26.4.11

ο κυκλος της γλυκοζης και ο διαβητης


Το βασικό καύσιμο του οργανισμού είναι η γλυκόζη. Η γλυκόζη είτε απορροφάται απ’ ευθείας από τον οργανισμό είτε μετατρέπονται σε αυτήν στο μεγαλύτερο ποσοστό τα υπόλοιπα θρεπτικά συστατικά που χρησιμοποιούνται για την καύση και την παραγωγή ενέργειας. Από τα υπόλοιπα σάκχαρα που απορροφούνται τα σημαντικότερα είναι η φρουκτόζη που υπάρχει στα φρούτα, η λακτόζη στο γάλα που αποτελείται από δύο απλά σάκχαρα την γαλακτόζη και την γλυκόζη, ο δισακχαρίτης σουκρόζη(η κοινή ζάχαρη που αποτελείται από γλυκόζη και φρουκτόζη) και κυρίως το άμυλο που είναι πολυσακχαρίτης της γλυκόζης και διασπάται κατ’ αρχήν στο στόμα και στη συνέχεια στο λεπτό έντερο από ένα ένζυμο την αμυλάση και απορροφάται σαν γλυκόζη.
Μετά την απορρόφηση τους από το λεπτό έντερο, ακολουθούν και δικούς τους μεταβολικές οδούς αλλά πολύ σύντομα μετατρέπονται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους σε γλυκόζη. Όμως και η γλυκερόλη που παράγεται από τα μόρια του λίπους μπορεί να μετατραπεί σε γλυκόζη και χρησιμοποιείται σαν καύσιμο από τις αποθήκες που δημιουργεί ο οργανισμός. Το ίδιο μπορεί να συμβεί με τις πρωτεΐνες, των οποίων τα αμινοξέα από τα οποία αποτελούνται, που χρησιμοποιούνται κυρίως σαν δομικά στοιχεία για την δόμηση των πρωτεϊνών του οργανισμού, μπορούν σε συνθήκες ανάγκης να μετατραπούν σε γλυκόζη, (τουλάχιστον το 60% από αυτά, επειδή το υπόλοιπο 40% έχει δομή που κάνει τη μετατροπή δύσκολη), αφού υποστούν απαμίνωση (αφαιρεθούν οι αμινικές τους ομάδες) στο ήπαρ. Σε συνθήκες στρες που εκκρίνονται μεγάλα ποσά κορτιζόλης , γίνεται κινητοποίηση των πρωτεϊνών του οργανισμού που μετατρέπονται σε αμινοξέα και έτσι ένα μεγάλο μέρος από αυτά μετατρέπεται σε γλυκόζη, οδηγώντας έτσι σε καταβολισμό τον οργανισμό.

Η απορρόφηση της γλυκόζης από το έντερο γίνεται είτε με διευκολυνόμενη μεταφορά,
όταν η στάθμη της είναι μεγαλύτερη από αυτή των απορροφητικών κυττάρων στο ενδοθήλιο του εντέρου, μέσω των γλυκοζομεταφορέων που υπάρχουν και στα ενδοθηλιακά κύτταρα του εντέρου(γλυκοζομεταφορείς είναι ειδικές πρωτεΐνες στην μεμβράνη όλων των κυττάρων, που συνδέονται με την γλυκόζη και την βάζουν μέσα στο κύτταρο) είτε κυρίως με τον μεταφορέα νατρίου- γλυκόζης και αυτό αφορά την μεγαλύτερη ποσότητα που διακινείται από τον αυλό του εντέρου. Αυτός ο μεταφορέας λειτουργεί όταν υπάρχει διαφορά στάθμης μεταξύ νατρίου του αυλού του εντέρου και του νατρίου που υπάρχει στα κύτταρα του εντέρου και συμπαρασύρει και τη γλυκόζη. Είναι μεταφορά που γίνεται με την κατανάλωση ενέργειας που την παρέχει, ποιος άλλος, το ΑΤΡ και αφορά την μεταφορά της γλυκόζης μόνο στο εντερικό επιθήλιο και στα ουροφόρα σωληνάρια, δεν αφορά την είσοδο της γλυκόζης στα υπόλοιπα κύτταρα, αυτή γίνεται μόνο με τους γλυκοζομεταφορείς που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Από το έντερο μέσω της πυλαίας κυκλοφορίας, η γλυκόζη πηγαίνει κατ’ αρχήν στο ήπαρ όπου γίνεται ένα σημαντικό μέρος του μεταβολισμού της αλλά και της αποθήκευσης της με τη μορφή του γλυκογόνου και στη συνέχεια σε όλα τα κύτταρα του οργανισμού όπου και μεταβολίζεται.
Για να μπορέσει να μπει η γλυκόζη μέσα στο κύτταρο, ώστε να χρησιμοποιηθεί στις αντιδράσεις που έχουν αναφερθεί και να παραχθεί ενέργεια, συνδέεται, όπως αναφέρθηκε, με τους γλυκοζομεταφορείς που την μεταφέρουν στο εσωτερικό του κυττάρου. Οι γλυκοζομεταφορείς είναι πρωτεΐνες που βρίσκονται στο κυτταρόπλασμα, στο εσωτερικό του κυττάρου, με διαφορετικό βαθμό συγγένειας με την γλυκόζη ανάλογα με τον ιστό που βρίσκονται. Για παράδειγμα στον νευρικό ιστό, στον εγκέφαλο που καταναλώνει κατά αποκλειστικότητα, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις παρατεταμένης νηστείας, μόνο γλυκόζη και χρειάζεται μεγάλες ποσότητες (περίπου 6 γρ γλυκόζη την ώρα, ενώ σε περιόδους νηστείας όλος ο οργανισμός καταναλώνει 7,5 γρ γλυκόζη την ώρα περίπου. Σε συνθήκες ηρεμίας, ο μεταβολισμός του εγκεφάλου αποτελεί περίπου το 15% του ολικού μεταβολισμού του σώματος, αν και η ολική του μάζα είναι μόνο το 2% της μάζας του σώματος. Δηλαδή σε συνθήκες ηρεμίας, ο μεταβολισμός του εγκεφάλου είναι 7,5 φορές μεγαλύτερος από τον μεταβολισμό του υπόλοιπου σώματος ), ο γλυκοζομεταφορέας που υπάρχει έχει πολύ υψηλή συγγένεια με την γλυκόζη, ώστε να την προσλαμβάνει ακόμη και όταν τα επίπεδα της στο αίμα είναι πολύ χαμηλά. Αντίθετα στα μυϊκά κύτταρα που μπορούν και χρησιμοποιούν και άλλες μορφές ενέργειας, κυρίως τα λιπαρά οξέα, ο γλυκοζομεταφορέας τους έχει χαμηλή συγγένεια με την γλυκόζη, οπότε για να την προσλάβει χρειάζεται την παρουσία ινσουλίνης η οποία παράγεται όταν τα επίπεδα της στο αίμα ανέβουν πάνω από το φυσιολογικό, μετά δηλαδή από τα γεύματα.
Για να κινητοποιηθούνε οι γλυκοζομεταφορείς στην επιφάνεια του κυττάρου και να προσλάβουν την γλυκόζη, χρειάζονται την ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι μία ορμόνη που παράγεται στα β κύτταρα του παγκρέατος, όπως ονομάζονται. Το κύριο ερέθισμα για να παραχθεί η ινσουλίνη είναι η παρουσία γλυκόζης στο έντερο. Υπάρχει μια βασική έκκριση ινσουλίνης για να καλύπτει τις τρέχουσες ανάγκες του οργανισμού και παράγονται μεγαλύτερες ποσότητες, σε μια έκκριση αιχμής όπως λέγεται, μετά από τα γεύματα, που όσο πιο πλούσια είναι σε θερμίδες, κυρίως από υδατάνθρακες, τόσο μεγαλύτερη είναι η έκκριση της ινσουλίνης.
Ταυτόχρονα συμβαίνει και μία αντίστοιχη διαδικασία στην έκκριση της ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος. Η έκκριση της ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος υπακούει στις ίδιες διαδικασίες που ισχύουν και για τα υπόλοιπα κύτταρα. Δηλαδή η ινσουλίνη προσλαμβάνεται από το β κύτταρο με τους υποδοχείς της ινσουλίνης που υπάρχουν σ’ αυτό και ασκεί έτσι έναν θετικό παλίνδρομο έλεγχο στην έκκριση της από το πάγκρεας. Διαταραχές στην δράση του υποδοχέα της μέσα στο β-κύτταρο οδηγούν σε μειωμένη απάντηση όταν χρειάζεται μια έκκριση αιχμής, μετά δηλαδή από κάποιο γεύμα.
Διάφοροι παράγοντες φαίνεται να επιδρούν στην μετάδοση του σήματος της ινσουλίνης μέσα στο κύτταρο. Έχει τεκμηριωθεί η δράση ενός ισχυρού παράγοντα φλεγμονής, του ΤΝF(Tumor Necrosis Factor) που παράγεται από τον λιπώδη ιστό, που εμποδίζει τη μετάδοση του σήματος της ινσουλίνης μέσα στο κύτταρο. Επίσης η δράση των ελεύθερων λιπαρών οξέων που παρεμποδίζουν άμεσα από ότι φαίνεται την πρόσληψη της γλυκόζης και ίσως με τον μεταβολισμό τους μέσα στο κύτταρο προκαλούν την συγκέντρωση αρκετών παραγόντων που οδηγούν σε φωσφορυλίωση σε θέσεις του υποδοχέα της ινσουλίνης που δρουν ανασταλτικά. Η δράση εξ άλλου του ΤΝF οδηγεί και στην μεγαλύτερη παραγωγή ελεύθερων λιπαρών οξέων. Οι καταστάσεις φλεγμονής είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τον μεταβολισμό της γλυκόζης.
Όπως καταλαβαίνουμε όταν η προσφορά γλυκόζης στο κύτταρο και η παραγωγή ενέργειας με τη μορφή του ΑΤΡ, ξεπεράσει ένα επίπεδο, τότε διακόπτεται αυτή η διαδικασία. Λειτουργεί δηλαδή μέσα στα κύτταρα ένα ρολόι του σακχάρου που είναι ένα από τα πολλά αυτορυθμιζόμενα χημικά συστήματα που έχουν ενσωματωθεί στη λειτουργία των κυττάρων και ρυθμίζεται με βάση τις ανάγκες του κυττάρου σε ΑΤΡ, δηλαδή σε ενέργεια. Σε γενικές γραμμές συμβαίνει αυτό. Όταν στο κύτταρο υπάρχει λίγο ΑΤΡ(άρα και πολύ ADP και ΑΜΡ, που δημιουργούνται όταν το ΑΤΡ δίνει μία ή δύο αντίστοιχα φωσφορικές ρίζες), τίθεται σε λειτουργία η γλυκόλυση και οι υπόλοιπες αντιδράσεις αυτής της διαδικασίας, για να παραχθούν τα απαραίτητα μόρια ΑΤΡ, από τα αποθέματα του κυττάρου σε γλυκογόνο. Όταν αυξηθεί το ΑΤΡ τότε η αντίδραση διακόπτεται. Το ένζυμο που τα ρυθμίζει είναι η φωσφοφρουκτοκινάση. Η φωσφοφρουκτοκινάση ταυτόχρονα είναι φορέας της φωσφορυλίωσης της γλυκόζης, που αποτελεί μια από τις αρχικές βαθμίδες της έναρξης της γλυκολυτικής διαδικασίας. Δηλαδή χρησιμοποιεί τo ΑΤΡ για να οδηγήσει μια φωσφορική ομάδα σε ένα μόριο σακχάρου, μετατρέποντας έτσι την ΑΤΡ σε ΑDP. Έτσι αυξάνει το ΑDP και το ΑΜΡ που είναι έναυσμα για να δράσει το ένζυμο. Επειδή η σχέση του ΑΤΡ με το ΑΜΡ είναι 1/50, αυτό σημαίνει ότι μικρές μειώσεις του ΑΤΡ οδηγούν σε μεγάλες αυξήσεις του ΑΜΡ που είναι ερέθισμα για την ενεργοποίηση της φωσφοφρουκτοκινάσης και την επανάληψη του κύκλου με τη φωσφορυλίωση της γλυκόζης.
Στην περίσσεια γλυκόζης προωθείται και η αναερόβια γλυκόλυση, η οποία παράγει γαλακτικό οξύ, το οποίο όμως επειδή δεν είναι επιθυμητό πηγαίνει στο ήπαρ και μετατρέπεται σε γλυκογόνο.
Η περίσσεια της γλυκόζης εκτός από γλυκογόνο, μετατρέπεται και σε λίπος, μια ακόμη πιο πυκνή αποθήκη ενέργειας. Αυτό γίνεται και με απ’ ευθείας πρόσληψη από τα λιπώδη κύτταρα, μέσω των γλυκοζομεταφορέων που υπάρχουν και σ’ αυτά. Εξ άλλου μιτοχόνδρια και κύκλος του κιτρικού οξέος υπάρχουν και στα λιπώδη κύτταρα για τις ανάγκες τους, όπου καταναλώνεται ένα μέρος της γλυκόζης που εισέρχεται σ’ αυτά.
Αλλά και από τη γλυκόζη που είναι μέσα στα κύτταρα, όταν καλυφθούν οι ανάγκες του κυττάρου σε ενέργεια από τον κύκλο του κιτρικού οξέος, τότε το επιπλέον κιτρικό οξύ οδηγείται στη σύνθεση λιπαρών οξέων. Δηλαδή όταν έχουμε αυξημένη προσφορά γλυκόζης, η περίσσεια θα αποθηκευθεί κατ’ αρχήν σαν γλυκογόνο στο ήπαρ και τα μυϊκά κύτταρα και στη συνέχεια σαν λίπος στα λιπώδη κύτταρα.
Η μετατροπή της γλυκόζης σε λίπος είναι όπως καταλαβαίνουμε μια διαδικασία που εξελικτικά ήταν χρήσιμη, μιας και αποθήκευε στο λίπος μεγάλες ποσότητες ενέργειας που μπορούσαν να αποδοθούν στις περιόδους της ένδειας.
Η ινσουλίνη στις πρωτεΐνες προωθεί αναβολικές διαδικασίες. Με αυτό τον τρόπο συμβάλει στη σύνθεση των λευκωμάτων. Όταν υπάρχει περίσσεια γλυκόζης τότε εκτός από την μετατροπή της περίσσειας σε λίπος, έχουμε και γλυκοζυλίωση των πρωτεϊνών, πράγμα που καθιστά τις πρωτεΐνες πιο ευάλωτες στις ελεύθερες ρίζες οξυγόνου.
Το μεγαλύτερο μέρος της προσλαμβανόμενης γλυκόζης πηγαίνει στα μυϊκά κύτταρα. Η περίσσεια της γλυκόζης μέχρι ένα ορισμένο ποσό, αποθηκεύεται με τη μορφή γλυκογόνου όπως και στα ηπατικά κύτταρα που μπορεί να αποδοθεί γρήγορα ως μορφή ενέργειας. Η άσκηση αυξάνει τον αριθμό των υποδοχέων της γλυκόζης στα μυϊκά κύτταρα, ώστε να περνάει μεγαλύτερη ποσότητα στο κυτταρόπλασμα.
Στη διάρκεια της άσκησης τα μυϊκά κύτταρα υποχρεώνονται στην κατανάλωση μεγαλύτερης ποσότητας γλυκόζης που την προμηθεύονται από το αίμα αυξάνοντας τον αριθμό των υποδοχέων της γλυκόζης στην κυτταρική μεμβράνη αλλά και από τη διάσπαση του γλυκογόνου μέσα στο μυϊκό κύτταρο. Την αύξηση του αριθμού των υποδοχέων της γλυκόζης, προκαλεί και η αύξηση της βραδυκινίνης, μιας αγγειοδιασταλτικής ουσίας, που φαίνεται να αυξάνει με την άσκηση.
Η ελαττωμένη μυϊκή άσκηση και η παχυσαρκία ελαττώνουν το ποσοστό της μυϊκής μάζας στον οργανισμό. Έτσι η αραίωση της αγγείωσης που συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη χρησιμοποίηση της ινσουλίνης από τους περιφερειακούς ιστούς.
Η παχυσαρκία ελαττώνει την δραστηριότητα των υποδοχέων της ινσουλίνης και με άλλους μηχανισμούς οι οποίοι φαίνεται να είναι σημαντικότεροι και συνδέονται με την αύξηση της κυκλοφορίας των λιπαρών οξέων που συμβαίνει κυρίως στην σπλαχνικού τύπου παχυσαρκία.
Το σπλαχνικό λίπος είναι περισσότερο ευαίσθητο στα λιπολυτικά ερεθίσματα του οργανισμού, κυρίως με την υπερέκκριση κατεχολαμινών, με αποτέλεσμα να διασπάται εύκολα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα, που είναι περισσότερο ευάλωτα στην οξείδωση, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη αντίστασης της ινσουλίνης στο ήπαρ και τα μυϊκά κύτταρα. Ταυτόχρονα το σπλαχνικό λίπος εκκρίνει και πρωτεΐνες παράγοντες φλεγμονής όπως ο ΤΝF(Tumor Necrosis Factor), που εμποδίζει τη μετάδοση του σήματος της ινσουλίνης μέσα στο κύτταρο. Η συγκέντρωση δηλαδή του λίπους στην κοιλιά είναι ένδειξη της χρόνιας φλεγμονής της κατάστασης που ονομάζουμε μεταβολικό σύνδρομο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπερέκκριση της κορτιζόλης, μιας ορμόνης που παράγει ο οργανισμός για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της φλεγμονής, προάγει τη συσσώρευση του λίπους στην κοιλιακή χώρα. Η δράση αυτή, που τα αίτια της δεν είναι ακριβώς γνωστά, ίσως να έχει σχέση με την διέλευση αντιγόνων από το έντερο προς την πυλαία κυκλοφορία και τις τοπικές διαδικασίες φλεγμονής που πυροδοτεί. Δηλαδή τα σπλαχνικά λιποκύτταρα επειδή είναι κοντά στο παχύ έντερο από το οποίο περνάνε συνεχώς αντιγόνα που το τοπικό αμυντικό σύστημα προσπαθεί να εξουδετερώσει δημιουργώντας ανοσοσυμπλέγματα, ένα μέρος αυτών των ανοσοσυμπλεγμάτων να συσσωρεύονται στο σπλαχνικό λίπος και να αποτελούν στη συνέχεια στόχο των κυττάρων της φλεγμονής.
Δηλαδή η παραγωγή παραγόντων φλεγμονής μέσω και των ορμονών του στρες, οδηγεί στη συσσώρευση του λίπους στην κοιλιά και ταυτόχρονα το σπλαχνικό κοιλιακό λίπος είναι πιο ευαίσθητο στη λιπολυτική δράση των κατεχολαμινών που είναι παράγοντες του στρες. Με την πυλαία κυκλοφορία που διοχετεύεται το αίμα από το έντερο και τα σπλάχνα της κοιλιάς στο ήπαρ, τροφοδοτείται με αυτό τον τρόπο το ήπαρ με ελεύθερα λιπαρά οξέα, που οδηγούν σε αυξημένη ηπατική παραγωγή VLDL χοληστερόλης(πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες που περιέχουν μεγάλες ποσότητες τριγλυκεριδίων) που οδηγούν σε αύξηση του οξειδωτικού στρες και διαιώνιση του φαύλου κύκλου.(η κατανάλωση τριγλυκεριδίων ως πηγή ενέργειας γίνεται κυρίως στον μυϊκό ιστό, που καταναλώνει πρώτα τα τριγλυκερίδια για την ενέργεια που χρειάζεται πριν καταφύγει στην ινσουλίνη. Έτσι στην κατανάλωση λιπαρών τροφών, αν συνδυάζεται με άσκηση, έχουμε μειωμένες επιδράσεις στη μεταβολική επιβάρυνση του οργανισμού. Αντίθετα όταν καταναλώνουμε λιπαρές τροφές και δεν ασκούμαστε, τότε τα ελεύθερα λιπαρά οξέα και η VLDL θα οδηγήσουν σε αύξηση του οξειδωτικού στρες αλλά και τη συσσώρευση του λίπους στις αποθήκες του. Θα λέγαμε δηλαδή ότι "δικαιούμαστε" να τρώμε λιπαρές τροφές και πρωτεΐνες κατ’ επέκταση και πάλι με μέτρο, μόνο εάν ασκούμαστε).
Επειδή όμως αυτή είναι μια διαδικασία που χαρακτηρίζει περισσότερο τους άνδρες, ίσως σχετίζεται με κάποιο τρόπο και με τη δράση των ανδρογόνων ορμονών, που σαν στεροειδή σχετίζονται με την κορτιζόνη.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη, φαίνεται να είναι και αυτή μια εκδήλωση χρόνιας φλεγμονής, αποτέλεσμα του οξειδωτικού στρες. Αυτή η κατάσταση είναι συνδεδεμένη και με αυξημένη διέγερση του συμπαθητικού συστήματος, λόγω και του συνοδού οξειδωτικού στρες και την περιφερική αγγειοσύσπαση που η διέγερση του συμπαθητικού συστήματος, προκαλεί.

Στην υπεργλυκαιμία και στον σακχαρώδη διαβήτη, έχει βρεθεί ότι διαταράσσεται η δράση της ινσουλίνης πάνω σε ένα ένζυμο που διασπά την VLDL χοληστερόλη, την λιποπρωτεϊνική λιπάση, με αποτέλεσμα να παράγονται μέσα από διαδικασίες που είναι αρκετά καλά μελετημένες, αυξημένες ποσότητες μικρών, πυκνών LDL μορίων, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην οξείδωση. Όπως είπαμε αμέσως πιο πριν, η βλαβερή επίδραση αυτής της διαδικασίας μειώνεται με την άσκηση. Η οξειδωμένη LDL χοληστερόλη, είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που οδηγούν στην αθηροσκλήρωση είτε άμεσα είτε μέσω της παραγωγής ενός από τους πιο ισχυρούς φλεγμονώδεις παράγοντες του οργανισμού που είναι ο παράγοντας διέγερσης των αιμοπεταλίων (ΡΑF). Αντίθετα έχει βρεθεί ότι η ΗDL χοληστερόλη (υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη, η γνωστή σαν "καλή" χοληστερόλη), της οποίας τα επίπεδα μειώνονται όταν έχουμε αντίσταση στην ινσουλίνη, έχει αντιοξειδωτική δράση, μειώνοντας την LDL και εμποδίζοντας την οξείδωση της.
Η σπλαχνική παχυσαρκία και η αντίσταση στην ινσουλίνη επειδή είναι αποτέλεσμα αυξημένης κυκλοφορίας παραγόντων φλεγμονής, προκαλούν και διαταραχές στην πήξη του αίματος επειδή είναι άμεσα συνδεδεμένες με κινητοποίηση των παραγόντων πήξεως, που συμμετέχουν στις διαδικασίες αποκατάστασης των βλαβών που δημιουργούνται.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη οδηγεί και σε μειωμένη παραγωγή μονοξειδίου του αζώτου, ΝΟ, μιας ισχυρής αγγειοδιασταλτικής ουσίας, δημιουργώντας δυσλειτουργία στο ενδοθήλιο των αγγείων που εκτός των άλλων δράσεων οδηγούν και σε αυξημένα επίπεδα ενός ενζύμου, του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου(PAI-1) που προκαλεί διαταραχές στην πήξη του αίματος.
Τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στον νευρικό ιστό αλλά και σε άλλους ιστούς, όπως στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού, το ήπαρ, τα κύτταρα στη μυελώδη μοίρα του νεφρού, οδηγούν στην παραγωγή και συγκέντρωση της σορβιτόλης, ενός σακχάρου που παράγεται από τη ζύμωση της γλυκόζης, η οποία θεωρείται υπεύθυνη για τις βλάβες που παρουσιάζονται σ’ αυτά τα όργανα στον σακχαρώδη διαβήτη.

Όταν η προσφορά γλυκόζης ξεπεράσει τις ενεργειακές ανάγκες του οργανισμού, το αποτέλεσμα είναι να έχουμε περίσσεια ινσουλίνης η οποία κυκλοφορεί στο αίμα και τους ιστούς χωρίς να χρησιμοποιείται στην είσοδο και ενεργειακό μετασχηματισμό της γλυκόζης. Αυξημένη κυκλοφορία ινσουλίνης έχουμε και όταν αναπτυχθεί αντίσταση των ιστών στην ινσουλίνη, πράγμα που σημαίνει ότι για την κάλυψη των ίδιων ενεργειακών αναγκών παράγονται απο τα β κύτταρα του παγκρέατος μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης. Αυτή η ανάγκη συνεχούς παραγωγής περισσότερης ινσουλίνης, σταδιακά εξαντλεί τα κύτταρα του παγκρέατος που την παράγουν. Γίνεται έτσι πιθανό ότι σε κάποια στιγμή τα β-κύτταρα του παγκρέατος δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις και τότε η ομοιοστασία της γλυκόζης θα πάψει να υπάρχει. Θα έχουμε δηλαδή την εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη.
Σ’ αυτή τη φάση δίνονται κυρίως φάρμακα που αυτό που κάνουν είναι να εξαναγκάζουν το πάγκρεας να παράγει περισσότερη ινσουλίνη. Αυτό θα οδηγήσει κάποια στιγμή στην πλήρη εξάντληση των ινσουλινοπαραγωγικών κυττάρων που δεν θα παράγουν πια ινσουλίνη οπότε θα χρειασθεί η εξωγενής χορήγηση της. Οι διαταραχές στην έκκριση της ινσουλίνης όπως είπαμε και πριν, αρχίζουν πολύ νωρίτερα και οφείλονται σε παράγοντες που έχουν σχέση με το οξειδωτικό στρες και τις πολυεπίπεδες βλάβες που αυτό προκαλεί. Μιλάμε εδώ για αυτό που ονομάζουμε σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, τον διαβήτη δηλαδή που χαρακτηρίζει τους ενήλικους και όχι τον διαβήτη τύπου Ι ο οποίος από την εμφάνιση του έχει πλήρη έλλειψη ινσουλίνης που οφείλεται σε καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος μέσα από διαδικασίες αυτοάνοσες, δηλαδή με αντισώματα που για κάποιο λόγο παράγει ο οργανισμός (ίσως σαν αποτέλεσμα λοιμώξεων από κάποιους ιούς) ενάντια στα δικά του β-κύτταρα που παράγουν την ινσουλίνη. Είναι μια διαφορετική κατάσταση στην οποία εμπλέκονται διαφορετικοί μηχανισμοί και γι αυτό δεν αναφερόμαστε σ’ αυτήν.
Στη βάση της αντίστασης στην ινσουλίνη φαίνεται να υπάρχει το αυξημένο οξειδωτικό στρες, με τις διαδικασίες φλεγμονής που το συνοδεύουν, μαζί με τους άλλους παράγοντες που το δημιουργούν και το οδηγούν σε αυτοτροφοδοτούμενες διαδικασίες καθώς και η αδυναμία του οργανισμού να το αντιμετωπίσει. Οι κληρονομικές καταβολές οπωσδήποτε παίζουν σημαντικό ρόλο. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές από άτομο σε άτομο στο πως τα κύτταρα προσλαμβάνουν την γλυκόζη. Σε υγιείς, μη διαβητικούς έχει βρεθεί ότι διαφέρει μέχρι και 10 φορές η δυνατότητα πρόσληψης της γλυκόζης από τα μυϊκά κύτταρα.
Σήμερα πολλές έρευνες συγκεντρώνονται μέσα στο χημικό ρολόι που βρίσκεται σε κάθε κύτταρο στο οποίο συμμετέχει και το ΑΤΡ και με τη παροχή ενέργειας που εξασφαλίζει αλλά και σαν δότης φωσφορικών ομάδων για την φωσφορυλίωση της γλυκόζης. Πιθανόν η αρχική βλάβη σε αρκετές περιπτώσεις να είναι στη διαδικασία φωσφορυλίωσης της γλυκόζης μέσα στο κυτταρόπλασμα, που καθορίζει τον ρυθμό απορρόφησης της. Στους διαβητικούς αυτή η διαδικασία υπολείπεται κατά 30-50% περίπου. Έτσι τα επίπεδα της γλυκόζης είναι αυξημένα ενώ της φωσφορυλιωμένης γλυκόζης όχι. Και αυτά είναι που καθορίζουν το ρυθμό του μεταβολισμού της μέσα στο κύτταρο και όχι η ίδια η γλυκόζη.
Η διαταραχή αυτού του ρολογιού μπορεί να έχει σχέση με κληρονομικές καταβολές, μπορεί όμως να είναι αποτέλεσμα διαταραχών της μιτοχονδριακής λειτουργίας και της παραγωγής ΑΤΡ. Όπως είδαμε τα μιτοχόνδρια είναι τα πρώτα που πλήττονται από το οξειδωτικό στρες είτε από μειωμένη οξυγόνωση, είτε από τη δράση των παραγόμενων ελεύθερων ριζών οξυγόνου, είτε από ανεπάρκεια των αντιοξειδωτικών συστημάτων του οργανισμού. Από κει και πέρα όλοι οι υπόλοιποι μηχανισμοί που αναφέρθηκαν εμπλέκονται και ενισχύουν ακόμη περισσότερο αυτές τις αδυναμίες στη χρησιμοποίηση της ινσουλίνης. Υπάρχουν δηλαδή κάποιοι ευνοημένοι σε αυτό το σημείο κληρονομικά, που δεν οδηγούνται εύκολα σε υπερινσουλιναιμία με τις μεταβολικές συνέπειες που αυτή έχει. Και αυτοί όμως έχουν κάποια όρια. Αυτών που τα όρια είναι πιο χαμηλά, πρέπει απλά να προσέχουν πολύ περισσότερο όσον αφορά τη διατροφή και τη σωματική άσκηση. Συνήθως ο οργανισμός και σε αυτές τις περιπτώσεις, έχει απλά λιγότερες εφεδρείες, πράγμα που αναγκάζει σε αυτή την περίπτωση σε αυστηρότερα μέτρα στους παραπάνω τομείς. Δηλαδή η κληρονομική επιβάρυνση αφορά στην πλειοψηφία της, την δυνατότητα διαχείρισης μικρότερων ποσοτήτων γλυκόζης ή νατρίου κτλ. Άρα αν κάποιος είναι μέσα στα όρια του, τότε μπορεί να μην έχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η μείωση της πρόσληψης θερμίδων με μια διατροφή που μειώνει το οξειδωτικό στρες, σε συνδυασμό με την σωματική άσκηση, αντιμετωπίζει το πρόβλημα, ελέγχοντας τις περισσότερες παραμέτρους της μεταβολικής δραστηριότητας, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Είναι μικρά τα ποσοστά που έχουμε σοβαρή κληρονομική επιβάρυνση, με αποτέλεσμα να είναι βαριά διαταραγμένη η μεταβολική δραστηριότητα του οργανισμού.
Ο ρόλος του τρόπου ζωής και η σχέση του με κληρονομικές επιβαρύνσεις δείχνει ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν έχουν νόημα μεμψιμοιρίες του στυλ γιατί ο άλλος δεν έχει αυτό ή το άλλο και εγώ το έχω. Με τις κατάλληλες αλλαγές στον τρόπο ζωής, η μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων μπορεί να ελεγχθεί, όταν φυσικά δεν έχουν εγκατασταθεί σημαντικές ανακατατάξεις στην όλη λειτουργία του οργανισμού. Τότε μαζί με την αλλαγή του τρόπου ζωής θα χρειασθούν και τα κατάλληλα φαρμακευτικά σκευάσματα που όλο και περισσότερο στοχεύουν στις μεταβολικές διεργασίες που έχουν αναφερθεί.
Σε πολλές περιπτώσεις εξ άλλου, υπάρχουν μη υπέρβαρα άτομα, που λόγω αυξημένης διέγερσης του συμπαθητικού, από άλλες αιτίες, άγχους κτλ να έχουν σάκχαρο, πίεση, μεταβολικές διαταραχές, χωρίς να έχουν σοβαρή κληρονομική επιβάρυνση.
                                                                         Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ


 Ξανά η φωτο με τους πιθήκους και το ρόλο της διατροφής.
 και όταν λέμε άσκηση δεν εννοούμε οπωσδήποτε κάτι τέτοιο..
ιδιαίτερα ούτε κάτι τέτοιο, προπαντώς..

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: