11.12.11

Ο ΚΑΜΥ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Albert Camus(1913-1960)
Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές 

Όταν ο Καμύ έγραφε την «Πτώση» διείσδυε στα κατάβαθα του σύγχρονου ανθρώπου φέρνοντας στο φως μια εικόνα τόσο αποκρουστική, τόσο ζωώδη κι ανεξέλεγκτη που ξεπερνά κάθε όριο πεσιμισμού. Γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, η «Πτώση» έχει τη μορφή της εκ βαθέων εξομολόγησης, της εμπιστευτικής παρουσίασης ενός χαρακτήρα που εκλογικεύει τα πάντα και κινείται στα πλαίσια της τρέχουσας ηθικής, που γνωρίζει την κοινωνική αποδοχή αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από τα ιδιοτελή κίνητρα της δράσης του. Τελικά κινείται στην απόλυτη διαστροφή, αφού η αδυσώπητη εκλογίκευση και η απόλυτη αναζήτηση των βαθύτερων κινήτρων κάθε συμπεριφοράς, απαλλαγμένη από την κομψότητα του ψεύδους μας φέρνουν μπροστά στο ολοφάνερα τερατώδες της ανθρώπινης ύπαρξης. Αν δεχτούμε ότι ο εξομολογούμενος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο σύγχρονος άνθρωπος, δηλαδή εμείς οι ίδιοι, τότε βρισκόμαστε μπροστά στην αποθέωση της απαισιοδοξίας, που τείνει στην εκμηδένιση. Ο Καμύ δεν απογυμνώνει το σύγχρονο άνθρωπο, τον καταρρακώνει και τον καταδικάζει οριστικά στην έσχατη ποινή, την αιώνια δυστυχία.
Κάθε αξία που διατείνεται ότι υπηρετεί περνά μέσα από τη μέγγενη της ασφυκτικής εκλογίκευσης. Αναλύεται μέχρι το τελευταίο χιλιοστό και τελικά ανατρέπεται. Καμία αξία δεν αντέχει μπροστά στην εκλογίκευση. Όλες συντρίβονται
αφήνοντας την απαίσια γεύση του παραλόγου και της υποκρισίας. Ο έρωτας, η αιώνια πηγή έμπνευσης των τεχνών, η πεμπτουσία της εξευγενισμένης προσέγγισης, η κινητήρια δύναμη του ανθρώπου προς καθετί υψηλό, το απόλυτο ιδεώδες της συνύπαρξης μετατρέπεται σε διεστραμμένο παιχνίδι εξουσίας που ενσαρκώνεται με τους κανόνες της νοσηρής κτητικότητας. Οι γυναίκες για τον εξομολογούμενο χαρακτήρα του Καμύ έχουν αξία μόνο κατά τη διαδικασία της απόκτησης. Όταν αυτή ολοκληρωθεί, δηλαδή όταν η κτήση είναι δεδομένη, χάνουν κάθε αξία. Στην ουσία το ερωτικό παιχνίδι δεν είναι τίποτε άλλο από μια αναμέτρηση ισχύος. Μια εγωιστική, αδηφάγα κι αιώνια διαδικασία διαρκούς αυτοεπιβεβαίωσης. Ο ήρωας της «Πτώσης» ξελογιάζει γυναίκες και τις εγκαταλείπει όταν βεβαιώνεται ότι τις είναι αναντικατάστατος. Όταν μια γυναίκα που εγκαταλείπει και που δεν του είναι καθόλου ενδιαφέρουσα κάνει επικριτικά σχόλια σε βάρος του, νιώθει την ανάγκη να επιστρέψει σ’ αυτήν, να την κατακτήσει εκ νέου, να την ταπεινώσει και να την εγκαταλείψει οριστικά. Η εκδοχή της γυναίκας ως τρόπαιο, δηλαδή ως κάτι απολύτως δεδομένο καθώς η κτήση είναι αυτοσκοπός, εκμηδενίζει τον αιώνιο έρωτα, αφού το δεδομένο δεν μπορεί να έχει κανένα ενδιαφέρον. Ο παντοτινός έρωτας εξυμνείται ψευδώς υπηρετώντας μια σύμβαση, δηλαδή επισημοποιώντας την υποκρισία.
Ο έρωτας δεν είναι τίποτε άλλο από προέκταση της ευρύτερης έννοιας της κοινωνικής αποδοχής που και πάλι έχει εγωιστικά κίνητρα. Η κοινωνική αποδοχή κατακτιέται με μια σειρά πράξεων που παρουσιάζουν μια κατασκευασμένη δημόσια εικόνα. Ο ήρωας του Καμύ ελεεί το ζητιάνο, βοηθά τους ανήμπορους να περάσουν το δρόμο, είναι ευγενικός, σέβεται τα ιερά και τα όσια και όσο περισσότεροι μάρτυρες υπάρχουν τόσο πιο ανθρωπιστής γίνεται. Τα επιδοκιμαστικά βλέμματα των υπολοίπων είναι ο μεγαλύτερος εισπρακτικός μηχανισμός που δεν αφορά την ύλη αλλά το συναίσθημα. Φτάνει στο σημείο να παρευρίσκεται σε κηδείες χωρίς να έχει σε καμία υπόληψη το νεκρό με μοναδική ανταμοιβή την προσωπική συναισθηματική πληρότητα που εισπράττει από την παρηγοριά των συγγενών. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην πλήρη κενότητα που πρέπει να καλυφθεί με κάθε τρόπο, πράγμα που φυσικά είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Η κενότητα της ύπαρξης επιβάλλει συμπεριφορές καθαρά υποκριτικές σε ένα ατέρμονο οδοιπορικό ήττας. Η ανιδιοτέλεια ακυρώνεται ολοκληρωτικά και ρίχνεται στα σκουπίδια. Καμία πράξη δεν είναι ανιδιοτελής. Όλες εξυπηρετούν ένα σκοπό, όλες επιστρέφουν τελικά σ’ αυτόν που ενεργεί. Ο Ζαν Μπατίστ – ο ήρωας της «Πτώσης» - όταν ελεεί το ζητιάνο, στην ουσία ελεεί τον εαυτό του. Πίσω από την δήθεν ανιδιοτέλεια δεν κρύβεται τίποτε άλλο παρά το σκοτεινό πρόσωπο μιας βίας που εκδηλώνεται υπόγεια και μιας λανθάνουσας εξουσίας που απευθύνεται πρώτα στον εαυτό μας με τη μορφή της συναισθηματικής εξαγοράς και ύστερα στους άλλους με τη μορφή της κοινωνικής καταξίωσης. Η ανιδιοτέλεια, η αυτοθυσία, ο ηρωισμός, η αυταπάρνηση, η φιλανθρωπία κτλ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η υποκριτική μάσκα του πολιτισμένου ανθρώπου που εξωραΐζει την εγωιστική βαρβαρότητα. Ακόμα κι ο εθελοντικός θάνατος στα πλαίσια μιας ιδέας ή της δικαιοσύνης ή ακόμα των ίδιων μας των παιδιών δεν είναι παρά έκφραση ιδιοτέλειας κι ο θάνατος αποτελεί δικαίωση γιατί μόνο αυτός ματαιώνει την ανθρώπινη ανταγωνιστικότητα.
Ακόμη και η έννοια της ελευθερίας συντρίβεται καθώς καταδεικνύεται ως άλλο ένα ιδεολογικό δεκανίκι. Ο σύγχρονος άνθρωπος που διατείνεται ότι έδωσε τα πάντα για την προσωπική του ελευθερία, ουσιαστικά κάνει τα πάντα για να τη χάσει. Είναι αδύναμος να τη διαχειριστεί. Τη φοβάται. Χτίζει συνεχώς γύρω του τείχη γιατί προφανώς χωρίς αυτά η επιβίωση καθίσταται αδύνατη. Εγκλωβίζεται μέσα σε οικογένειες, θρησκείες, πατρίδες, ιδεολογίες, ψευτοϋποχρεώσεις κτλ για να ντύσει τη γύμνια του. Γιατί μόνο έτσι νιώθει ελεύθερος. Όταν σκλαβώνεται για να νιώσει ασφαλής. Η ελευθερία βιώνεται μόνο μέσα από τη μοναξιά. Οι συναναστροφές, το συγγενικό περιβάλλον, οι ευρύτερες κοινωνικές υποχρεώσεις μόνο βαρίδια μπορεί να είναι. Ποιος όμως μπορεί να απαλλαγεί από αυτά; Ποιος έχει τη δύναμη να ζήσει έξω από τα τείχη; Η ελευθερία, όπως φαίνεται, είναι έννοια που μάλλον δεν ταιριάζει στον άνθρωπο. Είναι πλασμένη για αποκούμπι, για άλλοθι. Ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα του ψευτοπολιτισμού.
Άραγε τι θα έλεγε ο Αριστοτέλης μπροστά σ’ αυτή την ωμή περιγραφή του σύγχρονου ανθρώπου; Υποθέτουμε ότι δεν θα διαφωνούσε. Από τη στιγμή που κι αυτός παραδέχεται ότι τα συναισθήματα είναι αυτά που κινούν τη συμπεριφορά δεν θα είχε λόγο να διαφωνήσει. Εφόσον ο άνθρωπος βρίσκει ευχαρίστηση με την ευτέλεια, είναι ευτελής. Τι πιο λογικό από αυτό; Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια υποστηρίζει ότι η αρετή δεν είναι από τη φύση. Είναι επίκτητη, δηλαδή διδάσκεται. Επομένως στόχος της κοινωνίας είναι να διδάξει σωστά τους νέους ώστε να έχουν ηθική αρετή. Αυτό θα επιτευχθεί με την επανάληψη συγκεκριμένων ηθικών πράξεων που κάνοντας και ξανακάνοντας τες οι νέοι θα αποκτήσουν την έξη, δηλαδή τον εθισμό, την υιοθέτηση της αρετής και κατ’ επέκταση την εφαρμογή της. Δίνει τόση μεγάλη βαρύτητα στα συναισθήματα που τα θεωρεί απόδειξη της ολοκλήρωσης της έξης. Δηλαδή ο νέος θα έχει εθιστεί στην αρετή και θα την ασκεί απαρέγκλιτα αν συνδυαστεί η άσκησή της με το συναίσθημα της χαράς που οδηγεί στην ψυχική ολοκλήρωση. Αν μάθει να νιώθει την ολοκλήρωση με άσχημες πράξεις, τότε θα κάνει άσχημες πράξεις. Επομένως δεν έχει λόγο να διαφωνήσει με την οικτρή εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου. Θα συμφωνούσε και θα την ερμήνευε. Το μόνο που αλλάζει είναι η οπτική. Η θεωρία του διδακτού της αρετής, χωρίς να απαλλάσσει τον άνθρωπο από τις προσωπικές του ευθύνες, έχει σαφή κοινωνική προέκταση καθώς η κοινωνία είναι που διδάσκει, τόσο με το θεσμοθετημένο εκπαιδευτικό φορέα, όσο και με τα πρότυπα που οι ίδια αναπαράγει (και πολλές φορές έρχονται σε αντίθεση με τα ιδανικά της συστηματικής εκπαίδευσης). Προβάλλει δηλαδή μια πορεία όπου προηγείται η κοινωνία κι ακολουθεί ο άνθρωπος ως προϊόν της. Στον Καμύ αντίθετα έχουμε ένα αυστηρό προσωπικό πορτρέτο που δρα ιδιοτελώς και η δράση επιστρέφει σ’ αυτό. Η κοινωνία βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο αφού μπροστά διογκώνεται το ατομικό επίπεδο της τραγωδίας. Θα λέγαμε ότι η ατομικότητα σαρώνει τα πάντα και μάλιστα με τρόπο μεθοδευμένο, ακριβώς για να τονιστεί η μοναξιά και η αποξένωση του ανθρώπου. Ακόμα και στο υποτυπώδες παρόν της «Πτώσης», όπου ο Ζαν Μπατίστ αφηγείται το παρελθόν, οι σχέσεις των συνομιλητών καθορίζονται από την απρόσωπη γνωριμία σε παρακμιακό μπαρ. Συντροφικότητα δεν υπάρχει σε κανένα επίπεδο. Ένας αυστηρός μονόλογος, καθαρά εσωτερικός, κινεί όλη τη δράση. Έτσι έχουμε την αντίστροφη πορεία, όπου προηγείται το άτομο κι ακολουθεί η κοινωνία.
Μοιραία βρισκόμαστε σε δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Από τη μια έχουμε τον άνθρωπο - τέρας που διαμορφώνεται και συνδιαμορφώνει μια κοινωνία - τέρας κι από την άλλη έχουμε την κοινωνία που διαμορφώνει και τελικά διαμορφώνεται από τον άνθρωπο. Αυτή η ανεπαίσθητη διαφορά, που εκ πρώτης όψεως δεν έχει καμία σημασία, αφού το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, σκεπάζει τις ρίζες μιας βαθύτερης διαφωνίας. Ο Καμύ προβάλλοντας το άτομο, στην ουσία προβάλλει τον άνθρωπο ως οντότητα μοναχική που συμβιώνει κατά σύμβαση με τους άλλους δημιουργώντας μια κοινωνία στην οποία δεν πιστεύει. Προσπαθεί να καρπωθεί ό,τι μπορεί από αυτήν χωρίς να νιώθει καμία ανάγκη προσφοράς. Ακόμη κι αυτά που προσφέρει γίνονται υποκριτικά αποσκοπώντας και πάλι στο προσωπικό όφελος. Μοιραία ανακαλύπτει την ματαιότητα όλων αυτών κι αυτοαπομονώνεται σε μια πορεία παρακμής, που φαίνεται ως μοναδικός δρόμος. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι η πραγματική ελευθερία βρίσκεται μόνο μέσα στη μοναχικότητα. Γι’ αυτό και θεωρεί συμβάσεις και τείχη την οικογένεια και τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο, δηλαδή την ανθρώπινη συνύπαρξη. Ο Αριστοτέλης από την άλλη, στα Πολιτικά, είναι βέβαιος ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον. Δεν μπορεί να ζήσει μακριά από τους άλλους. Η κοινωνία δεν είναι δημιούργημα ανάγκης, δηλαδή σύμβαση που αποσκοπεί στην επιβίωση, αλλά επιταγή της φύσης που πρέπει να εκπληρωθεί. Και κάπως έτσι αποκαθίσταται η συντροφικότητα, αφού η συνύπαρξη είναι ο μόνος δρόμος για τον άνθρωπο. Η αποκατάσταση της συλλογικότητας ως μόνος δρόμος για την ευτυχία επαναφέρει την αισιοδοξία, αλλά και την πίστη στον άνθρωπο, αφού τελικά είναι στο χέρι του να διαμορφώσει από την αρχή τα κοινωνικά πρότυπα που του αξίζουν.
Ο Καμύ – απολύτως δικαιολογημένα - αγανακτισμένος κι απογοητευμένος από το σύγχρονο άνθρωπο τον εγκλωβίζει στο μηδενισμό και στα σκοτάδια του συναισθηματικού ακρωτηριασμού. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης εκπροσωπώντας τη μεσογειακή φωτεινότητα, στέκεται δίπλα στον άνθρωπο δίνοντάς του νέο νόημα, αφού η κατάδειξη της προσωπικής και συλλογικής ευθύνης μέσω της παιδείας, η αποφασιστικότητα της βούλησης μέσω των συναισθημάτων και η αναγκαιότητα της συνύπαρξης ως φυσική νομοτέλεια δρουν απελευθερωτικά κι ελπιδοφόρα. Ο άνθρωπος δεν μένει παρά να αδράξει την ευκαιρία.

                                                         Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

1 σχόλιο:

pierrot le fou είπε...

Εισαι ωραιος. Ολο αυτο ειναι το αποσταγμα της νιτσεικης "βουλησης για δυναμη".....