19.10.11

ΝΤΑΡΙΟ ΦΟ. ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ - ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ

Ντάριο Φο(1926-)
Του Θανάση Μπαντέ

 Ο Ντάριο Φο το 1974 σκάρωσε και παρουσίασε ένα θεότρελο θεατρικό έργο με τον τίτλο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω». Μέσα σε μια από τις πολλές πετρελαϊκές κρίσεις, που όπως φαίνεται τείνουν στη μονιμότητα, με τον πληθωρισμό να καλπάζει και τους εργάτες να χάνουν τις δουλειές τους ή να υποαπασχολούνται με τα γνωστά εργασιακά τερτίπια της ημιαπασχόλησης που σημαίνουν απλήρωτη εργασία, μια ομάδα γυναικών μπουκάρει σε σούπερ – μάρκετ και αρνείται να πληρώσει τις νέες υπερδιπλάσιες τιμές, λόγω κρίσης, των προϊόντων. Δημιουργούν τρομακτική σύγχυση στο ταμείο, έρχονται σε ανοιχτή ρήξη με το διευθυντή, σχεδόν τον απειλούν με λιντσάρισμα, και τελικά αρπάζουν τα αγαθά πληρώνοντας κατά βούληση. Το πράγμα παίρνει τεράστιες διαστάσεις, αφού κάποιες γυναίκες φτάνουν σε σημείο να αρπάζουν ό,τι βρουν, χωρίς να πληρώσουν τίποτα. Ένα άνευ προηγουμένου πλιάτσικο.
 Μια κυρία, ενσαρκώνοντας την αποθέωση του θράσους, κατευθύνεται προς την έξοδο φορτωμένη με θεόρατες σακουλάρες, που αδυνατεί να σηκώσει, και απαιτεί πίστωση από το διευθυντή του σούπερ – μάρκετ χωρίς όμως να δώσει κανένα στοιχείο της. Επικαλείται το γνωστό τροπάρι των εμπόρων που λέει ότι πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στους εμπόρους, αντιστρέφοντάς το. Και οι έμποροι πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στους καταναλωτές. Δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία, ούτε καταγραφή στοιχείων, η αμοιβαία εμπιστοσύνη πιστοποιεί την εξόφληση κάθε λογαριασμού. Όπως είναι φυσικό, εντός ολίγου έρχεται η αστυνομία να αποκαταστήσει τη νομιμότητα, αλλά είναι τέτοιο το μπούγιο και τόσο ανεξέλεγκτη η κατάσταση που το έργο της γίνεται αδύνατο. Οι εξαγριωμένες κυρίες μπαίνουν στο τραμ κι εξαφανίζονται και οι αστυνομικοί δεν μπορούν να εξακριβώσουν ποια ψώνια είναι νόμιμα και ποια όχι. Εξάλλου, η οργή των γυναικών, ο πανικός και το πρωτόγνωρο της υπόθεσης τους αιφνιδιάζουν και τους καθηλώνουν. Ένα μικρό χάος, τόσο ξαφνικό, αυτοσχέδιο και ανήκουστο που γελοιοποιεί τις αρχές καθιστώντας τις ανίσχυρες.
Το εξωφρενικό αυτό γεγονός είναι το πλαίσιο που κινεί όλη την πλοκή του «Δεν πληρώνω – δεν πληρώνω». Είναι δηλαδή η αφορμή, το δεδομένο, η κινητήριος δύναμη του έργου. Το επεισόδιο δεν παρουσιάζεται στον αναγνώστη - θεατή, απλώς εξιστορείται, ως τετελεσμένο γεγονός, από την αυτόπτη μάρτυρα ηρωίδα του έργου, την Αντωνία, που έχει γυρίσει στο σπίτι φορτωμένη σαν γαϊδούρι με σακούλες – λάφυρα της λαϊκής λεηλασίας. Η Αντωνία περιγράφει το περιστατικό στη φίλη της Μαργαρίτα που μένει κατάπληκτη και εξοργίζεται με την κακή της τύχη που δεν ήταν στο σούπερ – μάρκετ να πλιατσικολογήσει κι αυτή. Ο διάλογος αυτός – πέρα από το πλιάτσικο - αποκαλύπτει σταδιακά ένα βουνό προβλημάτων οικονομικής φύσεως που αφορούν απλήρωτα ενοίκια και λογαριασμούς που λήγουν, με απόλυτη φυσικότητα, σχεδόν κυνισμό, σαν κάτι δεδομένο. Παρακολουθούμε την απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης που αδυνατεί να επιβιώσει, καθώς ξεζουμίζεται κυριολεκτικά από το σύστημα και ταυτόχρονα γελάμε με την κωμικότητα της κατάστασης. Ο Φο καταφέρνει να μετατρέψει ένα ταξικό δράμα σε κωμωδία, να μετουσιώσει την αγωνία της επιβίωσης σε θέατρο του παραλόγου. Το παράλογο ξετυλίγεται αργά και μεθοδικά ακολουθώντας την διαδρομή της εξωφρενικότητας. Οι γυναίκες προκειμένου να κυκλοφορήσουν με τα κλοπιμαία τα βάζουν κάτω από τα ρούχα τους και προσποιούνται τις εγκυμονούσες. Ο τόπος γεμίζει έγκυες γυναίκες, που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και αφήνουν κατάπληκτους τους άντρες που δεν γνωρίζουν τίποτα. Το παράλογο συναντά το γκροτέσκο. Ξετυλίγονται διάλογοι απείρου κάλλους καθώς οι γυναίκες δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα και οι άντρες τα χάφτουν δείχνοντας κωμική δυσπιστία. Φτάνουμε στο σημείο να παρακολουθούμε επιχειρηματολογία που να στηρίζει ότι τα παιδιά γεννιούνται στη σαλαμούρα. Κάθε λογική καταρρίπτεται και το παράλογο είναι ο μόνος δρόμος που έχει απομείνει στην εργατική τάξη. Σ’ ένα ντελίριο ειρωνείας ο Φο αντιστρέφει τα πάντα. Το σύστημα, οι νόμοι, τα εργασιακά δικαιώματα, οι αμοιβές των εργατών, το κόστος ζωής, η πετρελαϊκή κρίση, με δυο λόγια η καπιταλιστική αρμονία είναι τόσο λογική και οι γυναίκες παράλογες ή το αντίθετο; Πόσο λογικό είναι ένα σύστημα που υποχρεώνει τους εργαζόμενους που το στηρίζουν με την παραγωγική τους δύναμη να καταφεύγουν στο παράλογο για να επιβιώσουν; Αλλά ο Φο δεν σταματά εδώ. Συνεχίζει να διερωτάται. Ποιος είναι ο κλέφτης, οι γυναίκες ή το σούπερ – μάρκετ; Ποιος εκβιάζει και τσαλαπατά τον άλλο, η ακρίβεια που καθιστά αδύνατη την πρόσβαση στα αγαθά ή οι γυναίκες που ορμούν και παραβιάζουν την ξένη περιουσία; Και πόσο ξένη είναι αυτή η περιουσία, αφού οι εργάτες είναι αυτοί που την παράγουν; Έτσι, ο Ντάριο Φο φτάνει στα άκρα. Δικαιώνοντας ηθικά τις γυναίκες νομιμοποιεί την κλοπή. Ξεγυμνώνοντας όλες τις άδικες και παράλογες δομές του καπιταλιστικού συστήματος ξεπερνά τα όρια της σάτιρας και γίνεται υποκινητής. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, ο καπιταλισμός μας κλέβει, ας τον κλέψουμε κι εμείς. Είναι το σημείο που η λογοτεχνία ξεπερνά το ρεαλισμό και γίνεται επαναστατικότητα. (Αυτό το πλήρωσε ακριβά ο Φο στην προσωπική του ζωή. Πέρα από τη διαρκή λογοκρισία που τον καταδίωκε, πέρα από τις απειλές για τη ζωή του, πέρα από τις επιθέσεις που έκαναν ακροδεξιές οργανώσεις, πέρα από τις επιθέσεις που δέχτηκε τόσο από πολιτικούς όσο κι από την εκκλησία, στις 8 Μαρτίου του 1973 νεοφασιστική ομάδα απήγαγε τη γυναίκα του, Φράνκα Ράμε, τη βασάνισε και τη βίασε. Την αμέσως επόμενη χρονιά παρουσίασε το «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» αποδεικνύοντας ότι, όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά συνεχίζει ακάθεκτος. Ο Ντάριο Φο είναι ηρωική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το βραβείο Νόμπελ ήρθε πολύ αργά - το 1997 - για να τον δικαιώσει.) Αλλά το πράγμα δεν σταματά εδώ. Ο θρίαμβος της κλοπής ξαναγυρίζει σε μας σαν ειρωνεία. Οι ήρωες θριαμβολογούν για τη μικρή τους νίκη στο σούπερ – μάρκετ και χαίρονται γιατί από ένα σύστημα που τους στραγγίζει καθημερινά κατάφεραν να κλέψουν δυο πακέτα μακαρόνια. Είναι η δικαίωση του σκύλου που αναγκάζει το αυτοκίνητο σε φυγή με τα γαυγίσματά του.
Πέρα όμως από την ολοφάνερη ταξική διάσταση του έργου, είναι εντυπωσιακή η παρουσίαση των δύο φύλων. Η επαναστατική πράξη της κλοπής γίνεται από γυναίκες εν αγνοία των ανδρών. Ο σύζυγος της Αντωνίας, αριστερός εργάτης, είναι διαποτισμένος από τη μικροαστική ηθική της αξιοπρέπειας που καθορίζεται αυστηρά από την περηφάνια της εξόφλησης κάθε ηθικού και οικονομικού χρέους. Είναι ο άνθρωπος που έχει το κούτελό του καθαρό, που για μια τιμή ζει, που είναι άκαμπτος σε θέματα ντομπροσύνης και προσωπικής εντιμότητας. Είναι αδύνατο να αποδεχτεί τα κλοπιμαία της γυναίκας του. Έτσι, γίνεται αφελής. Είναι ο μπουνταλάς που πρέπει να ξεγελάσουν. Μοιραία οι αρχές του καταποντίζονται και αποδεικνύονται ένα ακόμα σαθρό καπιταλιστικό ιδεολόγημα που θέλει τους ανθρώπους να μην αντιδρούν όταν τους κλέβουν. Την καπιταλιστική αδικία τη βιώνει περισσότερο η γυναίκα, γιατί η γυναίκα επωμίζεται το οικονομικό αδιέξοδο του σπιτιού. Ο άντρας δουλεύει κι απαιτεί να υπάρχουν στο σπίτι όλα τα απαραίτητα αγαθά, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται για το κατά πόσο είναι εφικτό αυτό. Η γυναίκα ως οικονομικός διαχειριστής βιώνει στο πετσί της την καπιταλιστική αδικία και βρίσκεται από τη μια αγανακτισμένη με τις μόνιμα άδειες της τσέπες κι από την άλλη υπόλογη στον άντρα της, που θεωρεί ότι η φτώχεια οφείλεται σε δική της οικονομική ανικανότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες κάνουν τη μπούκα στο σούπερ – μάρκετ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες πρώτα αντιστέκονται έχοντας ξεκάθαρα διαμορφωμένη ταξική συνείδηση. Ο Ντάριο Φο, χωρίς διθυραμβικά φεμινιστικά μανιφέστα, αποδίδει εγκάρδιο χαιρετισμό στη γυναίκα, τον αφανή ήρωα της καθημερινότητας, το έτερο θύμα του καπιταλισμού.
Στην Ελλάδα το κίνημα «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» κορυφώθηκε τους τελευταίους μήνες με τα διόδια. Εκδηλώθηκε αυθόρμητα από τον κόσμο, κατά τα πρότυπα του Φο, χωρίς κομματικό πατρονάρισμα, στην αρχή τουλάχιστον. Ο κόσμος εξαγριωμένος με τις πανάκριβες τιμές των διοδίων και την κάκιστη ποιότητα των δρόμων σήκωνε τις μπάρες και περνούσε. Στα Τέμπη το θέμα ξεπερνά κάθε όριο. Η ιδιωτική εταιρεία που έχει αναλάβει τη συντήρηση των δρόμων και καθορίζει τις τιμές των διοδίων τζιράρει εκατομμύρια ευρώ το μήνα. Ο δρόμος όχι απλώς δεν έχει βελτιωθεί, αλλά μάλλον κρίνεται επικίνδυνος. Είναι γνωστό το θέμα με τη σήραγγα που ετοιμάζεται και τα βράχια που πέφτουν. Πώς είναι δυνατό η εταιρεία να εισπράττει λεφτά για ένα έργο που δεν έκανε ακόμα; Αν είναι να εισπράττει τα διόδια για να κάνει το έργο τότε τι τη χρειαζόμαστε; Γιατί πρέπει να εκμεταλλεύεται το δρόμο η ίδια, αφού τα λεφτά πάλι εμείς τα βάζουμε; Σε ποιο άλλο ευρωπαϊκό κράτος γίνονται έτσι τα έργα; Γιατί στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Ιωαννίνων μπήκαν διόδια αφού ολοκληρώθηκε το έργο; Φυσικά το κράτος πήρε μέτρα (λίαν προσφάτως) για τους οδηγούς που δεν πληρώνουν προβλέποντας τσουχτερά πρόστιμα, μέχρι και αφαίρεση διπλώματος για κάποιο χρονικό διάστημα (αν άκουσα καλά), προστατεύοντας τα συμφέροντα της εταιρείας - κι όχι του πολίτη – κι επιβεβαιώνοντας ότι ο μόνος νόμος είναι το δίκιο των εταιρειών.

                                                                                    Αθανάσιος Μπαντές. abbades75@gmail.com















































Δεν υπάρχουν σχόλια: