6.12.11

Ο ΦΡΟΫΝΤ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Sigmund Freud(1856-1939)
Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

O Mark Edmundson είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια κι έγραψε το βιβλίο «Ο θάνατος του Σίγκμουντ Φρόυντ». Πρόκειται για μια περιληπτική απόπειρα βιογραφίας του Φρόυντ που καλύπτει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Παράλληλα όμως παρουσιάζεται κι ένα χορταστικό πορτρέτο του Χίτλερ που αφορά τα νεανικά του χρόνια, όταν φυτοζωούσε στη Βιέννη φιλοδοξώντας καλλιτεχνική αναγνώριση. Βρισκόμαστε δηλαδή ανάμεσα σε δύο πόλους εντελώς διαφορετικών ανθρώπων που, ο καθένας με τον τρόπο του, σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Όλα ξεκινάν το 1909 όπου ο Φρόυντ, πενηντάρης και βάλε, βρίσκεται στο απόγειο της φήμης του και, θα λέγαμε, στο αποκορύφωμα των συγγραφικών του δυνατοτήτων ενώ ο Χίτλερ, αφού πέρασε κάποια χρόνια σπαρτιατικής λιτότητας, ξέμεινε τελείως από λεφτά – την πενιχρή κληρονομιά που του άφησε η μητέρα του – και περιφερόταν άστεγος, στις πλατείες και τα παγκάκια. Το μόνο που είχε πετύχει ήταν δύο απορρίψεις από την κρατική σχολή καλών τεχνών που τον εξόργιζαν και τον γέμιζαν απογοήτευση. Τελικά βρήκε στέγη σ’ ένα άσυλο κι εκεί τον βρήκε ο πρώτος παγκόσμιος. Έβγαζε λυσσαλέους αντισημιτικούς λόγους και πολλές φορές ήταν αντικείμενο χλευασμού. Πολλοί τον θεωρούσαν ψυχολογικά διαταραγμένο.
Αμέσως μετά ο Edmundson μας μεταφέρει στη Βιέννη του 1938. Ο Φρόυντ είναι 81ενός ετών, σε κακά χάλια, με άσπρα μαλλιά και δέρμα λεπτό «σαν τσιγαρόχαρτο», χωρίς καλά – καλά να μπορεί να μιλήσει από την πρόθεση που του εμφυτεύσανε στη γνάθο προς αντικατάσταση των οστών και των δοντιών που του αφαίρεσαν κατά τις πολλές εγχειρήσεις για τον καρκίνο. Ο Χίτλερ, από την άλλη, είναι καγκελάριος στη Γερμανία
κι ετοιμάζεται να εισβάλλει στην Αυστρία, με ξεκάθαρες αντισημιτικές προθέσεις κι αφού, πέντε χρόνια πριν, είχε κάψει τα βιβλία του Φρόυντ κατακρημνίζοντας την ενστικτώδη ζωή και υμνώντας την ευγένεια της ψυχής. Κάπως έτσι ξετυλίγεται ένα πολύ ενδιαφέρον οδοιπορικό που ενώνει τις ζωές δύο προσωπικοτήτων που δε συναντήθηκαν ποτέ. Η ακμή του ενός συνδέεται άρρηκτα με την παρακμή του άλλου και με τρόπο σχεδόν μαγικό, που μόνο η μοίρα ξέρει να πλάθει, η Βιέννη φαίνεται να μην χωρά και τους δύο ταυτόχρονα. Η είσοδος του Χίτλερ δεν είναι παρά ολοκάθαρη απειλή για το Φρόυντ που πρέπει να εγκαταλείψει άμεσα τη Βιέννη, πράγμα που τελικά κάνει, μετακομίζει στο Λονδίνο, μετά από τρομερές πιέσεις. Η μεταφορά στο Λονδίνο ήταν ένα τρομερό, αξεπέραστο πλήγμα για τον Φρόυντ.
Οι εικόνες που μεταφέρει ο Edmundson από το πολεμικό κλίμα της Βιέννης με τις βιαιοπραγίες σε βάρος των Εβραίων και την παραληρηματική συμπεριφορά των μαζών είναι σχεδόν μυθιστορηματικές. Οι αρχικές αντιρρήσεις του Φρόυντ να φύγει, ο άμεσος κίνδυνος που τον απειλούσε, η καθημερινή αγωνία μέσα σε μια μέγγενη που ολοένα έσφιγγε και οι τελικές παρασκηνιακές διαδικασίες για την κυριολεκτικά τελευταίας στιγμής μεταφορά του, κερδίζουν τον αναγνώστη, όχι μόνο με το δεδομένο ιστορικό ενδιαφέρον που περιέχουν, αλλά και με τον τρόπο που τελικά συνδέονται με την ίδια τη φροϋδική ιδεολογία. Γιατί ο Edmundson καταφέρνει με πολύ απλή γλώσσα και με τρόπο απολύτως φυσικό, σχεδόν ανεπαίσθητο, να εναρμονίσει τους βασικότερους άξονες της φροϋδικής διδασκαλίας μέσα στο ιστορικό πλαίσιο. Η σύμπλευση της ιστορικής πραγματικότητας με τις θεμελιώδεις φροϋδικές αρχές δημιουργούν ένα κείμενο που καθηλώνει και ταυτόχρονα διδάσκει χωρίς να κουράζει στο ελάχιστο. Δημιουργούν δηλαδή το απόλυτο φροϋδικό αλφαβητάρι.
Ο Φρόυντ διαιρεί την ανθρώπινη ψυχή σε τρία μέρη: Το Εγώ, το Αυτό και το Υπερεγώ. Το Υπερεγώ είναι ο αυστηρός διαχειριστής της εξουσίας. Είναι ο μηχανισμός που ελέγχει κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά και ασκεί δριμύτατες επικρίσεις όταν παρεκτρέπεται. Είναι αυτό που ο Καμύ αποκάλεσε στην «Πτώση» η εσωτερική αστυνομία που κανείς δεν μπορεί να σκοτώσει, δηλαδή η εσωτερική φωνή που μας επαναφέρει στην ηθική τάξη κάθε φορά που ενδεχομένως διασαλεύεται. Φυσικά δεν μπορεί παρά να ορίζει τα κριτήριά της από τον κοινωνικό περίγυρο και τα πρότυπα της τρέχουσας ηθικής. Γι’ αυτό ο Καμύ διατείνεται το αδύνατο της προσωπικής ελευθερίας, αφού, από θέση αρχής, η συμπεριφορά ενσταλάζει στα κοινωνικά πρότυπα που ισχυροποιούν τις αυτόματες ηθικές αντιστάσεις με τη μορφή του φροϋδικού Υπερεγώ – δυνάστη. Από την άλλη το Αυτό είναι η ενσάρκωση της συναισθηματικής παρόρμησης που δε δέχεται εύκολα αντιρρήσεις. Το Αυτό είναι η συναισθηματική άβυσσος, το ασυνείδητο, που πολλές φορές φέρνει στο φως σκέψεις κι επιθυμίες που αντιβαίνουν την ηθική και μοιραία συγκρούονται πάνω στο τείχος του Υπερεγώ. Είναι αυτό που ο Μαρκ Τουαίην αποκάλεσε Εσωτερικό Αφέντη και που είναι αδύνατο να αντισταθεί κανείς. Η ψυχική ισορροπία του ανθρώπου έγκειται ακριβώς σ’ αυτή τη λεπτή ισορροπία των δύο διαρκώς αντιμαχόμενων πόλων. Εδώ δηλαδή βρίσκεται το Εγώ που εισπράττει και ταυτόχρονα διευθετεί αυτή την αδυσώπητη εσωτερική σύγκρουση. Σε πολλές περιπτώσεις η σύγκρουση είναι τόσο σφοδρή που το Εγώ καταρρακώνεται. Είναι η στιγμή που αρχίζουν τα ψυχοσωματικά σύνδρομα, που δεν είναι τίποτε άλλο από το καθρέφτισμα της ανισορροπίας των μερών της ψυχής. Η σφοδρότητα της σύγκρουσης είναι ανάλογη με το ηθικό βάρος της πράξης που διακυβεύεται. Φυσικά, όλα αυτά λειτουργούν εν αγνοία του ανθρώπου που τις περισσότερες φορές αρνείται να κοιτάξει στο ασυνείδητο γιατί πολύ απλά φοβάται την εικόνα του εαυτού που θα αντικρίσει. Πρόκειται για την ασύνειδη δράση του Υπερεγώ που λειτουργεί προκαταβολικά και επιπλήττει ακόμα και τις σκέψεις. Η διαδικασία αυτή διογκώνει το Αυτό που διεκδικεί το δικό του μερίδιο και το Εγώ, παντελώς διχασμένο, είναι αδύνατο να διαχειριστεί την κατάσταση κι ο ρόλος του ειδικού είναι ακριβώς αυτός, να συμφιλιώσει τα δύο μέρη, δηλαδή να κάνει τον ασθενή να αγαπήσει τον εαυτό του. Φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με το παρελθόν, τον βοηθάει να φτάσει στην πρωταρχική αιτία της σύγκρουσης. Τον οδηγεί δηλαδή σ’ ένα επώδυνο οδοιπορικό αναγνώρισης των μεγαλύτερων φόβων ή ενοχών ή κάθε είδους τραυματικών εμπειριών που ο ίδιος έχει σπρώξει στη λήθη για να ξεφύγει από το βάρος τους. Μόνο η γνώση της βαθύτερης αιτίας μπορεί να οδηγήσει στη λυτρωτική συμφιλίωση. Ο Φρόυντ αποκαλεί το Εγώ «κακόμοιρο πλάσμα» που τελικά έχει να διαχειριστεί τρεις αφέντες. Το Υπερεγώ, το Αυτό και τον εξωτερικό κόσμο που οξύνει τις πιέσεις τόσο με τις προκλήσεις που δημιουργεί στα πλαίσια του τυχαίου της ανθρώπινης ζωής, όσο και με την ηθική που διαμορφώνεται περισσότερο από την κοινωνία ως κάτι αυτονόητο που πρέπει να υιοθετηθεί.
Το αλκοόλ δεν είναι τίποτε άλλο παρά το μέσο που καταπραΰνει το Υπερεγώ, που χαλαρώνει την αυστηρή επιτήρησή του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος νιώθει ευχάριστα τη στιγμή της μέθης. Γιατί απαλλάσσεται, έστω προσωρινά, από την αδιάκοπη σύγκρουση. Γι’ αυτό την επόμενη μέρα αισθανόμαστε άβολα με τις ατασθαλίες της προηγουμένης νύχτας. Γιατί το Υπερεγώ επανέρχεται και επιρρίπτει ευθύνες για την παραγκώνισή του. Τον ίδιο ρόλο παίζει κι ο έρωτας. Το χάιδεμα του σκύλου, το παιχνίδι μ’ ένα μικρό παιδί, η επαφή με την τέχνη κτλ, είναι ευεργετικά γιατί ακριβώς καταστέλλουν την αιώνια σύγκρουση. Είναι η ανακουφιστική ανακωχή του πιο αιματηρού πολέμου. Κατά το Φρόυντ ακόμα κι ο ύπνος είναι απαραίτητος ακριβώς γι’ αυτό. Για να σταματήσουμε να κλυδωνιζόμαστε από το εξοντωτικό μετέωρο της ψυχικής αβεβαιότητας. Τον ίδιο ρόλο παίζει κι ο ηγέτης. Λειτουργώντας σαν ερωτικό υποκατάστατο απονεκρώνει το Υπερεγώ και νομιμοποιεί πράξεις που σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα ανεχόταν. Κάπως έτσι βλέπουμε τους πολιτισμένους μέχρι χθες Βιεννέζους να σπάνε και να ρημάζουν τις εβραϊκές περιουσίες, να κακοποιούν ανθρώπους, να βιαιοπραγούν σχεδόν σαδιστικά σε βάρος ανήλικων εβραιόπουλων χωρίς ενοχές, αφού το Υπερεγώ το έχει αποκοιμίσει ο ηγέτης και η τρέχουσα ιδεολογία που πρεσβεύει. Έτσι διοχετεύεται απροκάλυπτα το Αυτό μετατρέποντας τον άνθρωπο σε τέρας χωρίς τα περαιτέρω ενοχλητικά σύνδρομα κι αυτό ακριβώς είναι η αποκτήνωση του πολέμου. Κάπως έτσι ο Edmundson δένει υπέροχα τα δύο πρόσωπα (Χίτλερ – Φρόυντ) αφού τελικά ο πρώτος αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση της θεωρίας του δεύτερου στην «Ψυχολογία των μαζών».
Ο Αριστοτέλης, περισσότερα από 2000 χρόνια πριν, στα «Ηθικά Νικομάχεια» διαίρεσε την ψυχή επίσης σε τρία μέρη. Το άλογον μέρος της ψυχής, όπου η λογική δεν παίζει κανένα ρόλο και αφορά τη βιολογική υπόσταση του ανθρώπου, το λόγον μέρος, όπου καθορίζεται αποκλειστικά από τη λογική και αφορά τις διανοητικές δυνατότητες του ανθρώπου και το επιθυμητικόν που περικλείει και το λόγον και το άλογον μέρος της ψυχής και σχετίζεται με τις αρετές που καθορίζουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Δηλαδή, αναγνωρίζει ότι ο ανθρώπινος χαρακτήρας καθορίζεται τόσο από τη λογική, όσο και από την απουσία της λογικής – άλογον μέρος. Είναι δηλαδή μια σύνθεση λογικής και παρόρμησης που λειτουργούν ταυτόχρονα και συνδιαμορφώνουν. Η λογική τάσσεται ξεκάθαρα στην υπηρεσία της ηθικής, αφού ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για την κοινωνική διάστασή της, που δεν είναι τίποτε άλλο από το καταστάλαγμα της συλλογικής λογικής που ορίζει χειροπιαστά την τρέχουσα ηθική ως μηχανισμό ομαλής συμβίωσης. Η λογική διαφοροποιεί το καλό από το κακό, η λογική αποσαφηνίζει την αποδεκτή από τη μη αποδεκτή πράξη. Μιλάμε για τη λογική της συγκεκριμένης κοινωνίας, τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Όμως η λογική, όσο ξεκάθαρη κι αν είναι, δεν είναι αρκετή για να ρυθμίσει απόλυτα την ανθρώπινη δράση. Έτσι εισάγεται και το άλογον – το πέρα από τη λογική – ως ισότιμος διαμορφωτής συμπεριφοράς. Ο Αριστοτέλης δίνοντας τεράστια σημασία στα συναισθήματα – την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που εισπράττει κανείς από μια συγκεκριμένη πράξη – καθιστά σαφές ότι τελικά η κινητήριος δύναμη της συμπεριφοράς ξεπερνά τη λογική και καθορίζεται περισσότερο από τα συναισθήματα, τις άλογες παρορμήσεις τις ψυχής. Τι είναι λοιπόν αυτές οι άλογες παρορμήσεις τις ψυχής; Από τι καθορίζονται; Τι άλλο θα μπορούσαν να είναι πέρα από το φροϋδικό υποσυνείδητο, το ανελέητο κι αδηφάγο Αυτό; Όσο για τη λογική που καθορίζει την ηθική, και μάλιστα με κοινωνικά δεδομένα, τι άλλο μπορεί να είναι από το Υπερεγώ; Ο Αριστοτέλης μπορεί να μην μίλησε για την ανελέητη σύγκρουση των δύο πόλων, μίλησε όμως για την παιδεία που θα μας οδηγήσει στην αρετή με την έξη (εθισμό μέσω της επαναλαμβανόμενης πράξης που γίνεται δεύτερη φύση), δηλαδή αναγνώρισε ξεκάθαρα την αναγκαιότητα διάπλασης του άλογου μέρους (Αυτό) προτού γίνει ανεξέλεγκτο και μας οδηγήσει στην κακή έξη, δηλαδή την κατάλυση της αρετής. Μίλησε όμως και για τη μεσότητα που πρέπει να μας συνοδεύει και στα συναισθήματα και στις πράξεις. Μόνο η μεσότητα μας οδηγεί στην αρετή. Η υπερβολή και η έλλειψη, τα δύο αιώνια άκρα που βασανίζουν τον άνθρωπο, οδηγούν στην απομάκρυνση από την αρετή και κατ’ επέκταση στη δυστυχία αφού ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος μόνο στο δρόμο της αρετής. Τι άλλο μπορεί να είναι αυτή η μεσότητα πέρα από τη φροϋδική ισορροπία ανάμεσα στο Αυτό και το Υπερεγώ; Τι άλλο είναι η κοινωνική διάσταση της αρετής πέρα από το φροϋδικό τρίτο πόλο που βασανίζει το Εγώ και που λέγεται εξωτερικός κόσμος; Τι άλλο μπορεί να είναι οι σωματικές ηδονές που ωθούν τον άνθρωπο στα άκρα από τη φροϋδική σεξουαλικότητα;
Αν αναλογιστούμε τις αντιδράσεις που υπήρχαν στις φροϋδικές απόψεις – η σκηνή στο βιογραφικό έργο του Τζον Χιούστον για το Φρόυντ που τον δείχνει να γιουχάρεται σύσσωμα από την επιστημονική κοινότητα της εποχής όταν αναλύει τη θεωρία του οιδιπόδειου συμπλέγματος είναι κατατοπιστική – και την τελική του εξορία από τη Βιέννη και τα συγκρίνουμε με τη μοίρα του Αριστοτέλη που επίσης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στη Χαλκίδα - όπου γνώρισε το μαρασμό και το θάνατο - θα διαπιστώσουμε δύο παράλληλες πορείες ανθρώπων που προχώρησαν μπροστά από την εποχή τους εκπροσωπώντας την πρωτοπορία της παγκόσμιας διανόησης.

                                                  Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: