25.10.11

Ο ΡΟΚ ΧΑΤΣΟΝ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ

Ροκ Χάτσον(17 Νοε 1925-2 Οκτ. 1985)
Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Ροκ Χάτσον γεννήθηκε το 1925 κι έμελλε να γίνει Χολιγουντιανός αστέρας πρώτου μεγέθους. Πανύψηλα κασέ, εκατομμύρια θαυμαστές, αξεπέραστο σύμβολο του σεξ, συνεργασίες με την χολιγουντιανή αφρόκρεμα (Κερκ Ντάγκλας, Ελίζαμπεθ Ταίηλορ, Τζίνα Λολομπρίτζιτα, Ρόμπερτ Μίτσαμ και τα ονόματα δεν τελειώνουν), μόνιμο θέμα των περιοδικών, χιλιάδες γράμματα σε καθημερινή βάση, ασυναγώνιστη πολυτέλεια, ξέφρενα πάρτι, και πάει λέγοντας. Ένας πραγματικός θρύλος. Η συμμετοχή του στην ταινία ο «Ο Γίγας» υπήρξε ίσως το μεγαλύτερο ορόσημο της πολύβουης καριέρας του. Πέρα από το γεγονός ότι η ίδια η ταινία έγινε μύθος, κυρίως γιατί συνδέθηκε με το θάνατο του Τζέιμς Ντην, η καθαυτό ερμηνεία του Χάτσον ήταν εξαιρετική κι απολύτως εναρμονισμένη με την, όπως πάντα, πετυχημένη παρουσία της Ταίηλορ. Παρακολουθώντας όμως άλλες ταινίες του Χάτσον, που σημείωσαν και τεράστια εμπορική επιτυχία την εποχή τους, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ηθοποιό περιορισμένων δυνατοτήτων, που κινείται μάλλον στην μετριότητα, που με δυο λόγια δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην εικόνα του super star που έχει καλλιεργηθεί γύρω από το όνομά του.
Πέρα, δηλαδή, από την ίδια την ποιότητα των ταινιών που είναι προφανώς χαμηλή, βρισκόμαστε μπροστά σε μια προβληματική που αφορά τον ίδιο τον star που αδυνατεί να ορθώσει προσωπικό ανάστημα και καταβαραθρώνεται μαζί με το σύνολο της ταινίας, κάτι που δεν συμβαίνει με άλλους χολιγουντιανούς κολοσσούς όπως τον Λάγκαστερ ή τον Μίτσαμ και τους πιο σύγχρονους Πατσίνο ή Ντε Νίρο, που αν και γύρισαν δεκάδες εμπορικές ταινίες χειρίστου επιπέδου εντούτοις, πάντα οι ίδιοι, ως ατομικότητες, κατάφερναν να διασωθούν με τη χαρισματική τους παρουσία.
        Ο Τζέρι Οπενχάιμερ και ο Τζακ Βίτεκ, που από κοινού υπογράφουν τη βιογραφία του Ροκ Χάτσον, αναφέρουν ότι ο Ροκ είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, ότι ο φυσικός του πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια κι ότι η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε έναν πρώην πεζοναύτη εθισμένο στο αλκοόλ
που χτυπούσε τόσο την ίδια όσο και το μικρό Χάτσον. Ο Ροκ μισούσε τον πατριό του κι έκανε τα πάντα για να βρίσκεται εκτός σπιτιού τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Μέσα στις εφηβικές του παρέες ουσιαστικά αναζητούσε τη διαφυγή από μια σκληρή πραγματικότητα. Ψηλός κι εξαιρετικά ευπαρουσίαστος, είχε τεράστια επιτυχία στα κορίτσια, σκάρωνε φάρσες εφηβικές με τους φίλους και οι σχολικές του επιδόσεις κινούνταν μάλλον στη μετριότητα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της αφόρητης σπιτικής εφηβείας και του ξέφρενου ρυθμού γνώρισε ίσως τη μεγαλύτερή του αγάπη: το σινεμά. Σύχναζε στις αίθουσες κινηματογράφου, παρακολουθούσε το καθετί, ονειρευότανε να γίνει ηθοποιός.
Άντρας πια βρέθηκε στο Λος Άντζελες να πουλάει ηλεκτρικές συσκευές από πόρτα σε πόρτα. Όταν εκμυστηρεύτηκε σε συναδέλφους του τις κινηματογραφικές του φιλοδοξίες τον συμβούλεψαν να βγάλει κάποιες φωτογραφίες και να απευθυνθεί σε γραφεία αναζήτησης ταλέντων. Όταν έμαθε ότι τα στούντιο Σέλζνικ ζητούσαν ηθοποιούς άφησε μια φωτογραφία στη ρεσεψιόν και την επόμενη μέρα δέχτηκε τηλέφωνο. Έκλεισε ραντεβού και συναντήθηκε με τον περιβόητο κυνηγό ταλέντων Χένρυ Ουίλσον. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Ο Ουίλσον, ασυναγώνιστα κομψός και δηλωμένα ομοφυλόφιλος, πραγματική περσόνα του χώρου, κυκλοφορούσε διαρκώς μ’ ένα στρατό πανέμορφων νεαρών που φιλοδοξούσαν καριέρα, διατηρώντας ερωτικές σχέσεις με τους περισσότερους από αυτούς. Η άποψη ότι ο Ουίλσον ευθύνεται για την ομοφυλοφιλία του Χάτσον, κρίνεται μάλλον αφελής, αφού ο Χάτσον παρέμεινε φανατικά ομοφυλόφιλος μέχρι το τέλος της ζωής του, γεγονός που επιβεβαιώνει τις ξεκάθαρες ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις. Ο Ουίλσον περισσότερο απελευθέρωσε σεξουαλικά τον Χάτσον παρά τον εγκλώβισε. Όπως και να ‘χει, η ουσία είναι ότι ο Ουίλσον ενθουσιάστηκε με τον Χάτσον. Του έδωσε το όνομα Ροκ Χάτσον (το κανονικό όνομα ήταν Ρόυ Χάρολντ Σέρερ, όπου στην πορεία έγινε Φιτζέραλντ από το επίθετο του πατριού του), τον συμπεριέλαβε στο χαρέμι των αγοριών του κι έκανε τα πάντα για να τον προωθήσει. Πλήρωσε ένα σωρό λεφτά για δασκάλους ορθοφωνίας, προφοράς, δραματικής τέχνης, μέχρι που δανείστηκε για να συνεχίσει τον αγώνα για τον Χάτσον. Ήταν βέβαιος ότι θα τον πουλούσε σε εταιρεία και θα έβγαζε λεφτά. Η λογική του Ουίλσον ήταν απλή, «έπαιρνε κρέας και το μεταμόρφωνε σε χρυσάφι». Ο Ουίλσον δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το ταλέντο που είχαν ή δεν είχαν οι πιτσιρικάδες που προωθούσε. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η εμφάνιση. Επιβλητική κορμοστασιά και φρέσκια φάτσα. Όλα τα άλλα μπορούσαν να διορθωθούν. Ζητούσε νέους ωραίους, πρόθυμους και υπάκουους στην καθοδήγηση, ούτε χαρισματικούς, ούτε ταλαντούχους. «Το ταλέντο μπορεί και να χαλάσει τη δουλειά» και «όταν το Ναυτικό εκπαιδεύει βατραχανθρώπους, ψάχνει για άντρες που δεν ξέρουν κολύμπι» ήταν συνηθισμένες ατάκες. Τελικά κατάφερε να πουλήσει τον Χάτσον στη Γιουνιβέρσαλ και να αποζημιωθεί για τους κόπους του.
Το πρόγραμμα εκπαίδευσης στη Γιουνιβέρσαλ ήταν εξαντλητικό. Καθημερινά υπήρχαν μαθήματα πάσης φύσεως, από κολύμβηση μέχρι ιππασία, από πάλη μέχρι δραματουργία και φωνητική. Θα έλεγε κανείς ότι προετοίμαζαν τους μελλοντικούς αστέρες επί παντός επιστητού. Το κυριότερο όμως μέλημα των ανθρώπων της Γιουνιβέρσαλ, το ζήτημα που ξεπερνούσε σε αξία και την ίδια την εκπαίδευση, ήταν η κατασκευή του μύθου. Πλάθαν μια εικόνα για κάθε νεαρό ηθοποιό και του επέβαλλαν να κάνει οτιδήποτε για να την περάσει στο κοινό. Μια εικόνα που μπορεί να μην είχε καμία σχέση με τον αληθινό του χαρακτήρα. Καθημερινά διοργανώνονταν στημένα πάρτι που υποχρέωναν τους ηθοποιούς να συμμετέχουν και να υιοθετούν συγκεκριμένες συμπεριφορές που να ανταποκρίνονται στο προκαθορισμένο πρότυπο. Όλα ήταν προδιαγεγραμμένα κι απαρέκκλητα. Τι θα φοράνε, τι θα λένε, πώς θα χαμογελάνε, πώς θα ποζάρουν κτλ κτλ. Απαγόρευαν κάθε πολιτική κουβέντα, καθόριζαν ακόμα και τους ερωτικούς τους συντρόφους. Τα περιοδικά, απολύτως συνεργάσιμα, αναμασούσαν όλες αυτές τις ιστορίες και φυσικά τις φούσκωναν δημιουργώντας εκ των προτέρων θρύλους. Το ζήτημα ήταν να βρίσκεται κανείς διαρκώς στην επικαιρότητα, με οποιοδήποτε τρόπο. Ό,τι κι αν γράφεται είναι θετικό. Ο Χάτσον πήγαινε με συγκεκριμένες συνοδούς σε συγκεκριμένα μέρη για να τροφοδοτεί τα περιοδικά με δήθεν ειδύλλια. Όταν ξεκίνησε κομπάρσος σε ταινία που απλώς άνοιγε μια πόρτα, εμφανίστηκαν στο αεροδρόμιο πληρωμένοι κλακαδόροι που τον αποθέωσαν. Πολλές φορές οι μελλοντικοί αστέρες αναγκάζονταν να κάνουν πράγματα άκρως εξευτελιστικά. Η Πάιπερ Λόρι, που τελικά εγκατέλειψε τη Γιουνιβέρσαλ κι ακολούθησε θεατρική καριέρα, έμεινε για πάντα ως το κορίτσι που έτρωγε λουλούδια γιατί την ανάγκασαν να ποζάρει σε περιοδικό τρώγοντας τριαντάφυλλα. Όλοι οι νέοι υποχρεώνονταν να ποζάρουν με μαγιό σε διάφορες αυτοεξευτελιστικές πόζες χαριτομενίστικης ελαφρότητας. Ο αρθρογράφος Σίντνεϊ Σκόλσκι τους έβγαλε το παρατσούκλι «ταξιαρχία κρεατόπιτα», γιατί ακριβώς αυτό ήταν. Κρέατα που φωτογραφούνταν για να κάνουν σαματά. Ο Χάτσον είχε κερδίσει τον τίτλο «Βαρόνος κρεατόπιτα» από τις αμέτρητες φωτογραφίσεις αυτού του είδους. Ο ίδιος ένιωθε ντροπή γι’ αυτό μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μιλάμε για ένα βαθειά υποκριτικό κλίμα, έναν αρρωστημένα καταπιεστικό μηχανισμό, ένα αδυσώπητο μάρκετινγκ που εξανάγκαζε τους ηθοποιούς να εμφανίζονται φορώντας αστεία καπέλα και φουσκώνοντας πολύχρωμα μπαλόνια. Περιφερόμενοι παλιάτσοι, πρόθυμοι να υποστούν οτιδήποτε προκειμένου να γίνουν αστέρες. Μια καθαρή βιομηχανία που στηριζόταν στο επιθετικό μάρκετινγκ και την κατασκευή της εικόνας. Κι ως εκ τούτου ανίκητη. Η ταινία «Τα μυστικά της κρεβατοκάμαρας» ήταν η μεγάλη ευκαιρία που καθιέρωσε τον Χάτσον.
Οι δάσκαλοί του Χάτσον στη Γιουνιβέρσαλ τον επαινούσαν για τους καλούς του τρόπους, την εργατικότητα και την υπακοή του. Ούτε ένας όμως δεν μίλησε ποτέ για το ταλέντο του. Ο ίδιος προφανώς είχε επίγνωση της υποκριτικής του μετριότητας, γι’ αυτό και φοβόταν τόσο πολύ τους σκηνοθέτες. Αυτό όμως δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην πορεία του ως super star. Η φάτσα του πουλούσε κι αυτό ήταν αρκετό. Ο κατάλογος των ατάλαντων κατασκευασμένων ειδώλων είναι ατελείωτος και ο ρόλος των μέσων που αναπαράγουν το οτιδήποτε, δεδομένος. Αν αναλογιστούμε ότι παρόμοιες πρακτικές υιοθετούνται σε όλες τις μορφές τέχνης (όσο μεγαλύτερη η δημοτικότητα της, δηλαδή όσο μεγαλύτερος ο τζίρος της, τόσο πιο απροκάλυπτα γίνονται τα πράγματα), τότε βρισκόμαστε μπροστά σ’ ερωτήματα ισοπεδωτικού χαρακτήρα, όπως ποια τελικά είναι η τέχνη; Μπορεί να διαφοροποιηθεί από το μάρκετινγκ; Και κυρίως, μπορεί να υπάρξει χωρίς μάρκετινγκ;
Μέσα στη νοσηρότητα της εκβιαστικής δημοτικότητας είναι αδύνατο να διακριθεί η αλήθεια από το ψέμα. Όταν το 1985 ο Χάτσον πέθανε από έιτζ και η Ταίηλορ πρωτοστάτησε στη διοργάνωση μιας γιορτής προς τιμή του, όπου μίλησε και ο Λάγκαστερ, δεν ήταν λίγοι αυτοί που την επέκριναν υποστηρίζοντας ότι πάτησε πάνω στο πτώμα του Χάτσον για να διεκδικήσει λίγη ακόμη δημοσιότητα. Σήμερα βλέπουμε αστέρες να παντρεύονται, να χωρίζουν, να υιοθετούν παιδιά, να βρίζονται με δημοσιογράφους, να προβάλλουν απόψεις πατριωτικές, να υπερασπίζονται μειονότητες, να εμπλέκονται σε θέματα εθνικά, να κάνουν αγαθοεργίες, δωρεάν συναυλίες κτλ, κτλ. Τι να πιστέψουμε απ’ αυτά; Βλέπουμε καλλιτέχνες να πρωτοστατούν σε τηλεοπτικά παράθυρα με αφορμή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Διανοούμενοι και καλλιτέχνες ξεπηδούν κι επιβιώνουν μέσα από τους ίδιους μηχανισμούς γνωριμιών και μάρκετινγκ και οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν τη γενική εικόνα. Πώς να τους πάρουμε στα σοβαρά; Όλα έχουν μπλεχτεί στο αξεδιάλυτο κουβάρι της εμπορικότητας και η αληθινή τέχνη γίνεται συνεχώς πιο δυσεύρετη, πιο ακαθόριστη και πιο δύσκολο να οριστεί, αφού τελικά καταπλακώνεται από ανίκητους παράγοντες που καθορίζουν τα πάντα.

                                               Αθανάσιος Μπαντές. abbades75@gmail.com



                            

Δεν υπάρχουν σχόλια: