24.2.12

Ο ΧΟΥΑΝ ΜΠΕΝΕΤ ΚΑΙ Η ΚΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ


O Juan Goitia Benet(1927-1993)
το 1982. "Το ύφος ενός εγκλήματος"
κυκλοφόρησε το 1980.
σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Όπως και να το κάνουμε, το πτώμα ενός άντρα στην κεντρική πλατεία του χωριού δεν είναι μικρή υπόθεση. Η παραφιλολογία οργιάζει. Δεν υπάρχει κάτοικος που να μην ασχοληθεί μ’ αυτή την ιστορία. Ποιος είναι ο νεκρός; Πώς βρέθηκε στο χωριό; Ποιος μπορεί να τον σκότωσε; Για ποιο λόγο; Φυσικά το νέο φτάνει και στο λοχαγό Μεδίνα και κάπως έτσι ξετυλίγεται το μυθιστόρημα του Χουάν Μπένετ «Το ύφος ενός εγκλήματος». Ο Μπένετ επιλέγει την ισπανική επαρχία, την πολίχνη Ρεχιόν, όπου όλα κυλούν αργά και τόσο απολύτως ομαλά και προγραμματισμένα που το αναπάντεχο ταυτίζεται με το επαναστατικό. Έτσι, ρίχνοντας το πτώμα στην πλατεία από την πρώτη σελίδα, αναποδογυρίζει τα πάντα και ξεκινά αντίστροφα. Ξεκινά με την ανατροπή δημιουργώντας μια αλυσιδωτή δράση που αποκαλύπτει τα δεδομένα. Αυτή η αντίστροφη πορεία εκτυλίσσεται αργά και μεθοδικά. Σε πρώτο πλάνο παρακολουθούμε μια θορυβώδη και υψηλών τόνων πλοκή με ανθρωποκυνηγητά, μυστικές συναντήσεις, δολοπλοκίες και πιστολίδια, αλλά στο βάθος δεν βλέπουμε παρά την νοσηρή αταραξία της επαρχίας, αταραξία που φτάνει στα όρια της ανυπαρξίας. Μοιραία το βιβλίο κινείται μέσα σε δύο αντιφατικούς χρόνους. Από τη μια έχουμε τους γρήγορους ρυθμούς της καταιγιστικής δράσης κι από την άλλη τη βραδύτητα της επαρχιώτικης απραξίας που συνυπάρχουν όχι μόνο στη μυθιστορηματική εξέλιξη, που είναι έτσι κι αλλιώς προσαρμόσιμη στις εκάστοτε ανάγκες, αλλά στους ίδιους τους χαρακτήρες που κινούνται κουβαλώντας μέσα τους τα χαρακτηριστικά των δύο ταχυτήτων σε μια παράταιρη αρμονία. Θα λέγαμε ότι το έργο συνδυάζει την ταχύτητα του νουάρ και τη βραδύτητα του γουέστερν σ’ ένα καθηλωτικό μείγμα.
Όλοι οι χαρακτήρες κουβαλούν ένα σκοτεινό – μυστηριακό πεπρωμένο με ασαφές παρελθόν και αυτοκαταστροφικές τάσεις, που από ένα σημείο και μετά είναι η μοναδική κινητήρια δύναμη κάθε δραστηριότητας.
Ο λοχαγός Μεδίνα βρίσκεται στο χωριό με δυσμενή μετάθεση του στρατού για κάποια παραπτωματική συμπεριφορά, όπως και ο συνταγματάρχης Ολβέρα. Η μοιραία γυναίκα Τακόν, ιδιοκτήτρια πορνείου, εξασφαλισμένη οικονομικά, συντηρεί τον παράνομο Λουίς Μπαρθελό που ψάχνει λυσσασμένα ο Μεδίνα γιατί είναι ο βασικότερος ύποπτος του φόνου. Ο γιατρός Σεμπαστιάν με τον αποτυχημένο του γάμο, ο αλκοολικός ξοφλημένος δημοσιογράφος που έχει επιστρέψει στη Ρεχιόν κι ένας στρατός παρανόμων σχηματίζουν το πορτρέτο μιας άλλης επαρχίας που η βία και ο προσωπικός τσαμπουκάς είναι ο μόνος νόμος. Όλη αυτή η ομήγυρη συνθέτει το θλιβερό κονσέρτο της ανθρώπινης χρεοκοπίας. Κι ενώ είναι όλοι σκληροί κι αδίστακτοι, εντούτοις δεν είναι αμοραλιστές, δηλαδή δεν εκπροσωπούν την πρωτόγονη κι αντανακλαστική βαρβαρότητα του φτηνού και πρόσκαιρου συμφέροντος, αλλά διέπονται από κώδικες ηθικής καθαρά προσωπικούς που καθορίζουν εξολοκλήρου τη συμπεριφορά τους. Θα λέγαμε ότι υπηρετούν μέχρις εσχάτων ενστικτώδεις νόμους, μια καθαρά ατομική δερβίσικη αξιοπρέπεια, που δεν έχει καμία σχέση με την τρέχουσα ηθική, όμως είναι τόσο αυστηρή κι απόλυτη που χωρίς αυτή δε νοείται η ύπαρξή τους. Ένα μάτσο αντιήρωες εγκλωβισμένοι σ’ ένα επαρχιακό κι άνυδρο τοπίο που καθρεφτίζει απόλυτα και την άνυδρη εσωτερικότητά τους. Κάθε τους πράξη ορίζεται από το βαρύ φορτίο της ματαιότητας, του αδιεξόδου και της παραίτησης. Τελικά γιατί τα κάνουν όλα αυτά; Γιατί συνωμοτούν, γιατί εκβιάζουν, γιατί σκοτώνονται; Γιατί φτάνουν στα άκρα; Για τα λεφτά; Γιατί είναι έρμαια των παθών τους; Για το καθήκον; Και πώς δικαιολογείται η απάθεια που σκεπάζει τα πάντα; Η Τακόν έχει εξασφαλίσει τα πάντα στον Μπαρθελό. Άνετη ζωή, πολυτελή εστιατόρια, χλιδή και κύρος. Γιατί ο τελευταίος μπλέκεται σε ληστείες τραπεζών; Για να αποδείξει στην Τακόν ότι είναι κι αυτός ικανός να βγάλει χρήμα; Για να αποδείξει κάτι στον ίδιο του τον εαυτό; Ο λοχαγός Μεδίνα είναι ολοφάνερο ότι δεν πιστεύει ούτε στο ελάχιστο το στρατό που υπηρετεί. Γιατί κάνει τα πάντα να βρει τον ένοχο; Για να υπερασπίσει την τιμή του στρατού εκπληρώνοντας τα καθήκοντά του; Για να αποδείξει κάτι στους κατοίκους; Για να επιβάλλει τον νόμο;
Τα ερωτήματα αυτά ξεδιπλώνουν τη δεύτερη πλοκή του μυθιστορήματος που αν και καμουφλαρισμένη πίσω από την αστυνομική πλοκή του πρώτου πλάνου όχι απλώς διαγράφεται ξεκάθαρα αλλά αποτελεί το κυρίως θέμα του έργου. Είναι το πάθος για ζωή που κινεί όλα αυτά τα βουνά της αυτοκαταστροφής. Είναι το μουγκρητό της εκβιαστικής δράσης, που αν και από μόνη της δεν έχει κανένα νόημα, εντούτοις οριοθετεί μια κινητικότητα, που τελικά γίνεται αυτοσκοπός, αφού πέρα απ’ αυτή υπάρχει ο βούρκος της απραξίας. Η επαρχιακή αδράνεια και η κακομοιριά της προγραμματισμένης ύπαρξης, της αυστηρά τακτοποιημένης κι επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, σηματοδοτούν τη νωθρότητα της παρακμής που σε τελική ανάλυση ισοδυναμεί με πρόωρο θάνατο. Κι αυτό είναι το άρωμα όλου του έργου, η πτωμαΐνη. Από τη μια η πτωμαΐνη των ανθρώπων που αποδέχτηκαν οριστικά τη βαλτώδη τους μοίρα και από την άλλη η πτωμαΐνη αυτών που προσπαθούν να αντισταθούν δημιουργώντας τεχνητές συνθήκες αδρεναλίνης μόνο και μόνο για να ξεφύγουν από το αδυσώπητο τίποτα. Πορτρέτα παραιτημένων ανθρώπων που δεν έχουν τίποτε να χάσουν, ανθρώπων που ο θάνατος είναι μια λύση. Πώς θα μπορούσε να ζήσει ο Μεδίνα σ’ αυτά τα βουνά της ανυπαρξίας; Πώς θα μπορούσε να γεράσει ο Μπαρθελό παίζοντας πρέφα στο καφενείο; Δεν είναι τυχαίο ότι ένα πτώμα κινεί όλη τη δράση. Ένα πτώμα που φέρνει κι άλλα πτώματα αφού μόνο έτσι εξασφαλίζεται μια ανάσα ζωής. Ακόμα και τα πάθη, η σαγήνη και η λαγνεία είναι άνευρα, σχεδόν καταναγκαστικά, καταπλακωμένα απ’ το σιδερένιο πέπλο που λέγεται κενότητα ύπαρξης.
Τελικά ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί είναι τόσο ξένοι; Γιατί είναι ανίκανοι να βρουν χαρά χωρίς τη ματαιότητα του κινδύνου, χωρίς την εχθρότητα και την επιθετική διεκδίκηση; Και τελικά ποιοι είναι πιο ανύπαρκτοι, οι αυτοκαταστροφικοί χαρακτήρες του Μπένετ ή οι υπόλοιποι χωριανοί που επαναπαύονται στη θανατερή ησυχία; Μα που τους βρήκε τέλος πάντων ο Μπένετ αυτούς τους χαρακτήρες; Όλες αυτές οι ακραίες συμπεριφορές συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό που με δυο λόγια λέμε έλλειψη παιδείας, αυτογνωσίας, ηθικής ακεραιότητας, ανθρωπισμού και πάει λέγοντας. Όμως ο Μπένετ πηγαίνει ακόμα παραπέρα. Σε κάτι βαθύτερο και πολυπλοκότερο που περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω και σηματοδοτεί την ανθρώπινη οδύνη. Πηγαίνει σ’ αυτό που λέμε νόημα ύπαρξης και σκοπός ύπαρξης που τελικά δεν υπάρχει και μετατρέπεται σε κενότητα ύπαρξης. Το κενό της ύπαρξης είναι ίσως η μεγαλύτερη τραγωδία του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου αφού ουσιαστικά του στερεί το στόχο και κατ’ επέκταση το λόγο της ύπαρξης και μοιραία τον οδηγεί στον πνευματικό θάνατο. Αφού λοιπόν η κενότητα της ύπαρξης είναι μια άλλη μορφή θανάτου τότε πρέπει καταπολεμηθεί άμεσα και με κάθε τρόπο κι έτσι γίνεται αγωνία και νεύρωση. Ο σύγχρονος άνθρωπος προκειμένου να καλύψει το υπαρξιακό του κενό γίνεται έρμαιο κάθε βαρβαρότητας που την κάνει παντιέρα κι αυτοσκοπό. Γίνεται έρμαιο του χρήματος, της εξουσίας, της κατανάλωσης, της διασκέδασης και πάει λέγοντας. Οι σύγχρονοι μεγιστάνες του πλούτου, σε παγκόσμιο επίπεδο, συνεχίζουν να συσσωρεύουν πλούτο ανατρέποντας καθεστώτα, κηρύσσοντας πολέμους και δημιουργώντας τεχνητές κρίσεις, προκαλώντας δηλαδή την απόλυτη δυστυχία, ακόμη κι όταν βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου. Φυσικά δεν πρόκειται για το χρήμα, αλλά για τη διαιώνιση της κερδοφορίας που πλέον γίνεται αυτοσκοπός. Παγιδευμένοι σαν τους ήρωες του Μπένετ δημιουργούν τη δράση της ματαιότητας μπερδεύοντας οριστικά το σκοπό (ευτυχία) με το μέσο (χρήμα). Έχουν όμως και μια διαφορά: δεν εκπροσωπούν την πρωτόγονη βαρβαρότητα των Μπενετικών ηρώων αλλά προβάλλουν την εκλεπτυσμένη συνδιαλλαγή του σύγχρονου πολιτισμού.

                                                        Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: