2.2.12

Ο ΜΙΝΓΚΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΥΜΠΕΝ

Charles Mingus(1922-1979)
 σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Τσαρς Μίνγκους γεννήθηκε στην Αριζόνα το 1922. Μεγάλωσε σε γκέτο μαύρων στο Λος Άντζελες και γνώρισε καλά τι σημαίνει να είσαι μαύρος στην Αμερική του 30. Από μικρό παιδί φανέρωσε το πάθος του για τη μουσική. Στα εννιά του χρόνια παίζει βιολοντσέλο και θαυμάζει τον Ντιουκ Έλιγκτον. Συμμετέχει στη σχολική ορχήστρα, την οποία όμως εγκαταλείπει λόγω της ρατσιστικής συμπεριφοράς του διευθυντή. Ανυπόταχτος χαρακτήρας με ιδιαίτερα προσωπικούς κώδικες ηθικής και αυτοσεβασμού στάθηκε αδύνατο να προσαρμοστεί στην αδικία και την περιθωριοποίηση που επέβαλαν οι λευκοί. Θα λέγαμε ότι όλη του η ζωή στράφηκε γύρω απ’ αυτό. Απ’ την καταπιεσμένη οργή και το πάθος για δικαιοσύνη. Εξαιρετικά τρυφερή φυσιογνωμία, οπλισμένη όμως με τη σκληρότητα και την τραχύτητα του ανθρώπου που ξέρει καλά ότι η επιβίωση είναι δύσκολο πράγμα, δεν είχε άλλη διέξοδο από την τέχνη. Η μουσική δεν λειτούργησε μόνο ως πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης αλλά και ως χώρος εκτόνωσης και διοχέτευσης ενός φορτίου που έπρεπε να κουβαλήσει από παιδί. Η τέχνη στάθηκε για τον Μίνγκους σύντροφος και ανάσα ζωής, καταφύγιο και άσυλο, αποκούμπι που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να απευθυνθεί. Ήταν το δεκανίκι που τον έσωσε απ’ την τρέλα, η ευεργετική ρινορραγία πριν το εγκεφαλικό. Έμαθε κοντραμπάσο και πιάνο και στράφηκε στην τζαζ, στη γενιά των μουσικών του μπίμποπ. Η μουσική του φιλοσοφία στηριζόταν στον πειραματισμό και τον αυτοσχεδιασμό. Το 1952 κατάφερε να ιδρύσει τη δική του δισκογραφική εταιρία την Debut και το συγκρότημά του Jazz Workshop φιλοξένησε τους σπουδαιότερους σολίστ της εποχής. Οι συνεργασίες του με τους Τσάρλι Πάρκερ, Γκιλέσμπι, Έρικ Ντόλφι, Φατς Ναβάρο και Μάιλς Ντέιβις έχουν περάσει στη σφαίρα του θρύλου. Το 1978, καθηλωμένος στο αναπηρικό καροτσάκι από παραλυσία, παίζει στο Λευκό Οίκο και αποθεώνεται από τον πρόεδρο Κάρτερ. Την επόμενη χρονιά πεθαίνει στο Μεξικό.
Η αυτοβιογραφία του Μίνγους φέρει τον τίτλο «Χειρότερα κι από σκυλιά».
Με σκληρή γλώσσα, χωρίς καμία διάθεση εξωραϊσμού, περιγράφει τη φτώχεια αλλά και την αυστηρότητα των παιδικών του χρόνων. Η περιγραφή του εφηβικού του έρωτα με τη Λι Μαρί είναι ένας χείμαρρος ευαισθησίας. Δυο παιδιά πιασμένα χέρι – χέρι, κατακόκκινα, εκτός κάθε πραγματικότητας, που μαθαίνουν για πρώτη φορά τα ερωτικά παιχνίδια δεν είναι για τον Μίνγκους μια όμορφη ή ρομαντική εικόνα αλλά μια συναισθηματική άβυσσος. Το ειδύλλιο παραμένει καταπιεσμένο όλα τα σχολικά και νεανικά χρόνια χωρίς να μπορεί να εκδηλωθεί αφού οι γονείς της Λι Μαρί δεν της επιτρέπουν να σχετίζεται με το φτωχό κι αλήτη Μίνγκους. Σε μετεφηβική ηλικία κλέβονται κι επιχειρούν το γάμο, όμως και πάλι ο πατέρας της Λι Μαρί παρεμβαίνει. Χωρίζουν οριστικά κι αυτή η απουσία στιγματίζει τον Μίνγκους. Παλεύει να επιβιώσει παίζοντας μουσική. Να κλείσει συμφωνίες με μαγαζιά και να συνθέσει τραγούδια. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα και η ζωή του παίρνει περίεργη τροχιά κινούμενη στα όρια του μποέμ και του λούμπεν. Συναναστρέφεται μ’ όλα τα κατακάθια του πεζοδρομίου – αλήτες, ναρκομανείς, κλεφτρόνια, τρελούς, αλκοολικούς, πόρνες – και μαθαίνει καλά τη φιλοσοφία του δρόμου. Μοιραία η αυτοβιογραφία κινείται στις άγνωστες κι επικίνδυνες ζώνες της Αμερικής, ζώνες που δεν παρουσιάζονται ούτε στα σίριαλ, ούτε στα γλυκανάλατα χολιγουντιανά έργα. Παρακολουθούμε τη χαρτογράφηση ενός άλλου κοινωνικού χάρτη, του χάρτη του λούμπεν. Όλα τα σκληρά καρύδια – μαχαιροβγάλτες και νταβατζήδες – καταθέτουν τη δική τους άποψη για τη ζωή, το δικό τους savoir vivre. Σκληρά νταηλίκια, πόρνες που μαλλιοτραβιούνται, χρήση ναρκωτικών και πικρή φιλοσοφία συνθέτουν αυτό τον παράλογο και σκληρό κόσμο που πρεσβεύει την απογοήτευση και την παραίτηση. Ο θεός, το σχολείο, η πολιτική, η οικογένεια, η -κοινωνικά καθορισμένη- επαγγελματική επιτυχία δεν έχουν καμία θέση σ’ αυτό τον κόσμο, αφού όλα σαρώνονται από τον οδοστρωτήρα του κυνισμού και της ματαίωσης που φέρνει η απελπισία. Πρόκειται για την ισοπεδωτική αμφισβήτηση των αποδιωγμένων. Το λούμπεν στοιχείο δεν μπορεί να ενταχθεί πουθενά γιατί εκ των προτέρων το έχει απορρίψει. Κινείται στη δική του μοναχική πορεία της εγκληματικότητας, της εξαθλίωσης και της αυτοκαταστροφής. Δεν είναι απλώς η αποθέωση της αμφισβήτησης, είναι η ενσάρκωση του μηδενισμού. Δεν μπορεί να πιστέψει στα εργατικά συνδικάτα, γιατί από θέση αρχής τα θεωρεί ξεπουλημένα. Δεν μπορεί να αγκιστρωθεί στις ιδέες της αριστεράς, αφενός, γιατί δεν την εμπιστεύεται, κι αφετέρου, γιατί δεν μπορεί να δεχτεί τον αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία, αφού την έχει απορρίψει εξ’ αρχής. Εξάλλου ούτε η αριστερά επιθυμεί να έχει σχέσεις με το λούμπεν. Το λούμπεν ζει έξω από τον αποδεκτό κόσμο, σ’ ένα άλλο παράλληλο σύμπαν και οτιδήποτε θυμίζει τον αποδεκτό κόσμο είναι από θέση αρχής κατακριτέο. Το λούμπεν δεν ασχολείται με τις πολιτικές εξελίξεις, αφού αυτές καθορίζουν έναν κόσμο που δεν το αφορά. Ο πόνος του λούμπεν στοιχείου φαίνεται και στην τζαζ και στο μπλουζ και στο δικό μας ρεμπέτικο κι αν και δεν παίρνει ανοιχτά πολιτικές διαστάσεις έχει φοβερό πολιτικό υπόβαθρο, αφού εκφράζει την απογοήτευση και την οδύνη των ανθρώπων που έχουν οριστικά αποκοπεί από κάθε δεσμό με την κοινωνία. Η θεματολογία των ναρκωτικών, του εγκλήματος, της κοινωνικής ανισότητας, της οργής και της πίκρας είναι ξεκάθαρα πολιτική. Το λούμπεν επειδή εκδηλώνεται κι εκφράζεται ενστικτωδώς είναι αδύνατο να θεμελιωθεί θεωρητικά και να αποκτήσει επίσημη πολιτική υπόσταση. Μοιραία θεωρείται απολιτίκ. Το λούμπεν κινείται διαρκώς σε μια λανθάνουσα επαναστατικότητα. Η εγκληματικότητα του λούμπεν έχει σαφείς επαναστατικούς προσανατολισμούς που όμως είναι αδύνατο να εκδηλωθούν, αφού χάνουν κάθε συλλογικότητα. Η αριστερά μπορεί να θεμελιώσει θεωρητικά την επαναστατικότητά της, ο λούμπεν όχι. Η αριστερά θα παλέψει με λαϊκούς αγώνες, ο λούμπεν όχι. Η αριστερά θα αγωνιστεί ενάντια στην αισχροκέρδεια των τραπεζών, ο λούμπεν θα μπουκάρει και θα τις ληστέψει. Ο λούμπεν δεν πρόκειται ποτέ να συνειδητοποιήσει την επαναστατικότητα της πράξης του αφού δεν έχει κανένα όραμα για τον κόσμο. Θα ξοδέψει τα λεφτά κι αυτό ήταν όλο. Όμως βαθειά μέσα του νιώθει εκδίκηση, νιώθει ότι τιμωρεί τον κόσμο που τον έχει αποδιώξει. Αυτό το συναίσθημα τον κάνει επικίνδυνο απέναντι στους άλλους, αφού νομίζει ότι όλοι είναι βολεμένοι εκτός απ’ αυτόν, δηλαδή ότι όλοι αξίζουν τη σκληρότητά του. Η επιβίωση σε βάρος των θεσμών και των αξιών είναι τίτλος τιμής για τον λούμπεν.
Ο Μίνγκους – παρά τη σκληρή του γλώσσα και τις, πολλές φορές, ακραίες σεξουαλικές περιγραφές - καταφέρνει να περιγράψει με τρυφερότητα αυτό το σκληρό κόσμο. Ο αναγνώστης δε νιώθει οργή, ούτε αποστασιοποίηση. Μονάχα ξάφνιασμα, προβληματισμό και θλίψη. Μια πόρνη, η Ντόνα, ερωτεύεται τον Μίνγκους και τον περιμαζεύει στο σπίτι της. Τα βράδια του ακουμπάει τις εισπράξεις. Ο Μίνγκους ξοφλημένος επαγγελματικά γίνεται νταβατζής και δέχεται τα λεφτά της. Η κατρακύλα του Μίνγκους ολοκληρώνεται όταν εμφανίζεται και πάλι ο παιδικός του έρωτας, η Λι Μαρί, κι αρχίζει κι αυτή να εκπορνεύεται, μαζί με την Ντόνα, δίνοντάς του τα λεφτά. Ο Μίνγκους κάθεται όλη μέρα σπίτι προσπαθώντας να δουλέψει τη μουσική του και περιμένοντας τα γυρίσουν. Όμως του είναι αδύνατο. Αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο σκληρό καρύδι. Η κατάσταση αυτή τον συνθλίβει. Ο μεγάλος Μίνγκους καταρρέει και με τσακισμένα νεύρα καταλήγει στο ψυχιατρείο. Νοσηλεύεται ένα μικρό χρονικό διάστημα και τελικά, με τη μεσολάβηση πολλών, παίρνει εξιτήριο κι αφιερώνεται με επιτυχία στη μουσική που είχε σχεδόν εγκαταλείψει. Η αυτοβιογραφία του Μίνγκους δεν είναι απλώς η ανάδειξη του πάθους για καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι ο ύμνος της τρυφερότητας.

                                                    Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: