3.10.11

Ο ΚΑΣΑΡΕΣ ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Adolfo Bioy Casares(1914-1999)
  σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Αδόλφο Μπιόι Κασάρες έγραψε το μυθιστόρημα «Η εφεύρεση του Μορέλ» το 1940. Ήρωας του έργου ένας τυχοδιώκτης που για να αποφύγει τη φυλακή καταφεύγει σε ερημονήσι που όχι απλώς δεν πατάει άνθρωπος, αλλά υπάρχει η φήμη ότι όποιος πήγε εκεί ή πέθανε ή τρελάθηκε. Η φήμη αυτή είναι που ώθησε τον ήρωα στην επιλογή του συγκεκριμένου νησιού αφού λειτούργησε ως διαπιστευτήριο απομόνωσης. Με την άφιξή του παρατηρεί ένα σπίτι χτισμένο σ’ ένα λόφο κι όπως είναι φυσικό κατευθύνεται εκεί. Το σπίτι είναι σε πολύ καλή κατάσταση, διώροφο, απολύτως κατοικήσιμο, ένα πολύ ευχάριστο ξάφνιασμα για τον κυνηγημένο. Όμως μέσα σε λίγες ώρες ακούγονται φωνές. Πλησιάζει μια παρέα αντρών και γυναικών. Ξένοιαστη παρέα, όλο γέλια και πειράγματα που όμως φέρνει τον ήρωα σε τέτοιο πανικό που φεύγει τρέχοντας προς τα αφιλόξενα βράχια. Περνά ώρες βασανιστικής αγωνίας. Ποιοι είναι αυτοί; Πώς ήρθαν; Μήπως τους ανήκει το νησί; Μήπως αυτοί έσπειραν τις φριχτές φήμες για το μέρος προκειμένου να διασφαλίσουν την ησυχία τους; Πώς θα αντιδράσουν αν τον δουν; Μήπως θα καλέσουν το λιμενικό; Η τελευταία σκέψη τον εξουθενώνει. Γυρίζει όλη τη βραχώδη παραλιακή περίμετρο του νησιού αλλά δεν βλέπει σκάφος ή βάρκα ή έστω φουσκωτό.
Πώς θα φύγουν; Θα φύγουν; Ο Κασάρες πλάθει με μαεστρία ένα πολύ ιδιόμορφο ψυχολογικό πορτρέτο. Θα λέγαμε ότι ενσαρκώνει τον πανικό. Ο ήρωας φυτοζωεί λίγες μέρες στα βράχια, με κίνδυνο να πνιγεί στην παλίρροια, σε παραληρηματική κατάσταση. Σε μια κρίση λογικής αποφασίζει να βγει από την κρυψώνα του και να παρακολουθήσει τους ανεπιθύμητους. Πετυχαίνει σ’ ένα ξέφωτο μια γυναίκα να μιλά μ’ ένα νεαρό. Πλησιάζει ώστε να ακούει. Ο νεαρός της κάνει κόρτε. Ο ήρωας θεωρεί ελκυστική τη γυναίκα. Η γυναίκα απωθεί το νεαρό κι αυτό χαροποιεί τον ήρωα. Κάποια στιγμή το βλέμμα της στρέφεται προς τι μέρος του. Καρφώνεται πάνω του. Ο ήρωας παγώνει. Μετά ξαναγυρίζει στο νεαρό και συνεχίζει την κουβέντα. Ο ήρωας καταφεύγει στα βράχια και βυθίζεται σε νέα πέλαγα οδύνης. Τον είδε; Δεν τον είδε; Σίγουρα τον είδε. Όμως γιατί συμπεριφέρθηκε σαν να μην τον είδε; Τι θα κάνει; Θα το πει στους άλλους; Θα τον ψάξουν; Αυτές οι σκέψεις, παράλογες και λογικές, παραληρηματικές κι ωστόσο οργανωμένες, ανυπόφορες κι αναπόφευκτες, φρικτές κι αισιόδοξες, αποτυπώνουν την άτακτη μεθοδικότητα της απόλυτης τρέλας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί βήμα – βήμα την επικίνδυνη κι ανεξιχνίαστη πορεία προς τη συναισθηματική άβυσσο, προς το τέρμα κάθε λογικής. Ένας παρατεταμένος επιθανάτιος ρόγχος. Ταυτόχρονα ο ήρωας δεν μπορεί να κρύψει την έλξη του προς αυτή τη γυναίκα. Υπογείως πλάθει ελπίδες. Λίγες μέρες αργότερα ξαναπηγαίνει στο σπίτι και παρακολουθεί την παρέα από ασφαλή απόσταση. Αρχίζει και τακτοποιεί τις σκέψεις του. Ανασυγκροτείται. Ξαναγυρίζει στα βράχια νιώθοντας ψύχραιμος. Όμως λίγες μέρες αργότερα έρχεται το τελικό χτύπημα. Συναντά πάλι την ίδια γυναίκα, που του αρέσει, με τον ίδιο νεαρό, στο ίδιο σημείο, με τα ίδια ρούχα, να λένε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Καρμπόν! Πηγαίνει στο σπίτι κι ακούει επίσης τα ίδια πράγματα που είχε ακούσει πριν μέρες, στο ίδιο σημείο, με τις ίδιες εκφράσεις και χειρονομίες. Με το πέρασμα του χρόνου αντιλαμβάνεται ότι κάθε δραστηριότητα της παρέας επαναλαμβάνεται ακριβώς, σαν κινηματογραφικό φιλμ, ανά βδομάδα. Έφτασε να ξέρει τι θα γίνει αύριο, μεθαύριο κτλ. Τα μέλη της παρέας δεν τον βλέπουν. Απλώς επαναλαμβάνουν τις ίδιες δραστηριότητες σαν άψυχες μαριονέτες. Ο ήρωας εισβάλλει στο σπίτι και τελικά διαπιστώνει ότι όλη αυτή η αδιάκοπη επανάληψη οφείλεται σ’ έναν απολύτως παράλογο μηχανισμό, μια εφεύρεση ενός από την παρέα, του Μορέλ, που κατέγραψε όλη την εβδομάδα και την επαναλαμβάνει αέναα στο χρόνο. Κάτι σαν κάμερα που προβάλλει και ξαναπροβάλλει τις ίδιες εικόνες σε φυσικές διαστάσεις. Ο ήρωας παρακολουθεί ακόμα και τον καυγά που κάνει η παρέα όταν ο Μορέλ τους αποκαλύπτει την αμετάκλητα αιώνια καταγραφή τους.
Στο σημείο αυτό το βιβλίο παίρνει νέες διαστάσεις. Η επιστημονική φαντασία, το θρίλερ, η περιπέτεια και πάνω απ’ όλα η ψυχολογία και η συμπεριφορά του ατόμου μπροστά στην εικονική πραγματικότητα που βιώνει παντρεύονται ιδανικά σ’ ένα δεμένο και πολύ απλό κείμενο. Ο ήρωας παρακολουθεί μανιωδώς την ανούσια επανάληψη. Θέλει να μάθει τα πάντα, προσπαθεί να εισβάλλει στις κρεβατοκάμαρες. Νιώθει συμπάθειες κι αντιπάθειες. Ερωτεύεται τη γυναίκα που του άρεσε από την αρχή. Με δυο λόγια εγκλωβίζεται τόσο πολύ στην εικονική πραγματικότητα που ξεπερνά τα όρια του παρατηρητή – ηδονοβλεψία και γίνεται συμμέτοχος, κοινωνός. Με κάποιο τρόπο γίνεται μέλος της παρέας. Η παθητικότητα της παρατήρησης γίνεται μοναδική ενεργητική του απασχόληση. Όλες του οι δυνάμεις εξαντλούνται σ’ αυτό. Τα προβλήματά του εξαφανίζονται, το έντονο παρελθόν του χάνεται, ο φόβος της αστυνομίας γίνεται μακρινός κι ασήμαντος. Θα λέγαμε ότι η προσωπικότητά του χάνεται αφού πλέον ζει μόνο μέσα από τις ζωές των άλλων.
Σήμερα, στην εποχή του διαδικτύου και της τηλεόρασης, (70 χρόνια μετά την συγγραφή του βιβλίου) η επικαιρότητα του Κασάρες φαντάζει σαν χλευασμός. Η φρικτή μελλοντολογική πλοκή του έργου γίνεται πρόβλεψη που επιβεβαιώνεται με την ακρίβεια προφητείας. Η δύναμη των μέσων δε χρειάζεται συζήτηση. Πλάθουν συνειδήσεις, δημιουργούν φόβους, διαμορφώνουν πολιτικές απόψεις, επινοούν ψεύτικες ανάγκες, ωθούν στον καταναλωτισμό, προβάλλουν αρνητικά πρότυπα, αποβλακώνουν, αποπροσανατολίζουν, εξαπατούν την κοινή γνώμη, υποβαθμίζουν το πνευματικό επίπεδο, προπαγανδίζουν και γενικώς τσαλαπατούν τους ανθρώπους αφού τους παθητικοποιούν και τους καθιστούν μαριονέτες και φερέφωνα. Όλα αυτά είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα αλλά εδώ ο Κασάρες μιλάει για κάτι άλλο. Κάτι βαθύτερο και πιο επικίνδυνο. Τη συμμετοχή στην εικονική πραγματικότητα, δηλαδή την οριστική κατάθεση της προσωπικότητας μας σε κάτι ξένο κι όμως οικείο, (αφού γίνεται ζωή μας) που φυσικά ορίζεται και κατευθύνεται από άλλους. Αυτή η συμμετοχή εκδηλώνεται με τη μίμηση. Πλέον δεν βλέπουμε τηλεόραση, ζούμε μέσα απ’ την τηλεόραση. Οι τηλεοπτικοί αστέρες είναι οι φίλοι μας, τους αγαπάμε, τους ερωτευόμαστε, τους μιμούμαστε, θέλουμε να ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτούς. Είμαστε οι καθημερινοί ήρωες του Κασάρες που βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια καθηλωμένοι, στο δικό μας ερημονήσι, ανίκανοι να ζήσουμε. Πλέον τίθεται θέμα ταυτότητας. Απ’ αυτό που είμαστε τι είναι δικό μας και τι μας έχει φυτέψει η εικονική πραγματικότητα των μέσων; Οι ανάγκες μας, οι απόψεις, το ντύσιμο, ακόμα και τα ερωτικά μας γούστα είναι δικά μας; Αν ναι, πώς δικαιολογείται η θλιβερή ομοιομορφία των επιλογών, των προτεραιοτήτων και των φιλοδοξιών της συντριπτικής πλειοψηφίας; Το ζήτημα παίρνει τρομακτικές διαστάσεις αν σκεφτούμε τη σχέση των πιτσιρικάδων με το διαδίκτυο. Υπάρχουν παιδιά που πληρώνουν για να αποκτήσουν ένα όπλο ή μια μαγεία ή δεν ξέρω τι άλλο προκειμένου να αναβαθμίσουν το χαρακτήρα που εκπροσωπούν σε διαδικτυακά παιχνίδια. Δηλαδή δίνουν αληθινά λεφτά από το χαρτζιλίκι των γονιών τους για να αποκτήσουν πλεονεκτήματα στην εικονική πραγματικότητα. Υπάρχουν παγκοσμίως θανατηφόρα κρούσματα νέων από εξάντληση μετά από συνεχείς μέρες διαδικτυακής προσήλωσης. Ακούστηκε είδηση για θάνατο βρέφους γιατί οι γονείς απασχολούνταν διαρκώς σε διαδικτυακό παιχνίδι που αφορούσε τη φροντίδα ενός μωρού και παραμέλησαν το δικό τους. Η εικονική πραγματικότητα αποκτά διαστάσεις εξάρτησης με σαφείς ψυχοπαθολογικές προεκτάσεις κι ο άνθρωπος φαίνεται ανίκανος να αντισταθεί. Ο Κασάρες αναδεικνύεται όχι μόνο τεχνολογικός προφήτης αλλά και βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας.

                                                               Θανάσης Μπαντές. abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: