19.9.11

ο Χεγκελ, ο Πλατωνας και το τελος (σκοπος) της ιστοριας


Georg Wilhelm Friedrich Hegel(1770-1831)
Υπάρχει κάποιος σκοπός(τέλος) στο ιστορικό γίγνεσθαι; Ή το γίγνεσθαι είναι μια ανοιχτή διαδικασία χωρίς κανένα προσδιορισμένο εκ των προτέρων σκοπό;
Από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να κατανοεί τον εαυτό του, προσπάθησε να δώσει συνολικές ερμηνείες για το ανθρώπινο πεπρωμένο. Δρώντας σε ένα περιβάλλον ρευστό, εξαρτημένος σε μεγάλο βαθμό από το τυχαίο, το απρόβλεπτο, το ανεξέλεγκτο, έρμαιο στα στοιχεία της φύσης, όπου υπέφερε και στο τέλος πέθαινε, κάτι δηλαδή που δεν είχε νόημα, ένοιωσε την ανάγκη να δώσει ένα νόημα στην ύπαρξή του, δημιουργώντας ιστορίες συνολικές, για το πριν, το τώρα και το μετά, εντάσσοντας μέσα σ' αυτές τον εαυτό του. Αυτό καταλάγιαζε την αγωνία του προσφέροντάς του και τις απαραίτητες ισχυρές βεβαιότητες, που στηρίζονται κυρίως στα συναισθήματα του φόβου, της ανάγκης για ασφάλεια και πολύ λιγότερο στην λογική εξεργασία των αντικειμενικών δεδομένων.
Οι πρώτες τέτοιου είδους ερμηνείες, ιστορίες, αφορούσαν τη στενή ομάδα στην οποίαν συμμετείχε και από την επιβίωση της οποίας εξαρτιόταν και η δική του επιβίωση, στη συνέχεια αφορούσαν την φυλή, την πόλη, το κράτος κλπ.
Τα μεγάλα θρησκευτικά συστήματα, τα οποία ήταν συνέχεια των ιστοριών για τη φυλή και την πόλη, έπαιξαν παρόμοιο ρόλο, έχοντας ένα σωτηριολογικό περιεχόμενο, όπου ο άνθρωπος εντάσσοντας τον εαυτό του μέσα σε αυτό το γενικότερο σχέδιο, θα σωθεί.


Στα μεγάλα θρησκευτικά συστήματα, το ιστορικό γίγνεσθαι, έχει τη μορφή ενός κρυφού σχεδίου ανάπτυξης στο οποίο εκδηλώνεται η θέληση του θεού, η οποία το οδηγεί σε ένα πεπρωμένο, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος δεν έχει δυνατότητες παρέμβασης, ίσως μόνο
 για την προσωπική του σωτηρία αν ταυτιστεί με αυτό το σχέδιο. Εδώ ο μόνος νόμος είναι η θέληση του θεού, ο οποίος κατά το δικούν παρεμβαίνει στις εξελίξεις, ώστε να εφαρμοστεί το σχέδιό του, μια θέληση που είναι φυσικά απροσπέλαστη για τον άνθρωπο. Αυτές οι ερμηνείες αντιστοιχούν, σε ένα αρχικό στάδιο της ανθρώπινης ανάπτυξης, είναι όπως τα παιδιά που δεν έχουν καμία δυνατότητα παρέμβασης και έχουν ανάγκη από κάποιον μεγάλο, τον πατέρα κλπ, που τους οδηγεί, χωρίς να ρωτάνε πως και γιατί.
Με την ανάπτυξη της πρώιμης επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα, την διαπίστωση ότι η φύση κινείται με κάποιους σταθερούς νόμους τους οποίους μπορούμε να τους γνωρίσουμε, δεν υπόκεινται δηλαδή στην ανεξέλεγκτη θέληση κάποιων θεών, αυτό είχε την αντανάκλασή του και στις ερμηνείες για το ιστορικό γίγνεσθαι στον άνθρωπο και την κοινωνία. Ο Πλάτωνας, στο φιλοσοφικό του σύστημα θεωρούσε ότι η κίνηση της ιστορίας, όπως και του κάθε ανθρώπου είναι προς την κατεύθυνση της (επα)ανακάλυψης των ιδεών από τις οποίες προέρχεται ο κόσμος, αλλά από την αυτήν την εξέλιξη έβγαζε τον παράγοντα ενός θεού ή μιας υπερφυσικής δύναμης που κινεί τα πράγματα, μετατοπίζοντας την ευθύνη γι αυτήν την εξέλιξη στον ίδιο τον άνθρωπο. Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκαν και πολλές άλλες αντιλήψεις, όπως των Επικούρειων ή διαφόρων σοφιστών που θεωρούσαν ότι οι γνώσεις που κατακτούσε ο άνθρωπος μπορούσαν να βελτιώνουν τη ζωή του, διώχνοντας παράλογους φόβους, χωρίς να δίνουν τέτοια συνολικά σωτηριολογικά σχέδια.
Από τον 5ο-6ο μ.Χ. αιώνα και για ένα διάστημα τουλάχιστον 11 αιώνων, επικράτησαν απόλυτα αντιλήψεις όπου όλα επαφίονταν στην απροσδιόριστη βούληση του θεού πατέρα-δεσπότη, απόρροια των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής και της απόλυτης υποταγής σε έναν ηγεμόνα δεσπότη και τον επουράνιο αντίστοιχό του.
Η επιστήμη που επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο πριν από τρεις με τέσσερις αιώνες, αναπτύχθηκε ορμητικά, άλλαξε τη δομή των κοινωνιών, βελτιώνοντας αποφασιστικά τη ζωή των ανθρώπων, άλλαξε και τις ερμηνείες της ιστορίας.
Όπως δηλαδή η επιστήμη αποκάλυπτε τους νόμους που υπάρχουν στη φύση και καθορίζουν την κίνηση της, οι οποίοι νόμοι έχουν απαρέγκλιτο χαρακτήρα, μια παρόμοια ιδέα, ανάλογη με της φύσης, έγινε προσπάθεια να εφαρμοσθεί και στην κοινωνική εξέλιξη. Από τη στιγμή που απορρίφθηκε η ιδέα ενός Θεού που αυτός κινεί κατά το δοκούν την εξέλιξη της ανθρώπινης μοίρας, έπρεπε να ανακαλυφθούν οι δικοί της νόμοι, οι οποίοι όπως και αυτοί της φύσης θα καθορίζουν με ένα λίγο πολύ απαρέγκλιτο χαρακτήρα αυτή την κίνηση. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την ανάπτυξη του επιστημονικού τρόπου σκέψης, όπου γίνεται προσπάθεια να ανακαλυφθούν οι νόμοι που διέπουν την ιστορική εξέλιξη με ανάλογο τρόπο που υπάρχουν και νόμοι για την εξέλιξη της φύσης.
Από το παιδικό στάδιο δηλαδή, όπου την αποκλειστική ευθύνη της πορείας των πραγμάτων δεν την έχουμε εμείς αλλά κάποιος μεγαλύτερος, ο πατέρας-ηγέτης ή ο Θεός για παράδειγμα, περνάμε στη φάση της αμφισβήτησης αυτής της εξήγησης και ψάχνουμε να βρούμε πιο πειστικά αίτια. Ταυτόχρονα σηματοδοτεί μια προσπάθεια να περάσει ο έλεγχος της εξέλιξης στον ίδιο τον άνθρωπο, αφού αυτός συγκροτεί τις κοινωνίες και έχει με αυτό τον τρόπο και την δυνατότητα να τις αλλάζει.
Στη νεότερη εποχή ο Hegel ήταν αυτός που θεωρώντας την κοινωνία σαν την αντικειμενοποιημένη έκφραση του αυτοαναπτυσσόμενου πνεύματος που οδεύει προς την αυτοπραγμάτωση, μέσα από μια διαδικασία διαλεκτικών αντιθέσεων και συνθέσεων, η οποία όμως έχει απαρέγκλιτο χαρακτήρα και οδηγεί σε ένα σκοπό, ένα τέλος, το οποίο το ταύτισε παραδόξως εκ πρώτης όψεως, με το απολυταρχικό Πρωσικό κράτος της εποχής του. Ο Μαρξ ο οποίος εμπνεύσθηκε από τον Hegel, είδε με ανάλογο τρόπο την κίνηση της ιστορίας, βάζοντας την πηγή της κίνησης στην ίδια την κοινωνία και την σχέση των τάξεων με τα μέσα παραγωγής, βάζοντας και αυτός ένα τέλος, ένα σκοπό, που αυτός είναι η κομμουνιστική κοινωνία. Θεωρητικά βέβαια ο Μαρξ θεωρούσε τον σκοπό αυτό σαν την αρχή μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα, στην πράξη όμως ο στόχος αυτός λειτουργούσε σαν το τέλος της ιστορίας, μιας διαδρομής που οι αναγκαιότητές της είναι απαρέγκλιτες, “σιδερένιοι νόμοι”.
Ο Χέγκελ προσπάθησε να βάλει την φιλοσοφία πάνω σε επιστημονικές βάσεις. Να βρει τους νόμους της, το πως και η ίδια εξελίσσεται. Βάζοντας το θέμα της εξέλιξης της γνώσης και των κοινωνιών μέσα από κάποιους νόμους, έβαλε και τις βάσεις για όλες τις κατοπινές θεωρίες της κοινωνικής προόδου. Για τον Χέγκελ η ταυτότητα είναι και νόησης, δηλαδή το είναι που είναι το αντικείμενο της γνώσης και αυτό είναι η νόηση, η οποία υπάρχει a priori, εξ υπαρχής, είναι ταυτόχρονα και το υποκείμενο που προσπαθεί να κατανοήσει τον εαυτό του. Αυτό καταργεί την αυτοτέλεια της γνωστικής διαδικασίας καθώς το υποκείμενο δεν είναι ανεξάρτητο από το αντικείμενο, μια διαπίστωση πολύ καθοριστική για το νοητικό γίγνεσθαι, της ενότητας μέσω της αλληλεξάρτησης του υποκειμένου με το αντικείμενο, της αντίληψης και της δράσης, μετέπειτα κατακτήσεις της γνωσιακής επιστήμης. Αυτό που στην αρχή αντιμετωπιζόταν σαν γνωστικό αντικείμενο μετατρέπεται στη συνέχεια σε υποκείμενο που εξετάζει εκ νέου το αντικείμενο. Αυτή η θέση οδήγησε στο να κατανοηθεί η γνώση σαν μια φυσικοϊστορική διαδικασία με διαλεκτικό χαρακτήρα, θέτοντας και τις αρχές αυτής της διαλεκτικής ανάπτυξης. Σ' αυτή την ανάπτυξη δεν χάνεται τίποτε από τα προηγούμενα, το παρόν φέρνει μέσα του και όλο το παρελθόν, εμπλουτίζοντας και αυξάνοντας μέσα του την νοηματική του συνοχή.
Βέβαια στον Χέγκελ η νόηση παρουσιάζεται ως εξ υπαρχής δεδομένη και η ανάβαση από την αισθητική εμπειρία και πράξη στις έννοιες και τις κατηγορίες, δεν έχει τελικά θέση προϋπόθεσης. Αυτή η σχέση θεωρείται  μια φαινομενικότητα αυτής της πορείας, της αυτοεξέλιξης της νόησης. Επίσης παρ' όλο που εντοπίζεται η αντίθεση ανάμεσα στην αισθητηριακή πρόσληψη και την γνώση, αυτή αντιμετωπίζεται απλά ως αδυναμία κατανόησης, ανωριμότητας, σαν να υπάρχει δηλαδή εξ υπαρχής η ανεπτυγμένη νόηση, η απόλυτη ιδέα, υπό το πρίσμα της οποίας γίνεται η αλληλοδιαδοχή των προηγούμενων γνωστικών σταδίων και η οποία λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο και σαν ελκτική δύναμη αυτής της διαδικασίας. Έτσι ως προς αυτό ταυτίζεται με τον Πλάτωνα και την τάση της επιστροφής στις απόλυτες ιδέες, οι οποίες και στον Πλάτωνα υπάρχουν εξ αρχής. Ο Χέγκελ αναλύοντας τους νόμους αυτής της κίνησης δεν έχει ισχυρά επιχειρήματα για την πηγή αυτής της αυτοκίνησης και εξέλιξης. 
Θεωρώντας επίσης την ανεπτυγμένη νόηση να προϋπάρχει και τις πιο καθυστερημένες μορφές της να τείνουν προς αυτήν, είναι φυσικό ως ένα βαθμό να την ταυτίσει με ότι πιο προχωρημένο στη νόηση και την κοινωνική οργάνωση είχε κατακτηθεί μέχρι τότε, που γι αυτόν ήταν οι κατακτήσεις της μέχρι τότε γνώσης και εφαρμογής στην κοινωνική οργάνωση  που θεωρούσε ότι είχε το Πρωσικό κράτος της εποχής του, όπως ο Πλάτωνας έβλεπε ως ιδανικό της κοινωνικής οργάνωσης, την υλοποίηση δηλαδή των απόλυτων ιδεών στο κοινωνικό επίπεδο, την κοινωνία της Σπάρτης.

Σήμερα όμως μπορούμε να έχουμε μια πιο ευρύτερη εικόνα. Η δεύτερη ερμηνεία στο αρχικό ερώτημα, ότι δηλαδή στην εξέλιξη δεν υπάρχει κανένας εκ των προτέρων προσδιορισμένος σκοπός, είναι απόρροια των θεωριών της εξέλιξης και των επιλεκτικών διαδικασιών, που κατ΄αρχήν αφορούσαν την εξέλιξη των ειδών στην βιολογία αλλά με μια ευρεία ερμηνεία σε συνδυασμό κυρίως με τις θεωρίες του χάους, έχουν μια ευρύτερη εφαρμογή σαν αντιλήψεις για το γίγνεσθαι σε όλη τη φύση και με μια αναλογία και στις κοινωνικές εξελίξεις, που αποτελούν και αυτές, όπως και η ανθρώπινη νόηση, ένα νέο επίπεδο, το ανώτερο από πλευράς πολυπλοκότητας που γνωρίζουμε, οργάνωσης της φύσης. Έτσι σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, μακροπρόθεσμα η κοινωνική εξέλιξη, όπως και γενικά η εξέλιξη στη φύση, είναι θέμα τυχαίων σε μεγάλο βαθμό περιβαλλοντικών προκλήσεων και επιτυχούς ή όχι προσαρμογής σ' αυτές τις προκλήσεις με ένα μέλλον εντελώς άγνωστο και χωρίς κάποιον σκοπό μιας και είναι αδύνατον να προβλεφθούν οι δυνητικά άπειροι τυχαίοι παράγοντες που επιδρούν στις εξελίξεις.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η εξέλιξη είναι ένας συνδυασμός τύχης και αναγκαιότητας. Οι αναγκαιότητες προκύπτουν από ύπαρξη κανόνων, συνθηκών δηλαδή που είναι απαραίτητες για την επ' άπειρον επανάληψη των μορφών που δημιουργούνται, ενώ το τυχαίο προκύπτει από την επίδραση των άπειρων περιβαλλοντικών επιδράσεων, μιας και οποιαδήποτε μορφή δημιουργείται βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα πληροφορίας που περιέχεται σε ένα σύστημα, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ανταλλαγή πληροφοριών με το περιβάλλον, άρα και η τυχαιότητα στην ανάπτυξη του συστήματος.
Η τάση για την επ' άπειρον επανάληψη των μορφών που δημιουργούνται, μπορεί να εξηγηθεί από το ότι από τη στιγμή που δημιουργούνται συνθήκες για τη δημιουργία μιας μορφής αυτή θα δημιουργηθεί και άπειρες φορές. Στη φύση ότι μπορεί να δημιουργηθεί μία φορά μπορεί να δημιουργηθεί και άπειρες. Στους βιολογικούς οργανισμούς αυτή η επανάληψη παίρνει τον χαρακτήρα της αυτοδημιουργίας από τον ίδιο τον βιολογικό οργανισμό.
Η νόηση που αρχίζει να εμφανίζεται στους βιολογικούς οργανισμούς, με την έννοια των πολύ μεγαλύτερων δυνατοτήτων για διαφορετικές επιλογές, μεγαλύτερης προσαρμογής στις περιβαλλοντικές αλλαγές, τους δίνει την δυνατότητα της αυτοεξέλιξης, μέσα σε όρια που προσδιορίζονται από το εύρος αυτής της προσαρμοστικότητας. Αυτό που ονομάζουμε ελεύθερη βούληση είναι απόρροια αυτών των πολύ μεγαλύτερων δυνατοτήτων για διαφορετικές επιλογές, όπως δόθηκε η ευκαιρία να γίνει αναφορά στην ανάρτηση για την ελεύθερη βούληση.

Στον άνθρωπο με τις ευρείες ικανότητες μάθησης που έχει κατακτήσει, σε αντίθεση και με τα κοντινότερά του είδη, μπορεί μέσα από διαδικασίες μάθησης να αλλάζει, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται σε πολύ μεγαλύτερο εύρος αλλαγής των περιβαλλοντικών συνθηκών, αυξάνεται δηλαδή η ικανότητα προσαρμογής του. Αν το δούμε αυτό στο επίπεδο των ανθρώπινων κοινωνιών, η δυνατότητα αύξησης της γνώσης μέσω της μάθησης είναι η αιτία της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών. Ακόμη και τα πιο συγγενικά του είδη έχουν πολύ μικρότερες δυνατότητες μάθησης γι αυτό τόσο τα ίδια όσο και οι κοινωνίες που απαρτίζουν παραμένουν αρκετά σταθερά και εξελίσσονται ανάλογα με τις περιβαλλοντικές πιέσεις κυρίως στο αν θα επιβιώσει το αντίστοιχο είδος ή θα επικρατήσει άλλο που εμφανίζει καταλληλότερα χαρακτηριστικά όταν αλλάζουν τα περιβαλλοντικά δεδομένα.
Οι γνώσεις που κατακτούν οι άνθρωποι, μέσα από διαδικασίες μάθησης που εξυπηρετούνται από τους κατοπτρικούς νευρώνες και την όλη νοητική συσκευή που έχει κατακτήσει ο άνθρωπος, γίνονται σταδιακά κτήμα όλης της κοινωνίας η οποία αντίστροφα τα μεταδίδει στο κάθε μέλος της. Όλη η γνώση που κατακτήθηκε μέχρι τώρα στην ανθρώπινη διαδρομή, μεταβιβάζεται σαν δυνατότητα στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ο οποίος έχει θεωρητικά την δυνατότητα να την κάνει κτήμα του και να την αναπτύξει παραπέρα.
Μιλάμε για κοινωνική πρόοδο επειδή ο άνθρωπος με την νόηση που έχει κατακτήσει, μπορεί να μαθαίνει και γι αυτό να εξελίσσεται τόσο ό ίδιος όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες. Αυτή η δυνατότητα τον έκανε να κυριαρχήσει πάνω στη γη αν και σωματικά ήταν πολύ ευάλωτος.
Έτσι βλέπουμε ότι ενώ ο ανθρώπινος εγκέφαλος εδώ και αρκετές δεκάδες χιλιάδες χρόνια έχει τα χαρακτηριστικά και τη δομή που έχει ο εγκέφαλος του σημερινού ανθρώπου, έχουν γίνει τεράστιες αλλαγές στην κατανόηση από μέρους του της φύσης, στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του και στη συγκρότηση των ανθρώπινων κοινωνιών. Ο κυνηγός τροφοσυλλέκτης που έφτανε στον κανιβαλλισμό όταν δεν είχε τροφή, οι άγριοι πολεμιστές που τεμάχιζαν ή έγδερναν ζωντανούς τους αντιπάλους τους, είχαν τον ίδιο βασικά εγκέφαλο από άποψη δομών, συναισθημάτων και βασικών νευρωνικών κυκλωμάτων με τον σημερινό άνθρωπο που ταξιδεύει στο διάστημα, έχει ευαισθησίες κλπ. Αυτό έχει το αντίστοιχό του και στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών.
Αυτή η ιστορική πορεία ουσιαστικά αντιπροσωπεύει την ανάπτυξη της γνώσης στον άνθρωπο.
Αυτή συσσωρεύεται σαν συλλογική γνώση, η οποία περνά στον κάθε άνθρωπο είτε με τη μορφή των άμεσα κληρονομημένων δυνατοτήτων είτε με πιο έμμεσες μορφές σαν δυνατότητες μάθησης πάνω στο έδαφος ευέλικτων νευρωνικών κυκλωμάτων. Επειδή μάλιστα ο όγκος των γνώσεων που πρέπει να μεταβιβαστούν είναι μεγάλος γι αυτό και ο άνθρωπος κατά κάποιο τρόπο είναι προγραμματισμένος να μαθαίνει για πολύ μεγαλύτερο διάστημα απ' ότι και τα κοντινότερα του θηλαστικά. Μ' αυτή την έννοια, θεωρητικά, ο καθένας φέρνει μέσα του σαν δυνατότητες όλη τη μέχρι τώρα γνώση ή δυνατότητες για γνώση που έχει κατακτήσει η ανθρωπότητα. Το γεγονός ότι τα νευρωνικά κυκλώματα που υπάρχουν σαν δυνατότητες έκφρασης θέλουν να εκφρασθούν, αυτό μπορεί να εξηγεί και την τάση του ανθρώπου να μαθαίνει, την συνεχή περιέργειά του, σε σημείο να ονομασθεί ο homo sapiens “το ανικανοποίητο είδος”.
Αυτό το συνολικό απόθεμα γνώσης λειτουργεί δηλαδή σαν ελκυστής, αν μιλήσουμε με όρους της θεωρίας του χάους ή σαν ελκτική δύναμη αν μιλήσουμε για τον Πλάτωνα και τον Χέγκελ. Αυτήν η συλλογική γνώση, η κατακτημένη από τους αιώνες της ανθρώπινης εξέλιξης που υπάρχει στο συλλογικό υποσυνείδητο του ανθρώπου, στην ανώτερη έκφρασή του, είναι αυτό που θεωρούσε ο Χέγκελ σαν απόλυτο πνεύμα που ζητά την αυτοπραγμάτωσή του και μελετώντας την εξέλιξή του διαμόρφωσε τη διαλεκτική αντίληψη αυτής της εξέλιξης. Αλλά και ο Πλάτωνας που έβλεπε αυτή την κίνηση προς κάποιες απόλυτες ιδέες που υπάρχουν εξ υπαρχής, αυτές οι απόλυτες ιδέες στην ουσία είναι η κατακτημένη μέχρι τότε από το ανθρώπινο γένος γνώση. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πλάτωνας όπως και ο Σωκράτης λέγανε ότι αυτή η γνώση υπάρχει μέσα μας και εξαρτάται απο μας να την ανακαλύψουμε, κάτι που με ένα τρόπο ισχύει.
Το συλλογικό ασυνείδητο του Κ. Γιουγκ στηρίζεται στην ίδια ιδέα, όπως και οι ιδέες των ρομαντικών του 18ου αιώνα από τους οποίους επηρεάστηκε ο Χέγκελ.
Η ανάπτυξη της ανθρωπότητας με κάποιο τρόπο επαναλαμβάνει την ανάπτυξη του κάθε ανθρώπου, όπως και ο κάθε άνθρωπος επαναλαμβάνει την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Ο Hegel είχε πει ότι η πνευματική ανάπτυξη του ατόμου αναπαράγει σε συνοπτική μορφή, τα στάδια της απόκτησης αυτογνωσίας από το παγκόσμιο πνεύμα.
Αυτό δεν ακυρώνει την βασική ιδέα της εξέλιξης ότι είναι αποτέλεσμα τυχαίων προκλήσεων και επιτυχούς ή όχι προσαρμογής σε αυτές, απλά πρέπει να το δούμε αυτό σε συνδυασμό και μέσα στο πλαίσιο αυτών των σχεδίων ανάπτυξης που προκύπτουν από την ίδια την εξέλιξη για την αυτοαναπαραγωγή των μορφών της. Αν ένα σχέδιο ανάπτυξης δεν τα βγάλει πέρα σε μια μεγάλη πρόκληση τότε θα οδηγηθεί ολόκληρο το σύστημα που υπηρετεί σε καταστροφή.
Έτσι αυτό τελικά που προσδιορίζεται σαν απόλυτο πνεύμα από τον Χέγκελ, δεν είναι τίποτε άλλο από την μέχρι τώρα κατακτημένη από την ανθρώπινη διαδρομή γνώση, σαν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της με το περιβάλλον, η οποία τείνει να αυτοεπαναλαμβάνεται και λειτουργεί πράγματι σαν ελκτική δύναμη της γνωστικής εξέλιξης. Το παρόν περιέχει και όλο το περελθόν και με αυτή την έννοια προσδιορίζει ως ένα βαθμό και τις τάσεις για το μέλλον. Επειδή όμως η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα των όποιων αναγκαιοτήτων έχουν δημιουργηθεί από αυτή την εξέλιξη για την αυτοαναπαραγωγή του συστήματος που ονομάζεται ανθρώπινη κοινωνία, με το τυχαίο που είναι οι άπειρες περιβαλλοντικές επιδράσεις, δεν μπορεί να είναι προσδιορισμένο το μέλλον. Το σύστημα που έχει προκύψει μέχρι σήμερα θα δοκιμάζεται συνεχώς αν μπορεί να προσαρμόζεται και να επιβιώσει με βάση τις γνώσεις που έχει κατακτήσει και αυτές που θα κατακτήσει στο μέλλον. Αν κάνουμε μια προβολή στο απώτερο μέλλον, το σύνολο της μέχρι τότε γνώσης θα είναι αυτό που θα λειτουργεί σαν ελκυστής της αυτοεπανάληψης και όχι το σημερινό, το οποίο δεν θα χαθεί αλλά θα περιλαμβάνεται στην προϊστορία της εξέλιξης και της συνολικής γνώσης που θα έχει κατακτηθεί.
Πρέπει επίσης να πάρουμε υπ' όψη ότι όσο πάμε σε συστήματα μεγαλύτερης ποσότητας πληροφορίας, τόσο αυξάνεται και η τυχαιότητα στην εξέλιξη του συστήματος. Δηλαδή για τον σπόρο ενός φυτού ξέρουμε την εξέλιξή του αν τον σπείρουμε, αν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, αυτός θα βλαστήσει και θα μας δώσει το συγκεκριμένο φυτό. Σε έναν άνθρωπο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τυχαιότητας δεν ξέρουμε πως θα εξελιχθεί, επειδή έχει παρεμβληθεί η ανθρώπινη νόηση με την πολλαπλότητα επιλογών που διαθέτει, που συγκροτεί αυτό που ονομάζουμε ελεύθερη βούληση, που μπορεί να οδηγήσει την εξέλιξή του προς διάφορες κατευθύνσεις. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για την ανθρώπινη κοινωνία είναι που είναι ένα σύστημα πολύ μεγαλύτερης τυχαιότητας. Αλλά και αυτό επειδή συγκροτείται από ανθρώπους με τις ανάγκες τους, περιορίζονται οι δυνατές επιλογές από τις θεωρητικά άπειρες που θα μπορούσαν να είναι, σε αυτές που θα κάνουν δυνατή την ύπαρξή του.
Όπως δηλαδή το άτομο οδεύει στην αυτοπραγμάτωση του ή τείνει προς τα εκεί, επειδή υπάρχει εν δυνάμει μέσα του ένα πρόγραμμα το οποίο θέλει να εκφρασθεί, η οποία όμως ανάπτυξη δεν σημαίνει ότι θα γίνει σώνει και καλά επειδή μπορεί να προκύψουν άπειρες διαφορετικές παραλλαγές ανάπτυξης ή και παθολογίες διάφορες, το ίδιο ή κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ανάπτυξη των κοινωνιών με το δεδομένο της πολύ μεγαλύτερης, άλλης τάξης μεγέθους πληροφορίας που υπάρχει στο δεύτερο σύστημα, την κοινωνία. Όπως σε μια περίοδο κρίσης μπορεί να υποχωρήσει ένα άτομο σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης με τον ίδιο τρόπο και οι κοινωνίες μπορεί να υποχωρήσουν. Αυτή είναι μία πιθανή δυνατότητα και σε αυτό που αφορά την τάση αυτοπραγμάτωσης και έκφρασης της μέχρι τώρα κατακτηθείσας γνώσης. Πολύ περισσότερο δεν ξέρουμε πως θα εξελιχθεί αυτό στο μέλλον.
Όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα πληροφορίας σε ένα σύστημα τόσο και η εξέλιξή του παίρνει μη γραμμικό χαρακτήρα. Σε αντίθεση με τα γραμμικά συστήματα που αναπτύσσονται ομαλά και είναι προβλέψιμα στην εξέλιξη τους, στα μη γραμμικά δυναμικά συστήματα  λόγω της ύπαρξης πολλών μεταβλητών,  η εξέλιξη είναι μη προβλέψιμη. Οι αλληλεξαρτήσεις διαφορετικών παραγόντων μπορούν να οδηγήσουν σε απρόσμενες συμπεριφορές. Μια μικρή αλλαγή στην αρχή μιας διαδικασίας, μπορεί να διαχωρίσει δύο παράλληλα φαινόμενα, σε εκθετικές διαφορές. Ή η επίδραση ενός παράγοντα να ωθήσει την διαδικασία προς τη μια ή την άλλη εξέλιξη. 
Το γίγνεσθαι είναι μια ανοιχτή διαδικασία έχοντας μέσα της αναγκαιότητες που έχουν προκύψει από την μέχρι τώρα εξέλιξη με την τάση της αυτοεπανάληψης αυτού που μέχρι τώρα, του όλου, έχει κατακτηθεί, μιας και στο πιο πιο μικρό μέρος του συνόλου περιλαμβάνεται όλο το παρελθόν αυτού του συνόλου, όλη η μέχρι τώρα εξέλιξή του. Αυτό παραπέμπει και στις φράκταλ δομές για τις οποίες μιλήσαμε σε σχετική ανάρτηση. Είναι χαοτικά συστήματα με αιτιοκρατική συμπεριφορά.

                                                                              Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ


5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τελικά δεν κατάλαβα εάν τάσσεσαι υπέρ της ύπαρξης Τέλους στην εξέλιξη του ανθρώπου και κατ’ επέκταση της ανθρωπότητας ή όχι(?).
Είναι φανερό ότι και οι δύο φιλόσοφοι μιλούν για μια κατεύθυνση προς την αυτοσυνειδησία που σίγουρα περιλαμβάνει το παρελθόν ως πληροφορία. Εξού και η έννοια της α-λήθειας, σαν μια αέναη προσπάθεια αποκατάστασης της μνήμης της εξέλιξης. Είναι γνωστό ότι ο homo sapiens διατηρεί στην επιφάνεια της συνείδησης του τη μεγαλύτερη ποσότητα μνήμης σε σχέση με τα ζώα αλλά διατηρούμε ακόμα δυστυχώς σύμφωνα και με τον Φρόυντ και τον Γιουγκ ένα ατομικό όπως και συλλογικό ασυνείδητο. Η πορεία όμως της εξέλιξης στα εκατομμύρια χρόνια καταμαρτυρά ένα σχέδιο με στόχο την Α-λήθεια μέσω μιας αυξημένης Επίγνωσης. Αλλωστε και το κύτταρο διατηρεί κωδικοποιημένα στο DNA την ιστορία της ζωής στον πλανήτη μας.
Οπως αντιλαμβάνεσαι, οι παρατήρηση των αναλογιών σε διάφορες κλίμακες σε συνδυασμό με τις θέσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας φιλοσόφων και θεολόγων, γνήσιων απόγονων του Πλάτωνα, με υποχρεώνουν να υποθέτω την ύπαρξη Τέλους. Ο Καζαντζάκης αριστοτεχνικά συνέδεσε το Σκοπό του ανθρώπου μέσα στο σχέδιο του Θεού, με την ανάγκη και του Ιδίου για αυτ-εξέλιξη ...
Προσπαθώ να είμαι περιεκτικός αφού αναγνωρίζω ότι έχεις ευρύτητα κατανοήσεων και διάθεση για Γνώση μέσω διαλεκτικής.
ΣΣ

Δ.Πετρίδης είπε...

Αυτό που θέλησα να δείξω είναι ότι αυτό που φαίνεται σαν σκοπός της εξέλιξης προκύπτει σαν αποτέλεσμα του συνόλου των πληροφοριών της μέχρι τώρα εξέλιξης, η οποία τείνει να επαναλαμβάνει τις μορφές της(αν είναι δυνατόν, επ' άπειρον). Δηλαδή ενώ η εξέλιξη έχει ανοιχτό και χαοτικό χαρακτήρα, οι μορφές που δημιουργούνται από αυτή την κίνηση έχουν μέσα τους κωδικοποιημένη με έναν τρόπο όλη την μέχρι τώρα ποσότητα πληροφορίας που έχει συσσωρευθεί και τείνουν στην έκφρασή της, που αυτό φαίνεται σαν ύπαρξη σκοπού, που προκύπτει όμως στην εκ των υστέρων επισκόπηση της μέχρι τότε πορείας. Δηλαδή αυτό αφορά το παρελθόν και το παρόν. Το μέλλον, σ' αυτή την περίπτωση παραμένει άγνωστο, ανεξάρτητα από το ότι οι αναγκαιότητες που έχουν προκύψει από την μέχρι τώρα εξέλιξη προδιαγράφουν ως ένα βαθμό και μελλοντικές εξελίξεις. Το μέλλον σε ένα ανοιχτό, χαοτικό σύστημα παραμένει ανοιχτό. Και η μέχρι τώρα εξέλιξη, τουλάχιστον όπως την ξέρουμε πάνω στη γη, είχε τέτοιο χαρακτήρα. Οι μορφές που προέκυπταν ήταν αποτέλεσμα της τύχης, δηλαδή των άπειρων τυχαίων περιβαλλοντικών επιδράσεων, και των αναγκαιοτήτων, δηλαδή των κανόνων για τους όρους ύπαρξή τους έτσι όπως διαμορφώθηκαν μέχρι τότε.
Έτσι για να απαντήσω πιο συγκεκριμένα σ' αυτό που ρωτάτε, θα έλεγα ότι ο σκοπός υπάρχει σαν τάση έκφρασης της μέχρι τώρα ποσότητας πληροφορίας, που ο Πλάτωνας το έψαχνε σαν α-λήθεια ή εκφράζει ίσως και το συλλογικό ασυνείδητο που μίλησε ο Γιουγκ ή την πορεία προς την αυτογνωσία του ανθρώπινου πνεύματος που μίλησε ο Χέγκελ. Αφορά την επανάληψη, έκφραση, διαιώνιση αυτού που έχει υπάρξει μέχρι τώρα. Μετά από 10 χιλιάδες χρόνια για παράδειγμα, που για την ιστορία του ανθρώπου δεν είναι κανένας πολύ μεγάλος χρόνος, αν συνεχίσουμε να υπάρχουμε-κι αυτό είναι θέμα και τυχαιότητας-, θα τείνουμε να επαναλαμβάνουμε σαν γνώση και σαν σκοπό αυτό που θα έχει συσσωρευθεί μέχρι τότε. Αλλά το τι θα προκύψει μέχρι τότε είναι εντελώς άγνωστο επειδή θα προκύψει από την συνεχή αλληλεπίδραση του υπάρχοντος και των αναγκαιοτήτων του, με άπειρους τυχαίους παράγοντες.
Πάντως ευχαριστώ για την παρέμβασή σας.

Ανώνυμος είπε...

Προσωπικά, βλέπω ότι υπάρχει μια σαφής τάση, μέσα στη διαδικασία που περιγράφετε, αύξησης της αυτοσυνειδησίας του υλικού σύμπαντος, με τον άνθρωπο σημαιοφόρο αυτής της προσπάθειας. Μπορώ να συμφωνήσω ότι η ύπαρξη του συγκεκριμένου σημαιοφόρου δεν εξασφαλίζεται στο μέλλον, αλλά πιθανολογώ ότι η "παρέλαση" θα εξακολουθήσει να βαδίζει στη κατεύθυνση της αυτεπίγνωσης. Σας θυμίζω ότι ο Καζαντζάκης εύστοχα τοποθέτησε στην Ασκητική το Ολον(Θεό) μέσα σε μια διαδικασία ανάγκης αυτοολοκλήρωσης ...

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλή ανάλυση.
Στα πλαισια των παραπάνω πως εξηγείτε την αποστροφή του Χέγκελ για την πανουργία του πνεύματος.

Δ.Πετρίδης είπε...

Νομίζω ότι ο Χέγκελ αναφέρεται στην διάκριση μεταξύ των σκοπών των υποκειμένων και του σκοπού, κατ' αυτόν, της ιστορίας, η οποία ιστορία διαμορφώνεται από τα αποτελέσματα των πράξεων των υποκειμένων. Δηλαδή οι ιστορικές πράξεις εκφράζουν συγκεκριμένες προθέσεις ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων, αλλά τα αποτελέσματα αυτών των πράξεων δεν αντιστοιχούν πάντα στις προθέσεις τους.
Αυτό είναι απόλυτα λογικό αν σκεφθούμε ότι η δράση οποιουδήποτε υποκειμένου, ατομικού ή συλλογικού, αντανακλά σε ένα γίγνεσθαι με μεγάλο βαθμό τυχαιότητας, όπως είναι το κοινωνικό γίγνεσθαι, που σημαίνει ότι δρουν παράλληλα άπειροι άλλοι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν τις εξελίξεις, λόγω της αλληλεξάρτησής τους, στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο Χέγκελ μιλώντας για την πανουργία του παγκόσμιου πνεύματος δίνει βέβαια μια λίγο πολύ μυστικιστική ερμηνεία σ' αυτή την διαδικασία, μυστικιστική με την έννοια ότι θεωρεί ότι έτσι κι αλλιώς τελικά θα εξυπηρετηθεί ο σκοπός της ιστορίας, η αυτοπραγμάτωση του παγκόσμιου πνεύματος. Δίνει γι αυτό και το παράδειγμα με τις αποικίες που τις θεωρεί από την μια ως αναγκαία διέξοδο της αντίθεσης ένδειας και πλούτου των μητροπόλεων και από την άλλη θεωρεί εξ ίσου αναπόφευκτη και αναγκαία την απελευθερωτική προσπάθεια των αποικιών.