12.2.12

Ο ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ - Ο ΞΕΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΡΑΛΟΓΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ «Ο Ξένος» κυκλοφόρησε εν μέσω του 2ου παγκοσμίου πολέμου σχεδόν ταυτόχρονα με το «Μύθο του Σίσυφου» κι αν «Ο Μύθος του Σίσυφου» είναι η δοκιμιακή – θεωρητική προσέγγιση του παραλόγου, «Ο Ξένος» είναι η μυθιστορηματική πραγμάτωσή του. Η πλοκή είναι απολύτως λιτή, σχεδόν μηδαμινή. Θα λέγαμε ότι είναι περισσότερο σχεδιάγραμμα παρά ολοκληρωμένο μυθιστόρημα. Ο Μερσώ πληροφορείται το θάνατο της μητέρας του κι ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένος να ταξιδέψει μέχρι το Μαρέγκο για να παραστεί στην κηδεία της. Το τηλεγράφημα που έλαβε από το άσυλο που την φιλοξενούσε ήταν σαφές: «Μητέρα απεβίωσε. Ενταφιασμός αύριο. Θερμά συλλυπητήρια». Η κηδεία είναι θρησκευτική κι ο Μερσώ οφείλει να ακολουθήσει τη νεκρώσιμη πομπή.
Υπό αυτές τις συνθήκες βρισκόμαστε μέσα στην οπτική του Μερσώ που παρευρίσκεται στα γεγονότα από μια χαοτική απόσταση, απόσταση που κάνει αδύνατη τη συμμετοχή του. Το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης δεν υπηρετεί την αμεσότητα ή την εγγύτητα ή την αυθεντικότητα των γεγονότων αλλά αναδεικνύει ακριβώς αυτό, την ολοκληρωτική αποστασιοποίηση από τα πάντα, την αδυναμία της συναισθηματικής συμμετοχής, αδυναμία, που φτάνει στα όρια του συναισθηματικού ακρωτηριασμού. Φυσικά, η επιλογή του θανάτου της μητέρας ως αφηγηματική εκκίνηση των δραστηριοτήτων του Μερσώ δεν είναι τυχαία, αφού μόνο οι δραματοποιημένες σκηνές μπορούν να παρουσιάσουν την απονέκρωση του Μερσώ στην ολότητά της. Και πράγματι, ο Μερσώ υπομένει όλα τα καθέκαστα της κηδείας απάνθρωπα απαθής.
Κάποιες στιγμές μάλιστα απορεί – σε βαθμό που ενοχλείται – με τις προσπάθειες των άλλων να πουν δυο κουβέντες παρηγοριάς. Δεν εκφράζει ποτέ ούτε την ελάχιστη νοσταλγική σκέψη για την μητέρα του. Το μόνο που μένει είναι μια απίστευτη ταλαιπωρία. Θα λέγαμε ότι το μόνο που τον κρατά σ’ αυτή την κηδεία, με το απαιτούμενο ξενύχτι της νεκρής, είναι η κοινωνική σύμβαση και τίποτε περισσότερο. Η έννοια του πόνου ή της απώλειας δεν έχει καμία θέση στις προτεραιότητες του Μερσώ. Εξάλλου, όλα είναι θέμα συνήθειας. Η μητέρα του έκλαιγε συνέχεια όταν πρωτοπήγε στο άσυλο. Ο Μερσώ είναι σίγουρος ότι από ένα σημείο και μετά θα έκλαιγε αν την απομάκρυναν από κει. Συνήθισε το άσυλο και τη μοναξιά κι αυτό είναι όλο. Καθετί πέρα απ’ αυτό είναι ανάξιο κουβέντας. Αυτός είναι και ο λόγος που είχε χρόνια να την επισκεφτεί. Χώρια η απίστευτη ταλαιπωρία της μετακίνησης που θα του χαλούσε τις Κυριακές του. Όσο για την κηδεία ήταν εξουθενωτική. Ο εκτυφλωτικός ήλιος είναι ίσως η μοναδική ανάμνηση του Μερσώ. Η αϋπνία, το περπάτημα και το λιοπύρι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο μηχανισμός που αποθεώνει την απάθεια, αφού πέρα από τη σωματική εξάντληση δεν υπάρχει τίποτε άλλο άξιο αναφοράς. Μοιραία, το τέλος της κηδείας γίνεται η μέγιστη ανακούφιση.
Αμέσως μετά, την επόμενη κιόλας μέρα, βλέπουμε τον Μερσώ να διασκεδάζει στην παραλία. Γνωρίζει τη Μαρί και συνδέεται ερωτικά μαζί της. Η Μαρί φαίνεται ερωτευμένη μαζί του. Όταν τον ρωτά αν την αγαπά ο Μερσώ απαντά αρνητικά αλλά προσθέτει ότι «αυτό δεν έχει καμία σημασία». Η Μαρί απογοητεύεται αλλά συνεχίζει τις σχέσεις της μαζί του. Όταν μετά από καιρό τον ρωτά αν θέλει να την παντρευτεί ο Μερσώ απαντά ότι αν το θέλει η ίδια θα το κάνει. Η Μαρί δεν αρκείται σ’ αυτή την απάντηση. Θέλει να ακούσει λόγια αιώνιας αγάπης, που όμως ο Μέρσώ δεν μπορεί να δώσει. Όταν τον ρωτά πώς μπορεί να την παντρευτεί, αφού στο βάθος δεν την αγαπάει, ο Μερσώ απαντά ότι αυτό δεν έχει σημασία. Η Μαρί μένει κατάπληκτη. Τον ρωτά αν θα απαντούσε θετικά σε οποιαδήποτε άλλη του έκανε πρόταση γάμου κι ο Μερσώ απαντάει ότι ναι, θα απαντούσε θετικά σε οποιαδήποτε γυναίκα του πρότεινε γάμο. Η Μαρί τον ρωτά πότε θέλει να παντρευτούνε κι ο Μερσώ της δίνει το ελεύθερο να το κανονίσει όπως θέλει. Κάπως έτσι ο Καμύ – φαινομενικά -ματαιώνει και τον έρωτα, αφού ο ήρωάς του, ουσιαστικά, είναι ανίκανος να παραχωρήσει τον εαυτό του σε οτιδήποτε. Όλα αυτά που κινούν τη ζωή όλων των ανθρώπων σκοντάφτουν πάνω στην τερατώδη αδιαφορία. Η γονική απώλεια, ο έρωτας, η συντροφικότητα, η φιλία, όλα γίνονται απόμακρα κάτω από το αμείλικτο βάρος της απάθειας, που εμφανίζεται ως έσχατη παθητικότητα. Ο Μερσώ δεν εντάσσεται ποτέ, πουθενά. Είναι ο άνθρωπος που φέρνει όλους τους άλλους σε αμηχανία. Είναι ο ξένος, ο απόλυτα, σχεδόν πρωτόγονα ξένος. Το παράλογο της συμπεριφοράς του κινείται τόσο φυσικά, θα λέγαμε νομοτελειακά, που από ένα σημείο και μετά δεν μας εκπλήσσει τίποτα. Εξάλλου, η δύναμη του παραλόγου είναι τόσο καθηλωτική που διεκδικεί τη σοβαρότητα μιας άλλης λογικής. Έτσι φτάνουμε στο φόνο που διαπράττει ο Μερσώ, όπου χωρίς προφανείς λόγους, υπό το καθεστώς μιας αβέβαιης – σχεδόν αόρατης – απειλής, δολοφονεί έναν άγνωστο στην παραλία. Και πάλι – όπως και στην κηδεία της μητέρας – το τρομερό λιοπύρι και η κάψα της άμμου είναι η σημαντικότερη ανάμνηση. Και πάλι πρωταγωνιστεί η θολούρα που προέρχεται από τη σωματική εξάντληση παρά οποιαδήποτε άλλη συνθήκη. Ο Μερσώ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο.
Η θανατική καταδίκη του Μερσώ δεν είναι παρά το λογικό αποτέλεσμα της σύγκρουσης του ατόμου με τη συλλογικότητα. Η συλλογικότητα, κυρίαρχη από θέση αρχής, δεν οφείλει τίποτε στο άτομο. Δεν οφείλει ούτε να το κατανοήσει, ούτε να το αποδεχτεί. Φυσικά ο Μερσώ έχει διαπράξει έγκλημα και πρέπει να τιμωρηθεί. Ο Καμύ δεν θέτει θέμα δικαιοσύνης, ούτε φυσικά υπάρχει πρόθεση ανάσυρσης του απάνθρωπου της θανατικής ποινής. Εδώ μιλάμε για την ανάδειξη μιας βαθύτερης σύγκρουσης ηθικού περιεχομένου. Οι διάλογοι του Μερσώ τόσο με το δικηγόρο του, όσο και με το δικαστή είναι η πεμπτουσία της νέας ηθικής που εκφράζει ο ξένος. Όταν ο δικηγόρος του λέει ότι πολλοί τον κατηγορούν για ψυχρότητα στην κηδεία της μάνας του, ο Μερσώ απορεί. Δεν καταλαβαίνει τι σχέση έχει αυτό με την υπόθεση. Ο δικηγόρος απορεί με τον Μερσώ που δεν καταλαβαίνει. Ο Μερσώ αποκαλύπτει στο δικηγόρο ότι όταν δεν εκπληρώνονται σωστά οι σωματικές – φυσικές του ανάγκες αδυνατεί να συμμετέχει στα γεγονότα. Ο δικηγόρος τον ρωτά αν αγαπούσε τη μάνα του. Ο Μερσώ απαντά ότι την αγαπούσε «αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία». Ομοίως ο δικαστής εξοργίζεται με τον Μερσώ. Τον ρωτά αν πιστεύει στο θεό και μένει κατάπληκτος από την άρνησή του. Μένει κατάπληκτος από την απάθεια του Μερσώ. Του λέει ότι όλοι οι άλλοι εγκληματίες μετανιώνουν και συνθλίβονται από τις ενοχές. Ο Μερσώ απαντά, εντελώς αυθόρμητα, ότι οι άλλοι έχουν εγκληματήσει.
Ο Μερσώ συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις επιταγές της υπόστασής του. Είναι κουρασμένος και δεν μπορεί να συμμετέχει στο θρήνο της μητέρας του. Ανυπομονεί να φύγει από την κηδεία. Την επόμενη μέρα δεν βρίσκει τίποτε φυσικότερο από το να πάει για μπάνιο. Εξάλλου, τι θα μπορούσε να κάνει; Έχοντας απόλυτη συναίσθηση της φθαρτότητάς του, ξέρει καλά ότι αδυνατεί να τη νικήσει. Μοιραία, έχει απαλλαχθεί από την ηθική της αιωνιότητας. Η αγάπη προς τη μητέρα του δεν έχει σημασία. Ο γάμος του με τη Μαρί δεν έχει σημασία. Τελικά τίποτε δεν έχει σημασία, αφού η συνείδηση του εφήμερου σαρώνει τα πάντα. Το μόνο που απομένει είναι οι επιταγές της ίδιας της ύπαρξής κι αυτό τον κάνει απολύτως ακατανόητο. Ο Μερσώ είναι ο παράλογος άνθρωπος, είναι δηλαδή αυτός που έχει απόλυτη συνείδηση της ύπαρξης, χωρίς να τρέφει καμία αυταπάτη. Είναι ο άνθρωπος που έχει απαλλαγεί από το βάρος του μέλλοντος. Αυτός που έχει τη δύναμη να υποτάσσεται στη δεδομένη ανθρώπινη μοίρα. Η συνείδηση του φθαρτού κι ο συμβιβασμός σ’ αυτό δεν είναι παρά η μέγιστη απελευθέρωση. Η συνείδηση του παραλόγου της ύπαρξης δεν ματαιώνει τη δίψα για ζωή. Ο Μερσώ μπορεί να φέρεται ακατανόητα στην Μαρί, όμως δεν αρνείται τον έρωτα. Απολαμβάνει τα αγκαλιάσματά της. Χαίρεται τις βόλτες στις ακρογιαλιές. Αδυνατεί όμως να την ακολουθήσει συναισθηματικά στην αιωνιότητα του γάμου, αφού την έχει ματαιώσει. Όταν περνάει τις τελευταίες του μέρες στη φυλακή περιμένοντας την εκτέλεση θέλει να ζήσει. Θέλει να συμβεί ένα θαύμα και να γλιτώσει. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορεί, έστω την τελευταία στιγμή, να αποδεχτεί την ηθική της αιωνιότητας του πλήθους που του προτείνει ο παπάς που τον επισκέπτεται. Ούτε ο θεός, ούτε η μεταθανάτιος ζωή, ούτε καμιά αιωνιότητα έχουν λογική για τον Μερσώ. Η αμείλικτη ηθική της προσωρινότητας δεν του το επιτρέπουν. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο «Ο Μύθος του Σίσυφου» όσο κι «Ο Ξένος» γραφτήκαν όταν μαινόταν ο 2ος παγκόσμιος, όταν δηλαδή ο θάνατος ήταν τόσο κοντά στον άνθρωπο. Μόνο ο θάνατος καταδεικνύει το παράλογο της ζωής. Μόνο ο θάνατος γεννά τη συνείδηση του εφήμερου. Μόνο ο θάνατος μπορεί να αναδείξει τον παράλογο άνθρωπο. Τελικά ο Μερσώ δε φοβάται το θάνατο. Η συνείδηση του μαρτυρίου του τον απελευθερώνει. Η αποδοχή της μοίρας τον κάνει ανίκητο. Είναι ο Σίσυφος που πρέπει να τον φανταζόμαστε ευτυχισμένο. Οι τελευταίες σκέψεις του Μερσώ είναι η αποθέωση της ύπαρξης. «Για πρώτη φορά, από πολύ καιρό, σκέφτηκα τη μητέρα……Τόσο κοντά στο θάνατο, η μητέρα έπρεπε να αισθάνεται ελευθερωμένη κι έτοιμη να ξαναζήσει το καθετί. Κανείς, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να κλάψει πάνω σ’ εκείνη. Το ίδιο κι εγώ αισθανόμουν έτοιμος να ξαναζήσω το καθετί. ……Για να ολοκληρωθεί το καθετί, για να αισθάνομαι λιγότερο μόνος, μου έμενε να ευχηθώ να είναι πολλοί θεατές την ημέρα που θα με εκτελούσαν, και που να με υποδέχονται με κραυγές μίσους».

                                                  Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: