7.9.11

Ο ΚΟΥΡΟΣΑΒΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ακίρα Κουροσάβα(1910-1998)
σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές 


H αυτοβιογραφία του Κουροσάβα έχει τον τίτλο «Κάτι σαν αυτοβιογραφία». Αναφέρεται στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, στο ξεκίνημά του στον κινηματογράφο, στις πρώτες του ταινίες, στη γιαπωνέζικη κινηματογραφική βιομηχανία και σταματά στο σημείο που γνωρίζει παγκόσμια φήμη με το «Ρασομόν» θεωρώντας ότι η από κει και πέρα πορεία του είναι δεδομένη. Ο Κουροσάβα διατηρούσε αρχικά μεγάλους ενδοιασμούς για κάθε αυτοβιογραφικό εγχείρημα. Για χρόνια το απέφευγε παρά τις προτροπές των θαυμαστών του. Το γεγονός που τον έκανε να αλλάξει γνώμη ήταν η αυτοβιογραφία του Ρενουάρ. Η ανάγνωσή της ήταν γι’ αυτόν μια μικρή αποκάλυψη αφού μόνο έτσι διαπίστωσε όλο το κινηματογραφικό βάθος του μεγάλου Ρενουάρ και συνειδητοποίησε ότι του δόθηκε μια νέα κινηματογραφική οπτική, ένα άνευ προηγουμένου ερέθισμα, όχι μόνο για να επανεκτιμήσει το έργο του Ρενουάρ, αλλά και το δικό του. Κάτι σαν κινηματογραφικό μάθημα. Δήλωσε μάλιστα τη λύπη του που δεν έγραψε κι ο Φορντ μια αυτοβιογραφία. Ποιος ξέρει τι δρόμους θα αποκάλυπτε! Κάτω λοιπόν από το βάρος της νέας προσέγγισης αναθεώρησε, έκρινε δίκαιο το αίτημα των θαυμαστών του κι έγραψε δυο λόγια για τη ζωή του.
Προέρχεται από αυστηρή, πατριαρχική οικογένεια που τηρούσε έντονα τις γιαπωνέζικες παραδόσεις. Ο πατέρας του, σκληρός και δίκαιος χαρακτήρας,
επέβαλε στο μικρό Ακίρα να μάθει τις πατροπαράδοτες γιαπωνέζικες πολεμικές τέχνες. Ως μαθητής θα χαρακτηριζότανε μάλλον μέτριος. Ανήκε στην κατηγορία των παιδιών που περνούν απαρατήρητα. Περιγράφει τον εαυτό του ως άχρωμο, άοσμο, υποτονικό χαρακτήρα με μεγάλη φαντασία που εκφραζότανε πάντα υπόγεια, μακριά από τον κόσμο. Δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα μελετηρός. Υποθέτει ότι οι περισσότεροι καθηγητές του ούτε που θα τον θυμούνται. Το πρότυπο ήταν πάντα ο μεγαλύτερος αδερφός. Ηγετική φυσιογνωμία που κέρδιζε τους πάντες με την ευφυΐα και τους τρόπους του, που τον προστάτευε τόσο από την αυστηρότητα του πατέρα όσο κι από τη σκληρότητα των συνομηλίκων. Ο μικρός Ακίρα ήταν το παιδί με τη μόνιμη θλίψη. Ενώ έδειχνε τρομερό ενδιαφέρον τόσο για τη λογοτεχνία όσο και για το σινεμά ποτέ δεν επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για το σχολείο. Όπως ήταν φυσικό στις καθοριστικές εξετάσεις που θα έκριναν την είσοδό του στο πανεπιστήμιο απέτυχε. Το γεγονός αυτό διατάραξε αρκετά τις σχέσεις του με την οικογένεια και του έδωσε ένα γενικό στίγμα αποτυχημένου. Πέρασε κάμποσο καιρό φτώχειας και περιπλάνησης. Είχε εμπλακεί στα χωράφια της προλεταριακής τέχνης, είχε απογοητευτεί κι είχε περάσει στην παρανομία της προλεταριακής δράσης με κίνδυνο να συλληφθεί. Πάμφτωχος άλλαζε διαρκώς ενοικιαζόμενα δωμάτια ή φιλοξενούνταν από συντρόφους κομμουνιστές. Δεν μπορούσε όμως να διακρίνει πουθενά μέλλον. Δεν έβρισκε κανένα επάγγελμα που θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει. Επιχείρησε να διαβάσει το κεφάλαιο του Μαρξ και να το προσαρμόσει στα γιαπωνέζικα δεδομένα αλλά το εγκατέλειψε αφού δεν μπορούσε να το κατανοήσει απόλυτα. Η μυρωδιά της αποτυχίας τον ακολουθούσε παντού. Άρρωστο κι ανήμπορο τον περιμάζεψε και πάλι ο μεγάλος του αδερφός που σταδιοδρομούσε στο βουβό κινηματογράφο ως αφηγητής. Τον φιλοξενούσε και τον χαρτζιλίκωνε για αρκετό διάστημα. Ο νεαρός Ακίρα απολαμβάνοντας την προστασία του μεγάλου αδερφού περνούσε τον καιρό του βλέποντας διαρκώς ταινίες και διαβάζοντας βιβλία. Η μόρφωσή του δεν είχε τίποτα από την πανεπιστημιακή συστηματοποίηση. Ήταν μια αδιάκοπη, άναρχη βουτιά στο χώρο της τέχνης. Η αυτοκτονία του προστάτη μεγάλου αδερφού στάθηκε για τον Κουροσάβα χτύπημα χωρίς προηγούμενο. Ο βουβός κινηματογράφος πέθαινε αμετάκλητα κι όλοι όσοι σχετίζονταν μ’ αυτόν χάνανε τις δουλειές τους. Ο αδερφός του Ακίρα δεν άντεξε να δει την καριέρα του να τελειώνει. Τώρα ήταν η σειρά του πατέρα να τον περιμαζέψει και να τον προστατεύσει, να τον συμβουλέψει και να τον παρηγορήσει. Ο Ακίρα ήταν πάντα το ανίσχυρο παιδί. Τότε ήταν (1935) που τα κινηματογραφικά στούντιο ΦΧΕ (Φωτο – Χημικό Εργαστήριο) έβγαλαν μια αγγελία που ζητούσαν βοηθούς σκηνοθέτη. Οι υποψήφιοι στην πρώτη φάση της διαδικασίας έπρεπε να γράψουν μια εργασία με θέμα τις αδυναμίες των γιαπωνέζικων ταινιών και στη δεύτερη φάση ένα σενάριο. Ο Κουροσάβα επιλέχτηκε κι έτσι ξεκίνησε το μακρύ του ταξίδι στο σινεμά.
Περιγράφει όλες τις εμπειρίες που αποκόμισε από τα στούντιο ως μαθητευόμενος βοηθός σκηνοθέτη. Τις μεγάλες απεργίες, την έλλειψη χρημάτων, τη λογοκρισία, τις παρεμβάσεις στο έργο των σκηνοθετών, τους μεγάλους του δασκάλους. Αυτό όμως που ξεχωρίζει πάνω απ’ όλα είναι η αγάπη του Κουροσάβα όχι μόνο για το σινεμά αλλά για την τέχνη γενικότερα. Αναπολεί τις σκληρές συνθήκες εργασίας, τα απάνθρωπα ωράρια και την αϋπνία με αφοπλιστική νοσταλγία. Κοιμόταν μετά τα μεσάνυχτα και ξυπνούσε πολύ πριν το ξημέρωμα για να σκαρφαλώσει στις στέγες και να ρίξει αλάτι αφού το γύρισμα απαιτούσε χιονισμένο τοπίο. Περνούσε 24ωρα ολόκληρα κουβαλώντας σκηνικά, μεταφέροντας ρούχα, δίνοντας οδηγίες σε ηθοποιούς και κομπάρσους, γράφοντας διαλόγους και διορθώνοντας σκηνές με ελάχιστο φαγητό κακής ποιότητας και σχεδόν καθόλου ύπνο. Έπαιρνε πρωτοβουλίες και υπερασπιζότανε με σφοδρότητα τις απόψεις του. Πώς μεταλλάχτηκε έτσι το άλλοτε ανίσχυρο παιδί; Η οικογενειακή καταπίεση, η αυτοκτονία του αδερφού, ο φόβος για το μέλλον, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η απογοήτευση και η γενική ατολμία χάθηκαν μεμιάς δίνοντας τη θέση τους σ’ έναν καινούριο άνθρωπο. Ο Κουροσάβα ακολουθώντας το δρόμο της καρδιάς του κατάφερε να μεγαλουργήσει. Το πάθος και η προσήλωση σε καθετί που αγαπάμε προβάλλεται μέσα από την αυτοβιογραφία του ως μοναδικός δρόμος ζωής. Αυτή η χιλιοειπωμένη αλήθεια, που ίσως γι’ αυτό να έχει χάσει κάθε νόημα, επαναπροσδιορίζεται και αναδεικνύεται σε νόημα της ζωής και αποκλειστικός οδηγός ευτυχίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος παρασυρμένος από τη λαίλαπα του πολιτισμού της ταχύτητας έχει ξεχάσει τα αυτονόητα και λειτουργεί μηχανιστικά, αντανακλαστικά κι απελπισμένα όπως αυτός που πνίγεται στη μέση του ωκεανού. Μην έχοντας καμιά επαφή με τον εαυτό του, μην γνωρίζοντας καν τι είναι αυτό που επιθυμεί, αναζητά την ευτυχία αποκλειστικά σ’ αυτό που προβάλλεται, τη δύναμη και το χρήμα, σαν αποπροσανατολισμένο ψάρι που κινείται σπασμωδικά στη λάθος κατεύθυνση. Ακόμη κι αν τα έχει όλα δεν ευχαριστιέται με τίποτα, γιατί ακριβώς αυτά τα όλα τα έχουν καθορίσει άλλοι γι’ αυτόν χωρίς ο ίδιος να τα έχει επιλέξει. Ετεροκατευθυνόμενος, αξιολύπητος, παραπλανημένος, ολοκληρωτικά χαμένος σε μια άβυσσο χωρίς πυξίδα ακολουθεί τα βήματα μιας κονσερβαρισμένης ευτυχίας που τελικά δεν τον εκφράζει. Μοιραία ξεπέφτει στην κατανάλωση κι αυτό είναι η θανατική του καταδίκη. Σταδιακά γίνεται όλο και πιο πρόθυμος να τσαλαπατήσει τους άλλους για το κέρδος. Φοβάται μη χάσει την αγοραστική του δύναμη και στερηθεί όλα τα άχρηστα που αγοράζει χωρίς να καταλαβαίνει ότι ακριβώς σ’ αυτό το σημείο είναι η πηγή κάθε δυστυχίας. Δρα ανταγωνιστικά και ζηλεύει τα αγαθά του γείτονα αφού τα εκλαμβάνει ως κοινωνική καταξίωση. Ονειρεύεται να αποκτήσει τα ίδια και περισσότερα για να τον ζηλεύουν οι άλλοι. Δεν ζει, ποζάρει. Βιώνοντας το παράλογο ξεφαντώνει χωρίς να γλεντάει, γελάει χωρίς να χαίρεται, διασκεδάζει χωρίς να ευχαριστιέται, πολιτεύεται χωρίς να οραματίζεται, συζητά χωρίς να επικοινωνεί, συναναστρέφεται με ανθρώπους χωρίς να δένεται μαζί τους, και γενικώς μιμείται, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, σαν νευρόσπαστη μαριονέτα χωρίς ταυτότητα, κακόμοιρος, ιδρωμένος, εξαπατημένος, αποξενωμένος, απομονωμένος, άρρωστος, καταδικασμένος σε αιώνια δυστυχία. Σ’ αυτό τον άνθρωπο απευθύνεται ο Κουροσάβα προσπαθώντας να εξηγήσει από την αρχή τις παγίδες του πολιτισμού και τις ανθρώπινες αδυναμίες και να επαναχαράξει το δρόμο της απλότητας, της κατανόησης του συνανθρώπου, της συντροφικότητας, της επαναπροσέγγισης της φύσης, της αυτογνωσίας, της σοφής σιωπής και του έρωτα. Ο Κουροσάβα είναι ο μεγάλος σοφός του παγκόσμιου κινηματογράφου.
                                                                            
                                                                                ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΠΑΝΤΕΣ abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: