20.2.12

Ο ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ ΚΑΙ Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι(1821-1881)
         σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Το μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι «Το χωριό Στεπαντσίκοβο» έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα και με τον τίτλο «Ο Τυχοδιώκτης». Γραμμένο το 1859 δεν έχει την αξία των κατοπινών έργων του Ντοστογέφσκι. Ανήκει περισσότερο στην πρώιμη ντοστογεφσκική φάση ή καλύτερα στο μεταίχμιο αυτού που ονομάζουμε καλλιτεχνική ωρίμανση. Τα μεγάλα έργα του Ντοστογέφσκι που τον καθιέρωσαν ως τον κλασικότερο των κλασικών στην παγκόσμια λογοτεχνία, δεν έχουν γραφτεί ακόμα. Ως εκ τούτου το Στεπαντσίκοβο έχει τεράστιο ενδιαφέρον στη μελέτη της ντοστογεφσκικής λογοτεχνικής διαδρομής, λειτουργεί δηλαδή ως δείκτης μιας τεράστιας λογοτεχνικής πορείας που δε σταμάτησε να εξελίσσεται ποτέ. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο φέρνει τον κεντρικό χαρακτήρα αντιμέτωπο με μια απολύτως παράλογη πραγματικότητα, μ’ ένα συνονθύλευμα παράλογων πορτρέτων που σηματοδοτούν το καθένα μια ξεχωριστή οπτική της ζωής. Μια σύγκρουση παθών που φτάνει στα όρια της καταστροφής και που, κατά περίεργο τρόπο, αποκτά κωμικότητα. Γιατί το «Στεπαντσίκοβο» δεν εντάσσεται στον κύκλο της υπαρξιακής τραγωδίας της ντοστογεφσκικής ωριμότητας. Το «Στεπαντσίκοβο» είναι, πάνω απ’ όλα, ανάλαφρο. Είναι περισσότερο περιπαιχτικό παρά διεισδυτικό. Γι’ αυτό και το ευχάριστο τέλος των παρεξηγήσεων. Γι’ αυτό και η ελαφρότητα στην τελική αποτίμηση των χαρακτήρων. Ο Ντοστογέφσκι περισσότερο ζυγίζει τις δυνάμεις του για το μεγαλείο που θα επακολουθήσει.
Ο ανιψιός του συνταγματάρχη Ροστάνιεφ παραλαμβάνει ένα πολύ φορτισμένο συναισθηματικά γράμμα του θείου του, που του ζητά να παντρευτεί τη νεαρή δασκάλα Ναστένκα. Το παράλογο της παράκλησης και η γενικότερη συναισθηματική σύγχυση που απέπνεε το γράμμα ωθούν τον ανιψιό στην απόφαση να ταξιδέψει στο Στεπαντσίκοβο και να δει από κοντά τι συμβαίνει.
Μια γενικότερη ανησυχία αιωρείται από την αρχή και αφορά τόσο το τι ακριβώς συμβαίνει στο σπίτι του θείου, όσο και την ψυχική υγεία του τελευταίου που φαίνεται διαταραγμένη. Ο θείος συντηρεί οικονομικά έναν ολόκληρο στρατό ανθρώπων, που ουσιαστικά τον εκμεταλλεύεται, και το μόνο που εισπράττει είναι αχαριστία, αφού κανείς δεν του λέει ποτέ μια κουβέντα ευγνωμοσύνης, αλλά αντίθετα σχεδόν όλοι τον κατηγορούν για απανθρωπιά κι αγνωμοσύνη απέναντι στην μητέρα του, που επίσης συντηρεί εξολοκλήρου μαζί με όλη την ακολουθία της που αποτελείται από κυρίες της καλής κοινωνίας, με ευγενική καταγωγή, καλούς τρόπους κτλ, πλην όμως απένταρες. Μια βαθιά υποκριτική ομήγυρη που βρήκε και τα κάνει, αφού ο θείος πληρεί το πορτρέτο του τέλειου συναισθηματικού θύματος που παρέχει τα πάντα και διαρκώς βασανίζεται από ενοχές που οι ευεργετούμενοι φροντίζουν να του φορτώνουν. Οι ενοχές λειτουργούν ως κύριο εργαλείο της συναισθηματικής υποδούλωσης του θείου - που τον παραλύουν κυριολεκτικά – και καλλιεργούνται συστηματικά με τις νουθεσίες και την απαξιωτική συμπεριφορά των υψηλών κυριών και τα λιποθυμικά ξεσπάσματα της μητέρας. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την παρουσία του μυστηριώδους Φομά Φόμιτς, που επίσης συντηρεί ο θείος στο σπίτι του και που ασκεί απεριόριστη επιρροή στη μητέρα του. Για την ακρίβεια ο Φόμιτς είναι ο απόλυτος άρχοντας του σπιτιού, αφού οτιδήποτε κι αν κάνει ή πει έχει την αμέριστη συμπαράσταση της μητέρας – και φυσικά και της αυλής της – κι ως εκ τούτου είναι ο απόλυτος νόμος. Ο Φόμιτς είναι πρόσωπο με παρελθόν μέσα στο σπίτι, αφού ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας, ένας δύστροπος στρατιωτικός, τον είχε προσλάβει και του φερόταν απάνθρωπα εξευτελίζοντάς τον σε καθημερινή βάση. Ο Φόμιτς, εντελώς αξιολύπητος υπέμεινε όλα τα μαρτύρια υιοθετώντας το ρόλο του γελωτοποιού με τη δέουσα αξιοπρέπεια που απαιτούν αυτές οι περιστάσεις. Μετά το θάνατο του δυνάστη του όμως, οι ρόλοι άλλαξαν. Κυριαρχώντας ολοκληρωτικά και χειραγωγώντας απόλυτα το χαρακτήρα της χήρας έγινε ο ίδιος δυνάστης, που, θα λέγαμε, δεν είχε άλλο σκοπό από το να φέρνει τα πράγματα στα άκρα και να καταπιέζει με απίστευτες ιδιοτροπίες όχι μόνο το θείο, αλλά κάθε άνθρωπο που συναναστρεφόταν. Ο μικρός Φαλαλέι δεινοπαθούσε σχεδόν καθημερινά στα πλαίσια της απολύτως φαρισαϊκής ηθικής του Φόμιτς, όπως και οι καλλιεργητές της γης που τους επέβαλλε να μαθαίνουν γαλλικά στα πλαίσια της επίσης φαρισαϊκής αντίληψής του στα ζητήματα της παιδείας και του πολιτισμού. Η εξουσία του Φόμιτς βασιζόταν σε δύο βασικές συνιστάμενες, στην επιβολή της προσωπικής του ανωτερότητας στα ζητήματα της τέχνης και της φιλοσοφίας και την καταρράκωση οποιουδήποτε άλλου τολμούσε να διεκδικήσει έστω την ελάχιστη σοφία. Στηριζόταν δηλαδή στην έπαρση και την αγένεια, που δεν είναι παρά το πρόσωπο του απόλυτου εγωισμού. Η κυριαρχία του Φόμιτς είναι τόσο καταλυτική και τόσο ανυπόφορη που ακόμα και τα μικρά παιδιά του θείου την έχουν πάρει χαμπάρι και δυσφορούν ανοιχτά. (Η αδερφή του θείου υπομένει την κατάσταση με ακλόνητη παθητικότητα). Μόνο ο θείος δεν μπορεί να κατανοήσει την πραγματικότητα και καταπιέζεται αφόρητα, ρίχνοντας όμως το φταίξιμο πάντα στον εαυτό του, αφού πραγματικά έχει πειστεί για την ευτέλεια και την κατωτερότητά του. Η ομήγυρη πλαισιώνεται από την κυκλοθυμική κι αλλοπρόσαλλη Τατιάνα Ιβανόβνα, κληρονόμο τεράστιας περιουσίας κι ως εκ τούτου περιτριγυρισμένη από υποψήφιους γαμπρούς, και δυο νεαρούς συμφεροντολόγους τον Μιτζιτσίκοφ και τον Ομπνόσκιν που βρίσκουν άσυλο στο σπίτι του θείου κι αποσκοπούν αποκλειστικά στα λεφτά της Ιβάνοβνα .
Ο νεαρός, με την άφιξή του, έρχεται αντιμέτωπος μ’ αυτό το παράταιρο ανθρώπινο μπουλούκι κι, όπως είναι φυσικό, νιώθει κατάπληξη χωρίς προηγούμενο. Άθελά του βρίσκεται και ο ίδιος εμπλεκόμενος σ’ όλη αυτή την παραφροσύνη. Δέχεται συνωμοτικές προτάσεις, γίνεται αποδέκτης εκμυστηρεύσεων, γνωρίζει αντιπαλότητα κι όλα αυτά με τρόπο απολύτως φυσικό, θα λέγαμε σαν απόλυτη νομοτέλεια. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν εξυπηρετεί ούτε τη ζωντάνια, ούτε την παραστατικότητα της άμεσης συμμετοχής, ούτε ακόμη τη βαθύτερη ανάδειξη του χαρακτήρα που αφηγείται, αλλά συμβάλλει στην απόλυτη ανάδειξη του παραλόγου της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο ανιψιός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οπτική της λογικής που φρίττει και που φυσικά ταυτίζεται και με τη λογική του αναγνώστη. Οι απορίες και οι ενέργειες του ανιψιού, δεν είναι παρά οι εκδηλώσεις του αναγνώστη που επίσης καταπλήσσεται από τα βουνά του παραλόγου. Είναι η οργανωτική προσπάθεια της εκλογίκευσης που προσπαθεί να βάλει μια τάξη και που, αρχικά τουλάχιστον, είναι βέβαιη ότι θα το πετύχει. Όμως η συναναστροφή του ανιψιού με το παράλογο φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Κάθε προσπάθειά του να ξεδιαλύνει το κουβάρι πέφτει στο κενό και κάθε ανάμειξή του όχι απλώς δεν βοηθάει, αλλά αντίθετα περιπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Θα λέγαμε ότι παρακολουθούμε την απόλυτη ματαίωση της λογικής, αφού καθίσταται απολύτως ακατάλληλη να διαχειριστεί οτιδήποτε. Και πράγματι, η λογική δεν έχει καμία αξία μες το τρελοκομείο.
Γιατί η θεία είναι τόσο παθητική; Γιατί ο θείος δεν αναλαμβάνει έστω την ελάχιστη ευθύνη να διευθετήσει την κατάσταση; Γιατί δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε καν στους υπηρέτες; Γιατί η μητέρα είναι τόσο εξαρτημένη από το Φόμιτς; Γιατί ο ναρκισσισμός και το πάθος για εξουσία διαμορφώνουν τόσο αχαλίνωτα τον τερατώδη Φόμιτς; Γιατί ο πατέρας της Νάστιας παριστάνει το γελωτοποιό; Γιατί η Τατιάνα Ιβάνοβνα είναι τόσο αλλοπρόσαλλη; Γιατί όλα κινούνται στον απόλυτο παραλογισμό; Οι φιλοδοξίες, οι εξαρτήσεις, οι εμμονές, οι συναισθηματικοί εκβιασμοί – που παίρνουν την μορφή της πιο αχαλίνωτης εξουσίας - και τα ανθρώπινα πάθη, ανεξέλεγκτα από θέση αρχής, σηματοδοτούν μια ομήγυρη παντελώς ακατανόητη, μια ομήγυρη που ταλαντεύεται ανάμεσα στο απόλυτο θράσος και την ατολμία, την επιβολή και την παθητικότητα, τη φιλοδοξία και τη μικρότητα, την υποκρισία και το συμφέρον. Η καλοσύνη φαίνεται περισσότερο ως αδυναμία κι η ηθική ως παγιδευτικός μηχανισμός των καλοπροαίρετων ανθρώπων. Οι καιροσκόποι επιβάλλουν κάθε κανόνα, χωρίς όριο. Ακόμα και ο παιδαριώδης ψευτοκαθωσπρεπισμός του υπηρέτη Βιντοπλιάσωφ αποκτά σημασία εφόσον ευλογείται από τον Φόμιτς. Όλα γίνονται λογικά μες το παράλογο της ανθρώπινης επιβολής κι η αλήθεια, αν και ορατή ακόμη και στα μικρά παιδιά, αποσιωπάται. Το παράλογο που εμφανίζεται είτε ως παθητικότητα, είτε ως εξουσιαστικός μηχανισμός διαλύει τη συνύπαρξη καταδεικνύοντας το αδιέξοδο της ανθρώπινης δράσης και καθορίζοντας τους παράλογους όρους κάθε κοινωνικής δομής. Η απόπειρα εκλογίκευσης της συμπεριφοράς του Φόμιτς που θέτει ως υπεύθυνες τις παλιότερες ταπεινώσεις που τον κακοποίησαν συναισθηματικά πέφτουν στο κενό μπροστά στις εξωφρενικές – στα όρια του γελοίου - απαιτήσεις του. Εξάλλου, ακόμη κι αν αυτό αληθεύει, δεν αλλάζει σε τίποτε την παράλογη πραγματικότητα. Η εκλογίκευση των αιτιών του παραλόγου δεν αναιρεί το παράλογο, αλλά το επισημοποιεί. Το παράλογο της ύπαρξης που εκδηλώνεται καθημερινά μέσα από το παράλογο της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ο πυρήνας όλου του έργου του Ντοστογέφσκι. Το Στεπαντσίκοβο δεν είναι παρά η αρχή.

                                                        Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com


                                                                                                                         

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΜΟΛΙΣ ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΤΗΔΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΤΟ INTERNET. ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΙΓΟΥΡΕΥΤΩ ΑΝ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΤΟΣΟ ΧΑΜΗΛΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ. ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΤΕΛΙΚΑ?ΟΚ. ΑΝ ΚΡΙΝΩ ΑΠΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΟΝΟ ΑΠΟΨΗΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑ ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ.........ΑΝ ΟΜΩΣ ΘΕΛΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΕΚΑΝΑ ΕΓΩ, ΔΕΝ ΤΟΥ ΤΟ ΣΥΝΙΣΤΩ. ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΕΚΗΓΗΘΩ ΤΕΛΕΙΩΣ, ΔΕΝ ΤΟ ΑΠΑΞΙΩΝΩ (ΑΛΛΩΣΤΕ ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ?) ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΚΑΝ ΝΑ ΤΟ ΚΡΙΝΩ ΚΑΙ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΔΕΝ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΟΣ ΜΕΣΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΑΠΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΚΑΠΟΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ.ΙΣΩΣ ΓΙΑ ΕΝΑΑΝ ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ........ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΑΠΛΑ ΧΑΣΙΜΟ ΧΡΟΝΟΥ.