2.8.11

πως γνωριζουμε. μια παλια διαμαχη

Πως γνωρίζουμε;  Οι έμβιοι οργανισμοί στη γη, διαμόρφωσαν στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης, μηχανισμούς που αποτέλεσαν τα αισθητήρια όργανα, σαν εξέλιξη των κυττάρων εκείνων που εξειδικεύθηκαν να αντιδρούν στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος δηλαδή των νευρικών κυττάρων και άρα κίνησης και προσαρμογής σ’ αυτόν. Αισθάνονται, αντιλαμβάνονται, αυτές τις πλευρές που τους είναι χρήσιμες για αυτήν την προσαρμογή, δημιουργώντας και μια εικόνα, ανάλογα με τον τρόπο αυτής της πρόσληψης για τον περιβάλλοντα χώρο.
Αυτή η αντίληψη έχει συμβολικό και ταυτόχρονα υποκειμενικό χαρακτήρα.
Επειδή όμως οι βιολογικοί οργανισμοί στη γη διαμορφώθηκαν στη βάση των κοινών κωδίκων της ζωής στον πλανήτη μας, δηλαδή το μόριο του DΝΑ και σε παρόμοιες επιδράσεις του περιβάλλοντος, έχουν λίγο πολύ κοινά χαρακτηριστικά. Έτσι αισθανόμαστε, αντιλαμβανόμαστε αυτές τις πλευρές που μας είναι χρήσιμες για την προσαρμογή σ’ αυτό το περιβάλλον και αυτό γίνεται με έναν ορισμένο τρόπο, τον τρόπο των βιολογικών συστημάτων όπως έχουν διαμορφωθεί στον πλανήτη μας την γη.
Για παράδειγμα, το φως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι τα φωτόνια, κάτι μεταξύ ηλεκτρομαγνητικού κύματος και σωματιδίου, προσπίπτουν στα εξειδικευμένα για αντίδραση στο φως κύτταρα του αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού, τα κωνία και τα ραβδία. Τα σήματα που λαμβάνονται απ’ αυτά τα κύτταρα, πηγαίνουν στον εγκέφαλο, ο οποίος τα ερμηνεύει με βάση "χάρτες αναγνώρισης" που έχει διαμορφώσει εξελικτικά, δίνοντας τους μια ορισμένη μορφή, χρήσιμη σε μας για να προσαρμοζόμαστε στο περιβάλλον.
 Το ίδιο ισχύει για τα χρώματα, τα σχήματα, τους ήχους, τις γεύσεις, τις οσμές αλλά και για τις γενικότερες έννοιες του χώρου, του χρόνου, της ποσότητας, της ποιότητας κλπ, ότι εν πάση περιπτώσει αντιλαμβανόμαστε.
Ένας παρατηρητής, για παράδειγμα, από μια εντελώς διαφορετική τάξη μεγέθους,
ας πούμε ενός υποατομικού σωματιδίου, ή στο αντίθετο άκρο μεγάλη, ας πούμε γαλαξιακού θα σχημάτιζε μία εντελώς διαφορετική εικόνα της φυσικής πραγματικότητας.
Φαίνεται δηλαδή ότι προσλαμβάνουμε ένα μέρος του περιβάλλοντα κόσμου, αυτού που ήταν απαραίτητο για την προσαρμογή μας και την επιβίωση μας σ’ αυτόν.
Η πρόσληψη δηλαδή του περιβάλλοντος αποτελεί μια “ανάγνωση” του, που έχει σμιλευθεί από την δοκιμή του σωστού και του λάθους, με το κριτήριο της αποτελεσματικότητας μέσω της πράξης, στα εκατομμύρια χρόνια της εξέλιξης, ανεβάζοντας έτσι την ερμηνευτική του ικανότητα. Με μια αναλογία είναι κάτι σαν τις θεωρίες που φτιάχνουμε για να ερμηνεύσουμε τη φύση που μας περιβάλλει. Με το κριτήριο της πράξης, μέσα απο την συνεχή δοκιμή του σωστού και του λάθους και με το εργαλείο της λογικής, προχωρούμε σε αποτελεσματικότερες θεωρήσεις, που σημαίνει ότι μπορούμε να δούμε μεγαλύτερο πεδίο, να κάνουμε πιο μακροπρόθεσμες προβλέψεις. Είναι η επιστημονική μέθοδος, η οποία σε μια αναλογία αντιγράφει τη φύση.
Πάνω σ' αυτή τη λογική αναπτύχθηκε και το νευρικό σύστημα και ο εγκέφαλος στα σπονδυλωτά. Στηρίχθηκε στην προσαρμογή σε ερεθίσματα που προέρχονται είτε από τον ίδιο τον οργανισμό είτε από το περιβάλλον και την ανάλογη δράση απάντηση σ’ αυτά τα ερεθίσματα, μετατρέποντας τα πρότυπα πρόσληψης από τις αισθήσεις, τα αντιληπτικά πρότυπα, σε πρότυπα δράσης. Η αντίληψη και η δράση εξ άλλου μοιράζονται κοινούς υπολογιστικούς κώδικες και υποκείμενες νευρωνικές αρχιτεκτονικές, όπως δείχνουν πολλά δεδομένα. Στους εξελικτικά κατώτερους οργανισμούς η άμεση αισθητηριακή αντίληψη και δράση είναι άμεσα συνυφασμένες.
Αλλά και στη νόηση και τη συνείδηση που κατέκτησε ο άνθρωπος, τα πρότυπα συμπεριφοράς που διαμορφώθηκαν εξελικτικά, διαμορφώθηκαν για την προσαρμογή και απάντηση σε συγκεκριμένα ερεθίσματα του περιβάλλοντος.
Δηλαδή υπάρχει μια αλληλεξάρτηση, ενότητα, ανάμεσα στο τι αντιλαμβανόμαστε και τις ανάλογες δράσεις που προκύπτουν απο αυτή την αντίληψη. Το υποκείμενο που είναι ο εγκέφαλος και οι ερμηνείες που δίνει, με το αντικείμενο που είναι το περιβάλλον και τα ερεθίσματα που δεχόμαστε από αυτό, δεν αποτελούν δύο ξεχωριστούς κόσμους. Υπάρχει αλληλεξάρτηση. Τα γεγονότα και οι ερμηνείες τους από τον καθένα, συνιστούν μέρος μιας συνεχιζόμενης και δυναμικά εξελισσόμενης ιστορικής διαδικασίας- που εμπλέκονται επηρεάζοντας το ένα το άλλο.
Αν κάνουμε μια προέκταση αυτής της σκέψης, μπορούμε να πούμε ότι τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο τη σχέση του εγκεφάλου με το περιβάλλον και το πως το προσλαμβάνει αλλά αφορούν γενικά την αλληλεξάρτηση των πάντων. Σε ένα σύνολο, για παράδειγμα, αφορούν τη σχέση του μέρους με το σύνολο, όπου το ένα διαμορφώνει το άλλο. (Είναι κατανοητή αυτή σχέση αλλά θα αναφέρω ένα παράδειγμα με το οικοσύστημα της γης. Η αρχική ατμόσφαιρα, που δεν περιείχε οξυγόνο, μαζί με τις υπόλοιπες συνθήκες που επικρατούσαν στη γη οδήγησαν στη δημιουργία των πρώτων μορφών έμβιας ύλης, που ήταν αναερόβιες. Στη συνέχεια με το φαινόμενο της φωτοσύνθεσης, δηλαδή τη διάσπαση του νερού σε υδρογόνο και οξυγόνο με τη βοήθεια του ηλιακού φωτός, δημιουργήθηκε η ατμόσφαιρα της γης με την σημερινή της σύνθεση σε οξυγόνο και αυτό άλλαξε τελείως και τη σύνθεση των μερών, δηλαδή των οργανισμών που μπόρεσαν να επιβιώσουν στις νέες συνθήκες αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη τους για να ανταποκριθούν στους νέους παράγοντες που δρούσαν επάνω τους. Δηλαδή η ατμόσφαιρα της γης και η ζωή στον πλανήτη μας είναι μια αλληλένδετη διαδικασία, όχι μονόδρομη αλλά αμφίδρομη). Στη θεωρία του χάους μικρές αλλαγές σε ένα σύστημα μπορούν να οδηγήσουν σε εκθετικές αλλαγές σε κάποιο άλλο σύστημα, μιας και όλα είναι σε αλληλεξάρτηση.
Άρα η αντίληψη για το ζεύγος αντίληψη-δράση και την ενότητά του, έχει μια ευρύτερη εφαρμογή.

Τα όρια της γνώσης. Η γνώση που διαμορφώνουμε για την πραγματικότητα παρ’ όλο τον συμβολικό της χαρακτήρα δεν είναι άσχετη με αυτήν την πραγματικότητα, ακριβώς επειδή αποτελεί μια λιγότερο ή περισσότερο επιτυχή προσαρμογή. Η αλληλεπίδραση εξ άλλου με το περιβάλλον αποτελεί και την μόνη δυνατότητα που έχουμε να αυξήσουμε την ποσότητα της γνώσης. Η προσαρμογή είναι γνώση. Η ανάπτυξη της νόησης απο τους βιολογικούς οργανισμούς και κυρίως τον άνθρωπο, αυξάνει συνεχώς τις δυνατότητες προσαρμογής, δηλαδή την γνώση. Ταυτόχρονα αποτελεί έναν κύκλο αυτοαναφοράς μέσα στον οποίον βρισκόμαστε, ο οποίος διευρύνεται συνεχώς αλλά αποτελεί ερωτηματικό αν μπορούμε να βγούμε από τα όρια του, μιας και τα αντιληπτικά μας όργανα διαμορφώθηκαν από την πρόσληψη αυτών των πλευρών του περιβάλλοντος που είναι χρήσιμα για την προσαρμογή μας σ' αυτό αλλά και το κατηγοριοποίησαν με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Έτσι όσον αφορά τα όρια των δυνατοτήτων μας για γνώση, μάλλον πρέπει να είμαστε αρκετά συγκρατημένοι. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε μια εικόνα που μας δίνει η ίδια η εξελικτική διαδικασία. Ο άνθρωπος και η συνείδηση του είναι προϊόντα της εξέλιξης και όπως τα λιγότερο εξελιγμένα όντα από τον άνθρωπο έχουν όρια στην κατανόηση του κόσμου, πολύ μικρότερα από αυτά του ανθρώπου, έτσι και ο άνθρωπος θα έχει όρια σε σχέση με πιο εξελιγμένα όντα που κατά πάσα πιθανότητα υπάρχουν στο άπειρο σύμπαν. Επίσης πρέπει να πάρουμε υπ’ όψη μας ότι η γη είναι σχετικά νεαρής ηλικίας, μόλις 4,5 δισεκατομμυρίων χρόνων, ενώ ο γαλαξίας μας είναι περίπου 10 και άρα θα υπάρχουν περιοχές του γαλαξία μας αρχαιότερες από τη γη κατά μερικά δισεκατομμύρια χρόνια, όπως και στα δισεκατομμύρια των άλλων γαλαξιών. Για την εξέλιξη και τη ζωή έχουμε στο νου μας τις εικόνες από την εμπειρία στον πλανήτη μας, οι οποίες απ’ ότι φαίνεται είναι αρκετά περιορισμένες για να προσεγγίσουμε πληρέστερους ορισμούς της ζωής και της εξέλιξης, που αφορούν μεγέθη μεγαλύτερων τάξεων.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη γη και στη ζωή όπως την ξέρουμε. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος φαίνεται πράγματι να έχει δυνατότητες πολύ μεγαλύτερες απ’ τις στενές όπως τις βλέπουμε, ανάγκες της προσαρμογής. Η φύση φαίνεται να δίνει πολλές εφεδρείες, όχι μόνο στον εγκέφαλο αλλά σ’ όλα τα όργανα. Στην ουσία στη διάρκεια της ζωής μας ξοδεύουμε αυτές τις εφεδρείες που μας έχει διαθέσει η φύση. Η ύπαρξη αυτών των εφεδρειών δίνει την δυνατότητα στον οργανισμό να προσαρμόζεται σε ένα ευρύ φάσμα αλλαγών των περιβαλλοντολογικών συνθηκών. Όπως ξέρουμε, με τη μείωση αυτών των εφεδρειών, αυτή η δυνατότητα μειώνεται και η ισορροπία των ομοιοστατικών μηχανισμών μας με το περιβάλλον γίνεται πιο ασταθής. Όσον αφορά τον εγκέφαλο, αυτές οι εφεδρείες φαίνεται να αποτελούν όλες τις διαφορετικές, εναλλακτικές δυνατότητες εγγεγραμμένων συμπεριφορών που έχουμε στη διάθεση μας και μας έχει εφοδιάσει η εξέλιξη για να ανταποκριθούμε στις πιο διαφορετικές απαιτήσεις του περιβάλλοντος, έτσι όπως τις έχει ιστορικά, μέσα από την εξέλιξη, αντιμετωπίσει ο άνθρωπος και οι πρόγονοί του. Ο άνθρωπος από τότε που κατέκτησε τη γλώσσα ως όργανο της επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους και η γνώση έγινε όργανο του ενδοειδικού, δηλαδή μέσα στο ανθρώπινο είδος, ανταγωνισμού παράλληλα με την κατάκτηση της φύσης, ανέπτυξε ραγδαία τις νοητικές του ικανότητες. Παρ’ όλα αυτά ο εγκέφαλος μας είναι απλά ο περισσότερο αναπτυγμένος εγκέφαλος στην αλυσίδα της εξέλιξης όπως την γνωρίζουμε πάνω στη γη.
Ο J. Searle, ένας από τους σύγχρονους φιλόσοφους της νόησης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο "ανακαλύπτοντας ξανά το νου" [εκδ. Γκοβόστη], λέει ότι, από μεθοδολογική άποψη είμαστε αναγκασμένοι να ενεργούμε σαν να μπορούμε να τα κατανοήσουμε όλα, μ’ αυτό τον τρόπο εξ άλλου θα γνωρίζουμε και τα όρια κάθε φορά της γνώσης. Έτσι η δυνητική παντογνωσία είναι αποδεκτή σαν μια συμβατική επινόηση, αλλά θα ήταν αυταπάτη να την εκλάβουμε σαν γεγονός.
Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι ενώ αντιλαμβανόμαστε ένα μέρος μόνο της φύσης, η επιστήμη έχει κατακτήσει μια τρομακτική ακρίβεια στις μετρήσεις αλλά και τις προβλέψεις για τις φυσικές διαδικασίες. Επειδή όμως το ερώτημα είναι πολύ ενδιαφέρον, ας κάνουμε μια σύγκριση, αρκετά αυθαίρετη βέβαια. Και ο σκύλος κάνει ορισμένους υπολογισμούς απίστευτης ακρίβειας, σε ένα άλλο επίπεδο από τον άνθρωπο που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες δυνατότητες κατά πολύ. Για παράδειγμα μπορεί να προσανατολισθεί και να βρει το σπίτι του αφεντικού του από τεράστιες μερικές φορές αποστάσεις. Ή να ξεχωρίσει μια μυρωδιά ανάμεσα σε πάρα πολλές άλλες με εκπληκτική ακρίβεια. Είναι αυτά που μπορεί να μετρήσει και τα μετράει πάρα πολύ καλά. Συνολικά όμως το εύρος των ικανοτήτων του δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό του ανθρώπου που είναι πολύ μεγαλύτερο, απλά δείχνει το ότι επειδή μετράμε με ακρίβεια αυτό που μπορούμε και μετράμε και αυτό αποδεικνύεται σωστό και είναι σωστό, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι βλέπουμε όλο το σκηνικό.

Μια παλιά διαμάχη. Παρ’ όλα αυτά αυτή η εκπληκτική ακρίβεια των φυσικών θεωριών και των μαθηματικών μοντέλων που περιγράφουν τη φύση μας γεμίζει με δέος μπροστά στις δυνατότητες του ανθρώπου. Ο Αϊνστάιν είχε πει το γνωστό ότι το πιο εκπληκτικό πράγμα στη φύση είναι ότι μπορούμε και την κατανοούμε. Μας κάνει να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε κοντά στην ανακάλυψη των τελευταίων μυστικών της φύσης. Αυτό οδήγησε πολλούς να θεωρούν τα μαθηματικά μοντέλα που περιγράφουν με τέτοια ακρίβεια τη φύση, κάτι σαν τις Πλατωνικές ιδέες, δηλαδή την απόλυτη αλήθεια, προς τις οποίες τείνουμε αλλά και σταδιακά τις γνωρίζουμε. Το σύμπαν είναι οι αριθμοί και οι σχέσεις μεταξύ τους, όπως ήταν για τον Πυθαγόρα αλλά και τον Πλάτωνα.
Αυτή περίπου είναι και η άποψη του R. Penrose, καθηγητή Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Σε σχέση με αυτά που αναφέρθηκαν στο αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο για το υποκειμενικό στοιχείο στην πρόσληψη της πραγματικότητας, ο R. Penrose, υποστηρίζοντας την αντικειμενικότητα των φυσικών διαδικασιών, λέει ότι αν παρεμβάλουμε την οποιαδήποτε υποκειμενικότητα στην ανάδειξη της πραγματικότητας δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την εκπληκτική ακρίβεια που διαπιστώνουμε στην περιγραφή της φύσης από τις θεωρίες που έχουμε διατυπώσει. Έτσι θα ήταν λάθος, σύμφωνα με τη γνώμη του, να θεωρήσουμε ότι ο ρόλος των μαθηματικών είναι απλά οργανωτικός, ότι η φύση συμπεριφέρεται με τον ένα ή άλλο τρόπο και οι θεωρίες μας δεν είναι παρά προσπάθειες να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Κατά τη γνώμη του αν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν θα πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη μαθηματική τάξη στον κόσμο, εμείς επιβάλουμε με μια έννοια αυτή την τάξη περιγράφοντας με περίτεχνους μαθηματικούς τύπους αυτές τις πλευρές της συμπεριφοράς του κόσμου που μπορούμε να κατανοήσουμε(απο άρθρο του R. Penrose που δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ, στις 7/1/07) Κατά τη γνώμη του τα μαθηματικά βρίσκονται ήδη στη συμπεριφορά των φυσικών πραγμάτων, σαν τις Πλατωνικές ιδέες που πρέπει να τις ανακαλύψουμε. Σχετικά μ’ αυτό ενδιαφέρον έχει και η άποψη του, που περιγράφει στο "το μεγάλο, το μικρό και η ανθρώπινη νόηση"(εκδ. κάτοπτρο), ότι υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη πραγματικότητας. Η φυσική πραγματικότητα που προσπαθούμε να την προσεγγίσουμε, η νοητική που πηγάζει από τον εγκέφαλο και η πλατωνική-μαθηματική. Αυτές οι τρεις πραγματικότητες συνδέονται μεταξύ τους με ένα μυστηριώδη τρόπο, μυστηριώδη επειδή δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί πως η νόηση που πηγάζει από ένα φυσικό όργανο όπως ο εγκέφαλος, μπορεί και προσεγγίζει την πλατωνική-μαθηματική πραγματικότητα. Παρόμοιες απόψεις όσον αφορά τον κόσμο των πλατωνικών ιδεών που αλληλεπιδρά με τον εγκέφαλο, είχαν και ο νευροβιολόγος John Eccles(John Carew Eccles. (1903-1997). Αυστραλός νευροφυσιολόγος που πήρε το Νόμπελ ιατρικής και Φυσιολογίας το 1963, για τις εργασίες του πάνω στις νευρικές συνάψεις. Το 1977 έγραψε μαζί με τον Karl Popper το The Self and Its Brain, όπου αναπτύσσονται οι παραπάνω απόψεις). αλλά και ο φιλόσοφος Karl Popper(Karl Raimund Popper(Βιέννη 1902-Λονδίνο 1994). Αυστριακός φιλόσοφος που μετά την κατάληψη της Αυστρίας από τους Γερμανούς, κατέληξε στο Λονδίνο. Οπαδός του φιλελευθερισμού, ανήγαγε στον Πλάτωνα όλα τα σύγχρονα ολοκληρωτικά συστήματα) που μαζί προτείνανε στο The Self and Its Brain την ύπαρξη αυτού του τρίτου κόσμου, μιας τρίτης πραγματικότητας, και διατυπώσανε παρόμοια περίπου άποψη.
Στη βάση αυτών των αντιλήψεων βρίσκεται και η παλιά διαμάχη των λογικιστών με τους εμπειριστές και το αν οι ιδέες υπάρχουν εξ αρχής ή είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας. Στη βάση των αντιλήψεων των πρώτων, που πρώτος τις διατύπωσε ο Πλάτωνας, είναι ότι οι ιδέες υπάρχουν εξ αρχής, a priori και επειδή είναι ιδέες μπορούν να προσεγγισθούν μόνο με το λόγο, αντίθετα με τις αισθήσεις με τις οποίες δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τα πράγματα, να φθάσουμε στις ιδέες. Οι αισθήσεις μάλιστα συνήθως τις συσκοτίζουν. Οι ιδέες υπάρχοντας εξ αρχής, βρίσκονται και μέσα μας από τη στιγμή που θα γεννηθούμε και αυτός είναι ο δρόμος της προσέγγισης τους. Αυτές οι ιδέες που βρίσκονται a priori μέσα μας, είναι συνδεδεμένες με κάποιο τρόπο με τις απόλυτες ιδέες που βρίσκονται στο κέντρο του σύμπαντος, που για τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα, τους πρώτους ορθολογιστές, ήταν οι αριθμοί και οι σχέσεις μεταξύ τους. Άρα μπορούμε να προσεγγίσουμε τις απόλυτες ιδέες μέσα από το καθαρό λόγο, χωρίς την ανάγκη της εμπειρίας που μπορεί να μας μπερδέψει, μιας και υπάρχουν έτσι κι αλλιώς μέσα μας. Είναι δηλαδή μια επαναδιατύπωση των πλατωνικών ιδεών, κάτι που το υποστηρίζουν και οι ίδιοι.

Πως προέκυψε αυτή η διαμάχη; Η κατάκτηση της αφηρημένης νόησης από τον άνθρωπο, η δυνατότητα της λογικής σκέψης, (για την οποία έγινε αναφορά σε προηγούμενη ανάρτηση), του έδωσε τη δυνατότητα να ξεφεύγει από την άμεση αισθητηριακή εμπειρία και να καταλήγει σε συμπεράσματα που απέχουν πολύ από αυτήν, αποκτώντας τη δική της αυτονομία. Τα μαθηματικά για παράδειγμα είναι μια επιστήμη που ξεφεύγει εύκολα από την άμεση αισθητηριακή εμπειρία, δημιουργώντας συνεχώς νοητικές κατασκευές, οι οποίες μπορούν και περιγράφουν με εκπληκτική ακρίβεια, φυσικά φαινόμενα και διαδικασίες, γι αυτό από τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα, αλλά και σήμερα από κορυφαίους μαθηματικούς, θεωρήθηκαν ως οι αρχικές, απόλυτες ιδέες στο σύμπαν. Στη νεότερη εποχή αυτές οι αντιλήψεις αναπτύχθηκαν πάλι ως φιλοσοφικό ρεύμα με τον Καρτέσιο και τον Λάιμπνιτς στα πλαίσια της ανάπτυξης του ορθολογισμού.
Στον αντίποδα ήταν οι εμπειριστές που λέγανε ότι μόνο μέσα από την εμπειρία και τις αισθήσεις υπάρχει έγκυρη γνώση, για τα υπόλοιπα δεν ξέρουμε τίποτε, ο λόγος είναι κατασκεύασμα του εγκεφάλου χωρίς καμία αξία χωρίς τις αισθήσεις. Με κυριότερους εκπροσώπους στην αρχή της νεότερης εποχής, τον Μπέικον, τον Τζον Λοκ και στη συνέχεια τον Ντέιβιντ Χιουμ, οι οποίοι θα λέγαμε θεμελιώσανε και την σύγχρονη επιστήμη η οποία στηρίχθηκε στα δεδομένα της εμπειρίας.
Αυτό που έχει σημασία στην πλευρά του θέματος που εξετάζουμε, είναι ότι οι εμπειριστές αρνήθηκαν ότι υπάρχουν a priori ή a posteriori αλήθειες. Οι βασικές αρχές των επιστημονικών θεωριών δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά συμβάσεις, με μοναδικό αίτημα την μη αντιφατικότητά τους. Το ποιες θα επιλέξουμε, εξαρτάται απο την πρακτική της εφαρμογής τους. Η πράξη είναι το κριτήριο που δικαιώνει την μία ή την άλλη γνώση. Και μόνο μέσω της πράξης έχουμε έγκυρη γνώση. Είναι μια προσέγγιση που θεμελίωσε την σύγχρονη επιστήμη και βρίσκεται σε συμφωνία και με τα νευροβιολογικά δεδομένα για το πως διαμορφώνεται η σχέση του εγκεφάλου με το περιβάλλον.
Είναι δύσκολο όμως να επεκταθούμε στη συζήτηση αυτού του θέματος. Γεγονός είναι ότι με την ανάπτυξη της νόησης και της συνείδησης, μέσα από την παρατήρηση της φύσης, ο άνθρωπος κατάφερε να κάνει υποθέσεις που ξεφεύγουν από τα όρια του τρόπου που είχαν μάθει οι αισθήσεις του να αντιλαμβάνονται τον κόσμο και αυτές οι υποθέσεις επιβεβαιώνονται. Αναπτύχθηκε δηλαδή ένα εργαλείο γνώσης, ο ανθρώπινος εγκέφαλος, που ανοίγει όλο και περισσότερο τα πέπλα της άγνοιας και εισχωρεί συνεχώς και πιο βαθιά στις άγνωστες πλευρές των φυσικών διαδικασιών. Ενώ δηλαδή ο εγκέφαλος δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της εξέλιξης και της προσπάθειας προσαρμογής του βιολογικού οργανισμού, από ένα σημείο και μετά, με την ανάπτυξη της νόησης ανώτερης τάξης που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, την κατάκτηση της αφηρημένης σκέψης και του λόγου και τις ανάγκες του ενδοειδικού ανταγωνισμού ως κίνητρο για την παραπέρα ανάπτυξη, ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία, μετατράπηκε στο κύριο εργαλείο προσαρμογής μέσα από την γνώση, αποκτώντας ένα δυναμικό και όχι απλά παθητικό χαρακτήρα. Κι αυτή είναι μια διαδικασία που οδηγεί συνεχώς τον άνθρωπο σε μεγαλύτερα επίπεδα γνώσης, εντάσσοντας τον σε όλο και πλατύτερες διαδικασίες. Είναι μια συνεχής εξέλιξη που οφείλουμε να διευρύνουμε συνεχώς τα όρια της.
Απ' ότι φαίνεται, η φύση είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι που δημιουργεί συνεχώς καινούργια πραγματικότητα, χωρίς να υπάρχει τέλος σ’ αυτή την διαδικασία. Ένα γίγνεσθαι στο οποίο συμμετέχουμε και εμείς έστω με έναν απειροελάχιστο τρόπο. Εξ άλλου ο Πλάτωνας μέσω του Σωκράτη έλεγε ότι την ύψιστη ηδονή δεν την προσφέρει τόσο η σοφία που εξ άλλου είναι σχετική όπως και η πραγματική αρετή, όσο η συνείδηση της πραγματικής προόδου προς τη σοφία ή την αρετή.
Στην προσπάθεια για προσέγγιση των βασικών αρμονιών ή αν μιλήσουμε με τους όρους του χάους, των ελκυστών που πάνω τους στηρίζεται το συνεχές γίγνεσθαι, οι Πλατωνιστές λένε ότι το εργαλείο υπάρχει και είναι η λογική που ανώτερη έκφρασή της είναι τα μαθηματικά που είναι a priori συνδεδεμένη με αυτές τις αρχικές αρμονίες, οι δε εμπειριστές λένε ότι δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε γι αυτό, δεν ξέρουμε τίποτε απόλυτο, απλά χρησιμοποιώντας το εργαλείο της λογικής που σμιλεύθηκε απο την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και έχει αποδείξει στην πράξη την αποτελεσματικότητά του, φτιάχνουμε ερμηνείες που δοκιμάζονται και πάλι μέσα από την αποτελεσματικότητά τους στην πράξη και τίποτε περισσότερο.


                                                                                                    Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: