26.4.12

Ο ΑΛΜΠΕΡ ΚΟΣΕΡΙ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΤΕΜΠΕΛΙΑΣ


Albert Cossery.
Γεννήθηκε στο Κάιρο το 1913.
Από το 1945 μόνιμα εγκατεστημένος στο
Παρίσι, όπου πέθανε το 2008.
Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Το βιβλίο του Αλμπέρ Κοσερί «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» ανήκει – σχεδόν ως ορισμός – σ’ εκείνα τα ιδιόρρυθμα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που είναι αδύνατο να βρουν τη θέση που τους αξίζει, ακριβώς γιατί σπάνε όλα τα καλούπια, κι ως εκ τούτου δεν κατατάσσονται πουθενά καθώς το αλλόκοτο καθίσταται μη κατατάξιμο. Το αλλόκοτο εκτυλίσσεται από την πρώτη σελίδα με μια, θα λέγαμε, μηχανιστική κανονικότητα και με αφόρητα καλοκουρδισμένη ροή που, εντελώς παράδοξα, εκπληρώνει όλους τους όρους της φυσικότητας. Βλέπουμε δηλαδή την αδυσώπητη τεχνική του ορθού λόγου, που τελικά σηματοδοτεί την αμηχανία του παραλόγου, οριοθετώντας το αδύνατο, που εκδηλώνεται σχεδόν νομοτελειακά, σαν φάρσα. Το γέλιο είναι η μοναδική διέξοδος – άμυνα μπροστά στο ανυποχώρητο που επιτίθεται σαρώνοντας τα πάντα. Πρόκειται για την απόλυτη αντιστροφή των αξιών. Για το απαρασάλευτο ιδανικό των εκτός κάθε ηθικής ανθρώπων που, μοιραία, συντρίβονται από το βάρος του. Κι εδώ βρίσκεται η ανορθόδοξη ισορροπία του Κοσερί που προβάλλει την ελαφρότητα μπροστά στις σοβαρότερες αλήθειες. Φαίνεται να κινείται τόσο άνετα μες το αταίριαστο, σαν να μην καταλαβαίνει την ασυμβατότητα, σαν κάτι αυτονόητο, σαν να μην υπάρχει τίποτε φυσικότερο απ’ την ακροβασία, κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από τη διεισδυτικότερη παρατήρηση. Τελικά που εστιάζει; Στο αστείο, για να γελάσουμε; Στο, πέρα από το αστείο, πλέγμα της υπερβολής που φέρνει στα άκρα τις αλήθειες; Στον ξεπεσμό της μεγαλοαστικής τάξης; Στην ιδεολογική δουλεία μιας ηθικής που τρέφει τη μισθωτή εργασία; Είναι ρεαλιστής; Είναι σουρεαλιστής; Είναι κυνικός; Είρων;
Σ’ ένα δίπατο σπίτι, στην Αίγυπτο, μια μεγαλοαστική οικογένεια βιώνει στο έπακρο αυτό που λέμε μακαριότητα. Ο πατέρας και οι τρεις γιοι, μητέρα δεν υπάρχει, απαλλαγμένοι από κάθε υποχρέωση, τα οικονομικά είναι από θέση αρχής εξασφαλισμένα, μετουσιώνουν την απραξία σε νόημα ύπαρξης, με προσήλωση σχεδόν θρησκευτική. Οι υπηρέτρια φροντίζει για όλα κι οι υπόλοιποι αδιαφορούν για όλα προβάλλοντας τον ισοπεδωτικό κυνισμό της απαξίωσης των πάντων, αφού τίποτε δεν έχει σημασία μπροστά στην τεμπελιά, που νοηματοδοτείται μόνο ως ολοκληρωτική αδράνεια και που αναγκαστικά δεν έχει άλλο δρόμο από την ατομικότητα. Η οριστική απαλλαγή κάθε μόχθου, σταδιακά, μετατρέπει την τεμπελιά σε νοσηρή ακινησία. Ο μεγάλος γιος αρνείται να σηκωθεί από το κρεβάτι απαιτώντας να του φέρνουν το φαγητό του σε δίσκο. Ο πατέρας χαϊδεύει την τεραστίων διαστάσεων κήλη του αναζητώντας γιατροσόφια σχεδόν απαθής, έχοντας πάντα ως πρώτη προτεραιότητα την ησυχία του. Οι διάλογοι περιορίζονται. Κανένας δεν έχει τον ελάχιστο χρόνο να ασχοληθεί με τίποτε. Η εμφάνιση ενός ποντικού που κάνει φασαρία γίνεται πρόβλημα αξεπέραστο κι ο μεγάλος γιος εξοργίζεται με την ανεπάρκεια της υπηρέτριας. Βρισκόμαστε μπροστά στην απόλυτη διαστρέβλωση που ταυτίζει την ύπαρξη με τη ανυπαρξία. Που, για την ακρίβεια, αποθεώνει την ύπαρξη μέσω της ανυπαρξίας κι αυτό είναι η ύψιστη παραίτηση. Η αμετάκλητη ακινησία οδηγεί στην έσχατη εξάντληση. Από ένα σημείο και μετά αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος ακόμη και του ελάχιστου βιολογικού καθήκοντος. Μια βόλτα στην αυλή γίνεται βουνό μόχθου κι ως εκ τούτου απορρίπτεται. Το να ανέβουν τις σκάλες είναι ζήτημα οργάνωσης και προγραμματισμού, δηλαδή προϊόν της έσχατης ανάγκης. Όλα αυτά δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον αφανισμό, αφού όλοι αποπνέουν θανατερή νοσηρότητα καθώς περιφέρονται κατάχλομοι και ιδρωμένοι, σχεδόν τρέμοντας, κυριολεκτικά ανθρώπινα ερείπια. Και μέχρι εδώ τα πράγματα είναι απλά, αφού βρισκόμαστε μπροστά στα προφανή και χιλιοειπωμένα συμπεράσματα του ξεπεσμού της μεγαλοαστικής τάξης που πλέον αδυνατεί για οτιδήποτε καθώς καταπλακώνεται από τόνους ανυπαρξίας. Που ξεπερνώντας κάθε βιοπορισμό κινείται στην απόλυτη ασημαντότητα που βρίσκει διέξοδο στη ζωώδη κατανάλωση των πάντων και που εξελίσσεται σε αρρώστια και αποβλακωτικό μηχανισμό. Που δεν μπορεί να βρει ευχαρίστηση πουθενά καθώς όλα ματαιώνονται επειδή είναι δεδομένα. Που μόνο τα άκρα έχουν νόημα, γιατί τα άκρα κρύβουν το ελάχιστο ανεξερεύνητο που έχει απομείνει, αφού όλα τα υπόλοιπα έχουν κορεστεί. Που, τελικά, δεν έχει να επιδείξει παρά ένα μεγαλείο κενότητας που μόνο αυτοκαταστροφικά μπορεί να εκφραστεί. Μ’ αυτά τα άκρα ασχολείται ο Κοσερί κι αυτή την κενότητα, η οποία καταδεικνύεται στη μέγιστη υπερβολή, ακριβώς γιατί αποτελεί κυριολεξία. Γιατί η κυριολεξία της κενότητας είναι η αδράνεια και η αδράνεια εδώ είναι ατόφια. Ούτε επιτηδευμένες συμπεριφορές, ούτε ψευτοφιλοδοξίες, ούτε δήθεν δραστηριότητες μιας δήθεν ενεργητικότητας. Ο Κοσερί δεν περιγράφει μάταιες ενασχολήσεις αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του. Εστιάζει στο τελικό αποτέλεσμα της ματαίωσης χωρίς περιστροφές και κυρίως χωρίς την πορεία των πραγμάτων που οδηγούν εκεί. Βρίσκεται στο τέρμα από θέση αρχής προβάλλοντας μόνο την αφοπλιστική του γύμνια.
Φυσικά, η μεγαλοαστική τάξη έχει καταγγελθεί πολλές φορές τόσο λογοτεχνικά, όσο και κινηματογραφικά, με τον Μπονιουέλ να είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Σε κάθε περίπτωση όμως η απογύμνωσή της παίρνει μορφή επίθεσης καθιστώντας την αντιπαθή. Οι εκπρόσωποί της κυριολεκτικά καταποντίζονται με τις εμμονές τους ή τις σεξουαλικές τους ακρότητες, την υποκρισία, τον αμοραλισμό, τη δήθεν φιλανθρωπία, τη θρησκευτική ηθική – προσωπείο της εξουσίας τους, τον κυνισμό, τον τυχοδιωκτισμό, τον ψυχοπαθολογικό εγωισμό, την αρρωστημένη επιβολή που πραγματώνεται μόνο με την υπέρβαση κάθε νόμου, με δυο λόγια την ύψιστη αντικοινωνικότητα που παίρνει διαστάσεις μισανθρωπίας. Όλη αυτή η παράπλευρη σημειολογία λειτουργεί αναπόφευκτα, αφού δεν είναι παρά τα συμπτώματα μιας ψυχοπαθολογίας με ρίζες δυσδιάκριτες ανάμεσα στο κοινωνικό πλέγμα και την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το θαύμα του Κοσερί που καταδεικνύει τη νοσηρότητα χωρίς να ασχολείται καθόλου με τα συμπτώματά της, παρά μόνο με την τελική διάγνωση. Και κάπως έτσι πετυχαίνει το απίθανο. Μας φέρνει μπροστά στη συντριβή χωρίς όμως να καταρρακώνει τους χαρακτήρες του, που τελικά, μέσα στον παραλογισμό τους, είναι απολύτως συμπαθείς. Είναι οι κωμικές καρικατούρες της ολοκληρωτικής αποξένωσης, που, όμως, δεν προκαλούν, αφού δεν διεκδικούν τίποτε, πέρα από την ησυχία τους. Δεν αναμειγνύονται σε καμιά κοινωνική διαδικασία, δεν δολοπλοκούν, δεν μεσολαβούν, δεν τρέφονται με μάταιες φιλοδοξίες, δεν επιδιώκουν καμία καταξίωση, δεν υποκρίνονται. Η ευθύτητά τους λειτουργεί ως καταστάλαγμα συμπεριφοράς, δηλαδή ως προσωπική σοφία. Η παραίτηση δεν είναι παρά η άρνηση κάθε ψευδαίσθησης. Η οικογένεια του Κοσερί δεν έχει καμία σχέση με καμιά άλλη μεγαλοαστική οικογένεια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι μόνο η αιγυπτιακή βραδύτητα που την διαφοροποιεί; Παρακολουθούμε τη βαρβαρότητα της απάθειας μιας πλουτοκρατίας που κινείται από το βάρος μιας άλλης κουλτούρας που την κάνει ακατανόητη; Πρόκειται δηλαδή για την ίδια οπτική στην ανατολίτικη εκδοχή της;
Ο Κοσερί δεν αναλύει πουθενά την πηγή των εσόδων της οικογένειας. Ως εκ τούτου δεν ξεκαθαρίζει το οικονομικό - παραγωγικό πλαίσιο της εποχής. Υποθέτουμε εύκολα ότι ο πλούτος στηρίζεται στη γη, ότι δεν μιλάμε δηλαδή για βιομηχανική οικονομία κι επομένως δεν μιλάμε για μεγαλοαστική τάξη δυτικού τύπου. Τα συμπεράσματα ότι υπονοεί την φεουδαρχική τάξη που πεθαίνει κρίνονται μάλλον βεβιασμένα, αφού πουθενά δεν εστιάζει σε κάτι τέτοιο. Εστιάζει στον πλούτο – ανεξάρτητα από πού προέρχεται – σε σχέση με τη διαχείρισή του από τον άνθρωπο. Εστιάζει στην πεμπτουσία της τεμπελιάς που γίνεται αντιδημιουργικότητα και μοιραία παίρνει διαστάσεις ιδεολογίας, της ιδεολογίας του απόλυτου μηδενισμού. Τα κωμικά προβλήματα που μαστίζουν την οικογένεια – ο πατέρας που θέλει να παντρευτεί, γεγονός που μπορεί να κλονίσει τις ισορροπίες και που κάνει τους μεγαλύτερους γιους έξαλλους κι ο μικρός γιος που θέλει να φύγει από το σπίτι διεκδικώντας την αληθινή ζωή για την οποία είναι τελείως ανίκανος – δεν είναι παρά οι εξωτερικοί κοινωνικοί παράγοντες που δρουν απολύτως καταστροφικά, αφού προβάλλουν την ματαιότητα και την ψευδαίσθηση ως καθοριστικό παράγοντα επιλογής. Γιατί η επιλογή είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση κι οφείλει να απορρίψει κάθε κοινωνική επιβολή. Γιατί η ευτυχία πλάθεται με ίδια κριτήρια, μακριά από κάθε σύμβαση. Οι ήρωες του Κοσερί είναι οι άνθρωποι που αρνούνται το σισύφειο της επιβίωσης στο όνομα μιας δήθεν ευτυχίας. Είναι αυτοί που υψώνουν προσωπικό ανάστημα απορρίπτοντας κάθε κατασκευασμένο μοντέλο συμπεριφοράς. Που δεν συνθηκολογούν με καμιά προκαθορισμένη συνταγή. Που, τελικά, δεν έχουν καμία σχέση με τη ματαιοδοξία της μεγαλοαστικής τάξης, γιατί κι αυτή την έχουν απορρίψει. Που απορρίπτουν ακόμη κι αυτό το ιδεατό της ευτυχίας που μόνο με κοινωνικά κριτήρια μπορεί να επιτευχθεί. Που απλοποιούν τα πάντα νιώθοντας ευτυχισμένοι με το να κοιμούνται όλη μέρα. Που αφήνουν την αδράνεια του ζωώδους να τους καθορίζει, αφού όλα τα υπόλοιπα δεν χρήζουν καμίας σοβαρότητας. Που συνθέτουν τον ύμνο της τεμπελιάς. «Ο αδερφός μου ο Γκαλάλ κοιμάται εφτά χρόνια τώρα». «Τον αγαπώ αυτόν τον τύπο». «Ποιον;» «Τον αδερφό σου τον Γκαλάλ. Να κοιμάται εφτά χρόνια! Τι καλλιτέχνης!» «Βρίσκεις πως είναι καλλιτέχνης;» «Βεβαίως. Αυτό είναι που προσπαθώ να εξηγήσω στους ηλίθιους της συνοικίας μας. Σας παίρνουν για τεμπέληδες». «Μα είναι αλήθεια». «Είναι γαϊδούρια! Δεν καταλαβαίνουν όλη την ομορφιά που υπάρχει σ’ αυτή την τεμπελιά. Είστε μια απίθανη οικογένεια». «Νομίζεις;» «Δεν αισθάνεσαι πως εμείς οι δυο θα μπορούσαμε να επαναστατήσουμε τον κόσμο;» «Αφού ξέρεις τη φιλοσοφία μου….δεν μου αρέσει ο θόρυβος…..». «Για μια ηθική επανάσταση θέλω να πω. Θα μάθουμε σ’ αυτούς τους αμαθείς, σ’ αυτούς τους παντρεμένους, ποια είναι η πραγματική σοφία».

                                                         Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com


Δεν υπάρχουν σχόλια: