5.4.12

Ο Τζοϋς και η ανεκπλήρωτη σεξουαλικότητα.


Ο James Joyce(1882-1941) με την
εκδότρια Sylvia Beach(1887-1962).
 σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Τζέημς Τζόυς έγραψε ένα μόνο θεατρικό έργο το 1914 με τίτλο «Οι Εξόριστοι». Εκτυλίσσεται σε τρεις πράξεις και ανέβηκε δύο φορές από περιοδεύοντα θίασο στην Ευρώπη χωρίς επιτυχία. Οι κεντρικοί ήρωες είναι το ζευγάρι Ρίτσαρντ και Μπέρθα, ο δημοσιογράφος Ρόμπερτ και η ξαδέλφη του Μπεατρίς. Οι δύο πρώτοι έχουν κι ένα γιο, τον Άρτσυ, ενώ οι δύο τελευταίοι έχουν μια μάλλον ακαθόριστη σχέση, όπου υπονοείται ότι έχει ερωτικό περιεχόμενο αλλά δεν ξεκαθαρίζεται ποτέ. Ο Ρίτσαρντ και ο Ρόμπερτ είναι παιδικοί φίλοι. Ο Ρίτσαρντ είναι συγγραφέας κι ο Ρόμπερτ τον βοηθάει, ασκώντας επιρροή σε πανεπιστημιακούς παράγοντες, να πάρει μια θέση στο πανεπιστήμιο και να εξασφαλιστεί οικονομικά. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτή τη δεδομένη κατάσταση και παρακολουθούμε στην πρώτη πράξη το συγγραφέα Ρίτσαρντ να πλησιάζει ερωτικά την Μπεατρίς κάνοντας σαφείς αναφορές στο ερωτικό τους παρελθόν το οποίο όμως δεν ξεκαθαρίζεται. Αμέσως μετά βλέπουμε τον Ρόμπερτ να κορτάρει απροκάλυπτα την Μπέρθα και να της περνά ένα ερωτικό ραβασάκι. Η Μπέρθα αντιστέκεται κι ο Ρόμπερτ προβαίνει σε ασαφείς αναφορές του παρελθόντος που καταδεικνύουν τη σκληρότητα του Ρίτσαρντ σε βάρος της, χωρίς όμως και πάλι να ξεκαθαρίζεται τίποτα. Η Μπέρθα φαίνεται να ενδίδει και ανταλλάζει φιλιά με τον Ρόμπερτ. Έτσι ο Τζόυς πετυχαίνει μια μυστηριακή ατμόσφαιρα αναμονής ενός δράματος που θα φτάσει στην κορύφωση του με το ξετύλιγμα του κουβαριού του παρελθόντος. Όμως τίποτε από αυτά δεν θα συμβεί. Το παρελθόν δεν φαίνεται να απασχολεί τον Τζόυς. Το παρελθόν παραμένει σκοτεινό κι ανεξιχνίαστο και χρησιμοποιείται καθαρά υπόγεια εξυπηρετώντας περισσότερο το υποβλητικό και μυστηριώδες φόντο του έργου κι όχι την ουσία του. Όλα υπονοούνται κι όλα είναι στο προσκήνιο. Είναι χειροπιαστά και ταυτόχρονα απλησίαστα. Το μόνο που ξεκαθαρίζεται είναι ότι την περίοδο της νεότητας των ηρώων και ο Ρίτσαρντ και ο Ρόμπερτ διεκδίκησαν την Μπέρθα η οποία όμως διάλεξε τον πρώτο για το διανοουμενίστικο ύφος του συγγραφέα και τη στιβαρότητα του χαρακτήρα του.

Ο Ρόμπερτ αναφέρει στον Ρίτσαρντ τα σχέδιά του για το πανεπιστήμιο και τον προτρέπει να μη χάσει την ευκαιρία. Του ανακοινώνει μάλιστα ότι ήδη του έχει κλείσει ένα φιλικό δείπνο με τον πρύτανη που θα γίνει το ίδιο βράδυ. Ο Ρόμπερτ φαίνεται να πετυχαίνει το σκοπό του. Κλείνει επαγγελματικό ραντεβού στον Ρίτσαρντ την ίδια ακριβώς στιγμή που ο ίδιος κανονίζει ερωτικό ραντεβού με τη γυναίκα του. Όταν ο Ρίτσαρντ και η Μπέρθα μένουν μόνοι, η Μπέρθα εξηγεί στον Ρίτσαρντ τι συνέβη με το Ρόμπερτ και του δείχνει το ραβασάκι. Αυτό γίνεται με τρόπο τόσο φυσικό που καταλαβαίνουμε ότι ήταν κάτι που εκ των προτέρων είχε συζητηθεί από το ζευγάρι, κάτι αναμενόμενο και προμελετημένο που το σχεδίασαν και που το παρακολουθούσαν από κοινού. Ο Ρόμπερτ από επιτήδειος θύτης μετατρέπεται αμέσως σε θύμα του ζευγαριού που του την είχε στημένη. Ο Ρίτσαρντ εξοργίζεται αλλά προσπαθεί να φανεί ψύχραιμος. Ρωτάει τη γυναίκα του λεπτομέρειες του επεισοδίου με ανακριτικό ύφος. Εκείνη απαντά σε όλα με απόλυτη ειλικρίνεια που γίνεται σκληρότητα. Του εξηγεί ακόμα και τα φιλιά που αντάλλαξε με το Ρόμπερτ. Ο Ρίτσαρντ ξεσπάει βρίζοντας τον Ρόμπερτ με το χειρότερο τρόπο. Η Μπέρθα υψώνει τους τόνους αποκαλύπτοντας ότι ξέρει καλά τις σχέσεις του με την Μπεατρίς κι ότι διάβασε τα γράμματά της. Γίνεται έντονος καυγάς όπου και πάλι υπονοούνται τρομερά πράγματα για το παρελθόν, χωρίς να ξεδιαλύνονται. Ο Τζόυς καταγράφει μια σφοδρή συζυγική σύγκρουση με λεπτομερειακό - δημοσιογραφικό τρόπο και ταυτόχρονα την διακωμωδεί. Οι σύζυγοι μετατρέπονται σε φαιδρές καρικατούρες, εγκλωβισμένοι σε ασφυκτικά αδιέξοδα της καθημερινότητας που οι ίδιοι δημιούργησαν. Και οι δύο διατείνονται ότι αναζητούν την αλήθεια αλλά ψεύδονται. Ο συγγραφέας παρουσιάζει το προσωπείο του απελευθερωμένου συζύγου, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν θα εμποδίσει τη γυναίκα του να κάνει οτιδήποτε θέλει, ακόμα και με το Ρόμπερτ, απαιτώντας όμως να του πει τα πάντα, αφού τονίζει την προτεραιότητα της ειλικρίνειας, που προβάλλεται ως καταπίεση και ελεγκτικός μηχανισμός. Διατείνεται φιλελεύθερος, ενώ όμως είναι ολοφάνερο ότι η γυναίκα του είναι καταπιεσμένη. Απαιτεί την αλήθεια από τη γυναίκα του ενώ ο ίδιος κρύβει τις σχέσεις του με την Μπεατρίς. Η Μπέρθα από την άλλη φαίνεται πληγωμένη από τις σχέσεις του άντρα της με την Μπεατρίς αλλά δεν αποκαλύπτει ότι οι προτάσεις του Ρόμπερτ τη δελεάζουν και λειτουργούν σαν καζάνι που σιγοβράζει. Κατηγορεί το Ρίτσαρντ για συνωμοτικά σχέδια σε βάρος της που θέλουν να την αποξενώσουν από το παιδί. Το παιδί προβάλλεται ως καρπός διεκδίκησης. Και οι δύο χαρακτήρες παραλογίζονται στο έπακρο, θα λέγαμε ότι πνίγονται σε μια κουταλιά νερό, αφού χάνουν και τη στοιχειώδη ωριμότητα τους μπροστά στο φάσμα της απιστίας, που συναισθηματικά έχει εκδηλωθεί, σωματικά όμως όχι. Ζηλεύουν παθολογικά ακόμα και την ιδέα της ερωτικής απάτης, αφού ουσιαστικά απάτη δεν υπάρχει, και ταυτόχρονα παριστάνουν τους απελευθερωμένους. Απαιτούν ο ένας από τον άλλο ομολογίες σε ζητήματα που δεν υπάρχουν και που σχεδόν τα εκβιάζουν. Δαιμονοποιούν αυτό που διατείνονται ότι έχουν ξεπεράσει. Μοιραία γελοιοποιούνται και ταυτόχρονα γελοιοποιούν και την ιδέα της απελευθέρωσης. Πίσω από την ανελέητη σοβαρότητα των διαλόγων δεν κρύβεται παρά η ανελέητη ειρωνεία του Τζόυς. Η επιλογή του διανοούμενου συζύγου δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού ενσαρκώνει ακριβώς το πολιτιστικό πλέγμα του ψεύδους που οφείλει να παρουσιάσει συμπεριφορές, που από θέση αρχής αδυνατεί να αποδεχτεί. Ένας υποκριτικός φαύλος κύκλος που ξεκινά από την αποδοχή μιας δήθεν προοδευτικότητας και συνεχίζει με τη διαστρεβλωμένη εφαρμογή της που, επί της ουσίας, είναι αδύνατη, αλλά πρέπει να φανεί δυνατή και που τελικά σκοντάφτει σε άλλες παραμέτρους, που φυσικά δεν έχουν καμία σημασία, αλλά αποκτούν απίστευτες διαστάσεις, διαιωνίζοντας το ψεύδος, που σταδιακά γίνεται νεύρωση. Τα παράπλευρα ανούσια ζητήματα τιμής ή αξιοπρέπειας που τίθενται και που είναι τόσο επιτηδευμένα, δεν είναι παρά η ομολογία μιας αλήθειας που όμως δεν πρέπει να ομολογηθεί. Η αναφορά του παιδιού ως διεκδικητικός μηχανισμός υπονοεί τις ρίζες μιας υπόγειας, πρωτοφανούς εξουσιαστικής αναμέτρησης που μόνο το πρωτόγονο μπορεί να εκφράσει. Κι αυτό ακριβώς βλέπουμε. Το πρωτόγονο που φορά το κουστούμι του πολιτισμού, δηλαδή την άκρατη υποκρισία. Το προφανώς ειρωνικό happy end του έργου, με το ζευγάρι αγκαλιασμένο να ανταλλάσσει λόγια αγάπης, κρύβει τη χοντροκοπιά της σεξουαλικής εξημέρωσης, γιατί μόνο αυτή εξασφαλίζει την ανανέωση της γαμήλιας σύμβασης. Κι έτσι το ζευγάρι τα πετυχαίνει όλα. Και εξασφαλίζει την ασφάλεια της ερωτικής μονιμότητας, και προστατεύει την αδιαπραγμάτευτη προοδευτικότητα του, και είναι ειλικρινές, και διατηρεί την απελευθέρωση που αρμόζει.
Πιο ειλικρινής φαίνεται ο Ρόμπερτ που ισχυρίζεται ότι είναι νομοτελειακό να υπάρχουν σεξουαλικές σχέσεις, εφόσον υπάρχει έλξη, ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα. Σ’ ένα ντελίριο κυνισμού διατυπώνει την άποψη ότι, όταν στη Δευτέρα παρουσία σταθούμε μπροστά στο Θεό και του αποκαλύψουμε ότι ζήσαμε τίμια πλάι σε μια ύπαρξη εκείνος θα φωνάξει: «Ανόητοι τρελοί! Ποιος σας είπε ότι πλαστήκατε για να ανήκετε σε μια μόνο ύπαρξη! Εγώ σας έπλασα για να δοθείτε ελεύθερα σε πολλούς! Χάραξα με το δάχτυλό μου αυτό το νόμο πάνω στις καρδιές σας!» Ο Ρόμπερτ έχει λύσει τα προβλήματά του πίσω από τον αυθορμητισμό και την απλότητα του ζωώδους. Ο Ρίτσαρντ είναι πιο σύνθετος χαρακτήρας. Μετεωρίζεται ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, αφού θεωρητικά αποδέχεται την απελευθέρωση, αλλά στην πράξη είναι αδύνατο να την αποδεχτεί. Είναι ο πολιτισμένος άνθρωπος που βιώνει τη σεξουαλική ελευθερία μόνο εγκεφαλικά καταδικασμένος στην υποκρισία του σεξουαλικού ανεκπλήρωτου.
Ο Τζόυς δεν καταποντίζει τους ήρωές του, καταποντίζει τις ανθρώπινες σχέσεις στο σύνολό τους. Ανακηρύσσει το ψέμα ως κινητήριο δύναμη κάθε ανθρώπινης επαφής. Η σύμβαση είναι ο μόνος ρυθμιστής των ανθρώπινων υποθέσεων. Κάθε προσπάθεια προσέγγισης της αλήθειας είναι αξιοθρήνητη. Το ζευγάρι είναι αδύνατο να πει την αλήθεια. Ο επιστήθιος φίλος προτιμά το συνωμοτικό δρόμο για να πετύχει αυτό που θέλει. Οι γυναίκες είναι αντίζηλες κι όμως ποτέ δεν μιλάν γι’ αυτό. Φυσικά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο πυρήνας όλων αυτών των συμπεριφορών είναι η σεξουαλικότητα, το κατ’ εξοχήν ταμπού της κοινωνίας. Γιατί γίνεται αυτό; Προφανώς γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Γιατί αλλιώς οι σχέσεις θα πάψουν να υφίστανται ή θα υποβαθμιστούν στο ζωώδες. Γιατί ολόκληρη η δομή της κοινωνίας είναι μια σύμβαση και μόνο με την τήρηση άλλων επιμέρους συμβάσεων μπορεί να διατηρηθεί. Γιατί τελικά η επαναστατικότητα της απογυμνωμένης αλήθειας δεν είναι παρά μια άλλη μορφή βαρβαρότητας. Η σύμβαση, μπορεί να καταπιέζει ή να νοθεύει τις σχέσεις των ανθρώπων, αλλά τις εκλεπτύνει έτσι ώστε να είναι ανεκτές. Κατά συνέπεια οι άνθρωποι είναι αδύνατο να επικοινωνήσουν εξωτερικεύοντας τα απίστευτα βάθη της ύπαρξής τους γιατί δεν θα ανέχονταν ο ένας τον άλλο, θα τρόμαζαν και δεν θα μπορούσαν να συνυπάρξουν. Απομονώνονται, περιχαρακώνονται, νιώθουν ντροπή και δεν θέλουν να τη μοιραστούν, σχεδόν αμύνονται, ολοκληρωτικά ξένοι, καταδικασμένοι σε αιώνια εξορία.

                                                 Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: