17.5.11

ο Κνουτ Χαμσουν και η σχετικοτητα της ηθικης

Ένα σχόλιο του φιλόλογου Θανάση Μπαντέ για τον Κνουτ Χάμσουν και το σημαντικότερο έργο του, "η πείνα".

του Θανάση Μπαντέ
Knut Hamsun(1850-1952)
           Ο Κνουτ Χάμσουν ανήκει στους πιο αμφιλεγόμενους συγγραφείς που έδρασαν στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα. Γεννημένος στη νορβηγική ύπαιθρο το 1859 γνωρίζει καλά την ανέχεια της αγροτικής μιζέριας και τη συνδυάζει στο έργο του άριστα με το απάνθρωπο μοντέλο του δυτικού πολιτισμού του 20ου αιώνα που αχνοφαίνεται. Το 1890 γράφει ίσως το σημαντικότερο έργο του, «Η πείνα», ενώ το 1920 κερδίζει το Νόμπελ λογοτεχνίας. Η φιλοχιτλερική στάση που κράτησε όμως με την άνοδο του ναζισμού αμαύρωσε ανεπανόρθωτα τη φήμη του, σε σημείο που, μετά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου, δικάστηκε και εγκλείστηκε σε ψυχιατρείο. Παρέμεινε λίγους μήνες που όμως τον καταρράκωσαν και όταν αφέθηκε ελεύθερος απομονώθηκε στο αγρόκτημά του όπου και πέθανε το 1952. Παρά την αναμφισβήτητα υψηλή λογοτεχνική ποιότητα των έργων του έμεινε για πάντα ένοχος στο αναγνωστικό κοινό κι ακόμα και σήμερα είναι κάπως άβολο να μιλάει κανείς για τον Χάμσουν. 
            Το αριστούργημα του Χάμσουν, «Η πείνα», διαπραγματεύεται την ιστορία ενός διανοούμενου που προσπαθεί να κερδίσει τη ζωή του πουλώντας τα άρθρα του σε εφημερίδες.
Πληρώνεται με το κομμάτι και διαρκώς προσπαθεί να γράψει κάτι μεγαλειώδες, κάτι αριστουργηματικό που θα καταπλήξει το κοινό και θα του χαρίσει φήμη και καταξίωση αλλά σταδιακά το όνειρό του γίνεται χίμαιρα, αφού η έμπνευση είναι πάντα κατώτερη των φιλοδοξιών του και τις περισσότερες φορές τα κείμενά του απορρίπτονται, προφανώς ως αντιεμπορικά, από τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας. Έτσι, ξεμένει από λεφτά και φτάνει στην έσχατη εξαθλίωση αφού γυρίζει άστεγος στους δρόμους και θεονήστικος. Ο Χάμσουν έχει συγκλονιστικές περιγραφές της πείνας που ξεδιπλώνεται ως αρρώστια που οδηγεί στην παραφροσύνη, ως αδυναμία της σάρκας που καταρρακώνει και το πνεύμα. Είναι τόσο παραστατικός και λεπτομερειακός που δίνει την εντύπωση ότι το έχει ζήσει. Βλέπουμε τον ήρωα να μασουλάει και να καταπίνει ροκανίδια, να νιώθει το στομάχι του σαν ανοιχτή πληγή, να κάνει εμετό ακόμα και το ελάχιστο νερό που πίνει και τις λίγες στιγμές που, για τυχαίους λόγους, βρίσκει λεφτά να τρώει μια μπριζόλα με ανεξέλεγκτη βουλιμία και μετά να την ξερνάει βάζοντας τα χέρια του στο στόμα για να το εμποδίσει. Τριγυρίζει στους δρόμους σε παραληρηματική κατάσταση, με ασυνάρτητες σκέψεις και παρανοϊκές διαθέσεις, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή νόημα, χωρίς συνοχή ή ειρμό, σε μια πρωτόγονη παραζάλη. Φτάνει στο σημείο να μην μπορεί να σταθεί όρθιος, να ζαλίζεται, να έχει πυρετό, να βρίσκεται διαρκώς στα πρόθυρα του θανάτου αλλά να μην τα περνά. Παρόλα αυτά δεν ξεχνά ποτέ την αποστολή του, το γράψιμο. Προσπαθεί συνεχώς να γράψει κάτι. Ελπίζει σε βαθμό κωμικότητας. Σε παγκάκια, σε πεζούλια, όποτε νιώθει αρκετά δυνατός για να εμπνευστεί και να δημιουργήσει. Όμως κάθε φορά διαψεύδεται. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να πετύχει το μεγαλειώδες κείμενο που αναζητά. Κι έτσι συνεχίζει το αστείρευτο σούρτα – φέρτα στην πόλη που τον βυθίζει στη σκοτεινότερη εξαθλίωση. Ένα ματωμένο οδοιπορικό  ενός ξοφλημένου που επιδιώκει την πνευματική ανάταση και μοιραία συντρίβεται σ’ έναν αδυσώπητο υλιστικό κόσμο. Κι αυτό είναι το προφανές μήνυμα του έργου. Ο θάνατος κάθε πνευματικότητας, αφού κάθε πνευματική αναζήτηση καταδεικνύεται ως αθεράπευτος ρομαντισμός καταδικασμένος στην απαξίωση. Ο εκπρόσωπός της δεν έχει άλλη επιλογή από το σκληρό περιθώριο και την καθημερινή οδύνη της – μη - επιβίωσης. Περιτριγυρίζεται από ανθρώπους χωρίς όμως να εντάσσεται πουθενά, αφού αδυνατούν να διοχετευθούν οι πνευματικές του ανησυχίες, ως κάτι ακατανόητο, στην πραγματικότητα της υλικής και κατ’ επέκταση χρηματικής κυριαρχίας. Πολλοί εντάσσουν την «πείνα» σ’ ένα τρίπτυχο που συμπληρώνεται από το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι και το «Λύκο της στέπας» του Έσσε και που έχει ως θέμα το θάνατο της διανόησης.
            «Η πείνα» όμως προχωρά ακόμη περισσότερο και δεν είναι βέβαιο ότι η πνευματικότητα που καταρρακώνει τον ήρωα έχει οπωσδήποτε το υπόβαθρο της διανόησης. Ο ήρωας δεν αναφέρεται πουθενά ως σπουδαίος συγγραφέας που αδικείται από τις εφημερίδες γιατί είναι μπροστά από την εποχή του ή κάτι τέτοιο. Ούτε βλέπουμε πουθενά το αδικοχαμένο ταλέντο ή την ευφυΐα που χαραμίζεται σ’ ένα κόσμο που δεν καταλαβαίνει. Αντίθετα βλέπουμε να εκδίδει - και να νιώθει περήφανος – ένα ρομάντζο αμφιβόλου ποιότητας και αισθητικής. Ακόμη κι όταν εξασφαλίζει στέγη και τροφή για μερικές βδομάδες σ’ ένα πανδοχείο και μπορεί να γράψει δεν το πετυχαίνει και πελαγοδρομεί περιμένοντας την έμπνευση που δεν έρχεται ποτέ. Αναλώνεται με ευτελή σενάρια που αδυνατεί να ολοκληρώσει και που κατά βάση είναι αδιέξοδα όπως αδιέξοδος είναι και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Έτσι η πνευματικότητα που προβάλλει ο Χάμσουν ξεφεύγει από τα όρια της διανόησης κι αποκτά άλλο περιεχόμενο, αφού ο ήρωας είναι περισσότερο ψώνιο παρά διανοούμενος. Αν δεχτούμε ότι η ηθική είναι καθαρά πνευματικό αγαθό τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρωτοφανή αντιστροφή. Η πνευματικότητα δεν ενσαρκώνεται στις συγγραφικές αναζητήσεις του ήρωα αλλά στις καθημερινές πρακτικές και τρόπους διαχείρισης μιας ανελέητης πραγματικότητας. Ενσαρκώνεται στα διαρκή διλήμματα ηθικού χαρακτήρα που τον βασανίζουν. Βρισκόμαστε μπροστά στην απόλυτη υλική εξαθλίωση και την ανόθευτη ηθική υπόσταση ταυτόχρονα. Όταν από ταμειακό λάθος ενός υπαλλήλου στο παντοπωλείο αποκτά λίγα χρήματα νιώθει φοβερές ενοχές. Φεύγει με τα χρήματα στην τσέπη αλλά νιώθει καταρρακωμένος. Αφού προσφέρει ένα γεύμα στον εαυτό του νιώθει τέτοιες τύψεις που δεν επέστρεψε τα χρήματα που δεν δικαιούταν που τελικά τα δίνει σε μια πλανόδια πωλήτρια γλυκών – σχεδόν ζητιάνα. Σ’ ένα ντελίριο συναισθηματικής ασυναρτησίας επιστρέφει στο μπακάλικο και βρίζει τον υπάλληλο που έκανε το λάθος. Νιώθει επίσης ενοχές όταν ένας εκδότης – ο μοναδικός που του φέρεται με ανθρωπιά – του δίνει λίγα λεφτά επειδή τον λυπάται. Ενώ μπορεί να φάει στο συσσίτιο των αστέγων δεν το κάνει για λόγους τιμής. Προτιμά να πεθάνει από την πείνα. Όταν η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου τον πετά έξω γιατί δεν πληρώνει το νοίκι – πράξη που δεν αντιβαίνει την τρέχουσα ηθική, αφού από αυτά τα ενοίκια ταΐζει τα παιδιά της – νιώθει τόσο εξοργισμένος και παρόλα αυτά δεν αντιδρά καθόλου. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η αντιστροφή του Χάμσουν. Μας φέρνει μπροστά στην υλική εξαθλίωση που απειλεί ακόμα και την ίδια την επιβίωση και ταυτόχρονα δεν παζαρεύει καθόλου τις ηθικές αξίες που ορίζουν στο έπακρο την αξιοπρέπεια και την περηφάνια του ήρωα. Μοιραία οι ηθικές αξίες γίνονται βάρος. Γίνονται περιττό φορτίο που πρέπει να πεταχτεί. Γίνονται μειονέκτημα και παραλογισμός. Ο Χάμσουν, σχεδόν σαδιστικά, αφήνει το χαρακτήρα του στο έλεος της ηθικής που πλέον έχει χάσει κάθε νόημα. Η αντιστροφή της ηθικής από στόχο σε βαρίδιο ύπαρξης είναι ακριβώς ο πυρήνας του Χάμσουν. Η ηθική είναι σχετική έννοια. Νοηματοδοτείται μόνο με γεμάτο στομάχι. Αν το στομάχι αδειάζει τότε όλα αντιστρέφονται. Όλα είναι πιθανά και νομιμοποιούνται. Αν ο ήρωας έδερνε τη σπιτονοικοκυρά τη στιγμή της έξωσης από το πανδοχείο δεν θα προκαλούσε καμία έκπληξη. Ούτε θα καταδικαζότανε ηθικά. Αν έκλεβε για να φάει, επίσης. Αν λήστευε, αν σκότωνε, αν προέβαινε σε οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια θα ήταν λογικό. Το μόνο παράλογο είναι η παθητική επιμονή στα ηθικά στερεότυπα και ο δρόμος της τρέχουσας νομιμότητας. Το μόνο πράγμα που μπορεί να ευχαριστήσει τον ήρωα είναι η έκπληξη που μπορεί να προκαλεί στους άλλους με την ακεραιότητά του, με την αντίθεση που προκαλείται ανάμεσα στην αξιοθρήνητη εμφάνισή του και το μεγαλείο που έχουν τα λόγια του. Το να αιφνιδιάζει τους ανθρώπους με αλλοπρόσαλλες  συμπεριφορές είναι σαφώς η κορωνίδα της αυτοεκτίμησης.  Μόνο τότε νιώθει ωραία. Όταν αφήνει τους άλλους κατάπληκτους κι ο ίδιος νομίζει ότι διασώζει το κύρος της ατομικής του αξιοπρέπειας.
            Όταν όμως η εξαθλίωση νομιμοποιεί ακραίες συμπεριφορές τότε νομιμοποιεί κι ακραίες ιδεολογίες. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι τυχαίο που ο Χάμσουν κατέληξε οπαδός του Χίτλερ, ούτε είναι τυχαίο ότι ο Χίτλερ ξεπήδησε από έναν εξαθλιωμένο λαό και η επικαιρότητα των παραπάνω δεν χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις.      

                                                                           Θανάσης Μπαντές. abbades75@gmail.com                               

Δεν υπάρχουν σχόλια: