13.4.12

Ο ΧΑΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ - Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ


Heinrich  Boll(1917-1985)
σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Η συλλογή διηγημάτων του Χάινριχ Μπελ με τίτλο «Ο σύντροφος με τα μακριά μαλλιά» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ είναι εξαιρετική όχι γιατί καταφέρνει να περάσει το πολεμικό και μεταπολεμικό κλίμα της Γερμανίας με απόλυτη ακρίβεια, ούτε για τη συναισθηματική δύναμη που εκπέμπει, αλλά για την εντυπωσιακή πυκνότητα του λόγου και των εικόνων που μέσα σε ελάχιστο χρόνο σηματοδοτούν ένα ολόκληρο σύμπαν πραγμάτων και προσώπων. Θα λέγαμε ότι βρισκόμαστε μπροστά στον ορισμό του διηγήματος που διεκδικεί ανυποχώρητη αυτοτέλεια και ταυτόχρονα επικεντρώνει με απόλυτη αυστηρότητα σε μια σχολαστική οικονομία λέξεων χωρίς όμως αυτό να γίνεται αντιληπτό ούτε στο ελάχιστο τη στιγμή της ανάγνωσης. Όλα ρέουν με απίστευτη φυσικότητα, θα λέγαμε με σχεδόν λεπτομερείς περιγραφές, και ταυτόχρονα συνθέτουν ένα δαιμονισμένο ρυθμό που αναπτύσσει απίστευτες ταχύτητες σε μια σχεδόν μαγική ισορροπία. Κυριολεκτικά σε ελάχιστες σελίδες (ο μέσος όρος των διηγημάτων είναι κάτω από 10 σελίδες) εκτυλίσσονται επεισόδια με απόλυτη αρτιότητα, επεισόδια καθρέφτες τις Γερμανίας των ταραγμένων χρόνων του πολέμου κι αργότερα. Στην ουσία παρακολουθούμε ένα ολοκληρωμένο έργο στιγμιότυπων. Ένα αριστοτεχνικό κολάζ διαφορετικών ζωών ανώνυμων ανθρώπων που τελικά ταυτίζονται κάτω από το βάρος της ιστορίας.
Ο Μπελ, για μια ακόμη φορά δεν μασάει τα λόγια του. Δεν εξιδανικεύει, δεν ωραιοποιεί, δεν προσπαθεί να παρηγορήσει. Παρουσιάζει όλη την ανθρώπινη αθλιότητα σε πρώτο πλάνο με έναν ιδιόμορφο κυνισμό που μετατρέπεται σε αχαλίνωτο συναισθηματισμό. Ο Μπελ εστιάζει στη φρίκη, αλλά δεν την εκβιάζει. Δεν υπάρχει περίπτωση να επιβληθεί με φρικαλέες εικόνες πτωμάτων ή με λουτρά αίματος που εκμαιεύουν την αποκρουστικότητα με τρόπο σχεδόν αυτονόητο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα βάλει το χέρι στην πληγή. Σε όλες τις ιστορίες οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι ανάπηροι, εικόνα σχεδόν στερεότυπη της μεταπολεμικής Γερμανίας, κουρελήδες, απελπισμένοι, στρατιώτες ψυχικά νεκροί, ανθρώπινα απολειφάδια.
Παρακολουθούμε σκληρές περιγραφές μέσα σε στρατιωτικά νοσοκομεία με ανθρώπους που πεθαίνουν ή ακρωτηριάζονται. Παρακολουθούμε σκληρές σκηνές στα χαρακώματα. Όμως ο Μπελ δεν εστιάζει στις ανοιγμένες πληγές, εστιάζει στη δυστυχία και την παραφορά των ανθρώπων. Στην απόλυτη θλίψη και την απώλεια. Τον αναπόφευκτο κυνισμό και την απάθεια. Τη φρενίτιδα και την παραζάλη, δηλαδή στις τεράστιες ιστορικές πληγές που καταρρακώνουν τους ανθρώπους. Κι έτσι, μοιραία, σχεδόν αναγκαστικά, το βιβλίο παίρνει απίστευτες πολιτικές προεκτάσεις. Γιατί ο πόλεμος είναι πολιτική επιλογή, κι οι ανθρώπινες τραγωδίες είναι πολιτικά προϊόντα. Ο Μπελ δεν είναι πομπός, είναι κοινωνός της συντριβής που ισοπεδώνει τον άνθρωπο. Μ’ αυτή την ισοπέδωση καταγίνεται φέρνοντας στο προσκήνιο τους θλιβερούς της νόμους.
Ο μικρός Λόενγριν γαζώνεται από τα πυρά των Λουξεμβούργιων όταν προσπαθεί να κλέψει κάρβουνο που δεν αξίζει ούτε δύο σοκολάτες, αφήνοντας τα μικρότερα αδέρφια του θεονήστικα στο σπίτι. Την ίδια στιγμή ο γιατρός νιώθει ανακούφιση γιατί οι κομπίνες που έκανε με τα φάρμακα πέρασαν απαρατήρητες. Στρατιώτες ξεπουλάν ό,τι έχουν για μερικά ποτήρια ρακί και λίγα λουκάνικα λίγο πριν παν στην πρώτη γραμμή, σ’ ένα θλιμμένο γλεντοκόπι που είναι και η μοναδική τους ζεστασιά. Ο Χέκερ μεθοκοπά σε βαθμό παραληρήματος στα χαρακώματα και σκοτώνεται από ελεύθερο σκοπευτή καθώς ψάχνει τη γυναίκα της ζωής του στην ολόχρυση λεωφόρο. Νεαρός στρατιώτης ακρωτηριάζεται στα χέρια και στα πόδια μες στο σχολείο που εγκατέλειψε πριν από τρεις μήνες για να πάει στο μέτωπο και που μετατράπηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο – σφαγείο. Η οικειότητα του χώρου, η χρονική αμεσότητα που συνδέει τα γεγονότα και η παρουσία του επιστάτη – πυροσβέστη ολοκληρώνουν μια εκ των προτέρων διαγραφόμενη πανωλεθρία. Οι τραυματίες και τα πτώματα βρίσκονται ανάκατα μες το καμιόνι και το ξεδιάλεγμα είναι υπόθεση τυπική: «Τους νεκρούς από δω και τους άλλους απ’ τη σκάλα». Ο σκοπός στα χαρακώματα βρίσκει το θάνατο γιατί βγάζει τα χρυσά δόντια από τους σωρούς των πτωμάτων. Απολυταρχικό καθεστώς συλλαμβάνει και ξυλοκοπά ρακένδυτο που είχε θλιμμένη όψη, ενώ οι κρατικές εντολές ξεκαθάριζαν ότι έπρεπε να είναι όλοι χαρούμενοι. Όμως η ειρωνεία του Μπελ δεν στρέφεται μόνο στο ναζιστικό καθεστώς. Στη μεταπολεμική Γερμανία ανάπηρος πολέμου αδυνατεί να εργαστεί χωρίς το ένα του πόδι κι αρνείται τη δουλειά του λούστρου στα δημόσια ουρητήρια. Όταν ο υπάλληλος του εξηγεί ότι η σύνταξη πολέμου στοιχίζει πολύ ακριβά στο κράτος ο ανάπηρος συνειδητοποιεί ότι το χαμένο του πόδι ίσως είναι το ακριβότερο του κόσμου, αφού το θυσίασε σώζοντας συνταγματάρχες και ταξίαρχους που τώρα απολαμβάνουν παχυλές συντάξεις. Βετεράνος πολέμου αδυνατεί να πληρώσει το νοίκι με τα πενιχρά του μεροκάματα κουβαλώντας μπάζα. Ταυτόχρονα ο μαυραγορίτης κάνει νόμιμες πλέον χρυσές δουλειές και δεν καταδέχεται να τον χαιρετήσει. Ο Μπελ, ως αμείλικτος παρατηρητής, παραθέτει τις ψηφίδες που συνθέτουν το μωσαϊκό της ανθρώπινης εξαθλίωσης. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η ενότητα των καταστάσεων, αφού το κάθε γεγονός στη μοναδικότητά του δεν έχει καμία αξία, σαν ψηφίο εκτός μωσαϊκού. Τελικά, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που συντρίβονται, δεν είναι παρά το ίδιο πρόσωπο που καταποντίζεται μέσα στις διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου καφκικού κυκεώνα, που ούτε επιλέγει, ούτε ελέγχει, ούτε κατανοεί. Είναι ο καθημερινός ανώνυμος άνθρωπος που στροβιλίζεται μες τα γρανάζια της ιστορίας χαραμίζοντας τη ζωή του σε υποθέσεις που άλλοι οριοθετούν και που τελικά δεν αξίζουν τον κόπο. Είναι ο ίδιος ο Μπελ που διαρκώς αλλάζει μορφές διεισδύοντας στα αδιέξοδα και τελικά επιστρέφει πάντα στον εαυτό του.
Όμως ο Μπελ δεν μπορεί να περιοριστεί στη νοσηρότητα του αδιεξόδου. Δεν μας αφήνει ξεκρέμαστους στην ασφυκτικά καταθλιπτική οπτική μιας διαστρεβλωμένης πραγματικότητας. Ο Μπελ είναι ο άνθρωπος που θα ψάξει βαθιά μες στα σκουπίδια για το θησαυρό. Που θα ανακαλύψει το χρυσό μες τις ακαθαρσίες. Κι αυτό είναι η βαθύτερη πίστη στον άνθρωπο, δηλαδή ο ύψιστος ανθρωπισμός. Η ανθρώπινη επαφή, η απλότητα που διέπει όλους τους ανθρώπινους νόμους δεν μπορεί αλλάξει ποτέ. Γιατί τελικά τίποτε δεν μπορεί να ανακαλέσει τους αμετάκλητους νόμους της συντροφικότητας. Κι όλα παίρνουν ανυπολόγιστες διαστάσεις όταν γεννιούνται μες την σκληρότητα του αποκτηνωτικού κυνισμού. Σαν απαγορευμένος καρπός που όπως και να ‘χει θα φυτρώσει. Σαν νομοτελειακό πείσμα που εξακολουθεί, πέρα από κάθε λογική, μέσα σε όλες τις συνθήκες. Είναι οι πηγές μιας δύναμης θεόρατης που ξεπερνά όλες τις κακουχίες ορθώνοντας ανάστημα τρομακτικό, που διαλύει τους φόβους και κάνει σκόνη κάθε φραγμό και κάθε πόλεμο και κάθε ανθρώπινη κτηνωδία. Στο ομώνυμο διήγημα «Ο σύντροφος με τα μακριά μαλλιά» τσακισμένος κι απένταρος παράνομος που τον κυνηγούν συναντά στο σταθμό των τρένων κοπέλα με μακριά μαλλιά («εβένινος καταρράχτης») και τεράστια γκρίζα μάτια. Απόκληροι και οι δύο μπαίνουν στο ίδιο τρένο και κάθονται αντικριστά. Της κερνάει τσιγάρο και κατεβαίνει στον ίδιο σταθμό, προσποιούμενος τον τυπικό επιβάτη που πάει στο σπίτι του. Γρήγορα καταλαβαίνει ότι ούτε η κοπέλα έχει κάποιο σκοπό. Δυο άστεγοι, ξεγραμμένοι περπατάνε τη νύχτα μες τα χωράφια και χώνονται σε μια θημωνιά να κοιμηθούν: «Όταν έπιασε ψύχρα κατά το πρωί, σφίχτηκα κοντά της, κι αυτή με σκέπασε με μια γωνιά της καμπαρντίνας της. Κι έτσι ζεστάναμε ο ένας τον άλλο με την ανάσα μας και το αίμα μας. Από τότε είμαστε συνέχεια μαζί – περάσαμε μαζί όλα τα δύσκολα χρόνια».

                                                   Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com          

Δεν υπάρχουν σχόλια: