29.12.11

Ο ΜΑΡΚ ΤΟΥΑΙΗΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΕΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ



Ο Μαρκ Τουαίην(Samuel L. Clemens) σε ηλικία
15 χρονών.
σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Printa ένας τόμος ανθολογημένων κειμένων του Μαρκ Τουαίην με το γενικό τίτλο «Τι είναι ο άνθρωπος». Πέρα από την αρχική ομώνυμη πραγματεία για τον άνθρωπο, ο τόμος συμπληρώνεται με διάφορα αποσπάσματα από σποραδικές δημοσιεύσεις του Τουαίην σε εφημερίδες, που δεν εντάσσονται σε κάποιο ολοκληρωμένο έργο, ή επί μέρους τμήματα ολοκληρωμένων έργων, όπως τα εκτενή κομμάτια που αφορούν τον Αδάμ και την Εύα τόσο στον παράδεισο όσο και μετά την έξωση. Οι επιλογές των κειμένων είναι απολύτως ενδεικτικές της αντίληψης του Τουαίην για τη ζωή, δηλαδή της ανατρεπτικής αντιμετώπισης όλων των δεδομένων που ξεπερνώντας κάθε όριο αφήνουν πίσω τη γεύση του παραλόγου που μόνο το ηχηρό γέλιο μπορεί να εκφράσει. Γιατί ο Τουαίην είναι ακριβώς αυτό. Είναι ο άνθρωπος που ξεδιπλώνει το δράμα από την αντίστροφη όψη της κωμικότητας, παραμένοντας απολύτως σοβαρός, κι αυτή του η σοβαρότητα είναι που φέρνει τις μεγαλύτερες εκρήξεις. Είναι ο άνθρωπος που μας κάνει να γελάμε με απαθές ύφος, σαν να μην καταλαβαίνει που είναι το αστείο, και μετά φαίνεται να ενοχλείται που γελάσαμε. Θα λέγαμε ότι η καυστικότητα του δεν στρέφεται στα παράλογα των μύθων που ανατρέφουν τους ανθρώπους αλλά στην ίδια τη σοβαρότητα που, ως έννοια, έχει εξ’ αρχής την αποκρουστική όψη της επιβολής και της χειραγώγησης, δηλαδή της καταπίεσης και της λανθάνουσας εξουσίας. Η σοβαρότητα, ως μηχανισμός σκέψης, εξασφαλίζει τα ανελαστικά όρια κάθε διερεύνησης, που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να ξεπεραστούν, αφού εκπροσωπούν τα ιερά και τα όσια κάθε εποχής.
Ισχυροποιούν δηλαδή την αδιασάλευτη τάξη της πνευματικής νομιμότητας που ορίζεται από το κοινώς αποδεκτό και που πέρα από αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά ο σκοτεινός κόσμος της αναξιοπρέπειας. Η σοβαρότητα αυτού του είδους κρύβει κάτι θρησκευτικό μέσα της, αφού τελικά εξυπηρετεί δόγματα. Είναι το τελευταίο καταφύγιο του φανατισμού καθώς επιχειρεί να συγκαλύψει το αναντίρρητο. Κάπως έτσι τείνει επικίνδυνα προς την ανοησία αφού η πνευματική ακαμψία δεν είναι παρά η όψη της ηλιθιότητας. Αυτά ακριβώς τα ανελαστικά όρια της κακώς εννοούμενης σοβαρότητας απασχολούν τον Τουαίην που όχι απλώς τα επεκτείνει αλλά τα ξεχειλώνει, καταδεικνύοντας την πνευματική γύμνια μιας εποχής που μετατρέπεται σε ιδεολογία και προσπαθεί να διαιωνιστεί ως παραδεδεγμένη αξία με τη γνώριμη τακτική του «από θέση αρχής» που εξασφαλίζει η δήθεν σοβαρότητα.
Αν δεχτούμε ως αλήθεια τη ρήση του Όργουελ ότι «το αστείο είναι μια μικρή επανάσταση», τότε ο Τουαίην είναι το γνησιότερο δείγμα αιώνιου επαναστάτη, αφού θα λέγαμε ότι το αστείο λειτουργεί πριν την ίδια του τη σκέψη. Και μόνο η περιγραφή της παραμικρής καθημερινής ασημαντότητας παίρνει διαστάσεις πανηγυριού καθώς ο Τουαίην, πάντα απαθής, θα τη διανθίσει με τέτοιες λεπτομέρειες, τέτοια σχόλια και διαλόγους, που ο αναγνώστης είναι αδύνατο να συγκρατηθεί. Η απόδοση του μύθου των πρωτόπλαστων είναι ξεκαρδιστική γιατί ο Τουαίην διεισδύει στις μύχιες σκέψεις του πρώτου άντρα και της πρώτης γυναίκας αναπαράγοντας στερεότυπα της εποχής του – κι όχι μόνο - για τη διαφορετικότητα των φύλων. Χωρίς να προβαίνει σε υποτιμητικές ή σεξιστικές κρίσεις για κανένα φύλο, καταδεικνύει την αιώνια διαμάχη με τρόπο τόσο αφοπλιστικό, που αγγίζει την παιδική αθωότητα. Τα προσωπικά ημερολόγια του Αδάμ και της Εύας φέρνουν στο φως το απέραντο της κωμικής ασυνεννοησίας που διαιωνίζεται στα πλαίσια μιας συνύπαρξης που, αρχικά τουλάχιστον, φαίνεται ανέφικτη. Η παντελής απειρία και των δύο που λειτουργούν πρωτόλεια κι εντελώς αντανακλαστικά, ρίχνει λάδι στη φωτιά του γέλιου, αφού τελικά η αιώνια φυλετική διαπάλη δεν είναι τίποτε άλλο παρά πείσματα μαθητών δημοτικού. (Είναι η ίδια αφοπλιστική αθωότητα που υιοθέτησε ο Γκοσινί πολύ αργότερα στο «Μικρό Νικόλα»). Ο Τουαίην σε καμία περίπτωση δεν γίνεται βλάσφημος ή βέβηλος παραφράζοντας το χριστιανικό μύθο. Εξ’ άλλου δεν έχει τέτοιο σκοπό. Απλώς παίζει με τις έννοιες των φύλων και με τη γενικότερη ιδέα της φυλετικής συνύπαρξης που είναι αρμονική και θεϊκά δοσμένη. Οι οικειότητα της πρωτόπλαστης συνύπαρξης με τα φυλετικά στερεότυπα της εποχής του δεν εξυπηρετούν απλώς την κωμικότητα, αλλά συντρίβουν κάθε αναπαραγόμενη φυλετική συμπεριφορά, δηλαδή μια ολόκληρη πολιτισμική νοοτροπία που αφορά τα φύλα, καθώς αποδεικνύεται ότι οι δήθεν θεμελιώδεις διαφορές που διαιωνίζονται ως φυλετική κληρονομιά δεν είναι παρά κωμικά παιδιαρίσματα. Η εμφάνιση του διαβόλου δεν είναι παρά η επιβεβαίωση της άκρατης αθωότητας των πρωτόπλαστων που αγνοώντας κάθε έννοια ηθικής ή καθήκοντος, κάθε έννοια απαγόρευσης ή διαταγής, καλού ή κακού, δίκαιου ή άδικου είναι η ευκολότερη λεία. Και πάλι όμως η αφέλεια των πρωτόπλαστων δεν αποτελεί βεβήλωση απέναντι στο θεό που άφησε τα πρόβατα στο λύκο, αλλά απαρχή της συμβίωσης κάτω από νέα δεδομένα, αφού μόλις η Εύα τρώει το μήλο κοκκινίζει από ντροπή για τη γύμνια της και τρέχει να καλυφθεί με φύλλα. Το δέντρο της γνώσης δεν είναι παρά το τέλος της αθωότητας, δηλαδή η ενηλικίωση των πρωτόπλαστων που πλέον βρίσκουν το δρόμο της συνύπαρξης. Η ηθική δεν είναι παρά ο συνεκτικός δεσμός των φύλων, η κοινή συνισταμένη. Φυσικά έχουν να μάθουν ακόμη πολλά – τι είναι οι απόγονοι, ο θάνατος κτλ – αλλά οι βασικοί κώδικες της συνύπαρξης, κι ως εκ τούτου της οικογένειας, είχαν θεμελιωθεί.
Η έννοια της ηθικής είναι ίσως η βασικότερη αναζήτηση του Τουαίην. Ως άλλος πρωτόπλαστος, δηλαδή ως αιώνιος ανήλικος, συνεχίζει να μαθαίνει τον κόσμο και να κάνει αφελείς ερωτήσεις. Το διήγημα που αφορά τη μικρή Μπέσι είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό. Η μικρή Μπέσι είναι κοριτσάκι – τριών ετών - που κάνει συνεχώς ενοχλητικές ερωτήσεις στη μαμά του. «Τι χρησιμεύουν τα βάσανα;», «ποιος τα στέλνει;», «ποιος έχει την ευθύνη μιας κακής συμπεριφοράς;», «μπορεί μια παρθένα να έχει παιδί»; (κι οι ερωτήσεις αυτού του είδους δεν τελειώνουν). Η μητέρα είναι αδύνατο να απαντήσει, αφού πέφτει συνεχώς σε αντιφάσεις. Στο τέλος σχεδόν μόνιμα εκνευρίζεται και τη στέλνει έξω να παίξει. Μαζί με τη μητέρα καταποντίζεται ολόκληρη η τρέχουσα ηθική που δεν μπορεί να βρει κανένα άλλο αποκούμπι πέρα από την αυστηρότητα. Οι δίδυμες θρησκόληπτες γεροντοκόρες Χάννα και Έστερ Γκρέι – 67 ετών – με την άκαμπτη ηθική ακεραιότητα τους συντρίβονται από τα ίδια τα γεγονότα της ζωής που τις διαψεύδουν. Αφελής εφευρέτης στρατιωτικών εξαρτημάτων, που μάταια ζητά ακρόαση από τον υπουργό για να λανσάρει το προϊόν του, αντιλαμβάνεται, έστω αργά, ότι οι γνωριμίες για την προώθηση είναι πιο σημαντικές από την ίδια την εφεύρεση. Το κακό παιδί Τζιμ γνωρίζει την απόλυτη επιτυχία και το καλό παιδί Τζέηκομπ γελοιοποιείται από την πλεκτάνη που στήνεται σε βάρος του, σε πείσμα όλων των ιστοριών του κατηχητικού όπου το κακό τιμωρείται και το καλό ανταμείβεται απαρέγκλιτα. Το ερώτημα του περιοδικού BAZAAR που καλεί κάθε συγγραφέα να αποδώσει «το σημείο καμπής στη ζωή του» εξευτελίζεται καθώς ο Τουαίην αποδεικνύει το γελοίο του ερωτήματος. Η σοβαροφάνεια των κατεστημένων μύθων, της εκπαίδευσης, της θρησκευτικής κατήχησης, της σοβαρής δημοσιογραφίας, των οικονομικών δομών, των λογοτεχνικών διαγωνισμών και πάει λέγοντας κατακρεουργείται κάτω από το καυστικό βλέμμα του Τουαίην. Αντιπαραβάλλοντας το πνευματώδες χιούμορ πραγματοποιεί το μέγιστο άλμα της αμφισβήτησης. Όλα επαναπροσδιορίζονται υπό το πρίσμα της αντίστροφης λογικής, που μόνο η υπερβολή μπορεί να καταδείξει. Η σαρκαστική του διάθεση δε σταματά ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, όταν περιγράφει τη ζωή και τις συνήθειές του στον εξωφρενικό λόγο που εκφώνησε στα εβδομηκοστά του γενέθλια. Το μήνυμα είναι σαφές: δεν υπάρχει τίποτε υπεράνω σαρκασμού. Ούτε ο ίδιος μας ο εαυτός. Μπροστά στα καθημερινά βουνά της δήθεν σοβαρότητας που εισπράττουμε, το κραυγαλέο γέλιο του Τουαίην γίνεται αντίσταση κι επαναστατική πράξη.
Για τον Τουαίην το χιούμορ δεν ήταν απλά ένας τρόπος αντιμετώπισης του κόσμου, ούτε μια αντίληψη ή ένα στιλ γραφής. Ήταν η ίδια η τραγικότητα της ζωής του, η γεμάτη οδυνηρές απώλειες, που χωρίς το χιούμορ θα ήταν αβίωτη. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 11 ετών και περίπου 23ών χρονών έχασε και το μικρότερο αδερφό του Χένρυ, που έπεσε θύμα του ηρωισμού του καθώς όρμησε στο φλεγόμενο πλοίο «Πενσυλβάνια» για να σώσει τον κόσμο από την πυρκαγιά. Ο Τουαίην του συμπαραστέκεται για έξι μέρες, ώσπου να υποκύψει στα εγκαύματά του. Ο θάνατος αυτός σημάδεψε για πάντα τον Τουαίην καθώς στο βάθος αισθανόταν ένοχος, αφού ο ίδιος είχε επηρεάσει τον αδερφό του να γίνει πλοηγός και ήταν υπεύθυνος για την παραμονή του στο «Πενσυλβάνια». Το 1870 παντρεύεται την Ολίβια Λάγκντον και το 1972 χάνει το γιο του Λάγκντον από διφθέρια. Αποκτά τρεις κόρες: την Ολίβια (1872), την Κλάρα (1874) και την Τζέην (1880). Ο θάνατος της κόρης του Κλάρα και της γυναίκας του ήταν ανεπανόρθωτα πλήγματα για τον Τουαίην. Η χαριστική βολή όμως ήρθε το 1909 με το θάνατο και της μικρής του κόρης Τζέην. Το σπαρακτικό κείμενό του «Ο θάνατος της Τζην» τα λέει όλα. Ο Τουαίην δεν είχε άλλο χιούμορ να αντιπαρατάξει, κι αυτό ήταν το τέλος του. Το αστείο της ζωής δεν είχε πια γούστο. Ένα χρόνο αργότερα πεθαίνει σε ηλικία 74άρων χρονών, αφήνοντας το έργο του ως παγκόσμια γλυκόπικρη παρακαταθήκη.

                                                    Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: