνα ντε Ριοσέκο, ολ' αυτά είναι τα
καλλιτεχνικά αντίστοιχα των ζωντανών πανοµοιότυπων στην καθηµερινή ζωή της Ισπανίας, όπως το προσκύνηµα στον Άγιο Ανδρέα του Τεχίδο όπου οι πεθαµένοι έχουν θέση στην ποµπή, τα µοιρολόγια που τραγουδούν στο φως των φαναριών οι γυναίκες της Αστούρια τις νύχτες του Νοέµβρη, ο χορός της Σίβυλλας στις καθεδρικές εκκλησίες του Τολέδο και της Μαγιόρκα, το σκοτεινό θρησκευτικό έργο "Ίν Ρικόρτ" της Τορτόσα, οι αµέτρητες λιτανείες της Μεγάλης Παρασκευής που µαζί µε την πολύ σαφή γιορτή της ταυροµαχίας αποτελούν το λαϊκό θρίαµβο του θανάτου στην Ισπανία. Απ' όλες τις χώρες του κόσµου µόνο το Μεξικό µπορεί να
παραβγεί την Ισπανία σ' αυτό.
  Μόλις η µούσα µυριστεί το θάνατο, κλείνει την πόρτα, υψώνει ένα µνηµείο, παρελαύνει µια νεκρώσιµη υδρία ή γράφει µε χέρι κέρινο έναν επιτάφιο κι αρχίζει να µαδάει το στεφάνι της σε µια σιωπή που τρεµοσβήνει ανάµεσα σε δυο θλιµµένες αύρες.  Κάτω απ' τη ρηµαγµένη αψίδα της ωδής δένει µε πένθιµα δάκτυλα τα τέλεια λουλούδια που ζωγράφισαν οι Ιταλοί τον δέκατο πέµπτο αιώνα και καλεί τον καθησυχαστικό πετεινό του Λουκρητίου να
τροµάξει και να διώξει µακριά ανυποψίαστες σκιές.
  Όταν ο άγγελος υποψιαστεί το θάνατο, κάνει ένα αργό κύκλο κι έρχεται και γνέθει µε νάρκισσους και παγωµένα δάκρυα το ελεγειακό ποίηµα που είδαµε να τρέµει στα χέρια του Κήτς, του Βιγιασαντίνο, του Ερρέρα, του Μπέκερ και του Χουάν Ραµόν Χιµένεθ. Αλλά τι σύγχυση, τι πανικός, αν ο άγγελος νιώσει µια τόση δα αράχνη ν' αγγίζει τα ροδαλά του δάκτυλα!
  Το ντουέντε δεν εµφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πειστεί πως θα µπαινοβγεί ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα
κλαριά που όλοι κουβαλάµε µέσα µας και που θα µείνουν για πάντα απαρηγόρητα.
  Στη σκέψη, στον ήχο και στην κίνηση, το ντουέντε σπρώχνει το δηµιουργό σε µιαν αντρίκεια, τίµια πάλη στο χείλος του πηγαδιού. Κι ενώ η µούσα κι ο άγγελος αποσύρονται µε το βιολί ή µε το διαβήτη τους, το ντουέντε πληγώνει, και στο γιάτρεµα αυτής της πληγής που ποτέ δεν κλείνει, βρίσκεται η ρίζα ό,τι πρωτόγνωρου και θαυµαστού κρύβει το έργο του ανθρώπου.
  Η µαγική ιδιότητα ενός ποιήµατος στηρίζεται στη συνεχή παρουσία του ντουέντε έτσι που εκείνος που το αντικρίζει να βαφτίζεται σε σκοτεινά νερά. Γιατί µε το ντουέντε είναι πιο εύκολο να νιώσεις και ν' αγαπήσεις και ξέρεις πως και 'σενα θα σε νιώσουν, πως και συ θ' αγαπηθείς. Κι αυτός ο αγώνας για έκφραση και για την επικοινωνία της έκφρασης φτάνει σε στιγµές που παίρνει στην ποίηση τη µορφή µιας πάλης µέχρι θανάτου.
  Ας θυµηθούµε την περίπτωση της Αγίας Τερέζας, της κατ' εξοχήν "φλαµένκα", που είχε το ντουέντε µέσα της, όχι επειδή µε τρεις εξαίσιες κινήσεις σταµάτησε έναν άγριο ταύρο, πράγµα που 'γινε  όχι γιατί καυχήθηκε για την οµορφιά της µπροστά στον Φρά Χουάν ντέ λά Μιζέρια ούτε γιατί χαστούκισε τον απεσταλµένο του Πάπα - αλλά γιατί υπήρξε απ' τους λίγους εκλεκτούς που το ντουέντε (όχι ο άγγελος, ο άγγελος δεν επιτίθεται ποτέ) κάρφωσε
µ' ένα βέλος γυρεύοντας να τη σκοτώσει επειδή του 'κλεψε το τελευταίο του µυστικό - τη λεπτή εκείνη γέφυρα που ενώνει τις πέντε αισθήσεις µε το κέντρο της ζωής µετουσιωµένο σε γυµνή σάρκα, γυµνό σύννεφο, γυµνή θάλασσα: του Έρωτα πέρα απ' το Χρόνο.
  Υπήρξε µια υπέροχη νικήτρια του ντουέντε αντίθετα από τονΦίλιππο της Αυστρίας που κυνηγώντας γεµάτος λαχτάρα τη µούσα και τον άγγελο της θεολογίας, βρέθηκε φυλακισµένος απ΄ το ντουέντε του ψυχρού πάθους στο παλάτι του Εσκοριάλ όπου η
γεωµετρία σκλαβώνει και το όνειρο και το ντουέντε φοράει τη µάσκα της µούσας προς αιώνια τιµωρία του µεγάλου βασιλιά.
Είπαµε πως το ντουέντε γυρεύει την πληγή, το χείλος του γκρεµού, κι ότι εµφανίζεται πάντα εκεί που οι µορφές χάνονται η µια µέσα στην άλλη σε µια νοσταλγία βαθύτερη απ' την εξωτερική έκφρασή τους.
  Στην Ισπανία (όπως και στην Ανατολή, όπου ο χορός είναι εκδήλωση θρησκευτική), το ντουέντε ασκεί απεριόριστη εξουσίαπάνω στα σώµατα των χορευτών του Καντίθ που ύµνησε ο Μαρτιάλις, στα στήθια των τραγουδιστών που ύµνησε ο Γιουβενάλις και σ' όλη την τελετή της ταυροµαχίας, ενός πράγµατι θρησκευτικού δράµατος όπου, όπως και στη θεία λειτουργία, λατρεύεται και θυσιάζεται ένας θεός.
  Είναι σα να συγκεντρώνεται όλος ο δαιµονισµός του κλασικού κόσµου σ' αυτό το τέλειο θέαµα, σύµβολο του πολιτισµού και της µεγάλης ευαισθησίας ενός λαού που ανακάλυψε τον ωραιότερο θυµό, την ωραιότερη µελαγχολία και τον ωραιότερο πόνο του ανθρώπου. Ούτε στον Ισπανικό χορό ούτε στην ταυροµαχία υπάρχει καµιά διασκέδαση. Το ντουέντε
φροντίζει να γεννήσει τον πόνο µέσα στο δράµα, ξεκινώντας από ζωντανές µορφές κι ετοιµάζει τη σκάλα της φυγής απ' την πραγµατικότητα που µας περιβάλλει.
  Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώµα της χορεύτριας όπως ο άνεµος πάνω στην άµµο. Με µαγικές δυνάµεις µεταµορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισµένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει µέσα σε µακριές πλεξίδες το άρωµα του λιµανιού τη νύχτα και κάθε στιγµή εµπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
  Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαµβάνεται ποτέ, όπως τα σχήµατα της θάλασσας δεν επαναλαµβάνονται ποτέ στη θύελλα.
  Το ντουέντε φτάνει την πιο εντυπωσιακή µορφή του στην ταυροµαχία, γιατί απ' τη µια έχει να παλέψει µε το θάνατο που µπορεί να φέρει την καταστροφή κι απ' την άλλη µε τη γεωµετρία, µε το µέτρο, που αποτελούν τη βάση αυτού του θεάµατος.
  Ο ταύρος έχει την τροχιά του, ο ταυροµάχος τη δικιά του, κι ανάµεσα στις δυο τροχιές υπάρχει ένα σηµείο υπέρτατου κινδύνου όπου βρίσκεται το αποκορύφωµα του τροµερού παιχνιδιού.
  Είναι δυνατό να οδηγεί η µούσα τη µουλέτα και ο άγγελος τη µπαντερίγιας και θεωρηθεί καλός ο ταυροµάχος. Μα την ώρα της κάπας, όταν ο ταυροµάχος ειν' ακόµα δυνατός, χωρίς πληγές, κι αργότερα, την ώρα του τελικού φόνου, είν' απαραίτητη η βοήθεια
του ντουέντε.
  Ο ταυροµάχος που προκαλεί επιδεικτικά το θάνατο τροµάζοντας το κοινό δεν κάνει ταυροµαχία. Βρίσκεται απλώς στην παράλογη εκείνη κατάσταση του ανθρώπου που παίζει µε τη ζωή του. Κι αυτό το κάνει ο καθένας. Ο άλλος, ο ταυροµάχος που τον δαγκώνει το ντουέντε, δίνει ένα τέλειο µάθηµα Πυθαγόρειας µουσικής, τόσο τέλειο που ξεχνάµε πως ρίχνει συνέχεια την καρδιά του στα θυµωµένα κέρατα του ταύρου.
  Ο Λαγκαρτίχο µε το ρωµαϊκό του ντουέντε, ο Χοσελίτο µε το εβραϊκό του ντουέντε, ο Μπελµόντε µε το µπαρόκ του ντουέντε κι ο Καγκάντσο µε το τσιγγάνικό του ντουέντε, από το σούρουπο της αρένας δείχνουν σε ζωγράφους, ποιητές και µουσικούς τα τέσσερα µεγάλα µονοπάτια της Ισπανικής παράδοσης.
  Η Ισπανία είναι η µόνη χώρα όπου ο θάνατος υποδέχεται την κάθε άνοιξη µε µεγάλες σάλπιγγες κι όπου η τέχνη κυβερνιέται πάντα από ένα οξύτατο ντουέντε που της έχει δώσει τον ξεχωριστό της χαρακτήρα και τη φρεσκάδα της.
  Το ντουέντε που για πρώτη φορά στη γλυπτική γεµίζει τα µάγουλα των αγίων του έξοχου του Ματέο ντε Καµποστέλα µε κόκκινο αίµα, είναι το ίδιο που κάνει τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρούνα κλαίει µε βογκητά και καίει γυµνές νύµφες στα θρησκευτικά σονέτα του Λόπε ντε Βέγκα.
  Το ντουέντε που ύψωσε τον Πύργο του Σααγκούν και δουλεύει µε πύρινα τούβλα στο Καλαταγιούντ και στο Τερουέλ, είναι το ίδιο που ξεσκίζει τα σύννεφα του Ελ Γκρέκο, που πετάει µε τις κλωτσιές τους χωροφύλακες που ενοχλούν τον ποιητή Κεβέδο και τα δαιµόνια του Γκόγια.
  Όταν βρέχει, ξετρυπώνει έναν εµπνευσµένο Βελάσκεθ πίσω απ' τα βασιλικά γκρίζα του. Όταν χιονίζει, πετάει στο δρόµο έναν Ερρέρα ολόγυµνο για ν' αποδείξει πως το κρύο δε σκοτώνει. Όταν ο ήλιος καίει, το ντουέντε σέρνει µέσα στις φλόγες του τον Μπερουγκέτε και τον κάνει ν' ανακαλύψει µια καινούργια διάσταση στη γλυπτική.
  Η µούσα του Γκόνγκορα κι ο άγγελος του Γκαρθιλάσο βγάζουν το δάφνινο στεφάνι τους όταν περνάει το ντουέντε του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού όταν:
  Το πληγωµένο ελάφι
  Προβάλλει στο βουνό.
 
  Η µούσα του Γκονθάλο ντε Μπερθέο κι ο άγγελος του Αρχιερέα της Ίτα παραµερίζουν να περάσει ο Χόρχε Μανρίκε σα φτάνει βαριά πληγωµένος στις πύλες του πύργου του Μπελµόντε.
Η µούσα του Γκρεγκόριο Ερνάντεθ κι ο άγγελος του Χοσέ ντε Μόρα αποτραβιούνται να κάνουν τόπο στο ντουέντε του Μένα που έρχεται χύνοντας δάκρυα από αίµα. Η µελαγχολική µούσα της Καταλλονίας κι ο µουσκεµένος απ' τη βροχή άγγελος της Γαλικίας
πρέπει να σκύψουν ευλαβικά το κεφάλι µπρος στο ντουέντε της Καστίλλης, τόσο ξένο και µακρινό απ' το ζεστό ψωµί και την ήρεµη αγελάδα που βόσκει ξένοιαστη δίπλα σ΄ ένα άπλωµα ξερής γης κι ανεµόδαρτου ουρανού.
  Το ντουέντε του Κεβέδο και το ντουέντε του Θερβάντες, το ένα µε πράσινες φωσφορικές ανεµώνες και το άλλο µε γύψινες ανεµώνες του Ρουϊντέρα, στεφανώνουν το βωµό του ντουέντε στην Ισπανία.
  Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όµως ενώνουν τις ρίζες τους στο σηµείο όπου προβάλλουν οι "µαύροι ήχοι" του Μανουέλ Τόρρες, ύστατη ύλη,
αδέσποτη κι ολότρεµη κοινή βάση του ξύλου, του ήχου, των
λέξεων και του µουσαµά - "µαύροι ήχοι" που πίσω τους ανακαλύπτουµε τρυφερά αδερφωµένα, ηφαίστεια, µερµήγκια,
ζέφυρους και τη µεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη µέση της το Γαλαξία.


  Κυρίες και κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και µε χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη µούσα, τον άγγελο και το ντουέντε. Η µούσα µένει ακίνητη. Μπορεί αν κρατήσει τον πολύπτυχο
χιτώνα της, τα αγελαδίσια µάτια της που ατενίζουν την Ποµπηία ή την πλατιά της µύτη µε τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο.
  Ο άγγελος µπορεί να ανεµίσει στα µαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντί Μεσσίνα ή αν φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ.
  Μα το ντουέντε; Που είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεµος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε µιαν ατέλειωτη αναζήτηση για καινούργια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεµος που µυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκοµµένο χορτάρι και πέπλο µέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισµα των νιογέννητων πραγµάτων.






Δεν υπάρχουν σχόλια: