25.5.11

ο αλτρουισμός και τα "εγωιστικα" γονιδια


Για τη γενετική βάση του αλτρουισμού έχουν γίνει μεγάλες συζητήσεις. Αφού τα γονίδια είναι "εγωιστικά" και ενδιαφέρονται μόνο για την αναπαραγωγή τους, πως εξηγείται η θυσία του ατόμου για χάρη του συνόλου αφού έτσι θυσιάζονται και τα γονίδια του; Έγιναν προσπάθειες να ερμηνευθεί με μαθηματικά μοντέλα, στη βάση ότι επιβιώνουν μ’ αυτό τον τρόπο περισσότερα όμοια γονίδια μέσω των συγγενών του ατόμου που θα επιβιώσουν, επωφελούμενοι από την δική του θυσία.
Σε ένα αρχικό στάδιο, στην οργάνωση του γένους και αργότερα της φυλής, ειδικά στα πιο πρώιμα στάδια όπου η ομάδα ήταν βασικά μια διευρυμένη οικογένεια, η θυσία για το σύνολο μπορούσε να έχει μια τέτοια ερμηνεία, δηλαδή ότι θα επιβίωναν περισσότερα γονίδια όταν θυσιαζόταν ένας και παρέμειναν των υπόλοιπων, απ’ ότι αν καταστρεφόταν όλη η ομάδα σε περίπτωση που κανένας δεν θα θυσιαζόταν.
Για το επίπεδο όμως μιας διευρυμένης κοινωνικής ομάδας είναι δύσκολο να σταθούνε τέτοιου είδους υπολογισμοί στο επίπεδο δηλαδή στενά των γονιδίων.

Τα ίδια τα γονίδια είναι πράγματι “τυφλά", θέλουν απλά να αναπαράγονται. Η συμπεριφορά όμως δεν είναι στενά θέμα γονιδίων. Τα γονίδια αποτελούν το πρόγραμμα ανάπτυξης του οργανισμού. Είναι αυτό που ονομάζουμε γονότυπος. Το τι οργανισμός θα προκύψει τελικά, δηλαδή ο φαινότυπος, είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον. Είναι διαφορετικός ο ρόλος των γονιδίων στη δημιουργία των σωματικών χαρακτηριστικών, όπου είναι πιο αποφασιστικός και είναι διαφορετικός όσον αφορά τη νόηση και τη συνείδηση και ακόμη περισσότερο την ηθική συμπεριφορά που αφορά τις σχέσεις των ανθρώπων στα πλαίσια της συμβίωσής τους. Αυτό είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των γονιδίων με ένα πολύ πιο πολύπλοκο και τυχαίο σύστημα όπως είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και οι ανθρώπινες κοινωνίες. Έτσι το πώς θα εκφρασθούν τα γονίδια, ο φαινότυπος δηλαδή που θα προκύψει,
εξαρτάται από την αλληλεπίδραση με τα διάφορα περιβάλλοντα, τόσο τα φυσικά όσο και τα κοινωνικά. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτού που ονομάζουμε νόηση και συνείδηση που περιλαμβάνει και τις συμπεριφορές προς τους άλλους, είναι αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης σε μεγάλο βαθμό της κοινωνίας στην οποία ανήκει και των αξιών της. Η κοινωνική συνείδηση και ο αλτρουϊσμός είναι αξίες απαραίτητες για να επιβιώσει η κοινωνία. Είναι αξίες που μπορεί να οδηγήσουν τα ξεχωριστά μέλη της, τα άτομα, μέχρι και την αυτοθυσία σε περιόδους που η ομάδα είναι σε κίνδυνο.
Έτσι οι όποιοι "υπολογισμοί" για τις συμπεριφορές, γίνονται κυρίως στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων και αναπτύσσονται εξελικτικά αυτές οι συμπεριφορές που είναι απαραίτητες για την επιβίωση της ομάδας, οι οποίες ενσωματώνονται στην ατομική συμπεριφορά. Οπότε η θυσία για την ομάδα έχει το νόημα και της προσωπικής επιβίωσης. Ταυτόχρονα έχει και ατομικά χαρακτηριστικά με την έννοια ότι υπερέχουν ως προς αυτό, των άλλων ατόμων της ομάδας.
Τα πρότυπα αυτής της συμπεριφοράς μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά και όταν η ομάδα έγινε φυλή ή όταν συγκροτήθηκαν κοινωνίες όχι στη βάση του γένους αλλά της πόλης, του ξεχωριστού κράτους κλπ, ευνοούνταν αυτού του είδους οι συμπεριφορές ακριβώς επειδή ήταν ευνοϊκές για την ομάδα, την πόλη, το κράτος.
Εκτός από την μεταφορά των απόψεων της ομάδας προς το άτομο, γινόταν και γίνεται και μια αντίστροφη διαδικασία από το άτομο προς την ομάδα. Οι ενώσεις ομοϊδεατών, φιλίες, οργανώσεις κλπ, πέρα από την δημιουργία αισθήματος ασφάλειας που δημιουργούν στο άτομο, είναι παράλληλα και ένας τρόπος διάδοσης, ισχυροποίησης των απόψεων του, άρα με ένα τρόπο επιδρούν στο κοινωνικό γίγνεσθαι που μακροπρόθεσμα επιδρά στην έκφραση των γονιδίων των μελών της ομάδας, ισχυροποίησης δηλαδή των γονιδίων του ατόμου.


Ανάλογες συμπεριφορές παρατηρούμε όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και σε ζώα που ζουν ομαδικά και άρα και εκεί ενσωματώνουν στη δράση τους τις απαιτήσεις της αγέλης, θυσιάζονται δηλαδή για να σωθεί η αγέλη, πολύ περισσότερο που η αγέλη είναι συνεχώς σε κίνδυνο, άρα ακόμη περισσότερο επικρατούν συμπεριφορές που προτάσσουν το συμφέρον της ομάδας. Σε κοινωνίες ζώων που είναι έντονα ομαδικές, όπως π.χ. στα σμήνη των μελισσών ή τις κοινωνίες των μυρμηγκιών, εκεί είναι τόσο καθοριστική η εξάρτηση από την ομάδα που είναι αδιανόητο να επιβιώσει κάποιο μέλος της εκτός της ομάδας. Η ομάδα σ’ αυτή την περίπτωση είναι ουσιαστικά ένας ενιαίος οργανισμός και τα ξεχωριστά μυρμήγκια ή μέλισσες τα κύτταρα ας πούμε του οργανισμού. Εκεί υπάρχει μόνο το συμφέρον της ομάδας. Τα γονίδια του μυρμηγκιού δηλαδή δημιουργούν τέτοιες συμπεριφορές ή καλύτερα έχουν επικρατήσει αυτά τα γονίδια, που στόχος τους είναι η προστασία της ομάδας και οι ανάγκες της, με όποιον τρόπο αυτές εκφράζονται. Είναι δηλαδή αποτέλεσμα άμεσων γενετικών εγγραφών. Όπως δηλαδή στα κύτταρα ενός πολυκύτταρου οργανισμού, εκφράζονται αυτά τα γονίδια που έχουν σαν στόχο την αναπαραγωγή κατ' αρχήν των ίδιων των κυττάρων αλλά σε μια απόλυτη αλληλεξάρτηση με το σύνολο του οργανισμού που συμμετέχουν. Έχουν δηλαδή αδρανοποιηθεί, δεν εκφράζονται εκείνα τα γονίδια που θα υπηρετούσαν μια ανεξάρτητη ανάπτυξη.
Σε πιο εξελιγμένα ζώα που ζουν ομαδικά, εκεί η σύνδεση με την ομάδα είναι χαλαρότερη. Μπορεί να φύγει δηλαδή ένα μέλος από μία ομάδα και να γίνει δεκτό σε μία άλλη. Όσο πάμε σε πιο εξελιγμένες συμπεριφορές, εκεί αρχίζει να φαίνεται παράλληλα με την αλτρουιστική συμπεριφορά, η εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος, του πως δηλαδή γίνεται ο υπολογισμός των συμφερόντων του την δεδομένη στιγμή.
Σε τέτοιες αγέλες ζώων ή σμήνη πουλιών με πιο χαλαρή σύνδεση με την ομάδα, έχουν καταγραφεί πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με αυτά που αναλαμβάνουν το ρόλο του φύλακα, εκτιθέμενα μ’ αυτό τον τρόπο σε μεγαλύτερους κινδύνους να είναι αυτά τα πρώτα θύματα της επίθεσης, για να ειδοποιήσουν τα υπόλοιπα για έναν επερχόμενο κίνδυνο. Την αντιλόπη που κάθεται παράμερα από το κοπάδι, συνήθως σε ψηλότερο σημείο για να αντιληφθεί την τίγρη που πλησιάζει και φυσικά είναι περισσότερο εκτεθειμένη ή την τσίχλα που κάθεται στην κορυφή του δένδρου και όχι μέσα στα φυλλώματα για να μπορεί να εντοπίσει γρηγορότερα το γεράκι ή τον κυνηγό και να ειδοποιήσει τις υπόλοιπες τσίχλες για τον κίνδυνο. Ο Ρ. Ντώκινς στο βιβλίο του "η περί θεού αυταπάτη" αναφέρει τις έρευνες ενός Ισραηλινού ηθολόγου του Άμοτζ Ζαχανί, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι τσίχλες διαγκωνίζονται μάλιστα για το ποια θα έχει την τιμητική θέση του φρουρού, παρ’ όλο τον κίνδυνο που διατρέχουν όταν αναλαμβάνουν έναν τέτοιο ρόλο. Πιθανόν αυτό να είναι μία επίδειξη ανωτερότητας στον ανταγωνισμό που γίνεται για το ποιος είναι το ισχυρότερο αρσενικό. Ξέρουμε ότι τα αρσενικά διαγκωνίζονται άγρια μεταξύ τους και με κίνδυνο της ζωής τους για να δείξουν ότι είναι τα πιο δυνατά, οπότε αυτό θα τους ανεβάσει στην εκτίμηση των θηλυκών. Δηλαδή εδώ η αλτρουιστική συμπεριφορά πιθανόν να έχει και ένα ατομικό όφελος, αλλά αφού είναι μία συμπεριφορά που είναι προς όφελος της ομάδας, ενισχύεται. Αν το όφελος είναι αυτό, δηλαδή η επίδειξη δύναμης των αρσενικών, δείχνει και πόσο ισχυρό είναι το σεξουαλικό ένστικτο σε κάποια φάση της ζωής τους, που προκειμένου να βρει ικανοποίηση αδιαφορεί και για τον κίνδυνο που μπορεί να διατρέχει η ίδια η ζωή τους.


Τα κίνητρα της συμπεριφοράς σε κάθε περίπτωση ξεκινούνε από το πώς θεωρούμε ότι ικανοποιούνται και εκφράζονται καλύτερα οι ατομικές μας ανάγκες έτσι όπως τις αισθανόμαστε και τις ιεραρχούμε την κάθε στιγμή. Η έκφραση όμως αυτών των ατομικών κινήτρων έχει σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης του κάθε ατόμου αλλά και την ικανότητα να εκφράζει ελεύθερα τις ανάγκες του.
Η ύπαρξη των κοινωνικών κανόνων οι οποίοι είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας των κοινωνικών σχέσεων χιλιάδων χρόνων αλλά και του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στα διαφορετικά συμφέροντα ομάδων και τάξεων μέσα στην κοινωνία ή την κοινωνική ομάδα, επιβάλλουν την εναρμόνιση των ατομικών επιδιώξεων με τις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης, πάλι στα πλαίσια της πρόβλεψης των άμεσων αλλά και των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του εαυτού.
Ο βαθμός της πρόβλεψης των επόμενων κινήσεων μας αντιστοιχεί και στο βαθμό ανάπτυξης του εαυτού. Η ικανοποίηση στο παρόν γίνεται με πρόβλεψη των επόμενων κινήσεων ώστε να ωφελείται μακροπρόθεσμα ο εαυτός.
Η στενά εγωιστική συμπεριφορά, που επιδιώκει με οποιοδήποτε τρόπο το άμεσο όφελος, πέρα από το γεγονός ότι συνήθως αυξάνει το βασικό στρες απο τον συνεχή ανταγωνισμό με τους άλλους, δεν προβλέπει μακροπρόθεσμα τα συμφέροντα του εαυτού, με αποτέλεσμα την εμπλοκή του ατόμου σε αδιέξοδα τα οποία θα παράγουν ακόμη περισσότερο στρες.
Η ανάπτυξη του εαυτού συμβαδίζει με την εναρμόνιση των ατομικών αναγκών με τις γενικότερες αξίες της ανθώπινης συμβίωσης, περνώντας κατ΄αρχήν από το κοινωνικό φίλτρο της μη βλάβης των άλλων. Η εναρμόνιση δεν σημαίνει υποταγή στις καθιερωμένες κοινωνικές αντιλήψεις αλλά σε κοινωνικές αρχές οι οποίες έχουν επεξεργασθεί από το ίδιο το άτομο και οι οποίες εντάσσονται σε όλο και μεγαλύτερα σύνολα. Παίρνει υπόψη όχι μόνον τις αξίες της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ή μιας κοινωνίας, αλλά γενικά τις αξίες της ανθρώπινης συμβίωσης στα πλαίσια της συνύπαρξης με την υπόλοιπη φύση. Αποκτώντας με αυτό τον τρόπο με μία έννοια, εποπτεία συνεχώς μεγαλύτερου χώρου.
Ένα κριτήριο για το πόσο μπορούμε να ξεφύγουμε από τα στενά εγωιστικά πλαίσια είναι το να μπορούμε να φανταζόμαστε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου. Αυτό αποτελεί και μια καλή άσκηση σ’ αυτή την κατεύθυνση. Είναι εξ άλλου ενδεικτικό ότι στον φανατισμό, ένα βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι δεν μπορούμε να έρθουμε στη θέση του άλλου. Στον φανατισμό γίνεται άκριτη, τυφλή αποδοχή των απαιτήσεων μιας ομάδας, χωρίς ουσιαστική επεξεργασία από το άτομο, σε συνδυασμό συχνά με έναν αρρωστημένο στενό εγωισμό και επιθετικές συμπεριφορές. Αρρωστημένος εγωισμός, που μπορεί να πάρει και μεγαλομανιακά χαρακτηριστικά.
Ο άνθρωπος με τη συνείδηση ανωτέρου επιπέδου που έχει αναπτύξει, μπορεί μέσω των απεριόριστων θεωρητικά επανεισόδων που μπορεί να κάνει στις αρχικές εγγραφές, να τροποποιεί τα πρότυπα συμπεριφοράς του σύμφωνα με τις επεξεργασμένες απαιτήσεις που διαμορφώνει συνεχώς για τον εαυτό του. Όσο λιγότερο το κάνει αυτό τόσο υιοθετεί και πιο άκριτα τις συμπεριφορές του περιβάλλοντος. Αυτήν την ικανότητα της επανεπεξεργασίας την έχει αναπτύξει ουσιαστικά μόνο ο άνθρωπος με τη συνείδηση ανώτερου επιπέδου. Το ζήτημα είναι και να τη χρησιμοποιεί, να την ασκεί αυτήν την δυνατότητα. Αλλιώς υιοθετεί χωρίς επεξεργασία ή εν πάση περιπτώσει με τόσο πιο μειωμένη επεξεργασία όσο λιγότερο έχει αναπτύξει την ατομικότητα του και την αίσθηση των βασικών αναγκών του. Στα κοπάδια των ζώων το κάθε μέλος της ομάδας αφομοιώνει τις συμπεριφορές του κοπαδιού χωρίς καμιά επεξεργασία. Η ανάγκη της ενσωμάτωσης φαίνεται καθαρά σε ένα παιδί που μαθαίνει γρήγορα τη συμπεριφορά που θα του προσφέρει ικανοποίηση, σύμφωνα με τα ήθη της κοινωνίας του και των απαιτήσεων του στενού περιβάλλοντος του. Τα παιδιά έχουν μειωμένη αντικειμενικά δυνατότητα για μια τέτοια επεξεργασία και είναι φανερό ότι σε ένα εξουσιαστικό σύστημα όπου υπάρχει και το στοιχείο του φόβου είναι ακόμη ευκολότερο να γίνει συνήθεια η τέτοιου είδους άκριτη αποδοχή.
Γενικά η αποδοχή των κοινωνικών απαιτήσεων, με όποιον τρόπο και αν γίνεται έχει το στοιχείο ότι το άτομο νοιώθει ότι έτσι εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του όπως τα αντιλαμβάνεται εκείνη τη στιγμή. Ακόμη και όταν νοιώθει ότι δεν μπορεί να αντιδράσει, το κίνητρο συχνά είναι ο φόβος ότι σε αντίθετη περίπτωση οι επιπτώσεις θα είναι μεγαλύτερες. Ο συμβιβασμός εξ άλλου με την δυστυχία έτσι γίνεται. Στην βάση του είναι ο φόβος των επιπτώσεων από μια διαφορετική στάση. Γι αυτό και η υπερνίκηση των φόβων αποτελεί πάντα προϋπόθεση για την ανάπτυξη των δυνατοτήτων του εαυτού και κατά συνέπεια ενός αισθήματος μονιμότερης ικανοποίησης του, που γι’ αυτό το λόγο είναι αποτέλεσμα ενεργητικής στάσης και όχι παθητικής αναμονής του.
                                                                                                                Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

«Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί αναγκαστικά, για τη διεύρυνση της ισχύος τους. Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους» (Κονδύλης Ισχύς και απόφαση 1991, σ. 213)