25.9.11

ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ

σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην κυκλοφορία των δύο τόμων του Δον Κιχώτη (ο πρώτος εκδόθηκε το 1605 και ο δεύτερος το 1615) ο Θερβάντες παρουσιάζει στο κοινό τις «Παραδειγματικές Νουβέλες» το 1613. Οι «Παραδειγματικές Νουβέλες», 12 στον αριθμό, είναι ίσως το δεύτερο πιο αντιπροσωπευτικό έργο του Θερβάντες, μετά τον Δον Κιχώτη. Θεωρούνται πολύ αξιόλογα δείγματα γραφής για την εποχή τους, αφού παρουσιάζουν μια συνολική εικόνα τόσο των αντιλήψεων που επικρατούσαν, όσο και των κοινωνικών δομών σε όλη τους την έκταση. Ο Θερβάντες δηλαδή, ενώ - όπως ίσως είναι φυσικό - στις περισσότερες νουβέλες ασχολείται με τα επιφανή κοινωνικά στρώματα της αριστοκρατίας, δεν διστάζει να αφιερώσει νουβέλες ολόκληρες στον κόσμο του περιθωρίου που εκτίνεται από μικροαπατεώνες ως το οργανωμένο έγκλημα και από τυχοδιώκτες ως τον κόσμο των τσιγγάνων που φυσικά δεν χαίρουν καμιάς κοινωνικής εκτίμησης. Παρότι οι εικόνες που μεταφέρονται από αυτά τα χαμηλά – έως λούμπεν – κοινωνικά στρώματα είναι άκρως ρομαντικές κι εξωραϊσμένες και παρόλο που πολλές φορές αναπαράγει – προς τέρψη των αναγνωστών - σαφή κοινωνικά στερεότυπα, όπως π.χ. ότι οι τσιγγάνοι είναι κλέφτες από γεννησιμιού τους ή ότι οι αριστοκρατικοί γόνοι εκπληρώνουν όλα τα πρότυπα ηθικής από θέση αρχής, και μόνο η αναφορά τέτοιων ομάδων είναι αναμφισβήτητη πρωτοπορία. Ο Θερβάντες ως άνθρωπος της πιάτσας και των καθημερινών συναλλαγών, γέννημα – θρέμμα δηλαδή της λαϊκής κουλτούρας, είναι αδύνατο να κλείσει τα μάτια μπροστά στο πολυπληθές κοινωνικό σύνολο του περιθωρίου που ζει με απάτες και μικροκλοπές, που αποκτά την εικόνα του οργανωμένου και του αυτόνομου και που επιβιώνει χάρη στη διαφθορά της κρατικής μέριμνας για την πάταξή του. Αν κι έχουν περάσει σχεδόν τετρακόσια χρόνια ερχόμαστε μπροστά σε οικείες κοινωνικές πραγματικότητες και σε νόμους διαφθοράς – από τους Νονούς ως τους διεφθαρμένους αστυνομικούς και δικαστές – τόσο διαχρονικούς που φαντάζουν ακατανίκητοι.
Οι νουβέλες «η τσιγγανοπούλα» και «ο Ρινκονάκος κι ο Κορταδούλης» είναι απολύτως χαρακτηριστικές. Φυσικά ο Θερβάντες δεν επικεντρώνει στην κοινωνική κριτική, ούτε επιχειρεί ένα δυναμικό - καυστικό ντοκουμέντο για την εγκληματική διαπλοκή, εξάλλου θα ήταν άδικο να ζητήσουμε κάτι τέτοιο, αλλά
διατηρώντας πικάντικο και σπιρτόζο ύφος κι αντιπαραβάλλοντας τη χιουμοριστική οπτική τελικά βουτάει στα κοινωνικά βαλτόνερα και ρίχνει φως. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην τελευταία νουβέλα «ο διάλογος των σκύλων» όπου δίνοντας ανθρώπινη λαλιά σε δύο σκύλους παραθέτει έναν σπαρακτικό διάλογο – πάντα στα πλαίσια της αφέλειας και της ελαφράς διάθεσης – που ξεγυμνώνει όλη την ανθρώπινη υποκρισία και γίνεται καταγγελία όχι μόνο του ανθρωπίνου είδους στο σύνολό του αλλά και των κοινωνικών δομών που διαιωνίζονται μόνο μέσα από την απάτη, το συμφέρον και τη διαπλοκή. Γίνεται δηλαδή κοινωνική κριτική απροκάλυπτη που δεν εστιάζει με ανώδυνο τρόπο στα συνήθη κοινωνικά απόβλητα, κι ως εκ τούτου εξιλαστήρια θύματα, του περιθωρίου αλλά διεισδύει σε βάθος αναδεικνύοντας τη διαφθορά των επιφανών ανθρώπων που κοσμούν δήθεν τον κοινωνικό ιστό και κατέχουν σεβάσμιες θέσεις - κλειδιά της κοινωνίας. Ο Θερβάντες με αφορμή τη γκροτέσκα σύλληψη των σκύλων που μιλάνε και χωρίς να αποχωριστεί την δεδομένη ελαφρότητα βαράει στο ψαχνό.
Παρά την πρωτοπορία όμως των συγκεκριμένων αποσπασμάτων η αλήθεια είναι ότι οι Παραδειγματικές Νουβέλες στο σύνολό τους δεν διεκδικούν ιδιαίτερες ποιοτικές δάφνες κι ούτε αποτελούν εξέλιξη της δονκιχωτικής πρωτοπορίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ιστοριών που εκτυλίσσονται αφορά τον ανόθευτο κι αιώνιο έρωτα που πάντα δικαιώνεται με τη μορφή του γάμου και την αδιαπραγμάτευτη ηθική που εξυψώνεται στο απόλυτο και μοιραία γίνεται παιδαριώδης. Δεν υπάρχει περίπτωση να δούμε αρχοντόπουλο να παρεκκλίνει ηθικά ή να μην τηρεί τις ερωτικές του υποσχέσεις. Κάτω από την ψυχαγωγική επιφάνεια της περιπέτειας και των παρεξηγήσεων, που λειτουργούν πάντα ανώδυνα με σκοπό να καθυστερήσουν το ευτυχές τέλος, που μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται πιο ανακουφιστικό, κρύβεται η στείρα αναπαραγωγή των ηθικών αξιών της εποχής που, αν εξαιρέσουμε 2-3 περιπτώσεις, όχι μόνο δεν αμφισβητείται αλλά ενισχύεται και δικαιώνεται. Ενώ είναι ολοφάνερο στη νουβέλα «ο διάλογος των σκύλων» ότι ο Θερβάντες διαθέτει και διεισδυτικό βλέμμα και κοφτερή κρίση και επιθυμία για κοινωνική κριτική, εντούτοις στο σύνολο των αφηγημάτων δεν ενεργοποιεί ουσιαστικά τίποτε από όλα αυτά αλλά προτιμά να παραμείνει στην επιφανειακή ελαφρότητα της ανώδυνης θεματολογίας. Η υποβόσκουσα ειρωνεία, που κάποιοι μελετητές επικαλούνται, και που υπόγεια, όπως υποστηρίζουν, ανατρέπει την ηθική τάξη και την μετατρέπει σε φάρσα, είναι τόσο καλά κρυμμένη που θεωρείται αμελητέα. Δεν λειτουργεί ούτε καν σαν υποψία. Το χιούμορ λειτουργεί ως καθαρή διασκεδαστική εκτόνωση και πηγάζει από τις κωμικές ανατροπές των γεγονότων ή από τις αδεξιότητες των χαρακτήρων κι όχι από καυστική διάθεση κοινωνικής σάτιρας. Οι χαρακτήρες – καρικατούρες ακόμη κι όταν αυτογελοιοποιούνται με αφελείς συμπεριφορές σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν έναυσμα, ούτε καν υπόνοια, για αμφισβήτηση των ακλόνητων ηθών της εποχής. Εξάλλου ο Θερβάντες, όπως φαίνεται καθαρά και από τον Δον Κιχώτη κι από τον «διάλογο των σκύλων», δεν διστάζει να καταφύγει στην ειρωνεία απροκάλυπτα, όταν τη θεωρεί απαραίτητη. Δε βρίσκω λόγο για διακριτικότητες στις άλλες νουβέλες.
Στην πραγματικότητα οι Παραδειγματικές Νουβέλες δεν είναι τίποτε άλλο παρά απομίμηση του μικρού σε έκταση ιταλικού μυθιστορήματος που τότε έκανε θραύση στην Ισπανία. Ο Θερβάντες εκβιάζοντας την εμπορικότητα μιμείται το ιταλικό στιλ και τελικά αναπαράγει τον ιπποτικό ιδεαλισμό που στο Δον Κιχώτη είχε απορρίψει. Συμπεριφέρεται δηλαδή τυχοδιωκτικά στην προσπάθειά του να γίνει αρεστός και τελικά φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας αφού αμέσως μετά εκδίδει το δεύτερο τόμο του Δον Κιχώτη που επιτίθεται εκ νέου στην ιπποσύνη. Ουσιαστικά βλέπουμε ένα συγγραφέα με κρίση ταυτότητας, αφού μια εμφανίζεται έτσι και μια αλλιώς. Το πρόβλημα του Θερβάντες με τα πολλά πρόσωπα οφείλεται στο βαθύτερο ζήτημα της γενικότερης απαξίωσής του από τον ισπανικό συγγραφικό κόσμο. Η απαξίωση αυτή φτάνει στα όρια της νεύρωσης και τελικά όχι απλώς περνάει, αλλά καθορίζει το έργο του που ουσιαστικά λειτουργεί σχεδόν σε όλες του τις εκφάνσεις σαν στρατήγημα ή σαν διπλωματικός ελιγμός που στοχεύει να διευθετήσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έναν πόλεμο που έχει κηρυχθεί σχεδόν επισήμως. Άλλοτε θέλει να επιτεθεί κι άλλοτε να γίνει αποδεκτός. Τα έργα του μαρτυρούν ακριβώς αυτή την πορεία. Λειτουργούν ως ορόσημα του θερβαντικού συναισθήματος απέναντι στο λογοτεχνικό κατεστημένο. Όταν βρίσκεται στο απόλυτο περιθώριο κυκλοφορεί το Δον Κιχώτη. Όταν γνωρίζει επιτυχία, θέλοντας συμφιλιωτική αναγνώριση, εκδίδει τις Παραδειγματικές Νουβέλες. Όταν τον προσβάλλουν εκ νέου με την πλαστή και άκρως συκοφαντική συνέχεια του Δον Κιχώτη επιτίθεται ξανά γράφοντας το δεύτερο τόμο. Αυτό το παράλογο συγγραφικό γαϊτανάκι θα κλείσει με το θλιβερό «Ταξίδι στον Παρνασσό» όπου ο Θερβάντες δημιουργώντας μια υποτυπώδη λογοτεχνική πλοκή εγκωμιάζει όλους σχεδόν τους ποιητές της εποχής του – ακόμη και τον Λόπε δε Βέγκα, που επιτέθηκε ολοφάνερα στον πρόλογο του Δον Κιχώτη – επιδιώκοντας ουσιαστικά αναγνώριση και αποδοχή. Ο Θερβάντες λειτουργώντας περισσότερο σαν παιδάκι εκλιπαρεί τα άλλα παιδάκια να του δώσουν σημασία με κάθε τρόπο. Άλλοτε τα καλοπιάνει με δώρα και γαλιφιές κι άλλοτε τα βρίζει και τα απειλεί, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Η κατεστημένη διανόηση του έχει οριστικά κλείσει τις πόρτες.
Εξετάζοντας τον Θερβάντες από την οπτική αυτή φαίνεται περισσότερο τυχοδιώκτης παρά συγγραφέας. Η τυχοδιωκτική του φύση είναι ολοφάνερη και στην προσωπική του ζωή η οποία καθορίζεται από ένα βουνό επιλογών που στοχεύουν στην περιπέτεια και την εξερεύνηση. Εθελοντής στρατιώτης, κρατικός φοροεισπράκτορας με σοβαρές υπόνοιες καταχραστή, αιχμάλωτος στο Αλγέρι, αφορισμένος, πατέρας ενός νόθου παιδιού, σχεδόν μόνιμα οικονομικά προβλήματα. Η μοναδική απόφαση που πήρε με γνώμονα την μελλοντική ασφάλεια τον οδήγησε σ’ έναν αποτυχημένο γάμο. Ήταν αδύνατο να εγκλωβιστεί στην ήσυχη οικογενειακή ζωή του χωριού διαχειριζόμενος την συζυγική περιουσία. Σε ελάχιστο χρόνο τα εγκατέλειψε όλα για να ξαναπάρει τους δρόμους. Με τον ίδιο τυχοδιωκτικό τρόπο αντιμετώπισε και τη λογοτεχνία. Όσο βιοποριζότανε ως φοροεισπράκτορας ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη δεν έγραψε ούτε σελίδα. Το διάστημα αυτό κράτησε σχεδόν είκοσι χρόνια. Μόνο μετά τις κατηγορίες, την τελική απόλυση και τη φυλακή θυμήθηκε ξανά τις λογοτεχνικές του φιλοδοξίες. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αν δεν απολυότανε δεν θα ξανάγραφε ποτέ. Η λογοτεχνία δηλαδή δεν λειτουργούσε ως μόνιμο και αναπόφευκτο σαράκι, ως αδιαπραγμάτευτη ανάγκη έκφρασης που έπρεπε με κάθε τρόπο να διοχετευτεί. Ήταν περισσότερο βιοποριστικό πεδίο και οδός για αναγνώριση κι αυτή ακριβώς είναι η όψη του τυχοδιωκτισμού στην τέχνη. Κάπως έτσι ερμηνεύεται και η συμπεριφορά του στη λογοτεχνική του παραγωγή. Έγραφε περισσότερο για αναγνώριση χωρίς ουσιαστικά να σμιλεύει τη δική του προσωπική σφραγίδα. Γι’ αυτό και μιμείται. Στις Παραδειγματικές Νουβέλες μιμείται το ιταλικό στιλ, στο «Ταξίδι στον Παρνασσό» τον Τσέζαρε Καποράλι. Μίμηση υπάρχει και στη «Γαλάτεια» και στον «Περσίλες». Παρά τη διχογνωμία των κριτικών για το θέμα η γενικότερη εικόνα του ανθρώπου που υιοθετεί εσκεμμένα το πιασάρικο ύφος για να γίνει αποδεκτός δεν αλλάζει. Και μόνο η στάση του απέναντι στο ιπποτικό μυθιστόρημα που από τη μια απορρίπτει και από την άλλη αναμασά τα λέει όλα. Ο Τραπιέγιο αναφέρει ότι η μίμηση – που έφτανε μέχρι το σημείο της αντιγραφής – ήταν εκείνη την εποχή κατεστημένη λογοτεχνική νοοτροπία. Ένας συγγραφέας σαν το Θερβάντες όμως, που δημιουργεί αξεπέραστη πρωτοπορία με το Δον Κιχώτη, δεν μπορεί να επιστρέφει στο ξεπερασμένο ιπποτικό ύφος από άποψη. Οι μεταστροφές του αυτές μόνο ως τυχοδιωκτικά παιχνίδια ερμηνεύονται. Τελικά ο Θερβάντες μεγαλούργησε μόνο όταν υπηρέτησε ανεπιτήδευτα τα αληθινά του συναισθήματα στο Δον Κιχώτη, όταν δηλαδή αφέθηκε ολοκληρωτικά στον αυθόρμητο χείμαρρο της προσωπικής του αλήθειας, επιβεβαιώνοντας ότι η δύναμη της προσωπικής αλήθειας του δημιουργού είναι η βασική συνταγή του κάθε αριστουργήματος.

                                                                             Θανάσης Μπαντές. abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: