5.5.11

η σχεση του εγκεφαλου με το περιβάλλον


Στη σχέση του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος με το περιβάλλον, στο πως δηλαδή το αντιλαμβάνεται, υπήρχαν δύο απόψεις. Η μία θεωρούσε ότι το νευρικό σύστημα λειτουργεί σαν μία αναπαράσταση του περιβάλλοντος. Κάτι σαν καθρέπτης ή σαν κάμερα που το καταγράφει. Π.χ. το μάτι, που είναι και ένα πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα, σαν μία κάμερα αναπαριστά το περιβάλλον καταγράφοντας το, το αυτί σαν μαγνητόφωνο τους ήχους κλπ. Αυτή η άποψη λέγεται αναπαραστατική. Η άλλη άποψη, στην ακραία της έκφραση λέει ότι βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε, ακούμε αυτό που θέλουμε να ακούσουμε κοκ. Αυτή η άποψη λέγεται σολιψισμός και στην ακραία της μορφή αντιπροσωπεύει την απόλυτη γνωστική μοναξιά.
Σήμερα έχουμε μια πιο σύνθετη άποψη για το ποιες διαδικασίες συμβαίνουν σ’ αυτή τη σχέση.

Ο εγκέφαλος δεν λειτουργεί σαν κάμερα καταγραφής. Οι έμβιοι οργανισμοί στη γη, διαμόρφωσαν στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης, μηχανισμούς που ονομάσθηκαν αισθητήρια όργανα, σαν εξέλιξη των κυττάρων εκείνων που εξειδικεύθηκαν να αντιδρούν στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος δηλαδή των νευρικών κυττάρων, αποκτώντας έτσι πληρέστερη εικόνα του περιβάλλοντα χώρου και άρα κίνησης και προσαρμογής σ’ αυτόν. Αισθάνονται, αντιλαμβάνονται, αυτές τις πλευρές που τους είναι χρήσιμες για αυτήν την προσαρμογή και αυτό γίνεται με έναν ορισμένο τρόπο, τον τρόπο των βιολογικών συστημάτων όπως έχουν διαμορφωθεί στον πλανήτη μας τη γη. Ταυτόχρονα αυτή η αντίληψη, η αίσθηση, λειτουργεί με έναν υποκειμενικό τρόπο, που επειδή όμως γίνεται από μηχανισμούς που δημιουργήθηκαν με παρόμοιο τρόπο, στη βάση των ίδιων κοινών μορίων της ζωής, δηλαδή το μόριο του DΝΑ, και παρόμοιες συνθήκες περιβάλλοντος, είναι περίπου κοινός ο τρόπος αντίληψης, αίσθησης του περιβάλλοντος, ανεξάρτητα από τους διαφορετικούς μηχανισμούς που έχουν αναπτύξει πολλά είδη για τις αισθήσεις τους. Δηλαδή
 ένα δένδρο υπάρχει με παρόμοιο περίπου τρόπο για όλους τους ανθρώπους και για έναν σκύλο επίσης το δένδρο υπάρχει σαν οντότητα, απόδειξη ότι το χρησιμοποιεί για διάφορες ανάγκες του, άλλο ότι το νοηματοδοτεί διαφορετικά απ’ ότι ο άνθρωπος.
Αυτή η αντίληψη έχει ένα συμβολικό και ταυτόχρονα υποκειμενικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, το φως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι τα φωτόνια, κάτι μεταξύ ηλεκτρομαγνητικού κύματος και σωματιδίου, προσπίπτουν στα εξειδικευμένα για αντίδραση στο φως κύτταρα του αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού, τα κωνία και τα ραβδία. Τα σήματα που λαμβάνονται απ’ αυτά τα κύτταρα, πηγαίνουν στον εγκέφαλο, ο οποίος τα ερμηνεύει με βάση ’’χάρτες αναγνώρισης’’ που έχει διαμορφώσει εξελικτικά, δίνοντας τους μια ορισμένη μορφή, χρήσιμη σε μας για να προσαρμοζόμαστε στο περιβάλλον. Το ίδιο ισχύει για τα χρώματα, τα σχήματα, τους ήχους, τις γεύσεις, τις οσμές αλλά και για τις γενικότερες έννοιες του χώρου, του χρόνου, της ποσότητας, της ποιότητας κλπ, ότι εν πάση περιπτώσει αντιλαμβανόμαστε. Με αυτή την έννοια μιλάμε για συμβολικό και υποκειμενικό χαρακτήρα αυτής της πρόσληψης. Η υποκειμενικότητα προκύπτει από τη μοναδικότητα του κάθε οργανισμού παρ’ όλα τα κοινά του χαρακτηριστικά με τους άλλους οργανισμούς ιδιαίτερα του ίδιου είδους, που δίνουν κοινά χαρακτηριστικά και στην πρόσληψη των ερεθισμάτων. Το ποσοστό αν μπορούσαμε να το ονομάσουμε έτσι αυτής της υποκειμενικής πρόσληψης διαφέρει ανάλογα με την πολυπλοκότητα του φαινομένου που προσλαμβάνουμε.
Για τα φυσικά φαινόμενα έχουμε την εμπειρία και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, της παρατήρησης από την σκοπιά της τάξεως μεγέθους που βρισκόμαστε. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε έναν παρατηρητή από μια εντελώς διαφορετική τάξη μεγέθους, ας πούμε ενός υποατομικού σωματιδίου, θα είχαμε μία εντελώς διαφορετική αντίληψη της φυσικής πραγματικότητας. Δεν θα ‘’έβλεπε’’ τίποτε από αυτό που βλέπουμε εμείς. Θα ‘’έβλεπε’’ ένα απέραντο κενό ή σχηματισμούς φευγαλέους που δημιουργούνται, συγκρούονται και εξαφανίζονται κι αυτό πάλι σύμφωνα με την πιθανή εικόνα που έχουμε σχηματίσει εμείς για τον υποατομικό χώρο. Το ίδιο αν ήμασταν από μία τάξη μεγέθους, στο αντίθετο άκρο μεγάλη, ας πούμε γαλαξιακού θα είχαμε προφανώς μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Μπορούμε να βάλουμε τη φαντασία μας να δουλέψει αλλά μάλλον είναι αδύνατο και να προσεγγίσουμε καν, πως θα ήταν αυτή η αντίληψη.
Αυτή η πρόσληψη όπως είπαμε γίνεται με έναν συμβολικό τρόπο, τον τρόπο των βιολογικών συστημάτων πάνω στον πλανήτη μας. Παρ’ όλο τον συμβολικό της χαρακτήρα αυτή η γνώση δεν είναι άσχετη με την πραγματικότητα. Η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι μπορούμε μέσα από την παρατήρηση να αυξάνουμε αυτή την ποσότητα της γνώσης αλλά επίσης και το γεγονός ότι υπάρχουμε σημαίνει ότι η γνώση αυτή αντανακλά έστω και με συμβολικό τρόπο την φυσική πραγματικότητα. Αυτή η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον αποτελεί και τη μόνη δυνατότητα που έχουμε να αυξήσουμε την ποσότητα της γνώσης. Η προσαρμογή είναι γνώση.
Αλλά και για αυτό το μέρος του περιβάλλοντος κόσμου που αντιλαμβανόμαστε, η αντίληψη δεν γίνεται σαν καταγραφή όλων αυτών που θα μπορούσαν να καταγραφούν. Γίνεται με κάποιο τρόπο επιλεκτικά. Γίνεται μέσα από προσχηματισμένα νευρωνικά δίκτυα, κυκλώματα, που συνεργάζονται πολλαπλά μεταξύ τους, ανάλογα με τις ιδιαίτερες κάθε φορά συνθήκες και γι’ αυτό άλλωστε μπορούν να έχουν μεγάλη ευελιξία.
Για παράδειγμα στη λειτουργία του ματιού, που έχει μελετηθεί αρκετά, η ανάλυση γίνεται μέσα από την συνεργασία ενός πολύ μεγάλου αριθμού νευρωνικών κυκλωμάτων που είναι οργανωμένα σε διαφορετικά επίπεδα, τα οποία εντοπίζουν σχήματα, χρώματα κλπ και τα συνδυάζουν με βάση προηγούμενες εμπειρίες. Εμπειρίες εκατομμυρίων χρόνων εξέλιξης. Ακόμη έχει σημασία να αναφέρουμε ότι ο εγκέφαλος και το μάτι, εντοπίζουν τα απαραίτητα στοιχεία που θέλουν και τα υπόλοιπα τα συμπληρώνουν με βάση προηγούμενες εμπειρίες, για να μη χάνουν χρόνο σε ενέργειες που θεωρούνται περιττές. Για λόγους οικονομίας και ταχύτητας ο εγκέφαλος έμαθε να ελαχιστοποιεί τις ενέργειες που χρειάζεται να κάνει. Μόνο όταν εστιάζουμε κάπου την προσοχή μας, που σημαίνει ότι επεξεργάζεται ο εγκέφαλος περισσότερο τις πληροφορίες που παίρνει, βλέπει περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά και πάλι ένα μέρος είναι υποθετικό.
Τα νευρωνικά δίκτυα δεν δημιουργήθηκαν αυθαίρετα, αλλά είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης και των αναγκών της προσαρμογής. Δημιουργήθηκαν δηλαδή επειδή εξυπηρετούν κάποιες ανάγκες επιβίωσης και του κάθε ατόμου ξεχωριστά, αλλά και της ομάδας στην οποίαν ανήκε. Αν αυτά τα νευρωνικά δίκτυα σχηματίζονταν αυθαίρετα, απλά δεν θα υπήρχαμε. Τα νευρωνικά δίκτυα βρίσκονται σε μια αξεδιάλυτη σχέση με το περιβάλλον και αυτή η σχέση δημιουργήθηκε στη βάση της αντίληψης του ερεθίσματος και της αντίστοιχης απάντησης-δράσης σ' αυτό το ερέθισμα. Εξ άλλου η αντίληψη και η δράση μοιράζονται κοινούς υπολογιστικούς κώδικες και υποκείμενες νευρωνικές αρχιτεκτονικές, όπως δείχνουν πολλά δεδομένα.
Στους εξελικτικά κατώτερους οργανισμούς όπου η άμεση αισθητηριακή αντίληψη και η δράση είναι άμεσα συνυφασμένες, αυτή η λογική του νευρικού συστήματος φαίνεται καθαρότερα αλλά και στην νόηση και τη συνείδηση που κατέκτησε ο άνθρωπος και που είναι πολύ πιο πολύπλοκα φαινόμενα, δεν παύουν να υπακούουν σε παρόμοιες λογικές. Τα πρότυπα συμπεριφοράς που διαμορφώθηκαν εξελικτικά, διαμορφώθηκαν για την προσαρμογή και απάντηση σε συγκεκριμένα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, τα οποία επίσης τροποποιούνται από αυτές τις δράσεις.
Ο Roger Sperry* υποστήριξε ότι ο κύκλος αντίληψη δράση αποτελεί τη θεμελιώδη λογική του νευρικού συστήματος. Οι διαδικασίες της αντίληψης και δράσης είναι λειτουργικά αλληλένδετες. Η αντίληψη είναι ένα μέσο για τη δράση και η δράση είναι ένα μέσο για την αντίληψη.
Τα νευρωνικά δίκτυα επειδή αναπτύχθηκαν σαν προσαρμοστικοί μηχανισμοί, έχουν άμεση πρόσβαση στο αντικείμενο, γι αυτό και δεν έχουν υπολογιστική, μαθηματική προσπέλαση. Υπάρχει δηλαδή ένα όριο στην οποιαδήποτε ανάλυση που παρακάτω δεν μπορούμε να πάμε.


Όταν μιλάμε για νευρωνικά δίκτυα εννοούμε δίκτυα της πιο διαφορετικής πολυπλοκότητας. Από τα πιο απλά για τον έλεγχο μιας κίνησης, μέχρι τα πιο σύνθετα που ολοκληρώνουν μεγάλο αριθμό άλλων νευρωνικών δικτύων και αφορούν πρότυπα συμπεριφοράς. Που έχουν είτε συγκεκριμένη ανατομική δομή που προέκυψε από το αναπτυξιακό σχέδιο του εγκεφάλου, είτε λειτουργικό χαρακτήρα με σταθερότερες ή λιγότερο σταθερές συνδέσεις. Αυτά επειδή συνθέτουν μεγάλο αριθμό άλλων νευρωνικών δικτύων, που συχνά έχουν αντιτιθέμενες δράσεις, μπορούν και δίνουν διαφορετικές απαντήσεις, ανάλογα με τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος αλλά και τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Δεν πρέπει δηλαδή να τα φανταστούμε σαν ένα άκαμπτο πρόγραμμα συμπεριφοράς, όπως συμβαίνει π.χ. σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή που έχει ένα πρόγραμμα ενεργειών συγκεκριμένο με μια ορισμένη σειρά, αν και μερικές φορές βλέπουμε με κάποιο τρόπο και σε καταναγκαστικές συμπεριφορές, να ακολουθείται ένα πρόγραμμα ενεργειών με έναν άκαμπτο τρόπο. Όταν δηλαδή πρόκειται να παρθεί μια απόφαση, γίνεται κατά κάποιο τρόπο ένας ανταγωνισμός μεταξύ των δικτύων, μία στάθμιση των δεδομένων, παίρνοντας υπ’ όψη και τις προηγούμενες εμπειρίες, για το πώς θα επιτευχθεί το καταλληλότερο αποτέλεσμα για τον οργανισμό, όπως το αντιλαμβάνεται την δεδομένη στιγμή. Σε κάθε πράξη, κινητοποιούνται μεγάλα τμήματα του εγκεφάλου, με περισσότερη ή λιγότερη ευκαμψία και με διαφορετικό βαθμό συμμετοχής το καθένα, ανάλογα με την περίπτωση, για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Υπάρχει βέβαια και ένα ιεραρχημένο σύστημα αναγκών καθώς και προτύπων συμπεριφοράς που δημιουργήθηκαν σε διαφορετικά στάδια της ανάπτυξης, με μία τάση τα παλαιότερα να διατηρούν μια αξιοσημείωτη σταθερότητα, με τα νεότερα να παίζουν ένα ρόλο ελέγχου με αποτρεπτική ή ενισχυτική δράση.
Δηλαδή με κάποιο τρόπο ο επιλεκτικός μηχανισμός που λειτουργεί στη φύση, λειτουργεί και ανάμεσα στα διάφορα νευρωνικά δίκτυα, επιλογές δηλαδή που του έχει εφοδιάσει η φύση μέσω της εξέλιξης. Όμως με τις δυνατότητες που έχει αποκτήσει ο άνθρωπος, της εννοιολογικής κατηγοριοποίησης και της μορφοποίησης αυτής της δυνατότητας μέσω της γλώσσας, αποκτώντας συνείδηση της συνείδησης του, έχοντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα πολλαπλών, πρακτικά απεριόριστων, επανεισόδων στα αρχικά νευρωνικά δίκτυα, η λειτουργία αυτή αποκτά έναν ενεργητικό χαρακτήρα και δεν είναι μια απλή, παθητική κατά κάποιο τρόπο επιλογή κάποιων συμπεριφορών από το περιβάλλον. Αυτό δίνει μεγάλη ευελιξία στην προσαρμογή, πολύ μεγαλύτερη για παράδειγμα από έναν ατελέστερο οργανισμό που έχει μάθει να αντιδρά με έναν ή με πολύ λίγους μόνο τρόπους απέναντι σε ένα ερέθισμα, ανεξάρτητα αν πολλές φορές οι συνθήκες διαφέρουν, έχοντας αυτή η διαδικασία έναν κυρίως παθητικό χαρακτήρα, περιορίζοντας απελπιστικά τις δυνατότητες προσαρμογής και επικράτησης. Ο εγκέφαλος σαν υπολογιστική μηχανή των αναγκών του οργανισμού έγινε πιο αποτελεσματική.


Η ποσότητα των πληροφοριών που έχει συσσωρευθεί απο την ανθρώπινη μέχρι τώρα εμπειρία και πρέπει να μεταβιβασθεί στους απογόνους είναι πολύ μεγαλύτερη και απο των πιο κοντινών του θηλαστικών. Αυτή η μεταβίβαση δεν μπορεί να γίνει με την άμεση εγγραφή αυτών των πληροφοριών στον εγκέφαλο, όπως γίνεται ιδιαίτερα στις πιο κατώτερες εξελικτικές βαθμίδες όπου όλες ή οι περισσότερες πληροφορίες για την επιβίωση είναι γενετικά σχεδόν εξ ολοκλήρου καθορισμένες. Στον άνθρωπο, ένα μεγάλο μέρος των νευρωνικών κυκλωμάτων έχει τη μορφή της εν δυνάμει έκφρασης, που η υλοποίησή της γίνεται στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Η φύση δηλαδή προγραμματίζει την ανάπτυξη του εγκεφάλου με έναν γενικό, οικονομικό τρόπο και αφήνει στο περιβάλλον αλλά και στον ίδιο τον εγκέφαλο τελικά, την περαιτέρω εξέλιξη. Αυτό δηλαδή που συμβαίνει στα σώματα μας είναι μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ της κληρονομικότητας, των γονιδίων δηλαδή από τη μια μεριά και του περιβάλλοντος από την άλλη, με διαφορετικό βαθμό συμμετοχής του καθένα από αυτούς τους παράγοντες σε διαφορετικές λειτουργίες του οργανισμού.
Αυτές οι προεγγραφές, αν τις ονομάσουμε έτσι, των νευρωνικών κυκλωμάτων, φαίνεται να έχουν με κάποιο τρόπο την τάση της ολοκλήρωσης τους, της συνέχισης δηλαδή της αποκάλυψης τους. Αναζητούν την πληροφορία, τη γνώση δηλαδή, για αυτή τη συνέχεια. O homo sapiens, ονομάσθηκε "το ανικανοποίητο είδος", για αυτή την τάση να αναζητά πάντα νέες πληροφορίες, να μαθαίνει από αυτές, να εδραιώνει αυτή τη γνώση και να συνεχίζει. Ως ένα βαθμό ή καλύτερα από ένα σημείο και πέρα, αυτό φαίνεται να οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος κατακτώντας τη γλώσσα και τη συνείδηση ανωτέρου επιπέδου που τον χαρακτηρίζει, άλλαξε σε μεγάλο βαθμό και τον νοητικό προσανατολισμό του. Ενώ μέχρι τότε η νόηση αποσκοπούσε στενά στην προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον, επειδή ο ανταγωνισμός και η προσαρμογή αφορούσε την επιβίωση σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον, από τη δημιουργία των κοινωνιών, την κατάκτηση της γλώσσας, την απόκτηση δηλαδή της ανθρώπινης νόησης όπως την ξέρουμε, ο ανταγωνισμός και η προσαρμογή έγινε κυρίως ενδοειδική διαδικασία, στρέφεται μέσα στην κοινωνία ή ανάμεσα στις ομάδες μεταξύ τους οπότε πήρε και διαφορετικό προσανατολισμό. Η ανάγκη έτσι της προσαρμογής στις απαιτήσεις της ομάδας μπορεί να πάρει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις ανάγκες για παράδειγμα του πως θα προφυλαχθούμε από το κρύο ή από τα άγρια θηρία. Άρα οι ανάγκες του ενδοειδικού πια ανταγωνισμού και προσαρμογής, προσανατολίζουν και σε άλλους δρόμους τη νοητική ανάπτυξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι προηγούμενες ανάγκες εξαφανίζονται, απλά ιεραρχούνται διαφορετικά. Έτσι ανέπτυξε ικανότητες που αν τις δει κάποιος από τη στενή σκοπιά των εξελικτικών αναγκών σε σχέση με την προσαρμογή στη φύση, φαίνονται άσκοπες, περιττές και ανεξήγητες, όπως για παράδειγμα την τέχνη, τις επιστήμες κλπ, γίνονται όμως απόλυτα κατανοητές αν τις δούμε αυτές τις δραστηριότητες από τη σκοπιά της κοινωνικής συνείδησης και των νέων αναγκών που προκύπτουν από αυτή τη συνάφεια και αλληλεπίδραση μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης κοινωνίας. Όπως και την ανάγκη συνεχούς διεύρυνσης αυτών των γνώσεων που προκύπτει από αυτόν τον ανταγωνισμό.
Κάτι ανάλογο αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό γίνεται και με τα ζώα, επειδή η ποσότητα των πληροφοριών που αφήνεται στη διαδικασία της μάθησης είναι πολύ μικρότερη. Τα πρότυπα συμπεριφοράς και δράσης, χρειάζονται την επίδραση του αντίστοιχου περιβάλλοντος για να ολοκληρωθούν. Τα περισσότερα πουλιά, τα τραγούδια που λένε πρέπει να τα ακούσουν από τα πουλιά του είδους τους για να τα τραγουδήσουν και αυτά. Ένας σκύλος ή ένα γατάκι που τα πήραμε από μικρά και τα μεγαλώσαμε εμείς, το πιο πιθανό είναι όταν βλέπει τη γάτα ο σκύλος να μην την αντιμετωπίζει σαν προαιώνιο εχθρό του για να τη στρώσει στο κυνήγι ή την γάτα αντίστοιχα να ορθώνει τις τρίχες της ή να το βάζει στα πόδια. Πιθανόν κάτι να θέλουν να του πουν εκείνη τη στιγμή τα ένστικτά του αλλά να μη μπορεί να το προσδιορίσει. Αν είχε μεγαλώσει, έστω και λίγο, με άλλους σκύλους και έμαθε να κυνηγάει τις γάτες όταν τις βλέπει, τότε είναι πιο δύσκολο να χαλιναγωγήσει αυτό το ένστικτο αλλά κι αυτό μπορεί να γίνει όταν το δέλεαρ, το φαγητό πχ, ή ο φόβος της τιμωρίας από το αφεντικό, άλλα δηλαδή πρότυπα συμπεριφοράς, υπερισχύσουν.


Αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινη νόηση εμφανίζεται στο επίπεδο των ανθρώπινων κοινωνιών και των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους. Η συνείδηση και η νόηση είναι ένα φαινόμενο του ομιλιακού μας είναι, που δημιουργήθηκε μέσα σ’ ένα δίκτυο κοινωνικών και δομικών συζεύξεων. Είμαστε συγκροτημένοι μέσα σ’ ένα συνεχές γίγνεσθαι που το δημιουργούμε από κοινού με τους άλλους σε συνδυασμό με τις γενετικές προδιαγραφές που κουβαλάμε.
Σχετικά με αυτή την αλληλεπίδραση στα πλαίσια της ανθρώπινης κοινωνίας και το ρόλο της στην δημιουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου έχει ειπωθεί ένα πολύ ωραίο παράδειγμα ότι αν ρωτήσουμε ένα πίθηκο πως νοιώθει που είναι πίθηκος, δεν θα πρέπει να περιμένουμε απάντηση, γιατί αν με κάποιο τρόπο μας απαντήσει σημαίνει ότι έχει πάψει να είναι πίθηκος.
Αυτά τα νευρωνικά δίκτυα μεταβάλλονται ή μένουν σταθερά; Φαίνεται, όπως έχει δείξει και η επιστήμη της ψυχολογίας, ότι όσο πάμε σε βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης δηλαδή σε νευρωνικά δίκτυα που αφορούν βασικές αντιδράσεις του οργανισμού σε συναισθηματικά ερεθίσματα ή απειλητικές καταστάσεις πιο κοντά στις βασικές λειτουργίες του, τόσο πιο σταθερά είναι, χωρίς να σημαίνει ότι δεν αλλάζουν. Όσο προχωράμε σε αντιδράσεις νεότερες, πιο πολύπλοκες, που αφορούν μεγάλα σύνολα άλλων νευρωνικών δικτύων, μεγαλώνει η ευλυγισία και κατά συνέπεια και ο βαθμός ελευθερίας του συστήματος.
Υπάρχουν αντιτιθέμενα νευρωνικά δίκτυα, δηλαδή εγγραφές συμπεριφοράς που συγκρούονται μεταξύ τους. Εξαρτάται πιο είναι πιο ισχυρό κάθε φορά ή πιο εμφανίζεται πιο γρήγορα σαν άμεση απάντηση. Συνήθως πιο γρήγορα δρουν αυτά που δημιουργήθηκαν προγενέστερα. Η πιο συνειδητή, συνήθως επικαθήμενη συμπεριφορά ακολουθεί και διορθώνει ή ενισχύει την πρώτη την άμεση. Η πρώτη όμως αντίδραση έχει πιο άμεση σχέση με εγγραφές συμπεριφοράς βαθύτερες, που αφορούν τους αρχικούς τρόπους που είχε μάθει να αντιδρά το συγκεκριμένο άτομο. Γι’ αυτό και οι ψυχολόγοι βασίζονται από παλιά στη λειτουργία του συνειρμού, της άμεσης αντίδρασης, για να δουν τις βαθύτερες τάσεις του ατόμου.
Σε τελική ανάλυση η συμπεριφορά αποτελεί φαινόμενο χειρισμού πληροφοριών και δεδομένων που προκύπτουν από τα πρότυπα συμπεριφοράς που έχει ο καθένας διαμορφώσει.


Τα νευρωνικά κυκλώματα ή πρότυπα δράσης, αναπροσαρμόζονται συνεχώς μέσα από τη δοκιμή του σωστού και του λάθους. Αυτή η αναπροσαρμογή εξυπηρετείται όπως ειπώθηκε από τη δημιουργία των εννοιών, της εννοιολογικής συμβολικής μνήμης και της γλώσσας, που δίνει τη δυνατότητα της επανεπεξεργασίας των αρχικών εγγραφών. Στο βαθμό που γίνεται, αφορά περισσότερο τις πιο πολύπλοκες, τις νεότερες συμπεριφορές. Είναι απαραίτητο να γίνεται στην κατεύθυνση της καλύτερης προσαρμογής σε μιας συνεχώς μεταβαλλόμενη, ρευστή και απρόβλεπτη σε μεγάλο βαθμό πραγματικότητα. Η επιβίωση βασίζεται στην ύπαρξη συστημάτων ευμετάβλητων και σε μεγάλο βαθμό καιροσκοπικών και όχι αυστηρά σχεδιασμένων και ντετερμινιστικών. Αυτή η ευλυγισία είναι το μυστικό της επιτυχίας τους. Αυτό εξαρτάται από την ανάπτυξη της προσωπικότητας, που δημιουργεί μεγαλύτερο εύρος επιλογών και κάνει με αυτό τον τρόπο πιο εμπεριστατωμένη εκτίμηση των περισσότερων δεδομένων που έχει στη διάθεση της. Ξαναχρησιμοποίησα το παράδειγμα με το σκάκι, όπου αυτός που μπορεί να κάνει καλύτερη εκτίμηση των δυνατοτήτων σε κάθε φάση και να δει περισσότερες κινήσεις μπροστά, είναι και αυτός που τελικά νικά.
Όσο μικρότερη επεξεργασία γίνεται πάνω σε ένα περιορισμένο αριθμό άκαμπτων συμπεριφορών, τόσο πιο χονδροειδείς, απλοϊκές είναι και οι ερμηνείες της πραγματικότητας. Κάθε τι που δεν χωράει σ’ αυτά τα πρότυπα σκέψης απωθείται, δίνεται μυθολογική ερμηνεία ή ακολουθείται η μέθοδος του Προκρούστη. Αυτό βέβαια δίνει ένα ψεύτικο αίσθημα ασφάλειας , εξασφάλισης από το απρόβλεπτο αλλά γρήγορα οδηγεί σε αδιέξοδα ανεξάρτητα από το πόσο αυτά τα αδιέξοδα γίνονται συνειδητά.
Επίσης, στην παιδική ηλικία έχουμε μια πολύ περιορισμένη εικόνα του κόσμου που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα είμαστε κάτω από την καθοδήγηση των μεγαλύτερων λόγω φυσιολογικών για την ηλικία αναγκών, ανασφαλειών κλπ. Δημιουργούνται σ’ αυτή την περίοδο κάποια πρότυπα συμπεριφοράς που αν δεν εκσυγχρονισθούν, κάτω από τα δεδομένα της αντικειμενικότερης γνώσης της πραγματικότητας, της αυτοπεποίθησης που αποκτά το άτομο καθώς ενηλικιώνεται, δεν γίνει δηλαδή update, για να χρησιμοποιήσουμε τα ..σύγχρονα Ελληνικά, οδηγούν στο να παραμένουν λανθασμένα πρότυπα αντίδρασης στο περιβάλλον, μια ψευδής απεικόνιση-ερμηνεία της πραγματικότητας.



*Roger Sperry,1913-1994, Αμερικανός νευροβιολόγος, Νόμπελ Ιατρικής το 1981, για τις εργασίες του για τον διαχωρισμένο εγκέφαλο. Ο πιο γνωστός μαθητής του και συνεργάτης του είναι ο Michael Gazzaniga για τον οποίον μιλήσαμε στην ανάρτηση για την "ανάγκη δημιουργίας ιστοριών".
                                                                                                                              Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ





ένας πίνακας του Βέλγου ζωγράφου Rene Magritte (1898-1967). Η εικόνα προκαλεί ερωτηματικά μιας και μπροστά είναι νύχτα ενώ ο ουρανός πίσω δείχνει μέρα. Κάτι που φαίνεται αφύσικο και γι αυτό μυστήριο και ίσως να προκαλεί και μια αίσθηση φόβου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: