15.5.11

η δημιουργια των πρωτων δημοκρατιων

Η εξασθένηση και σταδιακή διάλυση της κοινωνίας των γενεών, η ανάπτυξη των τάξεων, οδηγεί μέσα από μια μακρά μεταβατική διαδικασία στην εμφάνιση του κράτους και ισχυρής κεντρικής εξουσίας. Αυτές οι κρατικές συγκροτήσεις πήραν πολλές διαφορετικές μορφές.
Στην Ασία και την Αίγυπτο δημιουργήθηκαν μεγάλα πολυάνθρωπα κράτη κατά μήκος των μεγάλων ποταμών. Στη Μεσοποταμία κατά μήκος του Τίγρη και του Ευφράτη, στην Ινδία κατά μήκος του Ινδού και του Γάγγη, στην Κίνα στους δύο μεγάλους ποταμούς της, στην Αίγυπτο κατά μήκος του Νείλου. Οι μεγάλοι αυτοί ποταμοί δίνανε την δυνατότητα της μόνιμης εγκατάστασης, της επικοινωνίας και του ελέγχου της επικράτειας σχετικά εύκολα. Ενώ σε περιοχές που δεν ευνοούνταν η μόνιμη εγκατάσταση, οι πληθυσμοί παρέμειναν νομαδικοί, με συγκρότηση κατά γένη και φυλές, για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Οι μεγάλοι πληθυσμοί δημιουργούσαν μεγάλους στρατούς, μεγάλη γραφειοκρατία και μια ηγετική κάστα, τους μεγάλους ιδιοκτήτες γης, που μπορούσαν και ελέγχανε τους μεγάλους αυτούς πληθυσμούς. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένα ισχυρό ιερατείο που ήταν και κάτοχος των γνώσεων και της γραφής. Γνώσεις που ήταν απαραίτητες για τις ανάγκες καταγραφής των αγαθών, της παρακολούθησης των εποχών και των αλλαγών τους, τη μέτρηση της γης κλπ. Γνώση που απ’ ότι φαίνεται ήταν περιορισμένη μέσα σε αυτή την κάστα του ιερατείου. Στον υπόλοιπο πληθυσμό οι διαφοροποιήσεις δεν ήταν μεγάλες. Νόμοι υπήρχαν, αλλά πηγή των νόμων ήταν ο ανώτατος άρχοντας που εκφράζει και τα συμφέροντα των κυρίαρχων καστών. Φυσικά ο εκάστοτε άρχοντας ή ήταν ο ίδιος θεός ή κάποιος συγγενής του ή ήταν εκπρόσωπος του επί της γης. Αναπτύχθηκαν σ’ αυτές τις κοινωνίες μεγάλοι πολιτισμοί, συσσωρεύτηκε μεγάλος όγκος γνώσεων, συγκεντρώθηκε πολύς πλούτος. Το άτομο εδώ δεν είχε δικαιώματα. Ήταν υπήκοος του βασιλέως, του άρχοντα δεσπότη, δηλαδή η δουλειά του ήταν να υπακούει. Δηλαδή ο δεσπότης βασιλιάς ποιμένας στην κορυφή με τον ηγετικό κύκλο και κάτω το ποίμνιον.
Στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας και των Μικρασιατικών παραλίων, σε γειτνίαση δηλαδή με τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, αλλά και σε συνέχεια προηγούμενων πολιτισμών, όπως του Πελασγικού στο χώρο του Αιγαίου, των νησιών του και στην ηπειρωτική Ελλάδα, των Μινωϊτών στην Κρήτη, δημιουργούνται και λόγω των γεωγραφικών συνθηκών με την κατάτμηση του γεωγραφικού χώρου σε μικρές κοιλάδες, νησιά, σχετικά απομονωμένες μεταξύ τους πόλεις, από τα Ελληνικά φύλα που ήρθαν στην περιοχή.
Αυτά συγχωνεύθηκαν απ’ ότι φαίνεται με τους προηγούμενους πληθυσμούς, επιβάλλοντας και τους νέους θεούς τους, που διαμορφώθηκαν τελικά στο δωδεκάθεο, που όπως ξέρουμε είχαν πιο πατριαρχική σύνθεση από τους προηγούμενους θεούς που ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό μητριαρχικοί, κυρίως των Πελασγών. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μεταβατικό στάδιο, που φαίνεται και από την σταδιακή μετατόπιση του φάσματος των θεοτήτων σε μια πιο πατριαρχική σύνθεση.
Η κάθε τέτοια πόλη είχε την αυτονομία της, το δικό της κράτος με τους νόμους του
και λόγω της φύσης του εδάφους μπορούσε να υπερασπίσει την αυτονομία της σχετικά εύκολα. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνενώνονται σε ομοσπονδίες πόλεων, τα κοινά. Σταδιακά δημιουργήθηκαν τέτοιες ισορροπίες μεταξύ τους που ήταν σχεδόν αδιανόητη η πλήρης κυριαρχία μιας πόλης πάνω στην άλλη εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Για παράδειγμα η Αθήνα στην περίοδο της πιο μεγάλης της δύναμης μετά τους Περσικούς πολέμους, που νικούσε τους Πέρσες και ήταν επί κεφαλής μιας συμμαχίας σχεδόν διακοσίων πόλεων κρατών, δεν διανοούνταν ότι θα μπορούσε να επιτεθεί και να κυριαρχήσει πάνω στην Κόρινθο ή τη Θήβα, με την οποίαν βέβαια είχε και κακή πείρα από τις μεταξύ τους συγκρούσεις, αλλά ακόμη και με τα Μέγαρα που ήταν ακριβώς δίπλα, συνάντησε μεγάλες δυσκολίες όταν το προσπάθησε.
Οι πληθυσμοί ήταν σχετικά μικροί, η γη δεν μπορούσε να θρέψει πολλούς, γι’ αυτό και μόλις αυξάνονταν ο πληθυσμός πάνω από ένα όριο, έφευγε ένα μέρος και δημιουργούσε αποικίες αλλού, εξυπηρετώντας και τις ανάγκες του αναπτυσσόμενου εμπορίου σε όλη τη Μεσόγειο και την Μαύρη Θάλασσα, μιας και οι πόλεις κράτη, κυρίως αυτές που είχαν δημοκρατική συγκρότηση, βασίσθηκαν στην εμπορική δραστηριότητα. Αυτή ήταν η πηγή της δύναμης τους, της επικράτησής τους απέναντι στους αριστοκράτες ιδιοκτήτες γης, της ανάπτυξης των γνώσεων που απαιτούσε αυτή η δραστηριότητα και ταυτόχρονα την βοηθούσε αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας.
Στην παράδοση των πολεμικών φύλων, των λεγόμενων ινδοευρωπαϊκών αλλά όχι μόνο αυτών, λειτουργούσε πάντα ένα συμβούλιο των πολεμιστών καθώς και των αρχηγών των διάφορων ομάδων. Οι αρχηγοί των πολεμιστών είχαν και τις μεγαλύτερες ιδιοκτησίες και σταδιακά και η οικονομική εξουσία συγκεντρώθηκε σ’ αυτούς.
Στην Αθήνα σε μια μεγάλη μεταβατική περίοδο με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν αρχίσει με τον Θησέα, στη συνέχεια με τον Σόλωνα και τελικά με τη δημοκρατική επανάσταση του Κλεισθένη, επεκτάθηκε σε όλoυς  τους ελεύθερους πολίτες, άνδρες, σε αυτούς δηλαδή που υπερασπίζανε την πόλη, το δικαίωμα της συναπόφασης για τα σημαντικότερα ζητήματα της πόλης.
Η δημοκρατία προέκυψε και αυτή σαν μια μορφή του οργανωμένου κράτους . Προϋπέθετε και εδώ την διάλυση του συστήματος των γενεών. Μάλιστα επειδή η δημοκρατία εμφανίσθηκε σε σχετικά μικρές κοινωνικές, κρατικές συγκροτήσεις, τις πόλεις κράτη, η διάλυση του συστήματος των γενεών ήταν πολύ πιο αποφασιστική από ότι στις πολυάνθρωπες δεσποτείες που στηρίζονταν και στους κατά τόπους φύλαρχους και τις τοπικές αριστοκρατίες και συνυπήρχαν με αυτές.
Οι δύο βασικότερες τάξεις που διαμορφώθηκαν στην Αθήνα αλλά και τις άλλες πόλεις κράτη, ήταν οι ιδιοκτήτες γης, οι αριστοκράτες, από την μία και οι τεχνίτες, έμποροι, ναυτικοί από την άλλη. Οι δούλοι σ’ αυτή τη φάση δεν παίζουν κάποιο σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Αυτές οι δύο βασικές τάξεις, με τις παρατάξεις που τους υποστηρίζουν, τους αριστοκράτες ολιγαρχικούς από τη μία και τους δημοκρατικούς από την άλλη, είναι σε συνεχή αντιπαράθεση που αρκετές  φορές έφθασαν σε εμφύλιες αιματηρές συγκρούσεις στις οποίες εμπλέκονταν και άλλες πόλεις για να υποστηρίξουν την μία ή την άλλη πλευρά. Από τον Θουκυδίδη περιγράφονται παραστατικά τα γεγονότα στην Κέρκυρα που ήταν και σημαντική ναυτική δύναμη και ήταν από τα γεγονότα που
 έπαιξαν ρόλο στην έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου.
Η κατοχή γης επέτρεπε σε κάποιον να έχει εισοδήματα χωρίς να δουλεύει. Έτσι του δινόταν η ευκαιρία να μορφωθεί, να αποκτήσει γνώσεις και να μπορεί έτσι να παίρνει μέρος στα δημόσια πράγματα, πράγμα που το αρνούνταν για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πάνω σ’ αυτό στηρίζανε την επιχειρηματολογία τους οι αριστοκράτες, δηλαδή οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, ενάντια στο δημοκρατικό πολίτευμα. Πίσω φυσικά από αυτή την επιχειρηματολογία βρίσκονταν τα αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα δύο τάξεων που μάχονταν για κυριαρχία. Πέρα από αυτά αποδείχθηκε ότι εύκολα το αριστοκρατικό πολίτευμα μετατρεπόταν σε απλή απολυταρχία.
Ανεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία κοινωνιών με δημοκρατικό πολίτευμα(που αφορά οπωσδήποτε ένα μόνο τμήμα τους, μιας και οι δούλοι στερούνταν δικαιωμάτων), η δημοκρατία στηρίχθηκε στην έννοια του πολίτη, ο οποίος συναποφασίζει για τους νόμους της πολιτείας και υπακούει μόνο σ’ αυτούς και όχι σε κάποιον ποιμένα δεσπότη. Χωρίς καμιά διάθεση εξιδανίκευσης, μιας και πρόκειται για μια πορεία γεμάτη αντιθέσεις ανάμεσα στα συμφέροντα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και τάξεων που αναπτύσσονταν συνεχώς, αυτή η μορφή κοινωνικής οργάνωσης, οδήγησε στις ανοιχτές κοινωνίες, στην ανάπτυξη της γνώσης, της επιστήμης, των ιδεών και της αυτοσυνειδησίας. Συνέβαλε δηλαδή στο να δημιουργούνται εκείνες οι συνθήκες που επιτρέπουν την πιο ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και των κοινωνιών συνολικά αλλά και της γνώσης, σε σχέση με τις κρατικές οντότητες που επικράτησαν αυταρχικές, δεσποτικές μορφές εξουσίας. Όταν οι πολίτες συναποφασίζουν, σε όποιο βαθμό έστω αυτό είναι δυνατό, αναπτύσσεται ένα σύστημα διαλόγου, όπου πρέπει να πείσει ο ένας τον άλλο με λογικά κατά το δυνατόν επιχειρήματα.
Αποδείχθηκε στην πράξη ότι μέσα από τις λειτουργίες της δημοκρατίας, παρ’ όλες τις αδυναμίες που παρουσίασε, με τον ρόλο που παίζανε διάφοροι δημαγωγοί, με άδικες και λανθασμένες αποφάσεις, έγινε δυνατή η χειραφέτηση των πολιτών, η ανάπτυξη και διάδοση της γνώσης, η υπεράσπιση της πόλης.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η δημοκρατία ήταν από τους κυριότερους παράγοντες και για την ανάπτυξη της επιστήμης έτσι όπως αναπτύχθηκε στην Ελλάδα. Η ανάπτυξη της γνώσης υπήρχε και στους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής. Εξ άλλου ήταν απαραίτητη. Πολλοί Έλληνες φιλόσοφοι όπως μας λέει και ο Ηρόδοτος, είχαν περάσει από τα μεγάλα κέντρα της γνώσης της εποχής που ήταν η Βαβυλώνα και η Αίγυπτος. Το πυθαγόρειο θεώρημα για παράδειγμα ήταν απ’ ότι φαίνεται γνωστό αιώνες πριν τον Πυθαγόρα. Όμως απ’ ότι φαίνεται αυτή ήταν μια εμπειρική γνώση. Δεν υπάρχουν βέβαια και πολλά γραπτά ντοκουμέντα για να το πούμε αυτό με βεβαιότητα αλλά μάλλον ήταν έτσι. Η απόδειξη δεν χρειαζόταν. Αν ξέρεις για παράδειγμα ότι το άθροισμα των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών του ορθογώνιου τριγώνου ισούται με το τετράγωνο της υποτείνουσας, αυτό σου αρκεί για τις μετρήσεις που θέλεις να κάνεις. Η απόδειξη δεν χρειάζεται.
Ένα από τα στοιχεία της φυσικής φιλοσοφίας που άρχισε να αναπτύσσεται ως γνωστόν στις ακτές της Ιωνίας και επεκτάθηκε σε όλες τις Ελληνικές πόλεις, ήταν η λογική της απόδειξης. Σε ένα ανοιχτό πολίτευμα πρέπει να μπορείς να πείσεις τον συνομιλητή σου και για να το κάνεις αυτό πρέπει να βρεις τα σωστά επιχειρήματα. Γενικεύθηκε ένας τρόπος σκέψης που απαιτεί αποδείξεις. Ίσως ένας σημαντικός παράγοντας που έπαιξε ρόλο σ’ αυτό να ήταν και το ότι λόγω της κοινωνικής οργάνωσης, η γνώση δεν ήταν περιχαρακωμένη σε ένα στενό κύκλο προνομιούχων, πήρε μια ευρύτερη διάδοση
 που αυτό ευνόησε τη ανάπτυξη της.
Επικράτησε ένας τρόπος σκέψης που έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο σκέψης που υπήρχε στα δεσποτικά καθεστώτα. Δηλαδή αυτό είναι γιατί έτσι. Τα δόγματα στις εξ αποκαλύψεως θρησκείες κάπως έτσι προκύψανε. Δεν χρειάζονται αποδείξεις. Και δεν επιτρέπεται και να αμφισβητήσεις.
Γι’ αυτό είναι κομβικό σημείο η δημοκρατία για ένα τρόπο σκέψης αντίθετο της θρησκείας. Οι εξ αποκαλύψεως θρησκείες είναι γέννημα αυτού του τρόπου σκέψης και ταυτόχρονα στήριγμα τους.
Στη Ρώμη, που και αυτή είχε δημοκρατικό πολίτευμα, που ήταν επηρεασμένο από τις μεταρρυθμίσεις που είχαν γίνει στην Αθήνα από τον Σόλωνα, ήταν κάπως διαφορετικά τα πράγματα. Εκεί η σύγκλητος και οι πατρίκιοι που ήταν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, οι αριστοκράτες δηλαδή, είχαν την κύρια εξουσία και ο λαός της Ρώμης, οι πληβείοι, που εκλέγανε τον Δήμαρχο, είχε το δικαίωμα του βέτο στις αποφάσεις της Συγκλήτου. Το έμβλημα της Ρωμαϊκής εξουσίας, το SPQR, (Senatus Populusque Romanus), δηλαδή η Σύγκλητος και ο λαός της Ρώμης, συμπεριλάμβανε και τις δύο εξουσίες. Αυτή ήταν μια κοινωνική συμμαχία που εδραιώθηκε στον μακρόχρονο και απελπισμένο πόλεμο με την Καρχηδόνα. Παρ’ όλο που οι συγκρούσεις δεν λείψανε και πήρανε πολλές φορές άγρια μορφή, δεν είχαν την έκταση και την συχνότητα των εμφύλιων συγκρούσεων στις ελληνικές πόλεις.
Η Ρώμη ήταν μια πόλη, στην αρχή τουλάχιστον, καταφύγιο για παράνομους και εξόριστους, εξ άλλου και αυτόν που θεωρούσανε ιδρυτή τους, τον Αινεία, ήταν ένας φυγάδας από την ηττημένη και κατεστραμμένη Τροία. Έδωσαν σημασία όχι στην φυλετική καταγωγή όσο στον σεβασμό στους νόμους και την διάθεση προσφοράς στην πόλη και τη δόξα της.
Σ’ αυτές τις κοινωνίες, τις Ελληνικές πόλεις αλλά και τη Ρώμη και άλλες πόλεις της Ιταλικής χερσονήσου, δημιουργείται για πρώτη φορά η έννοια του πολίτη. Που έχει υποχρεώσεις και δικαιώματα και η πολιτεία έχει υποχρέωση να τα υπερασπίζει. Η θρησκεία και ο πολιτισμός που αναπτύσονται θεωρούν τον άνθρωπο σαν ενεργό άτομο, συνδημιουργό των πραγμάτων και όχι απλά έναν υπάκουο δέκτη αποφάσεων. Και ένας στρατός από πολίτες ήταν πιο ενεργός στην υπεράσπιση της πατρίδας. Ακόμη και οι κωπηλάτες στις πολεμικές τριήρεις της Αθήνας ήταν πρόθυμοι ελεύθεροι πολίτες και όχι καταναγκασμένοι δούλοι ή βαρύθυμοι μισθοφόροι επί θητεία.
Αυτό το αίσθημα ότι ήταν ελεύθεροι ήταν καθοριστικό στον διαχωρισμό που κάνανε με αυτούς που ονομάζανε βαρβάρους. Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από την μη κατανόηση της γλώσσας τους, αλλά δεν εντοπίζανε εκεί την διαφορά. Αυτό που τονίζανε ήταν ότι οι Έλληνες είναι ελεύθεροι και όχι υπήκοοι ενός δεσπότη. Η κύρια αντιπαράθεση για πολλά χρόνια ήταν με τους Πέρσες. Οι Έλληνες σεβόντουσαν τον αρχαίο πολιτισμό τους, όπως και των Αιγυπτίων αλλά το κύριο που τους καταλογίζανε ήταν αυτό, ότι δεν ήταν ελεύθεροι.
Ακόμη εδώ πρέπει να πούμε ότι η έννοια του πολίτη που προϋποθέτει μια αξιοπρεπή στάση σεβασμού του εαυτού, εκφραζόταν στην αρχαία Ελλάδα αλλά και στις πόλεις κράτη που είχαν αναπτύξει δημοκρατικό πολίτευμα, όπως στη Ρώμη για παράδειγμα πριν καταλυθεί η δημοκρατία και με την στάση που κρατούσανε απέναντι στους ηγέτες τους ή τους θεούς τους. Για παράδειγμα δεν προσκυνούσαν τους ηγέτες τους, αλλά και απέναντι στους θεούς τους στεκόταν όρθιοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους σέβονταν, το αντίθετο μάλιστα. Τους ήταν αδιανόητο ότι έπρεπε να προσκυνούν οποιονδήποτε, ακόμη και τους θεούς τους. Την συνήθεια του προσκυνήματος την έφερε από την Ανατολή, ο Μέγας Αλέξανδρος που έβαλε τους στρατηγούς του να τον προσκυνούν κατά τις Περσικές συνήθειες και αρκετά αργότερα στη Ρώμη όταν ήρθαν και αυτοί σε επαφή με αυτές τις αντιλήψεις και είδαν ότι εξυπηρετούσαν και τις καινούριες σχέσεις εξουσίας που είχαν δημιουργηθεί, με την
καθιέρωση της ενός ανδρός αρχής. Στη συνέχεια η Εκκλησία στο όνομα της προσκύνησης σε έναν Θεό πατριάρχη και του φόβου προς αυτόν, επέβαλε αυτή την πρακτική και μέσα στους δικούς της μηχανισμούς εξουσίας αλλά και ευρύτερα στους μηχανισμούς εξουσίας που η ίδια υπηρετούσε. Οι φεουδαρχικοί θεσμοί που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται με την εκκλησία να είναι το ιδεολογικό τους στήριγμα, ανέπτυξαν ιδιαίτερα αυτή την πρακτική. Παρόμοιες πρακτικές βλέπουμε μέχρι σήμερα σε κοινωνίες που είχαν μακραίωνη παράδοση σε δεσποτικού τύπου καθεστώτα αλλά δεν απέχουν και πάρα πολύ από πρακτικές που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα στη δική μας εκκλησία, κατάλοιπα των φεουδαρχικών αντιλήψεων και σχέσεων εξουσίας.
Το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου ζούσε σε δεσποτικά καθεστώτα. Και όσον αφορά τον τότε κόσμο, ένα μεγάλο μέρος αποτελούσαν τους πληθυσμούς στις χώρες της Ασίας κυρίως. Οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες εξ άλλου αναπτύχθηκαν στον χώρο στη Μέσης Ανατολής, όπου γινόταν, λόγω των μεγάλων πολιτισμών που είχαν αναπτυχθεί, μια συνεχής διακίνηση ιδεών. Σαν δομές εξουσίας, αυτές οι θρησκείες, φέρνουν όλα τα χαρακτηριστικά των δεσποτικών καθεστώτων της περιοχής. Το ίδιο και οι σχέσεις εξουσίας που επικράτησαν στη συνέχεια στους φεουδαρχικούς θεσμούς που αναπτύχθηκαν στην επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δυτικής και ανατολικής, με τα εδαφιαία προσκυνήματα, ποδοφιλήματα, χειροφιλήματα κλπ στον παντοδύναμο άρχοντα δεσπότη. Εξουσία απεριόριστη για τον άρχοντα και την κυρίαρχη κάστα που εκπροσωπούσε.
Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία των σχέσεων εξουσίας που επικράτησαν ήταν και το απόλυτο πατριαρχικό μοντέλο, που υποβάθμισε στο μεγαλύτερο βαθμό τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Η γυναίκα θεωρήθηκε βρώμικη, αποκλείσθηκε από ιερατικά καθήκοντα, ο άνδρας είχε απόλυτα δικαιώματα επάνω της. Εξ άλλου και για το προπατορικό αμάρτημα, που για την θρησκεία μας είναι η πηγή όλων των δεινών της ανθρωπότητας, η Εύα έφταιγε. Ο Αδάμ στάθηκε λίγο νωθρός σε κείνη τη φάση. Έκανε ότι του είπε η Εύα. Η παράδοση βέβαια των μητρικών θεοτήτων που ήταν συνδεδεμένες με τη φύση και τη συνεχή γέννηση της ζωής, παρέμεινε ισχυρός. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και η Θεοτόκος Μαρία, η οποία αν και μητέρα θεού, η ίδια δεν είναι θεός, παρ’ όλα αυτά η λατρεία της αντιπροσωπεύει τη λατρεία της γυναίκας μητέρας και μ’ αυτή την έννοια είναι σε ένα βαθμό αντίστοιχη της μεγάλης επιρροής και λατρείας των μητρικών θεοτήτων της Ρέας, της Δήμητρας, της Ίσιδας και των άλλων γυναικείων θεοτήτων της αρχαιότητας. Τα περισσότερα ονόματα πόλεων, χωρών, περιοχών, είναι θηλυκά. Το ίδιο και η πατρίδα, η γη, η ζωή κλπ. Είναι ταύτιση με τη μητέρα και τις αρχαίες γυναικείες θεότητες που ουσιαστικά αντιπροσωπεύανε αυτά τα στοιχεία. (Αντίθετα τα ονόματα των ποταμών, που ποτίζουν τη γη και γίνεται μ’ αυτό τον τρόπο καρπερή, είναι όλα αρσενικά). Σήμερα η γυναίκα ξανακατακτά τη θέση της στον κόσμο, τα πατριαρχικά, πατερναλιστικά πρότυπα υποχωρούν μαζί με τις πατριαρχικές θρησκείες κι αυτό είναι ίσως ένα σημάδι καινούργιας άνθισης του ανθρώπινου πολιτισμού.

Με την Αναγέννηση στην αρχή και αργότερα με τον Διαφωτισμό επανέρχεται η μνήμη της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης. Η ζωή άρχισε να κάνει πιο φανερή την παρουσία της. Την αναβίωση αυτή του ελληνορωμαϊκού πολισμού, όπως ονομάσθηκε επειδή προβλήθηκε από κοινού, την βλέπουμε την περίοδο της Αναγέννησης και αργότερα του Διαφωτισμού, σε όλους τους τομείς, της επιστήμης, του πολιτισμού, της τέχνης, των κοινωνικών σχέσεων, τη διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλη η πολιτική ορολογία που χρησιμοποιείται σήμερα, και καθιερώθηκε την περίοδο του διαφωτισμού, σχεδόν χωρίς εξαίρεση είναι ελληνική και λατινική.
Στο βάθος του κινήματος του διαφωτισμού για την επικράτηση του ορθού λόγου, εκτός από την αντιπαράθεση της επιστήμης με τον ανορθολογισμό, τους μύθους και τα δόγματα, την καθήλωση και την υποβάθμιση της ζωής, ήταν το αίτημα για δημοκρατία, ενάντια στους φεουδάρχες δεσπότες.

Η παραπάνω ανάρτηση βασίζεται (και αυτή, όπως και κάποιες προηγούμενες) στο βιβλίο μου “ο θάνατος, οι θρησκείες και η ιδεολογία του φόβου” απο τις εκδόσεις ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ το 2008.
                                                                                                                                Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: