14.5.11

η αρτηριακη πιεση


Σε προηγούμενη ανάρτηση(“η αρτηριακή υπέρταση, το αλάτι και η εξελικτική μας ιστορία”) έγινε αναφορά στις αλλαγές που έχουν γίνει στον τρόπο ζωής, την πρόσληψη αλατιού και θερμίδων, σε σχέση με αυτόν που υπήρχε όταν διαμορφώνονταν οι ομοιοστατικοί μηχανισμοί του οργανισμού και το πως αυτές οι αλλαγές επιδρούν στην εμφάνιση της αρτηριακής υπέρτασης. Σήμερα θα γίνει αναφορά στο τι είναι η αρτηριακή πίεση και στους μηχανισμούς που στηρίζεται(κάποιους απο αυτούς).
Η αρτηριακή πίεση είναι ένα μέγεθος που αντιπροσωπεύει την πίεση που ασκείται στα τοιχώματα των αρτηριών κατά την κυκλοφορία του αίματος. Εξυπηρετεί μ’ αυτό τον τρόπο, τις ανάγκες της οξυγόνωσης των ιστών του οργανισμού, για να επιτελούν τις βασικές τους λειτουργίες αλλά και να ανταποκρίνονται στις επιπλέον απαιτήσεις, όποτε αυτό είναι αναγκαίο.

Η παροχή αίματος στους ιστούς, άρα και η οξυγόνωση τους, εξαρτάται από το πόσο αίμα στέλνει η καρδιά σε κάθε παλμό, από τον αριθμό των παλμών και από τον τόνο των αρτηριών. Ο τόνος των αρτηριών έχει σχέση με την πίεση του αίματος. Αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν, ώστε η διαταραχή του ενός προκαλεί αντιρροπιστικές μεταβολές των άλλων.
Ας πούμε πρώτα λίγα πράγματα για την κυκλοφορία του αίματος.
Οι αρτηρίες μεταφέρουν το αίμα προς τους ιστούς με πίεση, σαν αποτέλεσμα και της πίεσης συστολής της αριστερής κοιλίας της καρδιάς που λειτουργεί σαν αντλία. Γι αυτό οι αρτηρίες έχουν ισχυρά αγγειακά τοιχώματα και η ταχύτητα ροής του αίματος σ' αυτές είναι μεγάλη.
Τα αρτηρίδια είναι οι τελευταίοι μικροί κλάδοι του αρτηριακού συστήματος και λειτουργούν σαν βαλβίδες ελέγχου μέσα απο τις οποίες το αίμα περνάει στα τριχοειδή. Τα αρτηρίδια διαθέτουν επίσης ισχυρό μυϊκό τοίχωμα, που μπορεί να αποκλείσει τελείως τον αυλό τους ή να τον αφήσει τελείως ανοιχτό, επηρεάζοντας με αυτό τον τρόπο σε πολύ μεγάλο βαθμό, την αιμάτωση των ιστών.
Μετά τα αρτηρίδια είναι τα τριχοειδή αγγεία. Η λειτουργία των τριχοειδών συνίσταται στην ανταλλαγή υγρών και θρεπτικών ουσιών, μεταξύ του αίματος και των κυττάρων.
Τα φλεβίδια στη συνέχεια δέχονται το αίμα απο τα τριχοειδή, απάγοντας το αίμα μετά την ανταλλαγή που έγινε στους ιστούς και τα οποία συνδέονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν μεγαλύτερες φλέβες και να επιστρέψει το αίμα στην καρδιά. Λειτουργούν όμως και σαν αποθήκες αίματος για να μην επιστρέφει στην καρδιά όλη η ποσότητα του αίματος όταν αυτό δεν είναι απαραίτητο. Επειδή η πίεση στο φλεβικό σύστημα είναι πολύ χαμηλή γι αυτό και το τοίχωμα των φλεβών είναι λεπτό. Περιέχονται όμως και εδώ πολλές μυϊκές ίνες, ώστε ανάλογα με τη σύσπαση τους, να λειτουργούν σαν αιματαποθήκες, ανάλογα με τις ανάγκες.
Όταν έχουμε μονίμως υψηλή αρτηριακή πίεση, μιλάμε για εγκατάσταση αρτηριακής υπέρτασης.
Έχουν καθορισθεί όρια της αρτηριακής πίεσης, πάνω από τα οποία μιλάμε για υπέρταση. Και αυτά τα όρια είναι το 140 mm/Hg(χιλιοστά της στήλης υδραργύρου) για την συστολική πίεση και τα 90mm/Hg για την διαστολική, αν και όταν συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες κινδύνου, πρέπει να είναι σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα. Αυτά τα όρια, όπως καταλαβαίνουμε, είναι λίγο σχετικά, απλά από τις έρευνες έχει προκύψει ότι πάνω από αυτά τα όρια αυξάνουν οι πιθανότητες για βλάβες στο αγγειακό δίκτυο. Συνεκτιμώνται πάντα και άλλοι παράγοντες για το πότε πρέπει κάποιος να πάρει αγωγή. Δηλαδή δεν ισχύει, έχεις 139 είσαι εντάξει, έχεις 141 είσαι υπερτασικός.
Η εγκατάσταση αρτηριακής υπέρτασης σημαίνει ότι έχουν συσσωρευθεί βλάβες ή έχουν γίνει τέτοιες αλλαγές στο ενδοθήλιο και το τοίχωμα των αρτηριών ή σε άλλα όργανα και λειτουργίες του οργανισμού, που για να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις αυτορυθμίζεται όσον αφορά την αρτηριακή πίεση σε ένα υψηλότερο επίπεδο για να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες άρδευσης των ιστών με αίμα.
Θα πει κάποιος, γιατί να την κατεβάσουμε σε αυτή την περίπτωση την πίεση, αφού είναι προσαρμογή σε νέες ανάγκες του οργανισμού; Είναι μια ερώτηση που έχει φυσικά τη λογική της, αλλά με τις νέες ρυθμίσεις που κάνει ο οργανισμός δημιουργείται συνήθως περισσότερο κακό παρά καλό, όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, επιδεινώνοντας την κατάσταση στα αγγεία και την λειτουργία όλου του κυκλοφορικού συστήματος, μπαίνοντας σε ένα φαύλο κύκλο που χειροτερεύει συνεχώς την κατάσταση. Γι αυτό και το να ρίξουμε απλά την πίεση είναι ένα πρώτο βήμα. Το ουσιαστικό είναι να αλλάξει ο τρόπος ζωής, ώστε να υποχωρήσουν, όσο είναι δυνατόν οι βλάβες που έχουν συσσωρευθεί και προκάλεσαν την αύξηση της πίεσης, αν και αυτό δεν είναι εύκολο. Όπως είπαμε και άλλες φορές, οι βιολογικοί οργανισμοί δεν λειτουργούν σώνει και καλά τελεολογικά. Είναι αποτέλεσμα μηχανισμών που δημιουργήθηκαν εξελικτικά, εξυπηρετώντας κάποιους σκοπούς και συνεχίζουν να είναι υπό εξέλιξη. Πεθαίνουμε εξ άλλου, σχεδόν πάντα, από την προσπάθεια του οργανισμού να μας ‘’σώσει’’ από κάποια άλλη βλάβη που έχει προκύψει.
Δηλαδή η υπέρταση αρχίζει σαν αντιρροπιστικός μηχανισμός, που οδηγεί σταδιακά στην αναδιάταξη του τοιχώματος των αρτηριών, ένα remodeling όπως λέγεται και στη συνέχεια σταθεροποιείται λόγω της ανατομικής και λειτουργικής αναδιάταξης όλου του καρδιαγγειακού συστήματος επιδεινώνοντας στη συνέχεια με θετική ανάδραση τις βλάβες. Φαίνεται ότι το αρτηριακό τοίχωμα είναι σε μια αλληλοσυσχέτιση με την πίεση που χρειάζεται ώστε να μεταδοθεί το σφυγμικό κύμα ομαλά. Η πάχυνση που έχει γίνει στα μικρά αγγεία αντίστασης ή και η καταστροφή μέρους αυτών των αγγείων, οδηγεί σε αυξημένη πίεση για να διατηρηθεί η άρδευση των ιστών με αίμα. Όπως και οι μεταβολές που πιθανόν να έχουν γίνει στους νεφρούς, οδηγούν σε τάσεις αυξημένης κατακράτησης.
Αλλά και ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα συνολικά, έχει τροποποιήσει τις απαντήσεις του και έχει καθορίσει διαφορετικό επίπεδο εξυπηρέτησης των αναγκών του, σε πιο υψηλά επίπεδα αρτηριακής πίεσης, τα οποία προσπαθεί να διατηρεί με κάθε τρόπο, προς απελπισία των γιατρών που δοκιμάζουν κάθε δυνατό συνδυασμό αντιυπερτασικών φαρμάκων και η πίεση να μη ρυθμίζεται στα επιθυμητά επίπεδα.
Η ομαλή ροή του αίματος στους ιστούς, εξυπηρετείται απο τον ρυθμιστικό ρόλο των αρτηριδίων. Το αίμα καθώς φεύγει από την καρδιά και τις μεγάλες αρτηρίες, φθάνει στα αρτηρίδια, που έχουν διάμετρο κάτω από 1 χιλιοστό, αυτά που ονομάζονται και αγγεία αντίστασης. Δηλαδή όταν ανεβαίνει, για οποιοδήποτε λόγο, η πίεση με την οποίαν στέλνεται το αίμα, τότε σε αυτά επικρατούν πιο έντονες αγγειοσυσπαστικές τάσεις, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ταχύτητα ροής του αίματος, ώστε να ομαλοποιείται γενικά η ροή του. Οι υψηλές πιέσεις σε αυτά τα αγγεία αντίστασης, αναγκάζουν την αριστερή κοιλία της καρδιάς να συσπάται πιο έντονα και να δέχεται υψηλότερες πιέσεις στη φάση της διαστολής της από το αίμα που δεν έχει προωθηθεί λόγω αυτής της περιφερικής αγγειοσύσπασης. Γι αυτό και αντιπροσωπεύει αυτό που ονομάζουμε διαστολική πίεση στη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Αυτή η κατάσταση όμως οδηγεί και στην υπερτροφία αυτών των μικρών αγγείων με αποτέλεσμα να διατηρούν συνεχώς αυξημένες αντιστάσεις, άρα και αυξημένο έργο της αριστερής κοιλίας της καρδιάς που για να διατηρηθεί απαιτεί την συνεχή διέγερση του συμπαθητικού. Ταυτόχρονα όμως οδηγεί και στην αυξημένη καταστροφή αυτών των μικρών αγγείων αντίστασης, που οδηγεί στην αραίωση αυτού του δικτύου, κάτι που δυσχεραίνει την αιμάτωση των περιφερικών ιστών και οδηγεί σε μια αλυσίδα συνεπειών, από τον κακό ενεργειακό εφοδιασμό τους, την αυξημένη παραγωγή ελεύθερων ριζών, την υπερινσουλιναιμία λόγω του ότι δεν φθάνουν επαρκείς ποσότητες ινσουλίνης στους ιστούς οπότε παράγεται σε μεγαλύτερες ποσότητες. Αυτές οι δράσεις δείχνουν με ποιο τρόπο η υπέρταση μπορεί να ευνοήσει την εμφάνιση του διαβήτη, με αυτόν αλλά και με άλλους μηχανισμούς, αν και αυτές οι δράσεις είναι τις περισσότερες φορές αμφίδρομες.
Τα παραπάνω εξηγούν, μαζί με άλλους παράγοντες και τους λόγους γιατί δεν υποχωρεί αυτόματα η πίεση, από τη στιγμή που έχει εγκατασταθεί, όταν αλλάξουμε τρόπο ζωής, μειώσουμε για παράδειγμα έστω και αποφασιστικά το αλάτι ή μειώσουμε το βάρος του σώματος ή κάνουμε σωστή διατροφή κλπ. Τις περισσότερες φορές χρειάζεται συμπληρωματική φαρμακευτική αγωγή για να ρυθμίσουμε την πίεση. Το όφελος όμως είναι ότι ελαττώνουμε την επίδραση επιβαρυντικών παραγόντων ώστε να δώσουμε στον οργανισμό την δυνατότητα να αποκαταστήσει όσες βλάβες είναι δυνατόν να αποκατασταθούν. Χρειάζονται πολύ αποφασιστικές αλλαγές στον τρόπο ζωής ώστε να έχουμε σημαντικά αποτελέσματα στην μερική αποκατάσταση των ανατομικών μεταβολών που έχουν ήδη γίνει όταν εγκαθίσταται η υπέρταση αλλά και των μεταβολικών λειτουργιών του οργανισμού. Το μέγεθος αυτής της αποκατάστασης είναι ανάλογο με το πόσο έχει προχωρήσει αυτή η αναδιάταξη.




Υπεύθυνο για τις ρυθμίσεις που αφορούν τον τόνο των αρτηριών είναι το αυτόνομο νευρικό σύστημα, το οποίο δρα άμεσα αλλά και ένα πολύπλοκο ορμονικό σύστημα το οποίο δρα πιο αργά και ελέγχεται και αυτό από τις δράσεις του. Για το αυτόνομο νευρικό σύστημα έγινε αναφορά σε προηγούμενη ανάρτηση. Για το πως ρυθμίζει όλες τις βασικές λειτουργίες του οργανισμού, χωρίς να χρειάζεται η παρέμβαση της συνείδησης, αν και μπορεί να επηρεασθεί η δράση του από την παρέμβαση του νεοφλοιού που μπορεί να αυξήσει τον τόνο του συμπαθητικού μέσα από αγχωτικές ή φοβικές για παράδειγμα συμπεριφορές ή αγχώδους επιδίωξης διαφόρων φιλόδοξων στόχων. Δρα και στο τοίχωμα των αγγείων για να κρατά την πίεση του αίματος σταθερή, στα επίπεδα που κρίνει ο οργανισμός σαν πιο κατάλληλη. (Στο τοίχωμα ορισμένων μεγάλων αγγείων λειτουργούν και οι πιεσοϋποδοχείς, που οι κυριότεροι βρίσκονται στον καρωτιδικό κόμβο, που είναι αισθητήρες που όταν ανέβει η πίεση πάνω από ένα επίπεδο, δίνουν σήμα για την διέγερση του παρασυμπαθητικού συστήματος, μέσω διέγερσης του πνευμονογαστρικού νεύρου, με αποτέλεσμα την πτώση της καρδιακής συχνότητας και της αρτηριακής πίεσης. Αυτοί οι πιεσοϋποδοχείς έχουν μεγάλη σημασία για την στιγμιαία, λεπτό προ λεπτό, ρύθμιση της πίεσης του αίματος. Στους υπερτασικούς όπως και τους ηλικιωμένους, μειώνεται η ευαισθησία αυτών των πιεσοϋποδοχέων, με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη μεταβλητότητα της πίεσης).
Η πίεση ρυθμίζεται και από κέντρα του εγκεφάλου που βρίσκονται στον υποθάλαμο και στο αγγειοκινητικό κέντρο στο εγκεφαλικό στέλεχος, μια περιοχή αρχέγονη, κοινή σε όλα τα θηλαστικά αλλά και τα ερπετά, όπου βρίσκονται τα κέντρα που έχουν σχέση με τις βασικές ζωτικές λειτουργίες. Ο υποθάλαμος επίσης, συντονίζει γενικά τη δραστηριότητα του αυτόνομου νευρικού συστήματος, πέρα από τον έλεγχο που κάνει στην ομοιοστασία των υγρών του οργανισμού και των ηλεκτρολυτών του, του βασικού μεταβολισμού -σε συνεργασία με την υπόφυση με την οποίαν βρίσκεται σε στενή ανατομική και λειτουργική σχέση-, την ρύθμιση του ύπνου αλλά και βασικών ψυχικών λειτουργιών. Είναι συνδεδεμένος με όλα τα τμήματα του εγκεφάλου. Από τον εγκεφαλικό φλοιό δέχεται κυρίως ανασταλτικές δράσεις αλλά συντονίζοντας σε συνεργασία με τον θάλαμο(περιοχή του εγκεφάλου, μία σε κάθε πλάγιο και σε γειτνίαση με τον υποθάλαμο) τα σωματοαισθητικά ερεθίσματα από τις αισθητικές περιοχές του εγκεφάλου, τα προβάλει στον μετωπιαίο φλοιό, δημιουργώντας ένα γενικό ψυχικό συναίσθημα που προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και την αντίδραση του οργανισμού, μεταξύ αυτών και τον τόνο των αρτηριών.
Η δράση του αυτόνομου νευρικού συστήματος στην κυκλοφορία του αίματος και τον τόνο των αγγείων, γίνεται μέσω της δράσης νευροδιαβιβαστικών ουσιών που δρουν στους υποδοχείς του στα αγγεία και το ενδοθήλιο τους, την εσωτερική τους δηλαδή επένδυση που είναι ένας ιστός που παράγει πολλές ορμόνες, που δρουν σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες έχουν αυτό τον σκοπό, πως δηλαδή να κρατούν τον τόνο των αγγείων στην επιθυμητή για τον οργανισμό κατάσταση.
Το ενδοθήλιο είναι ένα στρώμα κυττάρων που επενδύει την εσωτερική πλευρά των αγγείων του αίματος και της λέμφου. Έχει συνολική επιφάνεια περίπου 400 τ. μέτρα και βάρος περίπου 2 κιλά. Με τις αγγειοδραστικές ουσίες που παράγει μπορεί και τροποποιεί τον αγγειακό τόνο ανάλογα με την ροή ή την πίεση του αίματος, παίζοντας ταυτόχρονα σημαντικό ρόλο στην πήξη του αίματος, στη διαπερατότητα και την μεταφορά ουσιών στο αρτηριακό τοίχωμα, στη σύνθεση αυξητικών παραγόντων αλλά έχει και φαγοκυτταρικές δράσεις σε ορισμένους ιστούς.
Η διάρκεια ζωής των ενδοθηλιακών κυττάρων είναι περίπου 30 χρόνια. Όταν πεθαίνουν αντικαθίστανται από νέα. Η αντικατάσταση γίνεται από κύτταρα που παράγονται στον μυελό των οστών, τα προγονικά ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία προέρχονται από κοινό πρόγονο με τα αιμοποιητικά κύτταρα και κυκλοφορούν στο αίμα. Ενσωματώνονται σε περιοχές που υπάρχει ανάγκη αγγειογένεσης αλλά και στην αναπλήρωση ενδοθηλιακών κυττάρων που καταστρέφονται. Φαίνεται όμως ότι οι καινούργιες γενιές ενδοθηλιακών κυττάρων δεν μπορούν να ανταποκριθούν με τον ίδιο τρόπο στην ρύθμιση του αγγειακού τόνου, υστερώντας στην παραγωγή αγγειοδιασταλτικών ουσιών, με αποτέλεσμα να επικρατεί πιο εύκολα η αγγειοσύσπαση. Έτσι όταν έχουμε αυξημένη απόπτωση των ενδοθηλιακών κυττάρων όπως συμβαίνει από τη δράση βλαπτικών παραγόντων, για παράδειγμα με το κάπνισμα, όπου με κάθε τσιγάρο έχουμε πολλαπλασιασμό της καταστροφής ενδοθηλιακών κυττάρων ή με τη δράση άλλων τοξικών ουσιών, που διεγείρουν το οξειδωτικό στρες στο ενδοθήλιο, τότε καταλαβαίνουμε με πιο τρόπο η δράση αυτών των παραγόντων δρα βλαπτικά και σε αυτόν τον τομέα, μακροπρόθεσμα δηλαδή, πέρα από τις άμεσες επιβλαβείς δράσεις .
Η δράση των τοξικών αυτών παραγόντων, που είτε δρώντας απ’ ευθείας στα ενδοθηλιακά κύτταρα είτε μέσω της παραγωγής ελεύθερων ριζών, κινητοποιούν και τις αντιδράσεις. Οι ουσίες της φλεγμονής που παράγονται αυξάνουν τη διαπερατότητα του ενδοθηλίου, με αποτέλεσμα να περνούν από το ενδοθήλιο στο τοίχωμα των αγγείων διάφορα μακρομόρια ανάμεσα στα οποία και η LDL χοληστερόλη(η λεγόμενη “κακή” χοληστερόλη), για την οποία έχει γίνει αναφορά σε προηγούμενη ανάρτηση, για τον ρόλο του οξυγόνου και το οξειδωτικό στρες, με ποιο τρόπο οδηγεί στην αθηρωμάτωση και στην απόφραξη των αγγείων.
Το αυξημένο οξειδωτικό στρες ή η μειωμένη δυνατότητα του οργανισμού να το εξουδετερώσει, αποτελεί βασικό παράγοντα για τη δημιουργία βλαβών στο ενδοθήλιο, με όλες τις επιπτώσεις στη μειωμένη απάντηση στις αγγειοδιασταλτικές δράσεις, την αυξημένη πηκτικότητα του αίματος και άλλες, πολύ πριν εγκατασταθεί η υπέρταση.
Γι αυτό και είναι πολύ σημαντικό να βρίσκονται τα αγγεία σε καλή κατάσταση. Η κατάσταση των αγγείων μας είναι δείκτης της υγείας του οργανισμού και όπως έχει σωστά ειπωθεί δείχνει την πραγματική ηλικία του οργανισμού.
Η συσσώρευση αλλοιώσεων που έχουν σχέση με τον σημερινό τρόπο διατροφής και ζωής, αλλά και το οξειδωτικό στρες και τη φλεγμονή που τη συνοδεύει, αλλοιώνει και την απάντηση τους στη ρύθμιση της πίεσης. Αποτελούν συσσώρευση λαθών που εμποδίζουν την λειτουργία των αυτορρυθμιστικών λειτουργιών για τη ρύθμιση της πίεσης.


Από όλα αυτά που έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα, γίνεται φανερό γιατί η πίεση αρχίζει να εμφανίζεται με το πέρασμα της ηλικίας και εμφανίζεται πολύ σπανιότερα σε νέα άτομα. Η εμφάνιση της μάλιστα σε νέα άτομα βάζει την υποψία ύπαρξης, αυτής που ονομάζουμε δευτεροπαθούς υπέρτασης, δηλαδή υπέρτασης που οφείλεται σε παθήσεις των επινεφριδίων, των νεφρών ή άλλων πρωτοπαθών διαταραχών. Η ιδιοπαθής υπέρταση, αυτή που ονομάζουμε υπέρταση των ενηλίκων, είναι αποτέλεσμα της δράσης πολλών παραγόντων, ως συσσώρευση λαθών στις κυκλοφοριακές και μεταβολικές λειτουργίες του οργανισμού.
Οι νέοι επειδή έχουν πολλές εφεδρείες, οι ομοιοστατικοί τους μηχανισμοί λειτουργούν χωρίς να έχουν συσσωρευθεί λάθη, τουλάχιστον πολλά, μπορούν και κάνουν αυτορυθμίσεις σε μεγαλύτερο εύρος. Μπορούν και διαχειρίζονται μεγαλύτερες ποσότητες τροφής, αλατιού κτλ χωρίς πρόβλημα. Αν και οι υπερβάσεις που γίνονται οδηγούν στο να αρχίζουν να συσσωρεύονται τα λάθη γρηγορότερα και να αρχίζουν να εμφανίζονται τα αποτελέσματα από αυτά πιο νωρίς. Είναι κάτι ανάλογο που γίνεται με την εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη. Ο διαβήτης των ενηλίκων όπως ονομάζεται, είναι αποτέλεσμα συσσώρευσης δυσλειτουργιών στις μεταβολικές διεργασίες, ενώ στον νεανικό διαβήτη έχουμε πρωταρχική διαταραχή από βλάβη των κυττάρων που παράγουν την ινσουλίνη. Όπως όμως στον διαβήτη, με την εξάπλωση της παιδικής παχυσαρκίας, έχουμε εμφάνιση τα τελευταία χρόνια, διαβήτη σε παιδιά που έχει τα χαρακτηριστικά του διαβήτη των ενηλίκων, έτσι και στην υπέρταση έχουμε την εμφάνιση όλο και περισσότερων περιστατικών υπέρτασης με τα χαρακτηριστικά των ενηλίκων σε νέα άτομα. Είναι ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό σημάδι, της κακής διατροφής και γενικότερα του τρόπου ζωής στα παιδιά, που στη χώρα μας έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις.
Μέχρι την ακμαία αναπαραγωγική ηλικία, η εξέλιξη μας έχει εφοδιάσει με ισχυρούς μηχανισμούς προστασίας, και αυτορύθμισης, οι οποίοι μετά αρχίζουν, μερικές φορές με γρήγορο ρυθμό, να εκπίπτουν. Εξαρτάται μετά από το τι μέτρα θα παίρνουμε ώστε να αξιοποιούμε αυτούς τους μηχανισμούς με τον καλύτερο τρόπο και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, πως δηλαδή θα ξεγελάμε πιο αποτελεσματικά τη φύση.
Ο ρόλος των γενετικών παραγόντων πρέπει να ειδωθεί από αυτή τη σκοπιά. Υπάρχουν κληρονομικοί μηχανισμοί που ευνοούν μεγαλύτερη κατακράτηση του νατρίου και με αυτό τον τρόπο και υγρών, μέσω των γονιδίων που παράγουν πρωτεΐνες που εμπλέκονται στη ρύθμιση ενός συστήματος για αυτό τον σκοπό στους νεφρούς και τα επινεφρίδια, το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης. Αυτοί οι μηχανισμοί που προφυλάσσουν από την αφυδάτωση, προδιαθέτουν από την άλλη σε αλατοευαισθησία και υπέρταση(αλλά αφορούν διαχείριση ποσοτήτων άλατος πάνω από ένα όριο, συνήθως πάνω από 3-5 γραμμάρια την ημέρα, επειδή μέχρι αυτή την ποσότητα ο οργανισμός μπορεί και την διαχειρίζεται χωρίς πρόβλημα). Όπως και άλλοι ομοιοστατικοί μηχανισμοί που επηρεάζουν με διάφορους τρόπους την εμφάνιση της υπέρτασης.
Καθοριστικότεροι όμως είναι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, δηλαδή η διατροφή, η άσκηση, το βάρος του σώματος, το στρες, όλοι αυτοί οι γνωστοί παράγοντες, που είναι οπωσδήποτε σε μία αμφίδρομη σχέση με τις κληρονομικές καταβολές. Είναι αυτοί οι παράγοντες που μπορούμε να επιδράσουμε αλλά και καθορίζουν στο μεγαλύτερο ποσοστό την εμφάνιση και την εγκατάσταση της υπέρτασης αλλά και πολλών διαταραχών του οργανισμού. Η ύπαρξη επιβαρυντικών παραγόντων(που μπορεί να είναι επιβαρυντικοί σε ένα τομέα αλλά επιβοηθητικοί σε κάποιον άλλο) πρέπει να μας κάνει στο να παίρνουμε περισσότερα μέτρα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
                                                                                                Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: