15.9.11

Ο ΛΟΟΥΡY ΚΑΙ ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ


σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Malcolm Lowry(1909-1957)  με την πρώτη σύζυγό του
Jan Gabrial. Η Υβόν του μυθιστορήματος.
Δε νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί πιο αυτοκαταστροφικό, πιο επώδυνο, πιο αδιεξοδικό, πιο παράτολμο και πιο καταραμένο βιβλίο από το «Κάτω από το Ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρυ. Άρχισε να γράφεται το 1937 και ολοκληρώθηκε σε εννιά χρόνια. Όταν εκδόθηκε το 1947 στην Ευρώπη και στην Αμερική δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές. Θεωρήθηκε ως ένα από τα πιο πρωτότυπα έργα του 20ου αιώνα. Ο Λόουρυ δεν έγραψε κανένα άλλο ολοκληρωμένο έργο. Πέθανε από ατύχημα (ασφυξία) στα 48 του χρόνια αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο όγκο χειρογράφων που όμως τίποτε από αυτά δεν αποτελούσε κάτι ολοκληρωμένο. Θα λέγαμε ότι καταδικάστηκε να παραμείνει συγγραφέας του ενός έργου καθώς εξάντλησε τον εαυτό του σε πειραματισμούς και την αναζήτηση του τέλειου που αποδεικνύεται χίμαιρα. Μετά το θάνατό του η δεύτερη γυναίκα του, η Μάρτζερι Μπρόννερ Λόουρυ, κι ένας καλός του φίλος, ο Ντάγκλας Νταίυ, εκμεταλλεύτηκαν αυτά τα χειρόγραφα και κάνοντας κάποιες συνθέσεις εξέδωσαν μέρος τους, γεγονός που υποθέτουμε ότι δεν θα έκανε ο ίδιος ο Λόουρυ.
Το «Κάτω από το Ηφαίστειο», κατά τα πρότυπα του Τζόυς, εκτυλίσσεται σε μία μόνο μέρα και η παρουσίαση του κεντρικού ήρωα, του πρόξενου, γίνεται, κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα, μέσα από τη συζήτηση τρίτων που περιγράφουν στις πρώτες σελίδες μια άκρως αινιγματική φυσιογνωμία βυθισμένη στο αλκοόλ. Το αλκοόλ, μέσα από αυτή τη συζήτηση, προτού ακόμα εμφανιστεί ο πρόξενος, φαίνεται ως ο καθοριστικός παράγοντας που εξελίσσει όλη τη δράση και που απλώνεται σαν συλλογική κατάρα και σαν μονόδρομος που οριοθετεί τα πλαίσια κάθε συμπεριφοράς. Οι συζητητές περιγράφουν τη μέθη ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό, ως αφοπλιστικό αναπόφευκτο και δεδομένο. Κι αφού χτίζεται το αυτοκαταστροφικό υπόβαθρο της ιστορίας, μέσα σε ελάχιστες σελίδες, έρχεται και η είδηση. Η Υβόν, η γυναίκα που είχε εγκαταλείψει τον πρόξενο,
ξαναγύρισε κοντά του. Και κάπως έτσι προετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα.
Συναντάμε τον πρόξενο χαρούμενο. Η Υβόν είναι κοντά του. Όμως από τις πρώτες λέξεις που ανταλλάσσουν γίνεται κατανοητό ότι η χαρά είναι αδύνατο να ολοκληρωθεί. Ενώ προσπαθεί να βρει υπόσταση και διεξόδους τελικά πνίγεται από κάτι απροσδιόριστο, κάτι φρικιαστικό και ομιχλώδες που πλανιέται σαν αρρώστια και καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε συναισθηματική έξαρση και δράση. Κάτι σαν φράγμα που εγκλωβίζει τις συμπεριφορές, σαν συναισθηματικό φίμωτρο. Ενώ ο πρόξενος θέλει με κάθε τρόπο να πλησιάσει την Υβόν σκοντάφτει μέσα σε πέλαγα αμηχανίας που τον κλειδώνουν. Το ίδιο και η Υβόν. Χωρίς να κατονομάζεται τίποτα γίνεται απολύτως σαφές ότι το παρελθόν κρύβει κάτι σκοτεινό μέσα του. Κι αυτή είναι η μαγεία του Λόουρυ. Δημιουργεί ανεξέλεγκτες εντάσεις χωρίς συγκεκριμένη δράση που τις κινεί. Είναι ο μάστορας της ατμόσφαιρας, αφού βάζοντας δύο χαρακτήρες να παίρνουν απλώς το πρωινό τους καταφέρνει να κόβει την ανάσα με πράγματα ανεξιχνίαστα ή με μισόλογα που εκ πρώτης όψεως έχουν ελάχιστη σημασία αλλά που γίνεται ολοφάνερο ότι προεξοφλούν απύθμενα βάθη. Η ένταση είναι πάντα υπόγεια, αφού στην επιφάνεια έχουμε την αδράνεια που φτάνει στα όρια της μαλθακότητας. Έτσι δημιουργείται κάτι μυστηριακό, κάτι αχαλίνωτο και φρικιαστικό που όμως μένει ανεκδήλωτο κάτω από μια νωχελική επιφάνεια. Ένα πραγματικό ηφαίστειο.
Η Υβόν κοιτάζει με τρυφερότητα τον πρόξενο. Ο πρόξενος θέλει με κάθε τρόπο να την ευχαριστήσει. Η Υβόν αρχίζει να τον συμβουλεύει να μην πίνει. Ο πρόξενος της υπόσχεται ότι δεν θα πιει. Θέλει να τηρήσει την υπόσχεσή του. Κι όλα παραμένουν όπως πριν, αφανή κι ακρωτηριασμένα, σε μια χαοτική απόσταση κι όμως τόσο κοντά. Ενώ ο πρόξενος καίγεται για την Υβόν είναι αδύνατο να την αγγίξει. Ένα χάδι ή μια αγκαλιά φαίνονται τόσο παράταιρα, τόσο ασφυκτικά απόμακρα που κάθε απόπειρα θα ήταν τρέλα. Μια ανεξήγητη απόσταση τα σκεπάζει όλα αφήνοντας μια ευγένεια που συνθλίβει, χωρίς όμως να αμφισβητούνται τα ειλικρινή αισθήματα. Αυτό κάνει τον πρόξενο να στραφεί και πάλι στα κρυμμένα του μπουκάλια. Οι εικόνες που δημιουργούνται όταν βγαίνει μεθυσμένος στην αυλή, κάτω από το αμείλικτο βλέμμα του γείτονα, και προσπαθεί να παραστήσει το νηφάλιο και η ταυτόχρονη καταγραφή των μύχιων σκέψεών του και της επώδυνης αντιστροφής που βιώνεται από την έλλειψη νηφαλιότητας είναι συγκλονιστικές. Οι σωματικές κινήσεις που περιγράφονται λεπτομερώς και η ενοχή του απέναντι στην Υβόν, που με κανένα τρόπο δεν πρέπει να καταλάβει την κατάστασή του, παραθέτουν με ακρίβεια την απόλυτη ανθρώπινη πανωλεθρία. Την πανωλεθρία της ύπαρξης που έχει αιτία τυφλή και διεκπεραιώνεται με φαινομενική απάθεια στα πλαίσια μιας αξιοπρέπειας που δεν είναι τίποτε άλλο από την ταφόπλακα της. Δεν είναι η αδυναμία μπροστά στο ανίκητο του εθισμού που καταρρακώνει τον πρόξενο, είναι η αδυναμία της εξωτερίκευσης ενός ουρλιαχτού που πρέπει να απευθυνθεί προς κάθε κατεύθυνση για να διασφαλίσει το ζωτικό χώρο της ύπαρξης. Να διασφαλίσει μια ανάσα που τελικά πνίγεται κάτω από το βάρος μιας τραγωδίας που ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί.
Έτσι φτάνουμε στη στιγμή της μεγάλης είδησης. Την ίδια μέρα θα φτάσει και ο αδερφός του πρόξενου, ο Χιου. Ο πρόξενος θυμάται πράγματα που έχει μοιραστεί με τον αδερφό του. Φυσικά χαίρεται. Φυσικά δείχνει ενθουσιασμένος. Είναι σπουδαία αυτή η μέρα. Ξαφνικά, από την απόλυτη μοναξιά συγκεντρώνονται τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα. Και πάλι όμως κάτι πνίγει αυτή τη χαρά. Κάτι ανεπαίσθητο που όμως λειτουργεί ακαριαία. Πράγματι φτάνει κι ο αδερφός και συγκεντρώνονται οι τρεις τους σ’ ένα φαινομενικό συναισθηματικό πανηγύρι, αλλά πλέον γίνεται σαφές ότι κάτι προβληματικό συνθλίβει αυτές τις σχέσεις, κάτι που έχει ρίζες, κάτι ηφαιστειακό. Από την αρχή αιωρείται η υποψία των παράξενων σχέσεων ανάμεσα στην Υβόν και τον Χιου. Όλα ξεδιπλώνονται αργά και μεθοδικά – σαν θεατρικό του Τένεση Ουίλιαμς - αποκτώντας διαστάσεις εφιαλτικές και ταυτόχρονα όλα παραμένουν υποψία. Ο πρόξενος καταρρακώνεται σταδιακά. Τον βλέπουμε να βουλιάζει σε μια άβυσσο που είναι αδύνατο να αντιμετωπίσει. Είναι αδύνατο να υψώσει τη φωνή, είναι αδύνατο να ταράξει τη γαλήνη της επιφάνειας. Έτσι βρυχάται εσωστρεφώς κι αυτός είναι ο δρόμος της αυτοκαταστροφής. Ένα οριστικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών δεν θα ήταν τίποτε άλλο από ακαριαίος θάνατος, που ο πρόξενος δεν έχει το κουράγιο να αντιμετωπίσει. Έτσι βουλιάζει σ’ ένα θάνατο αργό και βασανιστικό που εκτυλίσσεται κάτω από το πέπλο της αδιατάραχτης ακινησίας.
Από την άλλη ούτε η Υβόν ούτε ο Χιου φαίνονται λιγότερο συντετριμμένοι. Ο Χιου μπαρκάρει διαρκώς σε καράβια σκυλοπνίχτες, χωρίς προφανή βιοποριστικό λόγο, μόνο και μόνο για τη χαρά της περιπέτειας. Το απόλυτο πρότυπο του τυχοδιώκτη κι ακαταπόνητου ανθρώπου, που η συλλογή εμπειριών είναι ο μοναδικός σκοπός ύπαρξης. Όμως πίσω απ’ όλα αυτά καθρεφτίζεται η θλίψη. Τα ταξίδια του δεν είναι τίποτε άλλο από φυγή, από διαρκή φυγή που μόνο η επιτηδευμένη δράση μπορεί να εξασφαλίσει. Όσο για την Υβόν, που διατηρεί σκοτεινό το παρελθόν της και δεν εξηγεί τι έκανε όταν εγκατέλειψε τον πρόξενο, είναι φανερό ότι πληρεί στην εντέλεια το πρότυπο της ξοφλημένης μοιραίας γυναίκας. Παρακολουθούμε μια αποδεκατισμένη τριάδα, που έχει απόλυτη επίγνωση του αδιεξόδου και ταπεινώνεται χωρίς όμως ποτέ να το ομολογεί. Ανθρώπινα κουρέλια, ξέπνοα κι άψυχα, καταδικασμένα στη συντριβή, που προδικάζεται ολοφάνερα, τα οποία παρουσιάζονται ως εναλλακτικοί λάτρεις της ανόθευτης ζωής που δεν μπορεί περιοριστεί στα πλαίσια καμιάς συμβατικότητας, προβάλλοντας την παντιέρα της απόλυτης ελευθερίας που όμως θα παραμείνει για πάντα ψευδαίσθηση και ιδεολογικό δεκανίκι, αφού είναι αδύνατο να βιωθεί καθώς καταπλακώνεται από τόνους συντριπτικής αποξένωσης, ενοχών κι ανευθυνότητας που σηματοδοτούν την κενότητα της ύπαρξης. Ακόμα και η ολέθρια ερωτική σχέση ανάμεσα στην Υβόν και τον Χιου δεν έχει κανένα σημάδι συναισθηματικού πάθους που θα μπορούσε να τη δικαιολογήσει, αλλά στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτό. Στην κενότητα της ύπαρξης που αποθεώνει την ανθρώπινη ανευθυνότητα.
Ενώ ο πρόξενος φαίνεται ο πιο αδύναμος που αργοπεθαίνει στο αλκοόλ, (οι άλλοι δύο τον συμβουλεύουν να το κόψει κι ανησυχούν) ίσως τελικά να είναι ο πιο δυνατός γιατί είναι ο μόνος που έχει το θάρρος να ομολογήσει τη συντριβή του. Είναι ο μόνος που αντιμετωπίζει κατάματα το ηφαίστειο. Η σκηνή που κάθεται σε μια καντίνα, κάτω από το ανελέητο μεσημεριανό λιοπύρι του Μεξικού και πίνει όλα τα κατακάθια που του σερβίρει η γριά καντινιέρισσα είναι η πεμπτουσία της παρακμής. Ο Λόουρυ με βαθιά ποιητικό και ζόρικο λόγο – το «Κάτω από το Ηφαίστειο» δεν είναι βιβλίο παραλίας – και υιοθετώντας όλα τα πρότυπα των καταραμένων – αλκοόλ, ουσίες, αδιέξοδο, αυτοκαταστροφή, τραγικό φινάλε, εσωτερική διαδρομή, αδυναμία ύπαρξης, συναίσθημα, φαινομενική ελευθερία, παραίτηση, μοναξιά, απογοήτευση, κατάπτωση, κτλ κτλ – πέτυχε κάτι αληθινά πρωτοποριακό. Σκιαγράφησε με ακρίβεια την ανθρώπινη εκμηδένιση εξαλείφοντας ολοκληρωτικά τόσο τη δράση, που ελαχιστοποιείται, καθώς όλα κινούνται υπόγεια, όσο και το χρόνο που καθίσταται περιττός, αφού δεν υπάρχει δράση που να πλαισιώσει.


                                                                       Θανάσης Μπαντές.  abbades75@gmail.com

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ο σχολιασμός σου ήταν συγκλονιστικός. Όπως και το βιβλίο. Ευχαριστώ.