19.10.11

Ο Σταϊνμπεκ - οι μεταναστες και Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

John Ernst Steinbeck(1902-1968)
σχοίάζει ο Θανάσης Μπαντές

Το 1939 κυκλοφόρησαν στην Aμερική «Τα σταφύλια της οργής», ένα βιβλίο που έμελε να γίνει σήμα κατατεθέν του Στάινμπεκ. Θέμα του βιβλίου οι αγρότες του 30 που έχασαν τις περιουσίες τους από τις τράπεζες και εγκατέλειψαν τα σπίτια τους αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στην Καλιφόρνια. Πολύ κλασικό μυθιστόρημα, διασκευάστηκε και κινηματογραφικά από τον Τζων Φορντ, συναρπάζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα αφενός με τις αριστοτεχνικές περιγραφές του ανθρώπινου πόνου κι αφετέρου με τον αφοπλιστικό ουμανισμό που προβάλλει. Οι μετανάστες φορτώνουν τα πενιχρά τους υπάρχοντα σε κάρα και διασχίζουν ολόκληρη την Αμερική προς εύρεση εργασίας. Όμως όσο πιο πολλοί είναι οι εξαθλιωμένοι τόσο περισσότερο δυσχεραίνουν και οι συνθήκες εργασίας, οι αμοιβές και τα ωράρια. Είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης όπως ορίζει ξεκάθαρα ο καπιταλιστικός νόμος. Έτσι βλέπουμε τους μετανάστες να δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ με μοναδική αμοιβή ένα κομμάτι λαρδί και μερικές πατάτες για να ταΐσουν τα παιδιά τους. Βλέπουμε μωρά να πεθαίνουν από την πείνα, ανθρώπους να παρακολουθούν ανήμποροι το θάνατο της φαμίλιας, τρελούς, αλκοολικούς, κατεστραμμένους, με δυο λόγια ανθρώπους που χάνουν ή έχουν χάσει από καιρό κάθε ανθρώπινη υπόσταση.
 Από την άλλη βλέπουμε τους ιδιοκτήτες χωραφιών να θησαυρίζουν εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση κι εξασφαλίζοντας δωρεάν εργατικά χέρια. Και κάπως έτσι γεννιέται ο ρατσισμός. Οι μετανάστες εργάτες δεν έχουν κανένα δικαίωμα και δεν αξίζουν κανένα σεβασμό. Είναι υπάνθρωποι που αξίζουν αυτά που παθαίνουν,
αν ήταν αληθινοί νοικοκύρηδες δεν θα έφταναν σ’ αυτή την κατάσταση, είναι οι «όκιοι», όπως υποτιμητικά τους αποκαλούν, που το μόνο που τους αρμόζει είναι η περιφρόνηση και η αθλιότητα. Το να φερθεί κανείς καλά σε «όκιο» είναι καθαρή τρέλα. Όπου πάνε υπάρχει βρώμα, αλκοόλ κι εγκληματικότητα. Φυσικά, αν προκαλέσουν με οποιοδήποτε τρόπο, η αστυνομία θα τους βάλει στη θέση τους. Δεν φτάνει τους δίνουν δουλειές, διαμαρτύρονται κι από πάνω. Αν δεν τους αρέσει να φύγουν. Ο ρατσισμός λειτουργεί ως άλλοθι της κοινωνικής βαρβαρότητας. Είναι ο απαραίτητος μηχανισμός που αποκαθιστά την αυτοεκτίμηση. Δεν είμαστε εμείς εκμεταλλευτές, αυτοί είναι «όκιοι» και παθαίνουν ό,τι τους αξίζει. Η σκληρότητα των επιστατών προς τους εργάτες – δούλους είναι αδύνατο να μην εξοργίσει τον αναγνώστη, που με το πέρασμα των σελίδων μένει κατάπληκτος από το μέγεθος της εξαθλίωσης από τη μια και της απανθρωπιάς από την άλλη. Ο Στάινμπεκ δεν περιορίζεται σε μια ψυχρή - απαθή περιγραφή. Αντιθέτως παίρνει ξεκάθαρη θέση μπροστά στην κτηνωδία και συναισθηματολογεί απροκάλυπτα ρίχνοντας λάδι στη φωτιά κι εξαγριώνοντας ακόμη περισσότερο τον αναγνώστη. Οι διάλογοι απελπισίας των φτωχών, οι φρικτές εικόνες, η αναλυτική περιγραφή της απάνθρωπης εργασίας και η αγανάκτηση των ηρώων συμπαρασύρουν τον αναγνώστη στην οργή που ψάχνει μέχρι την τελευταία σελίδα ένα φως, ένα ψίχουλο δικαιοσύνης, έστω μια αυταπάτη ελπίδας που όμως ο Στάινμπεκ δεν θα δώσει. Φυσικά όταν εξέδωσε αυτό το βιβλίο κατηγορήθηκε για αριστεριστής που στην Αμερική του 30 ήταν σχεδόν συνώνυμο του εγκληματία. Αν και κέρδισε το Πούλιτζερ γι’ αυτό το έργο, οι άνθρωποι που τον κατηγόρησαν ήταν πολλοί και το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις. Θεωρήθηκε προσβλητικό έργο για την επαρχία και τους ιδιοκτήτες χωραφιών. Στην επαρχία Κερν απαγορεύτηκε το βιβλίο μετά από απόφαση του συμβουλίου τόσο στα δημόσια σχολεία όσο και στις δημόσιες βιβλιοθήκες. Όλος αυτός ο ντόρος έκανε τον Στάινμπεκ να προβεί σε δημόσια δήλωση και να αναφέρει τη δυσαρέσκειά του για την αρρωστημένη - υστερική τροπή που πήρε το θέμα καθώς και την τρομακτική δυσφήμιση που υπέστη από τραπεζίτες κι εμπόρους που διέδιδαν ότι οι άνθρωποι στην Οκλαχόμα θέλουν να τον σκοτώσουν. Ο μεγάλος Στάινμπεκ δεν έκρυψε το φόβο του καθώς δήλωσε τρομοκρατημένος «από την τροπή που πήρε το καταραμένο αυτό πράγμα».
Σήμερα το 2011 το θέμα των μεταναστών είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Ούτε ο Στάινμπεκ θα φανταζόταν την επικαιρότητά του. Έχει πάρει τρομερές διαστάσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη μόνο που το πρόβλημα τώρα δεν είναι οι μετανάστες αλλά οι λαθρομετανάστες οι άνθρωποι δηλαδή που περνούν παράνομα τα σύνορα, κυρίως από χώρες ασιατικές κι αφρικανικές, και αναζητούν μια καλύτερη τύχη. Θυμίζουν πολύ τους ήρωες του Στάινμπεκ ως προς την εξαθλίωση που βιώνουν. Στοιβάζονται συνήθως σε υπόγειες γκαρσονιέρες 10 – 10 ή σε παράγκες και καλύβια, αν ζουν στο ύπαιθρο. Κάνουν όλες τις δύσκολες κι ανθυγιεινές δουλειές, που οι ντόπιοι αποφεύγουν, με πενιχρά μεροκάματα, δεν έχουν κανένα εργασιακό δικαίωμα και υφίστανται σχεδόν παντού το ντόπιο ρατσισμό. Είναι εξαθλιωμένοι, ρακένδυτοι, ανεβάζουν το δείκτη εγκληματικότητας, πολλές φορές δεν έχουν κόσμια συμπεριφορά και βρωμάνε. Είναι οι σύγχρονοι «όκιοι» με τη διαφορά ότι δεν είναι τουλάχιστον στη χώρα τους, όπως ήταν εκείνοι, κι ως εκ τούτου έχουν να αντιμετωπίσουν περισσότερα προβλήματα. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να περάσουν παράνομα τα σύνορα με χίλιους κινδύνους, έχουν πεθάνει πολλοί σ’ αυτό το εγχείρημα – υπήρξε μάλιστα και είδηση για κάποιους που τους έφαγαν αρκούδες. Μπορούν βέβαια να απευθυνθούν σε δουλεμπόρους που πληρώνοντάς τους αδρά μεταφέρονται στην Ευρώπη με άθλιες συνθήκες, αν δεν σκυλοπνιγούν στη διαδρομή. Κι αφού περάσουν και φτάσουν στη γη της επαγγελίας ακολουθούν άλλα προβλήματα πιο σύνθετα από τους ανθρώπους του Στάινμπεκ. Γιατί εκείνοι είχαν τουλάχιστον νομική υπόσταση ενώ οι σύγχρονοι λαθρομετανάστες όχι. Έτσι το πρόβλημα περιπλέκεται αφού ξεπερνά τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα και παίρνει νομικές διαστάσεις. Οι ήρωες του Στάινμπεκ, όσο εξαθλιωμένοι κι αν ήταν δεν κινδύνευαν με σύλληψη τη στιγμή που κάθονταν σ’ ένα παγκάκι. Οι σύγχρονοι λαθρομετανάστες κινδυνεύουν. Μοιραία δεν διεκδικούν πλέον ανθρωπιστικό σεβασμό ή αξιοπρέπεια αλλά ύπαρξη. Οι άνθρωποι αυτοί σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη δεν υφίστανται καν, αφού είναι λαθραίοι, βιώνουν στο πετσί τους καλά το φόβο της αστυνομίας κι έτσι γίνονται ακόμα πιο εύκολα θύματα εκμετάλλευσης (αλλά και πιο αγρίμια). Ποιος τολμά να φέρει αντίρρηση στον εργοδότη που μ’ ένα απλό τηλέφωνο τον διώχνει από τη χώρα; Πού θα μπορούσαν να βρεθούν φτηνότερα παραγωγικά χέρια; Υπάρχει καλύτερος υπάλληλος απ’ τον απελπισμένο; Ο σύγχρονος καπιταλισμός, χρησιμοποιώντας τους λαθρομετανάστες, έχει πετύχει μ’ ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Και εξασφαλίζει δωρεάν εργατικά χέρια και περνάει το μήνυμα στους ομοεθνείς εργαζόμενους να μη μιλάν πολύ γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι και η ανεργία καλπάζει και δημιουργεί το κλίμα του φόβου, από την αύξηση της εγκληματικότητας, που κάνει τους ανθρώπους να λουφάζουν και να μη διεκδικούν και αυξάνει το ρατσισμό και τον εθνικισμό κάνοντας τους αλλοεθνείς εργαζόμενους να σφάζονται κατά το σοφό διαίρει και βασίλευε και εμφανίζεται ως ο μοναδικός προστάτης των πολιτών που θα μεριμνήσει για την ομαλότητα. Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος των λαθρομεταναστών που δήθεν κάθε χώρα δεν θέλει αλλά δεν μπορεί να πιάσει, που δήθεν αναζητά αλλά δεν βρίσκει. Από τη μια μας μιλάν για πολυπολιτισμικότητα και ανοχή του διαφορετικού στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης κι από την άλλη παρακολουθούμε ρατσιστικές συμπεριφορές που νομίσαμε ότι είχαν εκλείψει από την Ευρώπη με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο των τσιγγάνων στη Γαλλία. Ο ρατσισμός σε βάρος των μεταναστών αναπαράγεται καθημερινά από την τηλεόραση αφού έχουν βρεθεί επιτέλους οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για κάθε χρήση.
Στην Ελλάδα που δεν έχει μεγάλη εμπειρία στο θέμα, αφού εδώ και λίγες μόνο δεκαετίες λειτουργεί ως χώρα υποδοχής μεταναστών, (αλλά έχει τεράστια εμπειρία ως χώρα τροφοδότης μεταναστών) το θέμα έχει πάρει επίσης σχιζοφρενικές διαστάσεις. Όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν λαθρομετανάστες που εργάζονται σε κάθε είδους χειρωνακτικές εργασίες αλλά οι επίσημοι φορείς δεν μπορούν να τους βρουν. Το παιχνίδι γίνεται με τους ίδιους ευρωπαϊκούς όρους. Όλοι γνωρίζουν, όλοι βολεύονται, όλοι παριστάνουν τους ανήξερους, όλοι αγανακτούν. Παρακολουθήσαμε απίθανα πράγματα τις τελευταίες μέρες με τους μετανάστες να καταλαμβάνουν τη νομική, την κυβέρνηση να ρίχνει την ευθύνη στο πανεπιστήμιο, το πανεπιστήμιο στην κυβέρνηση, όλοι μαζί στους υποκινητές, άλλοι να κατηγορούν την αστυνομία και πάει λέγοντας. Παρακολουθήσαμε στις 31 Γενάρη στην εκπομπή «Ανατροπή» (ποτέ δεν κατάλαβα τι ανατρέπει) τον κύριο Πρετεντέρη να απευθύνεται στην κυρία Κούρτοβικ με ανακριτικό ύφος ζητώντας να κατονομαστούν οι ομάδες που παρακίνησαν τους μετανάστες να καταλάβουν τη νομική. Με δυο λόγια το πρόβλημα είναι ποιος τόλμησε να υποκινήσει τους δούλους να μιλήσουν ή ποιος έχει την ευθύνη που οι δούλοι μίλησαν. Εγώ δεν ξέρω αν ήταν σωστό ή λάθος να καταλάβουν τη νομική αλλά είμαι σίγουρος ότι έχει μικρή σημασία μπροστά στην τραγωδία που εκπροσωπούν και για την οποία δεν ειπώθηκε τίποτα. Όπως επίσης δεν ειπώθηκε και καμία λύση ή έστω πρόταση λύσης γι’ αυτό το θέμα. Φυσικά το να ισχυριστεί κανείς ότι πρέπει να νομιμοποιηθούν όλοι, είναι αφελές. Όμως είναι άδικο, παράλογο κι απάνθρωπο να μη νομιμοποιηθούν άνθρωποι που ζουν εδώ σχεδόν δεκαετία. Επίσης είναι γελοίο να μη θεωρείται συνυπεύθυνος ο εργοδότης των λαθρομεταναστών κι ακόμα γελοιότερο να μην εφαρμόζονται όλα αυτά. Στην εκπομπή «ανατροπή» ρωτήθηκαν πολλά αλλά κανείς δεν ρώτησε πώς και με ποιους όρους βρίσκονταν μετανάστες λαθραία στη χώρα μας για πάνω από δεκαετία. Πού δούλευαν; Ποιος τους εκμεταλλευόταν; Προφανώς αυτό δεν έχει σημασία αφού αυτός είναι και ο ρόλος των μεταναστών. Τηλεοπτική και πολιτική κατανάλωση να γίνεται…….

                                                               Αθανάσιος Μπαντές.  abbades75@gmail.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια: