16.11.11

Ο ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑΣ


Umberto Eco(1932-)
Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Ουμπέρτο Έκο έχει διδάξει σημειωτική στα πανεπιστήμια του Τορίνο, της Φλωρεντίας και του Μιλάνου καθώς και στα αμερικάνικα πανεπιστήμια New York University, Northwestern University και άλλα. Απέκτησε έδρα σημειωτικής στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια και – πέρα από τα αμιγώς λογοτεχνικά ή επιστημονικά κείμενα που έχει εκδώσει με τρομερή εμπορικότητα - εδώ και δεκαετίες βομβαρδίζει τον ιταλικό τύπο με σειρά άρθρων που μπορεί να καταπιάνονται με οποιοδήποτε θέμα όμως πάντα κρύβουν την σχεδόν παροιμιώδη πλέον δυσπιστία του απέναντι σε οτιδήποτε. Από πολιτικές ιδέες μέχρι αυτονόητες συνήθειες κι από θρησκευτικά δόγματα μέχρι ΜΜΕ, κατανάλωση, πολιτική επικοινωνία, αγωγή, εκπαίδευση, με δυο λόγια οτιδήποτε καθορίζει το σύγχρονο άνθρωπο. Ο Έκο καταφέρνει να διεισδύσει πίσω από τον δεδομένο ορθολογισμό της καθημερινότητας και να καταδείξει το παράλογο. Είναι ο άνθρωπος που εφαρμόζοντας απολύτως την τρέχουσα λογική – στο όνομα της οποίας έχει δομηθεί όλο το παράλογο του πολιτισμού – αποδεικνύει τα ανορθολογικά αδιέξοδα της κοινωνίας που τελικά αφορούν κάθε ανθρώπινη δράση και καθορίζουν συμπεριφορές που υπηρετούν το κοινωνικά αποδεκτό και ουσιαστικά θωρακίζουν εκ νέου το πανίσχυρο του παραλόγου. Γι’ αυτό πολλές φορές προκαλεί το γέλιο. Γιατί φέρνοντας στο φως ολοφάνερες αλήθειες
 - και μάλιστα με τρόπο τόσο απλό, σαν παιχνίδι παιδικών ερωτήσεων - που δεν αφορούν σοκαριστικές συνωμοσίες ή πολιτικές δολοπλοκίες ή εξωφρενικές ίντριγκες ή οτιδήποτε ηχηρό που θα έκοβε την ανάσα του αναγνώστη, καταφέρνει και καθηλώνει προκαλώντας αμηχανία με το ξετύλιγμα μιας καθημερινότητας που διαθλάται από το πρίσμα μιας άλλης λογικής δημιουργώντας καινούρια σχήματα κι οπτικές τόσο φανερά, τόσο απροκάλυπτα ορθολογιστικά που ο αναγνώστης αναρωτιέται πώς δεν τα είχε παρατηρήσει όλα αυτά νωρίτερα. Ουσιαστικά προβάλλει μια μεθοδολογία σκέψης που αποκρυσταλλώνει την πραγματικότητα σαν ακτινογραφία, απαλλάσσοντάς την από όλες αυτές τις δήθεν απαραίτητες για την κατανόηση της φιοριτούρες που τελικά δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αποπροσανατολίζουν. Με άλλα λόγια δείχνει το δρόμο της κατανόησης της πραγματικότητας που βασίζεται σε κάποιες σταθερές οι οποίες όμως χάνονται κάτω από τόνους φλυαρίας που τάχα διαλευκάνουν αλλά ουσιαστικά συσκοτίζουν. Κάτι σαν τις τηλεοπτικές ειδήσεις που αναλύουν τα γεγονότα αλλά επί της ουσίας τα θάβουν κάτω από τον απίστευτο όγκο των παραθύρων και των καυγάδων και των σχολίων και των συμφερόντων και της αυτοπροβολής και της υπόλοιπης τηλεοπτικής κοπριάς. Πώς όμως καταφέρνει ο Έκο να φτάνει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων χωρίς να παρασύρεται από τον κυκεώνα των παραπλανητικών οπτικών;
«Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή» είναι μια μικρή, αλλά ενδεικτική, ανθολογία άρθρων του Έκο, όπου καταδεικνύει τη δύναμη της σημειολογίας ως απελευθερωτικής μεθόδου απέναντι σε κάθε εσκεμμένα παραπλανητική προσέγγιση της καθημερινότητας που καταπιέζει τους ανθρώπους, αφού τους διαμορφώνει σύμφωνα με τα κατασκευασμένα κοινωνικά καλούπια. Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη η σημειολογία ορίζεται ως «επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τους τρόπους παραγωγής, λειτουργίας και πρόσληψης των διάφορων σημειακών συστημάτων, που επιτρέπουν την επικοινωνία ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες» ή αλλιώς «το σύνολο των σημείων που περιλαμβάνει ένας κώδικας επικοινωνίας». Στο λήμμα σημαίνον ο Μπαμπινιώτης γράφει: « Η φωνολογική μορφή με την οποία δηλώνεται σε κάθε γλώσσα η σημασία μιας λέξης, η γνώση δηλαδή που έχει ο ομιλητής μιας γλώσσας για το πώς δηλώνεται κάθε λέξη….» Μ’ άλλα λόγια η σημειολογία δεν είναι τίποτε άλλο από τον αυτονόητο γλωσσικό κώδικα που πρέπει να έχουν όλα τα μέλη μιας συζήτησης για να συνεννοηθούν. Αν κάποιος δεν γνωρίζει αυτόν τον κώδικα, μοιραία απέχει από τη συζήτηση. Η σημειολογία δηλαδή είναι τα απαραίτητα εργαλεία προκειμένου να ολοκληρωθεί η επικοινωνία. Ο Έκο προσαρμόζοντας τη σημειολογία στην καθημερινότητα δεν διευρύνει την έννοια της σημειολογίας αλλά την έννοια της επικοινωνίας που φυσικά δεν περιορίζεται στο επίπεδο της γλωσσικής συνεννόησης αλλά αποκτά μεγέθη ανεξιχνίαστα, αφού τελικά επικοινωνία είναι ένα ολόκληρο σύμπαν συμβόλων που περικλείει το σημαίνον και το σημαινόμενο σε κάθε μορφή. Πέρα από προφανείς μη λεκτικούς κώδικες, όπως τα σήματα της τροχαίας ή τον κώδικα ΜΟΡΣ ή το SOS ή οποιοδήποτε άλλο κώδικα, η ίδια η καθημερινότητα είναι ένας ολόκληρος επικοινωνιακός κώδικας που πρέπει να εξιχνιαστεί για την κατανόησή της. Και βέβαια, δεν μιλάμε για τον επικοινωνιακό κώδικα της χειρονομίας, της γκριμάτσας ή του χαμόγελου - αλά Σαρκοζί - Μέρκελ για το ιταλικό πρόβλημα – που τίθεται υπεράνω ερμηνείας ως απολύτως προφανής. Μιλάμε για κάθε καθημερινή δραστηριότητα που εμπεριέχει ένα νόημα, τόσο δεδομένο που τείνει στο ανεπαίσθητο. Από το κουτί με τα γλυκά που πηγαίνουμε σε μια επίσκεψη ως τους διαφημιστικούς μηχανισμούς προώθησης προϊόντων ή τη λειτουργία του πολιτικού λόγου ως προπαγανδιστικό υλικό. Με δυο λόγια η επικοινωνία παίρνει απίστευτες διαστάσεις αφού τα πάντα επικοινωνούν μαζί μας. Η μεγαλούπολη, η κατανάλωση, η τηλεόραση, η τέχνη, η πολιτική, η οικονομία, η μόλυνση, η τεχνολογία, η θρησκεία, η κοινωνική ηθική, το αυτοκίνητό μας και ο κατάλογος δεν τελειώνει. Εμείς, βομβαρδισμένοι από τα καθημερινά κύματα της επικοινωνίας αδυνατούμε να σταθούμε κριτικά απέναντί τους, αδυνατούμε δηλαδή να κατανοήσουμε το προφανές, που τελικά πνίγεται κάνω από χιλιάδες παρερμηνείες. Για παράδειγμα είναι σχεδόν αδύνατο να δούμε το αυτοκίνητο ως απλό μέσο μεταφοράς, δηλαδή ως καθαρά χρηστικό εργαλείο, αφού η διαφήμιση μας έκανε να το βλέπουμε ως αντικείμενο κοινωνικού κύρους. Αν κοιτούσαμε καθαρά χρηστικά κάθε προϊόν που κυκλοφορεί δεν θα προβαίναμε ούτε στις μισές αγορές από αυτές που έχουμε κάνει. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, γιατί πολύ απλά έχουμε υιοθετήσει τη σημειολογία της διαφήμισης που δίνει άλλο νόημα στα αγαθά και τα καθιστά αναντικατάστατα. Αν φτάσουμε στο σημείο να απογυμνώνουμε τα γεγονότα από τις εκατοντάδες σημειολογικές παραμέτρους που μας πολιορκούν τότε θα φτάσουμε στη συνείδηση της απολύτως ανορθολογικής εξέλιξης ενός πολιτισμού που μας παγιδεύει. Θα φτάσουμε δηλαδή στη δυσπιστία του Έκο, αφού ο τύπος με την αμαξάρα, τη μεταξωτή γραβάτα και το χρυσό ρολόι δεν είναι παρά ένα θύμα της σημειολογίας των καιρών. Σ’ ένα καταπληκτικό κείμενο με τίτλο «Η Μορφολογία του Ψέματος» ο Έκο αντιπαραβάλει τη σημειολογία των παραμυθιών και των γουέστερν – που έχουν ολοφάνερα κοινές επικοινωνιακές σταθερές που περικλείονται στις έννοιες καλός, κακός, ηθική αξία που επιβάλλει κάποια απαγόρευση, παραβίαση της απαγόρευσης από τον κακό, συμφορά, παρέμβαση του καλού, αγώνας, νίκη, αποκατάσταση της χαμένης αξίας – με το λόγο του Νίξον μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που ρίχνοντας όλο το βάρος στους συνεργάτες του παρουσίασε τον εαυτό του ως ήρωα και θεματοφύλακα της ηθικής τάξης που έσφαλε λόγω της εμπιστοσύνης που έδειξε σε ανθρώπους που δεν έπρεπε τη στιγμή που ο ίδιος ήταν αφοσιωμένος στις εξελίξεις σε Κίνα και Βιετνάμ. Ακολουθώντας ακριβώς τη σημειολογία της Κοκκινοσκουφίτσας που σφάλει δείχνοντας εμπιστοσύνη στο λύκο, παρουσιάζει στον αμερικανικό λαό το δικό του παραμύθι όπου ο ίδιος είναι ο σωτήρας που, αν και έσφαλε, θα αποκαταστήσει τη χαμένη αξία. Κάπως έτσι ο πολιτικός λόγος γίνεται παραμύθι, ο αθλητισμός αποπροσανατολιστική φλυαρία, ο δοξασμένος υπεραθλητής θύμα, η αντικειμενικότητα της είδησης μύθος, ο τιμημένος καλλιτέχνης παλιάτσος, η εκπαίδευση φάρσα, η πορνογραφία κατευναστικό πολιτικό μέσο, οι παρελάσεις σύμβολο μιλιταρισμού, η κατανάλωση κοινωνική αξιοπρέπεια και πάει λέγοντας. Ο Έκο ανατρέπει τα πάντα, επαναπροσδιορίζοντάς τα δια γυμνού οφθαλμού. Λειτουργώντας με την αρχαιοελληνική λογική πρώτα ψάχνει το βαθύτερο ορισμό της κάθε έννοιας και μετά βλέπει τον τρόπο που λειτουργεί η έννοια αυτή στην καθημερινότητα, καταδεικνύοντας ένα διαστρεβλωτικό πανηγύρι. Από αυτή την άποψη η σημειολογία από επιστήμη της επικοινωνίας γίνεται τρόπος ερμηνείας του κόσμου, γίνεται δηλαδή εργαλείο επαναδιαπραγμάτευσης κάθε κοινωνικού μύθου. Μ’ άλλα λόγια είναι όργανο κατάδειξης της πραγματικότητας που έχει θαφθεί από μια άλλη πλαστή πραγματικότητα, είναι δηλαδή η αλήθεια που κρύβεται κάτω από την χαοτική επιφάνεια των πλαστών επικοινωνιακών συμβόλων. Μόνο αν κατανοήσουμε τη σημειολογία κάθε μέσου που μας πολιορκεί μπορούμε να βρούμε την κρυμμένη αλήθεια, μπορούμε δηλαδή να αντισταθούμε στην επιτηδευμένη παραπλάνηση. Αν δεχτούμε ότι η σημειολογία της κοινωνικής διεκδίκησης είναι τα αιτήματα, μπορούμε να αντιληφθούμε το σημειολογικό λάθος των αγανακτισμένων στις πλατείες που κινούνται στην ασάφεια της γενικότερης ομπρέλας της αντίστασης και του κοινωνικού προβληματισμού. Όταν το αίτημα δεν καθορίζεται αυστηρά γίνεται αερολογία και ξεθυμαίνει, όσο δίκιο κι αν έχουν αυτοί που διεκδικούν. Αν, για παράδειγμα, οι αγανακτισμένοι του Συντάγματος πρόβαλλαν χειροπιαστά αιτήματα, όπως μείωση των βουλευτών ή κατάργηση των πολιτικών γραφείων ή οτιδήποτε συγκεκριμένο και ξεκάθαρο, ίσως να μην ατονούσαν δίνοντας την ευκαιρία στην αστυνομία να τους διαλύσει. Γιατί το χειροπιαστό αίτημα οριοθετεί τη διεκδίκηση, αφού την κάνει ορατή. Της δίνει στόχο κι ως εκ τούτου δυναμική υπόσταση. Δηλαδή ξεκαθαρίζει την επαναστατική οπτική αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον, αφού κρατά τους ανθρώπους σε εγρήγορση κι αυτό ακριβώς είναι η σημειολογία στην καθημερινότητα. Αν δεν ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς ζητάμε, τότε δε μένει παρά να περιμένουμε την επαναστατικότητα της οργής, που έχει τη δική της σημειολογία. Και κάπως έτσι η σημειολογία γίνεται πρόβλεψη.

                                                          Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια: