15.1.12

Ο ΧΑΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ ΚΑΙ Η ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΒΑΛΟΥ


σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Το μυθιστόρημα του Μπελ «Μπιλιάρδο στις εννιά και μισή» συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας. Με αφορμή τα ογδοηκοστά γενέθλια του παππού Φέμελ βρισκόμαστε μπροστά στην τραγικότητα ενός λαού, που όχι απλώς συντρίφτηκε από την ιστορία, αλλά φέρει και την ευθύνη του μεγαλύτερου αιματοκυλίσματος παγκοσμίως. Μοιραία, δεν παρακολουθούμε το ανθρώπινο δράμα που αποθεώνεται από την απώλεια ή τη στέρηση ή τις ανοιχτές πληγές ενός απολύτως ορατού παρελθόντος, αλλά το αδιέξοδο που προσδιορίζεται σαφώς από τους κανόνες της τσαλαπατημένης περηφάνιας, που πλέον δεν έχει εθνικό χαρακτήρα, αλλά ανθρώπινο. Γιατί η εθνική ταπείνωση δεν αφορά τον Μπελ. Ο Μπελ ασχολείται αυστηρά με την ανθρώπινη ταπείνωση, που είναι αδύνατο να επουλωθεί, αφού τα γεγονότα υπερβαίνουν τους ανθρώπους. Η άνοδος του ναζισμού κι ο δεύτερος παγκόσμιος - κλασική θεματολογία του Μπελ – βρίσκονται κι εδώ στο προσκήνιο αφού, αν και μας τοποθετεί σε μια τυχαία μέρα του 1958, οι ανοιχτές πληγές των γεγονότων καθορίζουν αυστηρά όλη τη δράση. Τα τρία πρόσωπα του έργου – ο παππούς Φέμελ, ο γιος Ρόμπερτ κι ο εγγονός Γιόζεφ – είναι οι σελίδες της γερμανικής ιστορίας στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα που όμως είναι αδύνατο να γυρίσουν και μοιραία μπλέκονται σε μια παράλληλη και ταυτόχρονη ανάγνωση. Οι ενέργειές όλων των χαρακτήρων είναι κομμένες στην ίδια κρεατομηχανή που λειτουργεί ανεξέλεγκτα, σαν υπόγεια ενοχική διαδρομή που είναι αδύνατο να απαλλαχθεί από το βάρος της ιστορίας. Έτσι, είναι ίδιες παρά την ολοφάνερη διαφορετικότητά τους. Κι εδώ ακριβώς είναι η μαγεία του Μπελ που καταφέρνει να παρουσιάσει ανθρώπινα πορτρέτα που ξεπηδούν μέσα από πολεμικά συντρίμμια και ταυτόχρονα να διαποτίσει και την παραμικρή ασημαντότητα με το αιματηρό πένθος της συντριβής. Τα πορτρέτα δεν κινούν την ιστορία, αλλά το αντίθετο, η ιστορία κινεί τα πορτρέτα που κάνουν τα αδύνατα – δυνατά για να ξεφύγουν, χωρίς όμως, στην ουσία, να πετυχαίνουν το παραμικρό. Γι’ αυτό κάθε πράξη είναι ίδια. Γιατί χάνει κάθε σημασία μπροστά στα ακλόνητα βουνά που την κινούν.
Κάτι οιδιπόδειο κρύβεται μέσα τους. Κάτι αμετάκλητα προδιαγεγραμμένο που ματαιώνει κάθε συμπεριφορά. Γι’ αυτό ο Ρόμπερτ παίζει μπιλιάρδο κάθε μέρα στις εννιάμιση λέγοντας ιστορίες στον Χούγκο. Γ’ αυτό δεν ανέχεται καμία διακοπή μπροστά στο παιχνίδι – τελετουργία. Υπό αυτή την έννοια το μπιλιάρδο γίνεται ενδοσκόπηση μιας αόρατης παραφροσύνης. Γίνεται ψυχαναλυτικός, εξισορροπητικός μηχανισμός και τίποτε δεν είναι σημαντικότερο απ’ αυτό. Μ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς καθόλου να μειώνεται η αληθοφάνεια και το αυθόρμητο των χαρακτήρων, τα ιστορικά γεγονότα περνούν τελικά σε πρώτο πλάνο αφού καθορίζουν κάθε συμπεριφορά. Οι τρεις γενιές δεν είναι παρά η ίδια η Γερμανία που προσπαθεί να αποκοπεί από την αλυσίδα των γεγονότων. Τα γεγονότα όμως είναι συνέχεια εκεί.
6 Σεπτεμβρίου 1958. Ο παππούς καλεί όλους τους συγγενείς στο αγαπημένο του εστιατόριο κι όλοι φυσικά θα σπεύσουν. Τα ογδοηκοστά γενέθλια δεν είναι και λίγο πράγμα. Κι ο γιος θα πάει κι ο εγγονός με την αρραβωνιαστικιά του, ακόμα και η γραμματέας του αρχιτεκτονικού γραφείου της οικογένειας. Η αφηγηματική εκκίνηση είναι το πρωινό αυτής της ιστορικής μέρας. Η γραμματέας είναι στο γραφείο, ο Ρόμπερτ στο μπιλιάρδο, ο παππούς επισκέπτεται το γραφείο, ο εγγονός θα πάει να επισκεφτεί το γκρεμισμένο μοναστήρι του αγίου Αντωνίου που ανέλαβε να ξαναχτίσει από την αρχή. Όλα κυλούν ομαλά, σχεδόν μηχανιστικά, απαρέγκλιτα. Και ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο. Η γραμματέας το σηκώνει κι ακούει τη φωνή του Ρόμπερτ να της μιλάει αυστηρά. Γιατί γνωστοποίησε στον καλοντυμένο κύριο ότι βρισκόταν στο μπιλιάρδο; Γιατί δεν τήρησε τις απαρέγκλιτες εντολές; Ποιος της έδωσε το δικαίωμα να παίρνει τέτοιες πρωτοβουλίες; Τι κι αν δούλευε τέσσερα χρόνια τώρα στο γραφείο; Τι κι αν κέρδισε με τη δουλειά της κάθε εμπιστοσύνη; Δικαιούταν να παραβαίνει τις εντολές; Τι έλεγαν οι εντολές; «Ανόητη» κραύγασε ο Ρόμπερτ και της έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. Η γραμματέας μένει άναυδη. Ταπεινώνεται αφόρητα. Οι εντολές ήταν σαφείς. Κανένας δεν θα έπαιρνε καμία πληροφορία για το που βρίσκεται ο Ρόμπερτ, εκτός απ’ τον Σρέλα. Όμως ο σημερινός κύριος ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν στ’ αλήθεια σημαντικός κι έδινε την εντύπωση του επείγοντος που ξεπερνά κάθε εντολή. Ποιος ήταν αλήθεια; Και ποιος είναι αυτός ο Σρέλα που αποτελεί μοναδική εξαίρεση και που εδώ και τέσσερα χρόνια δεν εμφανίστηκε ποτέ; Και πώς ο Ρόμπερτ, ο τόσο απαρέγκλιτα, σχεδόν αφύσικα, τυπικός, την αποκάλεσε ανόητη; Πώς εξηγείται τόσος παραλογισμός; Στο απέναντι πεζοδρόμιο, παρατηρεί το φρεσκοσφαγμένο ζώο που κρέμεται στο τσιγκέλι του χασάπη αφήνοντας αιμάτινες κηλίδες στο πεζοδρόμιο.
Κι εδώ ακριβώς ξεκινά το οδυνηρό οδοιπορικό του παρελθόντος. Τα μαθητικά χρόνια του Ρόμπερτ που συμπίπτουν με την «Ιεροτελεστία του Βούβαλου». Με την άνοδο του ναζισμού και τη χιτλερική νεολαία που λυμαίνεται το σχολείο. Με τους τραμπούκους της πολιτοφυλακής που δέρνουν ανελέητα κάθε αντιφρονούντα. Με τους καθεστωτικούς που χτυπάνε τα βράδια τις πόρτες. Με το μεγαλειώδη αγώνα του μπέιζμπολ, όπου ο Ρόμπερτ έστειλε το μπαλάκι στο απέναντι οικόπεδο, παίρνοντας διαστάσεις λαϊκού ήρωα των σχολικών χρόνων, αφού το μπαλάκι δεν βρέθηκε ποτέ. Δεν ήταν η σχολική νίκη που δικαίωσε τον Ρόμπερτ, αλλά η αναμφισβήτητη πολιτική χροιά του γεγονότος που περιέπλεκε κάθε πραγματικότητα, αφού ήταν η μοναδική πραγματικότητα. Ο οργανωμένος φασιστικά γυμναστής δεν μπορούσε παρά να συγχαρεί το Ρόμπερτ, παρόλο που κινούνταν ξεκάθαρα στην αντιφασιστική όχθη. Αυτή η φήμη του πρόσφερε προσωρινή προστασία. Φυσικά τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει τον κλοιό που ολοένα σφίγγει. Ο καλύτερος φίλος του Ρόμπερτ, ο Σρέλα, ξυλοκοπείται μέχρι αναισθησίας. Διαφεύγει με ποταμόπλοιο στην Ολλανδία αφήνοντας πίσω το Ρόμπερτ που ερωτεύεται και παντρεύεται την αδερφή του. Οι νοσταλγικές σχολικές μνήμες μετατρέπονται σε τερατώδη εφιάλτη. Η σχολική παρέα τσακίζεται από το κύμα της φασιστικής - καθεστωτικής βαρβαρότητας. Ο ίδιος ο Ρόμπερτ αναγκάζεται να διαφύγει επίσης στην Ολλανδία με τον ίδιο τρόπο που το έκανε κι ο Σρέλα. Γνωριμίες οικογενειακές καταφέρνουν να του ανοίξουν το δρόμο της επιστροφής. Η επανασύνδεση με την οικογένειά του - η γυναίκα του γέννησε όσο έλειπε - δεν είναι παρά ο νέος κύκλος του εφιάλτη. Η σκηνή του οικογενειακού τραπεζιού, όπου ο Ρόμπερτ έχει να αντιμετωπίσει τον φανατισμένο ναζί αδερφό του, που τελικά πεθαίνει στο μέτωπο, δεν είναι παρά η γνώριμη στο ελληνικό κοινό τραγωδία της οικογενειακής διάλυσης, των ανθρώπων που γίνονται σκόνη κάτω απ’ το ασφυκτικό βάρος της ιστορίας και της κατακερματισμένης ύπαρξης που είναι αδύνατο να νοηματοδοτηθεί πέρα από τη ματαιότητα της ιδεολογικής μέγγενης που επισφραγίζει κάθε απονεκρωτικό μηχανισμό. Ο Ρόμπερτ επιστρατεύεται, η γυναίκα του πεθαίνει, η μάνα του καταλήγει στο τρελάδικο κι ο Σρέλα παραμένει άφαντος. Στον πόλεμο ο Ρόμπερτ υπηρέτησε ως υπεύθυνος καταστροφών του γερμανικού στρατού που οπισθοχωρούσε ανατινάζοντας τα πάντα προκειμένου να είναι άχρηστα στους Σοβιετικούς που τα καταλάμβαναν. Μιάμιση δεκαετία μετά παίζει μπιλιάρδο στο ξενοδοχείο Πρινς Χάινριχ κι η γραμματέας του κοιτάζει το σφαγμένο ζώο που μουλιάζει στο αίμα το πεζοδρόμιο.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην κεντρικότερη ιδέα του Μπελ, την απάθεια που απλώνεται ως μοναδικό λυτρωτικό καταφύγιο. Την απάθεια που στοίχειωσε όλη τη γενιά που επιβίωσε από το μακελειό του πολέμου. Ο Ρόμπερτ δεν ενδιαφέρεται για τίποτα, πέρα από το καθημερινό μπιλιάρδο. Η δουλειά του στο γραφείο, οι σχέσεις με τον πατέρα, οι συναναστροφές, η συνεργασία του με τη γραμματέα, (τα πάντα), διεκπεραιώνονται κάτω από το βάρος μιας τερατώδους τυπικότητας που δεν είναι παρά η άγρια όψη της παραίτησης. Ο καλοντυμένος κύριος που για χάρη του κατσαδιάζει τη γραμματέα είναι ίσως η μοναδική περίπτωση συναισθηματισμού, έστω αρνητικού. Ο κύριος αυτός, συμμαθητής και μέλος της χιτλερικής νεολαίας που ευθύνεται για την κακοποίηση του Σρέλα, δεν είναι παρά η αναζωπύρωση της ανάμνησης που γεννά συναισθηματική ορμή κι αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να αποφευχθεί. Η απάθεια λειτουργεί ευεργετικά, αφού μόνο αυτή εξασφαλίζει τη λήθη. Οτιδήποτε αντίθετο θα οδηγήσει στην τρέλα. Η απάθεια γίνεται ασπίδα, γίνεται ψυχικός μηχανισμός που περιχαρακώνει την ύπαρξη και προστατεύει την επιβίωση. Γι’ αυτό και είναι συλλογική. Ο καλοντυμένος πρώην ναζί καταβροχθίζει πλουσιοπάροχα γεύματα ξοδεύοντας όλη του την ενέργεια στην επιλογή του γλυκού. Ο Σρέλα, που έρχεται στην πόλη, ανέχεται τον πρώην δήμιό του χωρίς εξάρσεις και περιφέρεται στα παλιά του στέκια κρύβοντας επιμελώς την ταυτότητά του από κάθε γνωστό που πετυχαίνει τυχαία. Δεν επιδιώκει να συναντήσει ούτε τον ανιψιό του. Το μόνο που θέλει είναι να ξαναφύγει αμέσως. Ο παππούς επισκέπτεται τυπικά στο τρελάδικο τη γιαγιά, πραγματοποιώντας μια υποχρέωση που έχει από καιρό συνηθίσει. Η γιαγιά είναι ανέκφραστη κι απολύτως λογική, όταν κλέβει το πιστόλι του φύλακα για να αυτοκτονήσει. Η άκρατη σοβαρότητα λειτουργεί ως προϋπόθεση κάθε παραλογισμού κι αυτό είναι το πρόσωπο της επιτηδευμένης αδιαφορίας που φτάνει στη νεύρωση. Όλες αυτές οι τραγικές μαριονέτες είναι οι όψεις των πολλών Γερμανιών που ο Μπελ διακρίνει και κατατάσσει. Είναι οι Γερμανίες που διαχωρίζονται ταξικά, ιδεολογικά, κομματικά, συμφεροντολογικά, ηθικά. Η εικόνα του ζώου που αιμορραγεί στο πεζοδρόμιο επαναλαμβάνεται συνέχεια υπενθυμίζοντας το σφαγείο. Το γδαρμένο ζώο είναι ίσως η μεγαλύτερη αλήθεια, αφού όλα τα υπόλοιπα έχουν νεκρώσει κι είναι αδύνατο να ειπωθούν.
Όμως ο Μπελ προχωρά ακόμα περισσότερο στο παρελθόν. Προχωρά στα χρόνια του ογδοντάχρονου πατέρα που κερδίζει απίστευτη επαγγελματική καταξίωση όταν χτίζει το μοναστήρι του αγίου Αντωνίου. Το έργο αυτό δεν ήταν απλά ένας προσωπικός θρίαμβος αλλά η ταύτιση του παππού με την ιστορία του τόπου, η σύνδεσή του με την αιωνιότητα. Μοιραία, ξεπερνά κάθε υλική απολαβή παίρνοντας σχεδόν ηθικές διαστάσεις. Το μοναστήρι αυτό ανατίναξε ο Ρόμπερτ στον πόλεμο και μάλιστα χωρίς προφανείς λόγους, αφού δεν είχε τέτοιες εντολές. Το μοναστήρι αυτό επρόκειτο να ξαναχτίσει ο εγγονός. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα οικογενειακό σύμβολο που όμως ξεπερνά όλα τα πρόσωπα, αφού περικλείει τη σύγκρουση τριών γενεών που κατασπαράχθηκαν από το ίδιο θηρίο. Είναι η ορμή της πρώτης γενιάς του πατέρα που τσακίζεται πάνω στην απάθεια της επόμενης γενιάς του γιου. Είναι η φιλοδοξία που τσαλακώνεται από το συναισθηματικό ακρωτηριασμό. Ο εγγονός επιθεωρεί το μέρος και, σοφότερος από όλους, παίρνει την απόφαση να μην το ξαναχτίσει. Παίρνει την απόφαση να αποκοπεί οριστικά από το παρελθόν. Ο έρωτας με την αρραβωνιαστικιά του δεν είναι παρά η επανεκκίνηση του συναισθήματος. Το ενδιαφέρον του για τον παππού είναι ο εξανθρωπισμός που οφείλει να επανέλθει, η αισιοδοξία που πρέπει να αποκατασταθεί. Ο Μπελ δεν έχει άλλη επιλογή από το να παραχωρήσει το μέλλον στους νέους αφήνοντας όμως ως βαριά κληρονομιά τα λόγια της Έντιτ: «Μην πάρεις ποτέ μέρος στην Ιεροτελεστία του Βούβαλου!»

                                                 Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: