31.1.12

Ο ΡΕΜΑΡΚ - Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΑΘΕΙΑ


Erich Maria Remarque(1898-1970)
σχολιάζει  ο Θανάσης Μπαντές
Το «Ουδέν Νεότερον από το Δυτικόν Μέτωπον» του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ θεωρείται ίσως το κλασικότερο πολεμικό μυθιστόρημα. Τοποθετημένο στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο δεν προβαίνει σε κοινότοπες υπερβολές τονίζοντας την κτηνωδία, ούτε σε συμβολισμούς του τύπου «στα χαρακώματα φύτρωσε ένα λουλούδι» σχηματοποιώντας την ελπίδα. Απλώς περιγράφει. Περιγράφει ασφυκτικά κι επώδυνα μια καθημερινότητα που διαμορφώνεται με ακρίβεια και υπόκειται σε συγκεκριμένους νόμους σκληρότητας μέχρι που τελικά διεκδικεί το δικό της μερίδιο σ’ αυτό που λέμε φυσιολογικό. Ο καθημερινός παραλογισμός γίνεται οπτική του κόσμου, αφού η παραφροσύνη εκμηδενίζει κάθε παρελθόν φτάνοντας στα όρια της αιωνιότητας. Σχεδόν κανείς δεν θυμάται τον εαυτό του πριν τον πόλεμο. Σχεδόν κανείς δεν ονειρεύεται τι θα κάνει μετά τον πόλεμο. Αντίθετα όλοι βυθίζονται όλο και περισσότερο στη φρενίτιδα, ώσπου τα πάντα χάνουν κάθε σημασία. Το προσωρινό είναι η μόνη αλήθεια. Το παρόν αδιαπραγμάτευτο μέλλον. Οι απάνθρωπες σκηνές που εκτυλίσσονται λειτουργούν σχεδόν νομοτελειακά. Έτσι χάνεται κάθε αγανάκτηση. Οι στρατιώτες δεν μισούν ούτε τους εχθρούς, ούτε τους διοικητές τους, ούτε την πατρίδα που τους οδήγησε εκεί, ούτε καν την ιστορική συγκυρία που τους εξαθλίωσε. Συμπεριφέρονται τυπικά, σχεδόν μηχανιστικά αντέχοντας τα πάντα. Τα ποντίκια που περπατάνε τις νύχτες πάνω τους και τους τρων το ψωμί, τις οβίδες, τους καθημερινούς θανάτους των συντρόφων τους, τα πάντα. Ακόμα και οι συγκινήσεις που μοιραία προκύπτουν από την ανθρώπινη απώλεια είναι τόσο παροδικές, τόσο αυτονόητα φευγαλέες που περισσότερο οξύνουν την κενότητα, παρά επαναφέρουν την ανθρώπινη οπτική. Ταυτόχρονα όμως, σαν από θαύμα, αποθεώνεται η συντροφικότητα που αποκτά διαστάσεις μεγαλείου. Όταν οι χαρακτήρες του Ρεμάρκ βρίσκονται στο στρατιωτικό νοσοκομείο μπροστά στα κρεβάτια των ετοιμοθάνατων συντρόφων τους νιώθουν οδύνη που δεν μπορεί να εκφραστεί και μοιραία αποσιωπάται. Όταν στρατιώτης αρπάζει τις μπότες του ετοιμοθάνατου φίλου του, γιατί είναι πιο ζεστές από τις δικές του, δεν βεβηλώνει το νεκρό. Απλώς υπακούει σε μια άλλη ηθική που μόνο η συντριβή μπορεί να οριοθετήσει. Τη λογική της επιβίωσης που μόνο με την ψυχρότητα μπορεί να εκδηλωθεί. Τη λογική του θανάτου που διαρκώς κρέμεται πάνω από τα κεφάλια όλων. Τη λογική της ασφυκτικής προσωρινότητας.
Η διαρκής αίσθηση του θανάτου κάνει τις στιγμές να παίρνουν τεράστιες διαστάσεις. Κάνουν το χρόνο να διαρκεί χωρίς καμία λογική. Κάνουν τα πάντα θεόρατα κι ως εκ τούτου απολύτως μηδαμινά, αφού μέσα στον παροξυσμό του παραλόγου η υπερμεγέθυνση παίρνει αντίστροφες διαστάσεις καθηλώνοντας τα πάντα στη μηδαμινότητα. Αφού ο θάνατος είναι συνέχεια δίπλα, τα πάντα ακυρώνονται, αλλά με κάποιο ιδιόμορφο τρόπο που δεν ταυτίζεται με τον συναισθηματικό ακρωτηριασμό. Οι στρατιώτες μπορεί να ρισκάρουν τη ζωή τους για να σώσουν ένα σύντροφο, αλλά, είτε το πετύχουν είτε όχι, αμέσως μετά θα φάνε την κονσέρβα τους σαν να μη συνέβη τίποτε. Μόνο οι νέοι ταράζονται, ώσπου κι αυτοί σιγά – σιγά συνηθίζουν. Δεν παρακολουθούμε τον αμοραλισμό που ονομάζουμε πολεμική αποκτήνωση, παρακολουθούμε κάτι βαθύτερο και πιο ρεαλιστικό, την απάθεια. Απάθεια που από ένα σημείο και μετά μεταδίδεται και στον αναγνώστη που συνειδητοποιεί το μέγεθος της φρίκης μετά την ανάγνωση του βιβλίου. (Η ανάμνηση του βιβλίου είναι πιο οδυνηρή από την ανάγνωσή του). Ακριβώς με την ίδια ψυχολογία κινούνται και οι χαρακτήρες του μετώπου, που βιώνουν το παράλογο με φυσικότητα και που μόνο αν επιβιώσουν θα συνειδητοποιήσουν το μέγεθός του. Κάπως έτσι φτάνουμε στη μεγαλύτερη αλήθεια που δεν είναι το παράλογο του πολέμου, ούτε της αναντίρρητης κτηνωδίας, αλλά το παράλογο της ίδιας της ανθρώπινης συμπεριφοράς που τελικά προσαρμόζεται σε όλα, διατηρώντας όμως μια αξιοπρέπεια που μόνο το παράλογο μπορεί να εξηγήσει. Γι’ αυτό τον Ρεμάρκ δεν τον ενδιαφέρουν οι ηρωισμοί, ούτε οι εξάρσεις και οι υψηλοί τόνοι, γιατί ξέρει καλά ότι στα χαρακώματα δεν υπάρχει τίποτε πιο ηρωικό από την ίδια την επιβίωση.
Η ψυχολογία του εφήμερου απαξιώνει κάθε αιωνιότητα και με τον τρόπο αυτό μετουσιώνεται σε κάτι - σχεδόν αποκρουστικά - ξένο. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, αυστηρά προσανατολισμένη στο μέλλον – γεγονός επίσης παράλογο, αφού ποτέ δεν υπολογίζει το φθαρτό της υπόστασής της - αδυνατεί να αντιληφθεί το βάρος της καθημερινότητας του θανάτου. (Εξάλλου η ύπαρξη απομακρύνει το θάνατο). Όταν όμως ο θάνατος νοηματοδοτεί την ύπαρξη τότε όλα αναποδογυρίζουν φέρνοντας στο φως την οπτική της αποστασιοποίησης, δηλαδή της κτηνώδους ουδετερότητας που δεν μπορεί παρά να είναι τυφλή. Μέσα σε βουνά φρικαλεότητας ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ευτυχισμένος όταν αποκτά τα τσιγάρα της ημέρας. Το σήμερα αναδεικνύεται σε μοναδική δύναμη της ανθρώπινης δράσης, αφού το αύριο μπορεί και να μην υπάρχει. Η ματαίωση του αύριο δεν είναι παρά η αποστασιοποίηση από τη ζωή, η απονέκρωση. Γι’ αυτό τελικά όλοι αδιαφορούν για τη ζωή τους. Γι’ αυτό όλοι, επί της ουσίας, αδιαφορούν για το τέλος του πολέμου. Γι’ αυτό αδιαφορούν παντελώς για τη νίκη ή την ήττα του στρατού τους. Όλα γίνονται μάταια και συνεπώς δεν μπορούν παρά να έχουν διεκπεραιωτικό χαρακτήρα. Παρακολουθούμε την ομαδική παραίτηση που όμως δεν απαξιώνει αλλά νοηματοδοτεί κάθε δραστηριότητα. Σαν σύμπτωμα μαζικής αυτοκτονίας, που σε πείσμα κάθε λογικής, όχι μόνο δεν εκδηλώνεται, αλλά προστατεύει την ύπαρξη. Όταν ο κεντρικός χαρακτήρας – στρατιώτης σκοτώνει τον πρώτο εχθρό νιώθει οδύνη χωρίς προηγούμενο. Σκέφτεται την οικογένεια του νεκρού με αφόρητες τύψεις. Υπόσχεται ότι με το τέλος του πολέμου θα τους βοηθήσει οικονομικά. Προβαίνει σε οποιαδήποτε παράλογη σκέψη προκειμένου να εξαγοράσει τις ενοχές. Ανοίγει το πορτοφόλι του νεκρού και βλέπει οικογενειακές φωτογραφίες. Ανακαλύπτει ότι ο νεκρός ήταν τυπογράφος. Υπόσχεται στον εαυτό του ότι θα γίνει κι ο ίδιος τυπογράφος. Η συναισθηματική έξαρση φτάνει στην τρέλα. Όμως αμέσως μετά περιγράφει την επόμενη μέρα: « Έχω εξαντληθεί πολύ και πεινώ. Αυτό που έγινε χθες είναι για μένα κάτι θολό, σαν την ομίχλη. Δεν έχω καμιά ελπίδα να βγω από δω. ……….Δεν σκέφτομαι τον πεθαμένο. Μου είναι ολωσδιόλου αδιάφορο. Ξαφνικά με πιάνει ο πόθος για τη ζωή κι όλα τα’ άλλα που είχα σκεφτεί πάνε, χάθηκαν. Μουρμουρίζω ότι θα κρατήσω το λόγο μου, αλλά το ξέρω ότι δεν είναι αλήθεια». (Σε λίγο ακόμη κι αυτός ο πόθος για ζωή θα γίνει λέξη χωρίς περιεχόμενο). Και μετά από λίγες ώρες, όταν συζητά με τους συντρόφους το θέμα του νεκρού τυπογράφου, απαλλάσσεται από κάθε ενοχή τόσο φυσικά που το παράλογο παύει να αφορά την αιματηρή πραγματικότητα κι εντοπίζεται στην ίδια την αδικαιολόγητη ψυχολογική σύγχυση. «Τώρα, δεν μπορώ πια να καταλάβω τον εαυτό μου. Όλα τούτα γίνονται γιατί έμεινα λίγο περισσότερο με τον πεθαμένο. Στο κάτω – κάτω της γραφής ο πόλεμος είναι πόλεμος».
Όταν παίρνει λίγες μέρες άδεια επιστρέφει στο σπίτι. Φυσικά, η ασφάλεια του παιδικού δωματίου και οι οικογενειακές ανέσεις δρουν ανακουφιστικά. Όμως, μέσα σε ελάχιστο χρόνο διαπιστώνει την κενότητα κάθε επικοινωνίας με τους γύρω του. Όλοι τον υποδέχονται σαν ήρωα κι αυτό βαθαίνει τη μοναξιά του. Τον ρωτούν για το μέτωπο, περιμένουν να ακούσουν ανδραγαθήματα και νίκες κι αυτό τον βουλιάζει στην έσχατη απελπισία. Η παντελής άγνοια όλων τον εξοργίζει. Μοιραία συγκρούεται. Φαίνεται απροσάρμοστος, αλλοπρόσαλλος. Οι γονείς του δεν τον αναγνωρίζουν. Είναι ξένος. Ολοκληρωτικά, αμετάκλητα, απελπιστικά, ξένος. Δεν μπορεί να ανεχθεί τις ελπίδες για την τελική νίκη. Δεν αντέχει τα μελλοντικά σχέδια των υπόλοιπων. Ουσιαστικά, παρακολουθούμε τη σύγκρουση της ηθικής της αιωνιότητας των πολλών με την ηθική της αυστηρής προσωρινότητας που εκφράζεται μόνο από έναν. Την οπτική της ζωής που γίνεται σμπαράλια πάνω στην οπτική του θανάτου. Της ελπίδας που κουρελιάζεται στη ματαιότητα. Κι όμως, δεν είναι ούτε ο κυνισμός, ούτε η συναισθηματική απονέκρωση που χωρίζει τους δύο κόσμους. Είναι η ίδια η συνείδηση της φθαρτότητας που διαχωρίζεται παρασάγγας απ’ αυτό που λέμε γνώση του θανάτου, και κάπως έτσι το έργο αποκτά βαθιά υπαρξιακές διαστάσεις. Η νέα αντίληψη του στρατιώτη φαίνεται παράλογη και δεν έχει άλλη επιλογή από την πραγμάτωση του ακατανόητου. Ο στρατιώτης ανυπομονεί τελικά να φύγει, να ξαναγυρίσει στο μέτωπο, στη δική του χειροπιαστή πραγματικότητα. Ο Ρεμάρκ, χωρίς να θεωρητικολογεί, κάνει απολύτως σαφή τη λογική του παραλόγου και ταυτίζεται μ’ αυτήν. Ο στρατιώτης έχει δίκιο. Ο στρατιώτης είναι ο παράλογος άνθρωπος. Ο αναγνώστης δεν έχει άλλη επιλογή από το να του συμπαρασταθεί ηθικά.
Όσο για τον Ρεμάρκ, αφού του τέλειωσε η θλίψη και η οργή και η οδύνη και το σάστισμα και η φρίκη και το πένθος για τον άνθρωπο, του έμεινε ένα τελευταίο καταφύγιο, η ειρωνεία. Η ειρωνεία του μόνιμου πολεμικού ανακοινωθέντος που είναι και ο τίτλος του βιβλίου: «Ουδέν Νεότερον από το Δυτικόν Μέτωπον». Ανακοινωθέν αδιαπραγμάτευτης επισημότητας, αφού όλα τείνουν στο μηδέν κι αυτό που μένει δεν είναι παρά οι τελευταίες σκέψεις του στρατιώτη: «Είμαι πια ήσυχος. Ας έρθουν οι μήνες και τα χρόνια. Δε θα μου πάρουν πια τίποτα. Είμαι τόσο ολομόναχος και τόσο απελπισμένος, που μπορώ να τα αντικρίζω όλα δίχως τρόμο…….».

                                               Θανάσης Μπαντές  abbades@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: