26.1.12

Ο ΧΑΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ


Ο Heinrich Böll παραλαμβάνει το Νομπέλ Λογοτεχνίας (1972)
 σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Το μυθιστόρημα του Μπελ «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» δεν παρουσιάζει την πραγματικότητα, είναι η πραγματικότητα. Ακολουθώντας την τεχνική του ντοκουμέντου καθιστά σαφές ότι η λογοτεχνία είναι και οφείλει να είναι μες στην πραγματικότητα κι όχι απλώς να την αναπαριστά αλλά να εμβαθύνει, παρατηρώντας κι αποκαθιστώντας την αλήθεια που χάνεται μέσα στην επιτηδευμένη επιβολή του παραλόγου. Το παράλογο, όταν προβάλλεται καθημερινά κι απολύτως μεθοδευμένα δεν μπορεί παρά να γίνει γενική αλήθεια, δηλαδή πανανθρώπινη σύμβαση που συγκαλύπτει το μεγαλύτερο ψέμα. Η λογοτεχνία αφορά τον άνθρωπο και κατ’ επέκταση τη ζωή του, που διαμορφώνεται και καθορίζεται από το γενικευμένο παράλογο που δεν είναι – τουλάχιστο στην περίπτωση που εξετάζει ο Μπελ - παρά ομαδική δυστυχία. Το μυθιστόρημα που ξεγυμνώνει το γενικευμένο ψέμα είναι η ατομική επανάσταση απέναντι στην ομαδική θηριωδία. Γι’ αυτό ξυπνά την οργή. Την οργή τόσο αυτών που μπορεί να θίγονται από τα αυτονόητα όσο κι αυτών που βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με τη σαρωτική αλήθεια μιας αποκάλυψης που τόσο καιρό τους είχε διαφύγει. Γιατί άλλο η υποψία της συντριβής κι άλλο η πραγμάτωσή της. Υπό αυτή τη λογοτεχνική προοπτική τα λογοτεχνικά σχήματα και οι εξωραϊσμένες εκφράσεις καθίστανται απολύτως άχρηστα. Γιατί εδώ δεν μιλάμε για ψυχαγωγία φιλολογικού τύπου, που αφορά λεκτικές κατασκευές ή επιτηδευμένες δήθεν ποιητικές ενδοσκοπήσεις, εδώ μιλάμε για τη λογοτεχνική ορμή της αλήθειας που δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί ούτε με τη σειρά των λέξεων, ούτε με εκβιαστικές καλλιτεχνίες. Ο Μπελ καταφεύγει στην ψυχρότητα και στην ακαμψία του δημοσιογραφικού λόγου, αφού κρίνεται καταλληλότερος για την ψυχρή απόδοση της αλήθειας. Η δημοσιογραφική καταγραφή καταδεικνύει την άλλη όψη της λογοτεχνίας που δεν χρειάζεται να υπηρετήσει τίποτε πέρα από την αποκάλυψη της συλλογικής γύμνιας. Είναι η άγρια κι ανυπόφορη όψη την ίδιας της ζωής. Η ανυποχώρητη ασφυξία που δεν είναι καθόλου διασκεδαστική. Οι αναγνώστες που θέλουν μέσα από τα βιβλία να «ταξιδεύουν» καλά θα κάνουν να αποφύγουν τον Μπελ.
Η Κατερίνα Μπλουμ έχει διαπράξει το φόνο κι αυτό είναι αναμφισβήτητο από τις πρώτες σελίδες. Δολοφόνησε το δημοσιογράφο Ταίτγκες
 και παραδόθηκε στην αστυνομία. Η παράδοση της Μπλουμ είναι και η αφηγηματική εκκίνηση του Μπελ που εξιστορεί όλο το χρονικό που οδήγησε στα μοιραία γεγονότα. Η εξιστόρηση εκτυλίσσεται μέσα από τα ανακριτικά έγγραφα και τις καταθέσεις όλων των εμπλεκόμενων προσώπων. Ένα αδυσώπητο αστυνομικό δελτίο που ξεδιπλώνεται μηχανιστικά, με αυστηρή χρονική ακολουθία, χωρίς σχόλια. Μόνο γεγονότα. Γεγονότα απαρέγκλιτα που όμως αποκτούν ολοφάνερη υποκειμενικότητα, αφού τελικά αντικειμενική αλήθεια δεν υπάρχει, καθώς όλα επαναπροσδιορίζονται σύμφωνα με το πρίσμα της προσέγγισης. Η Μπλουμ διασκεδάζει σε κοσμικό πάρτι, φλερτάρει με άγνωστο γοητευτικό άντρα και καταλήγει στο σπίτι της μαζί του. Το άλλο πρωί την ξυπνά η αστυνομία και κάνει το σπίτι φύλλο και φτερό αναζητώντας το συγκεκριμένο άντρα που είναι ίσως ο διασημότερος επικηρυγμένος της Γερμανίας. Ο άντρας δεν βρίσκεται και κάπως έτσι αρχίζουν οι ανακρίσεις. Πού τον ήξερε; Πώς έφυγε; Τι σχέσεις είχε μαζί του; Φυσικά, μαζί με την Κατερίνα ανακρίνονται κι όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται στο επίμαχο πάρτι. Η Κατερίνα παραμένει στο τμήμα διατηρώντας την ψυχραιμία της κι αντιμετωπίζει με πρωτοφανή αξιοπρέπεια και διαύγεια όλο το πλέγμα της καφκικής απειλής. Τελικά αφήνεται ελεύθερη, αφού δεν στοιχειοθετούνται κατηγορίες, αλλά παραμένει πάντα στη διάθεση της αστυνομίας που της απαγορεύει να απομακρυνθεί από την πόλη. Μετά από λίγες μέρες δολοφονεί το δημοσιογράφο Ταίτγκες.
Ο Ταίτγκες είναι ο δημοσιογράφος της τοπικής φυλλάδας που καλύπτει την υπόθεση Μπλουμ και που, όπως είναι φυσικό, δημιουργεί σκάνδαλο άνευ προηγουμένου. Η Μπλουμ είναι σχεδόν καθημερινός πηχυαίος τίτλος. Όσο εξωφρενικότερο το πορτρέτο της τόσο μεγαλύτερες και οι πωλήσεις της φυλλάδας. Ο Ταίτγκες είναι έμπειρος δημοσιογράφος και ξέρει καλά αυτά τα παιχνίδια. Οι φράσεις κλισέ είναι πάντα αποτελεσματικές. Η Μπλουμ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ερωμένη του φονιά, το κορίτσι που συγκαλύπτει την παρανομία, η γυναίκα μυστήριο, το κλειδί των ανακρίσεων και πάει λέγοντας. Δεν υπάρχει ούτε το ελάχιστο ίχνος της ιδιωτικής της ζωής που να μην προβληθεί με τερατώδεις ανακρίβειες. Ο διακεκριμένος δικηγόρος Μπλόρνα, εργοδότης της Μπλουμ, προσπαθεί να παρέμβει στον τύπο αποκαθιστώντας έστω την ελάχιστη επαφή με την πραγματικότητα που έχει διαστρεβλωθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι παρά μια άλλη πραγματικότητα. Όταν βλέπει τυπωμένες τις δηλώσεις του φρίττει από τη σκανδαλώδη αλλοίωσή τους. Ο Ταίτγκες παραφράζοντας ανεπαίσθητα ελάχιστες λέξεις δημιούργησε ανεπανόρθωτες εντυπώσεις. Τα πράγματα ήταν απλά. Η Μπλουμ έπρεπε να θυσιαστεί στο βωμό της ενημερωτικής κατανάλωσης κι αυτό ήταν αναπόδραστο. Ό,τι κι αν έλεγε κι ό,τι κι αν έκανε κανείς ήταν απολύτως μάταιο, αφού όλα είχαν προαποφασιστεί. Η οποιαδήποτε εμπλοκή με τη φυλλάδα δεν ήταν παρά οδυνηρή ανακύκλωση, αφού λειτουργούσε ανεξέλεγκτα και χαοτικά και κάθε προσπάθεια διόρθωσης της κατάστασης από οποιονδήποτε εμπλεκόμενο δεν ήταν παρά η εκκίνηση ενός νέου διαστρεβλωτικού κύκλου. Ένας βάλτος που ρουφάει τα πάντα. Μια μόνιμα ανοιγμένη πληγή. Το βάρος της κοινής γνώμης, που ήταν πάντα έτοιμη να κατασπαράξει τα πάντα, έκανε τη διαδικασία ακόμη πιο αιματηρή. Ο Μπλόρνα θέλει να αντιδράσει αλλά οι προσπάθειές του έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του μεγαλοπαράγοντα Στρόυμπλέντερ που βολεύεται από την πολιτική της φυλλάδας, αφού κάθε επιπλέον σκάλισμα της υπόθεσης μπορεί να του φέρει μπελάδες. Ο Μπλόρνα είναι τελείως ανίσχυρος μπροστά σ’ αυτό το πανίσχυρο πλέγμα. Η επιλογή του Μπελ να τον παρουσιάσει ως μεγαλοδικηγόρο δεν είναι παρά η βεβαιότητα ότι η δικαιοσύνη είναι απολύτως αδύνατο να παρέμβει. Η Μπλουμ και κατ’ επέκταση ο Μπλόρνα θα κατασπαραχθούν κι αυτό είναι αμετάκλητο.
Η φυλλάδα αλλοιώνοντας τα πάντα δεν συντρίβει μόνο κάθε έννοια ενημέρωσης ή δεοντολογίας. Θα λέγαμε ότι αυτό είναι το λιγότερο. Συντρίβει τους ίδιους τους ανθρώπους κάνοντάς τους δημόσιο θέαμα και μετατρέποντας την ύπαρξή τους σε καρικατούρα. Η διαρκής εστίαση πάνω στην Μπλουμ δεν αφορά απλώς την ιδιωτική της ζωή που γίνεται κομμάτια, αφορά την ίδια την υπόστασή της που βιάζεται θανάσιμα. Δεν είναι ο καθημερινός εμπαιγμός ή η αδικία ή τα βλέμματα ή η παντελής έλλειψη οποιουδήποτε προστατευτικού μηχανισμού, αλλά το ίδιο το ανίκητο που πρεσβεύεται από τη φυλλάδα, το ίδιο το ακαταμάχητο της αυθαιρεσίας, που κάνει τον άνθρωπο να φαίνεται τόσο ανίσχυρος, τόσο μηδαμινός, σχεδόν ανύπαρκτος. Κάπως έτσι το θέμα ξεπερνά τα όρια της ατομικής αξιοπρέπειας ή της αίσθησης δικαίου και παίρνει τις διαστάσεις της πρωτοφανούς καθημερινής μάχης που εξασφαλίζει την επιβίωση απέναντι σ’ ένα αόρατο θηρίο. Είναι ο φασισμός των Μέσων που τρέφουν τις μάζες με πτώματα. Η αδηφάγα κι ακόρεστη κατανάλωση θεαμάτων που έχει αντικαταστήσει τα πάντα. Η Μπλουμ κατασπαράσσεται μπροστά στα μάτια του φιλοθεάμονος κοινού που διασκεδάζει. Πληρώνει γι’ αυτό. Ο θάνατος πάντα έφερνε τέρψη στο πλήθος. Τα Μέσα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αντικατάσταση της ρωμαϊκής αρένας ή της δημόσιας εκτέλεσης στη γκιλοτίνα. Ο σύγχρονος πολιτισμός φρόντισε να αντικαταστήσει την πρωτόγονη βαρβαρότητα του παρελθόντος με την εκλεπτυσμένη θεαματικότητα της ενημέρωσης, που δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια. Η παντογνωσία των δημοσιογράφων είναι η απόδειξη της βαθύτερης άγνοιας, δηλαδή του μεγαλύτερου ψέματος. Τελικά ο Μπελ δεν ασχολείται ούτε με την παραπληροφόρηση, ούτε με την εξυπηρέτηση συμφερόντων, ούτε με την εκβιαστική δράση των Μέσων, ούτε με τη στρατευμένη, δήθεν αντικειμενική δημοσιογραφία. Ασχολείται με την ίδια τη φύση των Μέσων που είναι υποχρεωμένα να πουλήσουν και που ξέρουν καλά ότι πωλήσεις χωρίς περιτύλιγμα είναι αδύνατες. Ασχολείται με τη βία που εκπέμπουν από θέση αρχής, γιατί η βία ανεβάζει την κατανάλωση. Γι’ αυτό είναι τόσο επιθετικά. Γι’ αυτό θέλουν να τρομάζουν τους ανθρώπους. Γι’ αυτό καταστροφολογούν. Γι’ αυτό τσαλαπατούν οποιονδήποτε βρεθεί στο δρόμο τους, αδιάφορο αν έχει δίκιο ή όχι. Γι’ αυτό ισοπεδώνουν τα πάντα. Γι’ αυτό έχουν συνέχεια υψωμένο το δάχτυλο. Γι’ αυτό ήταν και θα είναι το σπουδαιότερο δεκανίκι κάθε κατεστημένου. Γιατί η βία που ασκούν είναι ομαδική, όπως και η σιωπή που εξασφαλίζουν. Γιατί εκτονώνουν και ταυτόχρονα φυλακίζουν. Γιατί εκφοβίζουν και ταυτόχρονα απελευθερώνουν ψυχαγωγώντας τα πλήθη. Γιατί ξέρουν να μυρίζονται το αίμα. Η δολοφονία του Ταίτγκες από την Μπλουμ δεν είναι παρά η βία που απαντά στη βία. Είναι η ατομική βιαιότητα που αντιπαρατίθεται στην ομαδική. Είναι η συμμετοχή του τηλεθεατή, που γίνεται εμπλεκόμενος. Γιατί μόνο η βία μπορεί να αντιπαρατεθεί στη βία. Και φυσικά, αν κάποιος εκλάβει ότι ο Μπελ, από τη στιγμή που δικαιώνει ηθικά την Μπλουμ, ενθαρρύνει τέτοιες συμπεριφορές, το πρόβλημα είναι δικό του.

                                                       Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: