30.10.11

Ο ΜΠΟΜΠ ΝΤΙΛΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΑΥΘΕΝΤΙΕΣ

Bob Dylan(24 Μαΐου 1941-)
σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Μπομπ Ντίλαν δεν χρειάζεται συστάσεις. Γεννημένος το 1941 στη Μινεσότα έμελλε να ξεπεράσει κάθε όριο φήμης, να γίνει αληθινός θρύλος. Η έννοια μουσικός ή συνθέτης είναι πολύ φτωχή για τον Ντίλαν. Θα λέγαμε ότι η μουσική είναι μόνο η αφορμή ή αλλιώς το πεδίο της δράσης για μια καθαρά εκτονωτική διοχέτευση συναισθηματικής ενέργειας που μόνο η τέχνη μπορεί να φιλοξενήσει. Μια πραγματική βόμβα μεγατόνων με ωστικό κύμα παγκοσμίου βεληνεκούς που από ένα σημείο και μετά γίνεται εμμονή. Όταν κάποιος ανακαλύψει τον Ντίλαν μοιραία αρρωσταίνει. Κάτι σαν εθισμός. Θέλει να τον ακούει συνέχεια, επαναλαμβάνει τους στίχους του, επεξεργάζεται για χρόνια την ποίησή του και διαρκώς ανακαλύπτει. Μια άβυσσος. Κι όσα περισσότερα ανακαλύπτει τόσο περισσότερο εθίζεται, δηλαδή τόσο περισσότερο βουλιάζει στην αρρώστια Ντίλαν. Η αρρώστια Ντίλαν δεν γιατρεύεται ποτέ, απλώς περνάει στάδια ύφεσης και όξυνσης, όπως όλες οι αγιάτρευτες αρρώστιες. Εκεί που τον έχεις ξεχάσει φτάνει η ελάχιστη αφορμή – η ελάχιστη κατάσταση που θυμίζει παρελθόν - και νάτος πάλι μπροστά σου. Γιατί ο Ντίλαν έχει αυτό το χαρακτηριστικό. Κολλάει σαν βδέλλα στα βιώματά μας, γίνεται ένα μ’ αυτά.Όλοι λένε ότι ο Ντίλαν προβληματίζει ή διδάσκει ή υμνεί τη ζωή ή εμφυσά την επαναστατικότητα ή παρασύρει ή καθηλώνει ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. H αλήθεια είναι ότι είτε παρουσιάζεται οργισμένος, είτε αγαπησιάρης, είτε ληστής, είτε δικαστής, είτε μοντέρνος, είτε παραδοσιακός, είτε αμφισβητίας, είτε απόμακρος, είτε είρων, είτε εραστής, γιατί ο Ντίλαν έχει χιλιάδες πρόσωπα, πάντα καταφέρνει το ίδιο πράγμα, την αποδοχή του συνανθρώπου. Ακόμα κι όταν εξεγείρεται αυτό εκπέμπει τη συναδέλφωση. Αυτό το πετυχαίνει αβίαστα, θα λεγε κανείς χωρίς να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια. Ο Ντίλαν κυλάει με τη φυσικότητα του νερού, σαν να μην υπάρχει άλλη επιλογή, σαν αυτονόητο.
 Το νερό κυλάει, οι πέτρες κυλάνε κι ο Ντίλαν το ίδιο. Ο Ντίλαν κατάφερε να εκφραστεί κυρίως μέσα από τη μουσική, αλλά και από την ποίηση και τον κινηματογράφο. ( Η παρουσία του στο φιλμ του Σαμ Πέκινπα «Pat garret and Billy the kid» δεν ήταν καθόλου άσχημη κι όσο για τη μουσική της ταινίας δεν χρειάζεται συζήτηση). Ο Ντίλαν μεγαλούργησε τις δεκαετίες 60 και 70 με θρυλικούς δίσκους – θησαυρούς παντρεύοντας τη φολκ με τον ηλεκτρικό ήχο και την επαναστατικότητα με την καθημερινή ζωή, δηλαδή τη μουσική με τη διανόηση. Επηρεασμένος βαθιά από το Γούντι Γκάρθι αφοσιώθηκε στη φολκ την οποία όμως εμπλούτισε, σ’ ένα πειραματισμό – επιτομή, με τον ηλεκτρισμό. Το καλλιτεχνικό του ένστικτο δεν μπορούσε να φιμωθεί μπροστά στις αρχικά επικριτικές αντιδράσεις. Το κοινό του Ντίλαν, καθαρά φολκ κοινό, ήταν αδύνατο να ανεχθεί την ιεροσυλία της ηλεκτρικής παραμόρφωσης στα φολκ κομμάτια. Η συναυλία του Ντίλαν στο Newport Festival το 65 ήταν ακόμα ένας θρύλος. Ο Μπομπ στη σκηνή με την ηλεκτρική κιθάρα κι από κάτω το μέχρι τότε φανατικό του κοινό της φολκ να τον γιουχάρει και να του πετά ότι βρίσκει μπροστά του. Ο Ντίλαν στάθηκε ανένδοτος. Συνέχισε την καλλιτεχνική του πορεία ενάντια σε όλα τα ρεύματα. Η θυελλώδης συνεργασία του με την Τζοάν Μπαέζ ήταν επίσης θρυλική. (Γενικώς ό,τι έκανε έπαιρνε θρυλικές διαστάσεις). Από κοινού διοργάνωναν συναυλίες που δυναμίτιζαν τις ιδέες της εποχής, ιδέες συμφιλίωσης, τερματισμού των ιμπεριαλιστικών πολέμων κι ανάδειξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πολιτικοποιημένη επαναστατικότητα που εξέφραζε, του εξασφάλιζε βέβαια δημοτικότητα, αλλά ταυτόχρονα ήταν ακόμη ένας κίνδυνος. Πολλές φορές αποδείχτηκε ενοχλητικός σε σημείο που όταν έπαθε το 1966 το σοβαρό ατύχημα με τη μηχανή που κόντεψε να πεθάνει πολλοί πίστεψαν ότι επρόκειτο για δολοφονική απόπειρα της CIA. Λένε ότι μετά από αυτό το ατύχημα που τον καθήλωσε στο σπίτι για ενάμιση χρόνο ο Ντίλαν δεν ήταν ποτέ ίδιος με πριν. Στις αρχές του 70 πάντως, μετά από πρόσκληση του Χάρισον – πρώην μέλος των BEATLES – εμφανίζεται στο Μπακλαντές σε μια άλλη ιστορική συναυλία που αφορούσε τον τερματισμό του πολέμου.
Από τη δεκαετία του 80 όμως η καριέρα του είχε πτωτική πορεία, όχι φυσικά όσο αφορά την εμπορικότητα αλλά όσο αφορά την επαναστατική του παρουσία και αργά αλλά σταθερά και την καλλιτεχνική του ποιότητα. Από τη δεκαετία του 90 η πτωτική του πορεία είναι τόσο έντονη που πολλοί μιλούν για κατρακύλα. Οι δίσκοι του νερουλιάζουν. Φυσικά δεν μπορούμε να απαιτούμε από έναν καλλιτέχνη να βρίσκεται διαρκώς σε περίοδο ακμής και να μεγαλουργεί αιωνίως, αλλά εδώ μιλάμε για κάτι τελείως διαφορετικό. Μιλάμε για το ξεφλούδισμα του Ντίλαν, για τη μετάλλαξή του όχι μόνο ως μουσική αλλά ως γενικότερη παρουσία. Η επαναστατικότητα του 60 έχει πάει οριστικά περίπατο και η διάθεσή του για έναν καλύτερο κόσμο έχει βουβαθεί. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν περνάει το ύφος του κουρασμένου – απόμακρου καλλιτέχνη που επιλέγει τη σιωπή αλλά παρουσιάζεται ενεργός δίνοντας συναυλίες παγκοσμίως – το καλοκαίρι ήρθε και στην Ελλάδα – τις οποίες διεκπεραιώνει μέσα σε απόλυτη σιγή για το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Θα λέγαμε ότι οι εμφανίσεις του έχουν πάρει καθαρά εκτελεστικό χαρακτήρα, καμία σχέση με την ένταση, όχι της σκηνικής παρουσίας, αλλά των ιδεών και του οράματος που πρέσβευε κάποτε. Η μετάλλαξη του Ντίλαν έχει πάρει διαστάσεις ξεφτίλας με την εμφάνισή του το 1997 στη Μπολόνια για λογαριασμό του Πάπα. Ο άλλοτε επαναστάτης τραγούδησε μπροστά στο μεγαλύτερο σύμβολο του κατεστημένου παγκοσμίως και από κάτω τον αποθέωναν περίπου 300.000 άτομα. Φορώντας πάντοτε το καουμπόικο καπέλο του φάνταζε σαν γκροτέσκο φιγούρα ξεπεσμένου πανηγυριού. Τι οξύμωρη εικόνα! Όταν τον γιούχαραν το 65 έγραφε ιστορία κι όταν τον αποθέωναν το 97 σφράγιζε την ταφόπλακά του. Ο συγκρουσιακός Ντίλαν ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Τώρα υπάρχει ο Ντίλαν των δημοσίων σχέσεων που τα έχει καλά με όλους και στήνει δουλειές. Οι ιστορίες του Μπακλαντές είναι ρομαντικές ονειροφαντασίες. Ακριβώς στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αυτοβιογραφία του που έχει κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα με τον τίτλο «Η ζωή μου». Από τους δεκάδες, μπορεί και εκατοντάδες, ανθρώπους που αναφέρονται – συνεργάτες, φίλοι, παραγωγοί, μουσικοί κτλ- δεν υπάρχει ούτε ένας που να στερείται επαινετικού σχολίου. Όλοι είναι αξιόλογοι, όλοι προσέφεραν, όλοι βοήθησαν. Αυτή ακριβώς φαίνεται να είναι η μεγάλη του φροντίδα. Μην προσβάλλει, μην θίξει, μην δυσαρεστήσει κανένα. Το μόνο πράγμα που τον αγανακτεί είναι οι φανατικοί οπαδοί του που σύχναζαν έξω από το σπίτι του και διατάραζαν την οικογενειακή του ησυχία. Αφιερώνει εξαγριωμένες σελίδες σ’ αυτούς. Όσο για την πολιτικοποιημένη του όψη σχεδόν την απαρνείται. Παρουσιάζει τον εαυτό του ως παρεξηγημένο, που κανείς δεν τον κατάλαβε ποτέ κι ως εκ τούτου δημιουργούνταν παράλογες απαιτήσεις. Τα μεγάλα γεγονότα σχεδόν δεν τα αναφέρει. Εστιάζει αποκλειστικά στη μουσική του εξέλιξη, σαν να μην είχε ποτέ πολιτική υπόσταση ή σαν να μην υπάρχει πολιτική υπόσταση στην τέχνη. Με δυο λόγια η αυτοβιογραφία του λειτουργεί καθαρά ως εργαλείο δημοσίων σχέσεων και κέρδους, ως διαφήμιση και κυρίως ως καθιέρωση του νέου του εαυτού, του απολιτίκ εκτελεστή που αποφεύγει πλέον το συλλογικό όραμα χωρίς όμως να βρει ένα άλλο να αντιπροτείνει. Το μόνο που διατηρεί είναι το μπλαζέ ύφος που είχε πάντα.
Αυτός ο νέος εαυτός είναι και η εξήγηση της καλλιτεχνικής του πτώσης, αφού εδώ και τουλάχιστον μια εικοσαετία έχει χάσει κάθε μαχητικότητα. Φυσικά δεν υποστηρίζουμε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει αναγκαστικά να μάχεται για ένα συλλογικό όραμα ή να στρατεύεται γύρω από μια ιδέα ή να καθορίζεται από κοινωνικούς αγώνες ή οτιδήποτε τέτοιο αλλά τουλάχιστον πρέπει να εμπνέεται από κάπου, από ένα έστω προσωπικό όραμα ή μια προσωπική οπτική. Η καλλιτεχνική δημιουργία εμπεριέχει αναγκαστικά το συγκρουσιακό – είτε με τις δομές της κοινωνίας, είτε με τις δομές της ίδιας της τέχνης - αφού λειτουργεί ως εκφραστικό μέσο της διαφωνίας με την πραγματικότητα. Η γνήσια τέχνη είναι απόρροια της παρατήρησης του κόσμου από μια άλλη οπτική. Είναι αδύνατο ο καλλιτέχνης να καταφύγει στη νέα οπτική που θα αποδώσει χωρίς πρώτα να νιώσει την ανάγκη να τη δημιουργήσει και μόνο η σύγκρουση δημιουργεί αυτή την ανάγκη. Αν κάποιος τα βρίσκει όλα ωραία, αν δεν παρατηρεί τον καθημερινό παραλογισμό γιατί να καταφύγει στην τέχνη; Μιλάμε πάντα για την αυθεντική τέχνη κι όχι για τη δημιουργία μαζικής κουλτούρας, γιατί πολύ απλά η τελευταία δεν είναι τέχνη. Όταν ο Ντίλαν τραγουδά για τον Πάπα σημαίνει ότι έχασε ακριβώς αυτό, τη δυναμική παρατήρηση της πραγματικότητας και την συναισθηματική ανάγκη της ανάπλασής της μέσα από τη δική του καλλιτεχνική οπτική. Με δυο λόγια έχασε την έμπνευσή του, έφτασε δηλαδή στην καλλιτεχνική χρεοκοπία. Γι’ αυτό δεν μπορεί να γράψει πια αριστουργήματα, παρά μόνο συμπαθητικά τραγουδάκια του αναμασημένου του εαυτού. Ακριβώς τα ίδια έπαθε και ο Έλληνας Ντίλαν, ο Σαββόπουλος. (Ο Νιόνιος, εκτός του ότι διασκεύασε πολλά τραγούδια του Ντίλαν, έκανε στην Ελλάδα ακριβώς αυτό που έκανε ο Ντίλαν στην Αμερική. Πάντρεψε τον ηλεκτρισμό με το φολκ, δηλαδή έβαλε ηλεκτρικό ήχο στη δημοτική παράδοση. Ο Μπάλος είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα). Από τον πολιτικό στίχο και την αριστερά έφτασε να «τυλίγεται» με σημαίες, να εμφανίζεται με πρωταγωνιστές από τραγουδοριάλιτι (Καλομοίρα) και να τραγουδά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες με το Χατζηγιάννη. Κάπως έτσι έφτασε και στο καλλιτεχνικό ναδίρ που αποθεώνεται με το δίσκο «Ξενοδοχείο» που φιλοξενεί τραγικές διασκευές ξένων τραγουδιών, φυσικά με τεράστια εμπορική επιτυχία. Ε λοιπόν, αυτή η κατηγορία των πρώην ποιοτικών και νυν τίποτα είναι ίσως η πιο επικίνδυνη απ’ όλες γιατί όχι μόνο νομιμοποιεί τον ευτελισμό, αλλά τον παγιώνει διαμορφώνοντας στρεβλά καλλιτεχνικά κριτήρια από το ύψος μιας γερασμένης αυθεντίας.

                                                     Αθανάσιος Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: