30.4.11

η σχεση των λογικων αρχων με τις αισθησεις και την εμπειρια


Για να δώσουμε απάντηση σε πολλά προβλήματα που απασχόλησαν τη φιλοσοφία στους προηγούμενους αιώνες ή ακόμη για να εξηγήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, μπορούμε να το κάνουμε μόνο αν δούμε τον άνθρωπο σαν μια "στιγμή" μιας εξελισσόμενης διαδικασίας, που αυτή η "στιγμή" περιλαμβάνει, κουβαλάει μέσα της την προηγούμενη εξέλιξη, το παρελθόν δηλαδή και ταυτόχρονα περιέχει και τις τάσεις της μελλοντικής εξέλιξης.  Αν δούμε τον άνθρωπο ή έναν βιολογικό οργανισμό μεμονωμένα, έξω απο την εξέλιξή του, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε σχεδόν τίποτε. Τίποτε στη βιολογία δεν μπορεί να εξηγηθεί αν δεν το δούμε κάτω από το φως της εξέλιξης, έχει πει ένας μεγάλος βιολόγος, ο Θ. Ντομπζάνσκι. Αυτό ισχύει για οτιδήποτε αφορά τον άνθρωπο και την έμβια φύση αλλά πιθανόν και την άβια. Στην άβια ύλη οι ρυθμοί της εξέλιξης είναι πολύ πιο αργοί απ’ ότι της έμβιας, οπότε η μεμονωμένη εξέταση των μορφών της και των σχέσεων τους, επηρεάζει λιγότερο την διερεύνηση τους.
Με βάση το παραπάνω σκεπτικό θα γίνει και η σύντομη αναφορά στο θέμα που βάζει ο τίτλος της ανάρτησης.

Ένα από τα παλιά ερωτήματα της φιλοσοφικής σκέψης αφορούσε το πως αποκτούμε την γνώση . Αν δηλαδή η γνώση και οι λογικές αρχές, είναι αποτέλεσμα των αισθήσεων και των εμπειριών που έχει ο άνθρωπος απο την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον ή αντίθετα οι λογικές αρχές προϋπάρχουν με ένα τρόπο μέσα μας και κατ' επέκταση και η γνώση, οπότε στη ουσία την ανακαλύπτουμε με εργαλείο τις ίδιες τις λογικές αρχές και δεν χρειάζεται η άμεση αισθητική εμπειρία για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα.
Η πρώτη αντίληψη, δηλαδή ότι η πηγή της γνώσης είναι οι αισθήσεις μας και η εμπειρία, προέκυπτε από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι μέσα απο την αλληλεπίδραση μας με το περιβάλλον διαμορφώνουμε και επεκτείνουμε τις γνώσεις μας. Δεν μπορούσε όμως να εξηγηθεί εύκολα
το ότι οι άνθρωποι από την παιδική τους ηλικία, σε συγκεκριμένα στάδια της ανάπτυξης τους και ανεξάρτητα σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο επίδρασης του περιβάλλοντος, εμφανίζουν με έμφυτο τρόπο συγκεκριμένες γνώσεις του χώρου, του χρόνου, της ποσότητας, της ποιότητας κτλ, όπως και την εμφάνιση κάποιων αρχών στη σχέση τους με τους άλλους ανθρώπους.
Η δεύτερη αντίληψη, για την αυθυπαρξία δηλαδή των λογικών αρχών, στηριζόταν κατ' αρχήν στο παραπάνω παράδειγμα. Εξ άλλου η κατάκτηση της αφηρημένης νόησης από τον άνθρωπο, η δυνατότητα της λογικής σκέψης, που του έδωσε τη δυνατότητα να ξεφεύγει από την άμεση αισθητηριακή εμπειρία και να καταλήγει σε συμπεράσματα που απέχουν πολύ από αυτήν, δημιουργούσε την πεποίθηση ότι η σκέψη έχει τη δική της αυτονομία. Φάνηκε δηλαδή ότι σε πολλές περιπτώσεις, η άμεση εμπειρία από τα προϊόντα των αισθήσεων, να μην παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία της σκέψης ή ακόμη και να την συσκοτίζει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι σχέσεις των αριθμών μεταξύ τους, τα μαθηματικά, που δεν χρειαζόταν την άμεση αισθητηριακή εμπειρία για να καταλήξουν σε συμπεράσματα και μάλιστα αδιαφορούν για το αν αυτά ανταποκρίνονται σε κάποια πραγματικότητα. Η περιπλάνηση στις περίπλοκες νοητικές κατασκευές των σχέσεων των αριθμών, είναι ένα από τα παραδείγματα που αποδείκνυε την αυτονομία της λογικής σκέψης, που δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να υπάρχει.
Προέκυπτε όμως το ερώτημα με ποιο τρόπο προϋπάρχουν οι λογικές αρχές μέσα στον άνθρωπο. Και εφ’ όσον οι λογικές αρχές προϋπάρχουν στον άνθρωπο, πως "μπήκαν" μέσα σ’ αυτόν; Από πού προέρχονται οι λογικές αρχές ή οι αριθμοί για παράδειγμα και οι σχέσεις μεταξύ τους,, αφού δεν τις προσφέρουν οι αισθήσεις; Που θα στηριχθεί αυτό το λογικό οικοδόμημα; Τα ερωτήματα αφορούσαν όχι μόνο τις γνωστικές ικανότητες αλλά και τις ηθικές αρχές. Οι ιδέες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, οι αλτρουιστικές ιδέες, από πού προέρχονται; Είναι μαθημένες συμπεριφορές ή είναι έμφυτες;
Και αν όλα αυτά είναι έμφυτα από πού προκύπτουν; Από κάποιες εξωανθρώπινες δυνάμεις, κάποιον επέκεινα χώρο ιδεών; Σε μια τέτοια περίπτωση αυτές οι αρχές θα πρέπει να είναι αιώνιες, να προϋπήρχαν της εμφάνισης του ανθρώπου ή και του σύμπαντος και να μεταφέρονται στην ψυχή του κάθε ανθρώπου που πρέπει να είναι συνδεδεμένη με αυτές τις αρχές, με κάποιο άγνωστο τρόπο. Η απάντηση που δόθηκε απο τους υποστηρικτές αυτής της αντίληψης είναι ότι οι ιδέες υπάρχουν εξ αρχής μέσα μας. Πως βρέθηκαν μέσα μας; Είναι συνδεδεμένες με κάποιο τρόπο με κάποιες απόλυτες ιδέες που βρίσκονται στο κέντρο του σύμπαντος και του γίγνεσθαι στη φύση, κατά τους Πλατωνιστές ή και εκτός αυτού στο χώρο του Θεού, που και για τη δική μας θρησκεία είναι δημιουργός του σύμπαντος και άρα βρίσκεται έξω απο αυτό.
Ο πρώτος που διατύπωσε ολοκληρωμένα αυτές τις αντιλήψεις ήταν ο Πλάτωνας, ο οποίος ήταν επηρεασμένος από τον Πυθαγόρα. Γι αυτόν οι ιδέες υπάρχουν εξ αρχής, a priori και επειδή είναι ιδέες μπορούν να προσεγγισθούν μόνο με το λόγο. Οι αισθήσεις και οι εμπειρίες που αποκτούμε από αυτές, αποτελούν ατελέστερα στάδια της γνώσης και με αυτές δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το είναι των πραγμάτων, την ουσία τους, να φθάσουμε δηλαδή στις ιδέες. Οι αισθήσεις μάλιστα συνήθως τις συσκοτίζουν. Οι ιδέες υπάρχοντας εξ αρχής στο σύμπαν, βρίσκονται και μέσα μας από τη στιγμή που θα γεννηθούμε και αυτός είναι ο δρόμος της προσέγγισης τους. Είναι συνδεδεμένες με κάποιο τρόπο με τις απόλυτες ιδέες που βρίσκονται στο κέντρο του σύμπαντος. Για τον Πυθαγόρα ήταν οι αριθμοί και οι σχέσεις μεταξύ τους. Άρα μπορούμε να προσεγγίσουμε τις απόλυτες ιδέες μέσα από το καθαρό λόγο, χωρίς την ανάγκη της εμπειρίας που μπορεί να μας μπερδέψει. Κάτι όμως που απαιτεί πολύ κόπο και λίγοι είναι οι ικανοί γι αυτό. Αυτό ήταν για τον Πλάτωνα το έργο και το καθήκον των φιλοσόφων. Στην νεότερη εποχή αναπτύχθηκε πάλι σαν φιλοσοφικό ρεύμα με τον Καρτέσιο και τον Λάιμπνιτς.
Ο κλάδος της επιστήμης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, που τα πάει καλύτερα σε αυτό το παιχνίδι της λογικής και φθάνει σε νοητικές κατασκευές οι οποίες όσο και αφηρημένες να είναι και αποσπασμένες από την πραγματικότητα, δεν χάνουν την αξία τους και μπορεί εκ των υστέρων να βρεθούν φυσικές διαδικασίες που να μπορούν να περιγραφούν από μια τέτοια νοητική κατασκευή, είναι τα μαθηματικά. Ίσως επειδή αφορά λογικές σχέσεις που αφορούν την ποσότητα, τον χώρο και τον χρόνο, μεγέθη τα οποία αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία χτίζεται όλο το οικοδόμημα της αντίληψης της πραγματικότητας και στις οποίες δεν υπεισέρχεται τυχαιότητα, όπως για παράδειγμα σε ένα φυσικό φαινόμενο ή πολύ περισσότερο ένα σύνολο με πολύ μεγαλύτερη τυχαιότητα, έναν βιολογικό οργανισμό ή ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές σχέσεις, όπου το γίγνεσθαι εξελίσσεται με διαφορετικό βαθμό τυχαιότητας και αναγκαιότητας, οπότε μια νοητική κατασκευή έχει μικρότερες ή μεγαλύτερες ανάλογα πιθανότητες να διαψευσθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Πυθαγόρας θεωρούσε ότι η βάση της συγκρότησης του κόσμου είναι οι αριθμοί και η αρμονίες μεταξύ τους, άποψη που είχε και ο Πλάτωνας.


Ας πούμε στον αντίποδα, γιατί δεν ήταν ακριβώς έτσι, ήταν οι εμπειριστές που λέγανε ότι μόνο μέσα από την εμπειρία και τις αισθήσεις υπάρχει έγκυρη γνώση, για τα υπόλοιπα δεν ξέρουμε τίποτε, ο λόγος είναι κατασκεύασμα του εγκεφάλου χωρίς καμία αξία χωρίς τις αισθήσεις. Με κυριότερους εκπροσώπους στην αρχή της νεότερης εποχής, τον Μπέικον, τον Τζον Λοκ και στη συνέχεια τον Ντέιβιντ Χιουμ, οι οποίοι θα λέγαμε θεμελιώσανε και την σύγχρονη επιστήμη η οποία στηρίχθηκε κατ' αρχήν στην προσεκτική παρατήρηση της φύσης και στα δεδομένα της εμπειρίας και όχι στις κατασκευές του εγκεφάλου που χωρίς την επαλήθευση από την εμπειρία, φθάνει σε αυθαίρετες κατασκευές.
Σήμερα ξέρουμε ότι η γνώση προϋπάρχει με έναν τρόπο μέσα μας. Η εξέλιξη έχει σωρεύσει μέσα μας, όλη την προηγούμενη εξέλιξη της φύσης. Και μάλιστα αυτές οι εγγραφές υπάρχουν στον πυρήνα καθενός από τα 100 περίπου τρισεκατομμύρια κύτταρα που διαθέτουμε, ο καθένας από μας, στο γονιδιακό υλικό, πάνω σε ένα μόριο, κοινό για όλες τις μορφές ζωής που υπάρχουν στη γη, το DNA.
Η γνώση είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας, της αλληλεπίδρασης δηλαδή αντίληψης και δράσης. Μια διαδικασία που γίνεται εκατομμύρια χρόνια και έχει συσσωρεύσει γνώση, έχει μάθει να συσχετίζει, να βρίσκει αιτίες, διαμορφώνοντας τα εργαλεία ερμηνείας της φύσης και των σχέσεων του με αυτήν αλλά και τους άλλους ανθρώπους και των δράσεων του. Είναι μια διαδικασία νοητικής ανάπτυξης που εμφανίζεται σταδιακά μέσα στην εξελικτική διαδικασία, φτάνοντας στην νόηση και τη συνείδηση ανώτερης τάξης που έχει κατακτήσει ο άνθρωπος. Όλη αυτή η σωρευμένη εμπειρία μεταφέρεται λιγότερο ή περισσότερο σταθερά, έχει δηλαδή διαφορετικό βαθμό γενετικής εγγραφής. Όσο λιγότερο ισχυρή είναι η γενετική εγγραφή τόσο μεγαλύτερος είναι ο ρόλος των περιβαλλοντικών επιδράσεων και της μάθησης. Όσο ανεβαίνουμε την εξελικτική κλίμακα τόσο περισσότερη σωρευμένη γνώση υπάρχει.
(Οι περισσότερες από αυτές τις λογικές αρχές εμφανίζονται μάλιστα σταδιακά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού. Δηλαδή θα καταλαβαίνει ότι δύο ποσότητες είναι ίδιες, ανεξάρτητα αν αλλάζουν σχήμα, για παράδειγμα μια ποσότητα πλαστελίνης που της αλλάζουμε σχήματα, όταν φθάσει σε κάποια ηλικία και όχι ας πούμε από τη στιγμή που θα γεννηθεί. Ή την αιτιακή σχέση ανάμεσα σε δύο συμβάντα. Ή το να βγάζει λογικό συμπέρασμα από δύο διαφορετικές προτάσεις. Αυτά εμφανίζονται σε συγκεκριμένα στάδια ανάπτυξης και εμφανίζονται περίπου στο ίδιο χρονικό παράθυρο σε όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα σε μεγάλο βαθμό από το βαθμό εκπαίδευσης που θα έχουν. Αυτό σημαίνει ότι αποτελούν γενετικές εγγραφές που ξεδιπλώνονται σταδιακά.
Και τα ζώα έχουν, ανάλογα με την κλίμακα της εξελικτικής τους βαθμίδας, ένα τέτοιο απόθεμα κληρονομούμενων γνώσεων που με βάση αυτές εντάσσουν τις νέες εμπειρίες και αντιδρούν ανάλογα. Στα κατώτερα είδη αυτό είναι απλώς κληρονομούμενα νευρωνικά κυκλώματα που αντιδρούν με πανομοιότυπο τρόπο σε ορισμένα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Σε ανώτερες εξελικτικά βαθμίδες και κυρίως στα πρωτεύοντα, αλλά έχει παρατηρηθεί και σε πουλιά, έχουμε εννοιολογικές κατηγοριοποιήσεις, που με βάση αυτές κρίνουν τα εμπειρικά ερεθίσματα και αντιδρούν ανάλογα).
Αυτή την σωρευμένη γνώση, που προέκυψε σε μια μεγάλη χρονική κλίμακα από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, βλέποντας την μέσα στον άνθρωπο, είναι φυσικό να προκληθούν ερωτήματα για το πώς βρέθηκε εκεί και να δοθούν και ανάλογες ερμηνείες, από τη στιγμή που τον βλέπουμε σαν μια οντότητα που υπήρξε έτσι απο την αρχή και όχι σαν μια “στιγμή” ενός ιδιαίτερα μακρόχρονου γίγνεσθαι.
Δηλαδή αν δούμε τους βιολογικούς οργανισμούς σαν ένα μακροϋποκείμενο, θα δούμε ότι διαμορφώνουν μέσα από την αλληλεπίδραση τους με το περιβάλλον αυτούς τους μηχανισμούς που τους επιτρέπουν μέσα από μια σταδιακή εξέλιξη να αναπτύσσουν τη νοητική τους συσκευή, τα εργαλεία ερμηνείας και δράσης με το περιβάλλον.
Αν όμως δούμε έναν βιολογικό οργανισμό μεμονωμένα, δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε πολλά από τα χαρακτηριστικά του, ενώ αυτά σε μεγάλο βαθμό αποκαλύπτονται αν τα δούμε μέσα στην εξέλιξη του, την ιστορία του, σαν μέρος μιας διαδικασίας σε εξέλιξη ή σαν μέρος ενός μακροϋποκειμένου στο οποίο ανήκει. (Αυτό αφορά πιθανόν και την άβια ύλη, αλλά επειδή η κλίμακα του χρόνου για την εξέλιξη της είναι εντελώς άλλου μεγέθους απο αυτή της έμβιας ύλης, γι αυτό δεν είναι εύκολο και να την παρατηρήσουμε όπως γίνεται με τους βιολογικούς οργανισμούς, που και αυτό σχετικά τελευταία έγινε δυνατό). Έτσι στο μικροϋποκείμενο θα βλέπουμε ότι η γνώση προϋπάρχει ενώ στο μακροϋποκείμενο διαμορφώνεται μέσα από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.
Με βάση αυτές τις προϋπάρχουσες εν δυνάμει γνώσεις προκύπτουν αυτές που έχουμε και με βάση αυτές κρίνουμε και τις εμπειρίες μας, οι οποίες εμπειρίες όντως δεν θα είχανε νόημα αν δεν τις κρίναμε με βάση κάποια κριτήρια ώστε η εμπειρία να γίνει κατανοητή, να ενταχθεί δηλαδή σε μια ερμηνεία. Η εμπειρία εμπλουτίζει αυτές τις ερμηνείες δημιουργώντας νέες ερμηνείες που μπορούν να ερμηνεύσουν πληρέστερα τα εμπειρικά δεδομένα κοκ.
                                                                                                     Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: