18.5.12

Η ΛΟΓΙΚΗ - ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΧΑΟΣ

σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές      
 Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όλα όσα πέτυχε ο άνθρωπος τα χρωστάει στη λογική. Με τη λογική δάμασε τη φύση, με τη λογική έφτιαξε πολιτισμό, καταπολέμησε αρρώστιες, κατέκτησε την ευημερία δημιουργώντας οργανωμένες κοινωνίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς τη λογική ενδεχομένως να κινδύνευε ακόμη και η ίδια η επιβίωσή του μέσα σε μια φύση εχθρική. Η λογική, μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν υπήρξε απλά σύμμαχος ή αιώνιος σύντροφος ή πολύτιμο εργαλείο ή οτιδήποτε τέτοιο, υπήρξε καθοριστικός εξελικτικός παράγοντας του προσωπικού του αγώνα για ευημερία, παράγοντας που έγινε ταυτόσημος με την ίδια την ύπαρξή του. Η ρήση «σκέφτομαι άρα υπάρχω» δεν είναι ένα απλό γλωσσικό παιχνίδι, είναι το σύμβολο- πεμπτουσία της ύπαρξης. Λειτουργώντας ως αναντίρρητη φυσική άμυνα απέναντι σ’ ένα άγνωστο, κι ως εκ τούτου εκφοβιστικό περιβάλλον, που η ερμηνεία του ταυτιζόταν με την ίδια την επιβίωση - μόνο η ερμηνεία εξημερώνει το άγνωστο - κατέληξε σε καθαρή υπαρξιακή οριοθέτηση, καθώς αυτή τον διαχώριζε από τα άλλα ζώα. Κάπως έτσι η λογική γίνεται πανανθρώπινη υπόθεση. Όμως η λογική ταυτίζεται υπαρξιακά με τον άνθρωπο, όχι μόνο γιατί ήταν η σωτηρία και το μέλλον του, αλλά γιατί αποτελεί και το μοναδικό μηχανισμό ερμηνείας του κόσμου. Ο άνθρωπος πέρα από τη λογική δεν έχει άλλο τρόπο να προσεγγίσει τα αδηφάγα φυσικά ερεθίσματα κι επαναπαύεται, θεωρώντας μια απάντηση οριστική, μόνο αν ικανοποιηθεί η λογική του. Γι’ αυτό το λόγο οι επιστήμες, ως απόλυτο καταστάλαγμα λογικής, είναι οι μόνες που μπορούν να δώσουν οριστικές απαντήσεις.
Η κίνηση της γης, η θεραπεία της πνευμονίας, η απογείωση του αεροπλάνου κτλ. κρύβουν το αμετάκλητο της πειραματικής, δηλαδή της απολύτως εμπειρικής και μετρίσιμης μελέτης κι ως εκ τούτου απαξιώνουν από θέση αρχής κάθε αντίθετη ερμηνεία. Θα ήταν τρέλα να ισχυριστεί κάποιος ότι η γη δεν γυρίζει, η πνευμονία δεν θεραπεύεται κτλ. Η επιστήμη επιτελεί καθημερινά θαύματα τελειοποιώντας την τεχνολογία και διαμορφώνοντας το σύγχρονο άνθρωπο. Η τεχνολογία, ως βασικότερος κοινωνικός διαμορφωτής, σαρώνει το σύγχρονο πολιτισμό οδηγώντας σταθερά την πορεία του, και κάθε αντίπαλη φωνή είναι καταδικασμένη στη φλυαρία. 
            Οι επιστήμες όμως, όπως είναι φυσικό, αδυνατούν να απαντήσουν στα βαθύτερα ερωτήματα της ύπαρξης. Μπορούν να μετρήσουν και να εξηγήσουν τη λειτουργία του κόσμου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ερμηνεύσουν αποδεικτικά ούτε την προέλευσή του, ούτε τα βαθύτερα αίτια των νόμων που τον διέπουν, πόσο μάλλον το στόχο του ή τα αίτια της ύπαρξής του. Μπορούν να δώσουν απαντήσεις για την κίνηση των πλανητών και να υπολογίσουν τη θέση τους με ακρίβεια μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά στην ουσία αδυνατούν να ερμηνεύσουν τα αίτια της κίνησης παρά μόνο κάνοντας άλματα, δηλαδή υποθέσεις (όπως ο χωρόχρονος του Αϊνστάιν ή ο απόλυτος χώρος του Νεύτωνα) που, αν και βασίζονται απολύτως στη λογική κι επαληθεύονται από μαθηματικές μετρήσεις, εντούτοις δεν είναι παρά η μεταφυσική απόχρωση της επιστήμης, δηλαδή επιστημονικά δόγματα, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανατραπούν. Όσο για το σκοπό της ύπαρξης των πλανητών ή της ζωής ή του ανθρώπου κτλ. ούτε λόγος. Εξάλλου θα ήταν παράλογο, στα όρια του γελοίου, να ζητάμε τέτοιες απαντήσεις από την επιστήμη, που από τη φύση της, ως αποθέωση της λογικής, ασχολείται μόνο με μεγέθη μετρήσιμα και χειροπιαστά και σε καμία περίπτωση με υπαρξιακές ανησυχίες.
            Ωστόσο, αυτό που ονομάζουμε υπαρξιακή ανησυχία («γιατί ζούμε, υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, ποιος έπλασε τον κόσμο» κτλ) δεν είναι απλά ερωτήματα που δίνουν τροφή στη φιλοσοφία ή την τέχνη σ’ ένα παιχνίδι εντυπώσεων ή λογικών κατασκευών προς τέρψη των ανθρώπων. Είναι η βαθύτερη αγωνία της ύπαρξης που προσπαθεί να κατανοήσει τον εαυτό της και να τον κατατάξει μέσα σε όλο το φυσικό οικοδόμημα. Είναι δηλαδή η προσπάθεια απόκτησης ρόλου μέσα σ’ ένα ακατανόητο σύμπαν. Τα αρχέγονα υπαρξιακά ερωτήματα παίρνουν σπαρακτικές διαστάσεις, αφού απασχολούν τον άνθρωπο σε όλες τις εκφάνσεις των αναζητήσεων του, τέχνες, θρησκείες, φιλοσοφία κτλ, χωρίς ποτέ να μπορούν να βρουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Η αγωνία του ανθρώπου να ερμηνεύσει τον εαυτό του, και το περιβάλλον του – τόσο το κοινωνικό όσο και το φυσικό – είναι η μοναδική νοηματοδότηση της ύπαρξης του, που, τελικά, μόνο υποκειμενικά μπορεί να διευθετηθεί, αφού η συλλογικότητα της αναντίρρητης επιστημονικής αλήθειας δεν μπορεί να υπάρξει. Μιλάμε για αυτογνωσία, για ατομικό καθορισμό ρόλου, για αρμονική συνύπαρξη, για συμφιλίωση με το περιβάλλον, χωρίς όμως καμιά ουσιαστική απάντηση πέρα από μια οδυνηρά ελαστική λογική, που ακριβώς γι’ αυτό χάνει κάθε υπόσταση. Γιατί η λογική, εξ’ ορισμού, είναι η κοινώς αποδεκτή αλήθεια, που όμως, όταν δεν έχει σταθερές, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να απομακρυνθεί παρασάγγας από αυτό που ονομάζουμε ορθό λόγο, και η ιστορία της ανθρωπότητας βρίθει παραδειγμάτων ομαδικού παραλογισμού. Τελικά, αυτή η υποκειμενικότητα προσδίδει τρομακτική ελευθερία που ο άνθρωπος αδυνατεί να διαχειριστεί. Ταυτόχρονα, σκλαβωμένος από το κύρος της λογικής, που μόνο αυτή μπορεί να τον ικανοποιήσει, φαίνεται ακόμη πιο μετέωρος, πιο απροστάτευτος και πιο αδύναμος, σε ένα, θα λέγαμε, χαοτικό ντελίριο. Μοιραία γίνεται φανατικός. Γίνεται δηλαδή έρμαιο δογμάτων – θρησκευτικών, πολιτικών, οικονομικών, συνωμοσιολογικών, φιλοσοφικών κτλ – που τα υπερασπίζεται μέχρις εσχάτων, χωρίς ούτε ο ίδιος να ξέρει γιατί. Γιατί, προφανώς, πρέπει να πιστέψει σε κάτι και γιατί, προφανώς επίσης, βρίσκεται προδομένος από τις αδιαπραγμάτευτες σταθερές που πιστοποιούν τη λογική, γεγονός που αδυνατεί να παραδεχτεί και προσπαθεί πάντα – σε βαθμό κωμικότητας – να εκλογικεύσει ακόμα και το μέγιστο παραλογισμό. Γιατί μόνο η λογική εξασφαλίζει το δίκιο του καθενός και κάπως έτσι εκλογικεύονται τα πάντα, σ’ ένα γόρδιο δεσμό διαφορετικών οπτικών που σταδιακά μετατρέπονται σε ηθική. Από την άλλη, το να παραμείνει κανείς ανένταχτος απογυμνώνοντας το παράλογο όλων των οπτικών κρίνεται εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού η αδυναμία της ορθολογικής κι αμετάκλητης απόδειξης του νοήματος της ζωής δεν είναι απλώς μια θεωρητική αδυναμία, αλλά η ματαίωση της ίδιας της ύπαρξης που τείνει στο μηδενισμό, καθώς όλα είναι παράλογα κι ανάξια λόγου. Όμως η συνείδηση της καθολικής ματαιότητας νομιμοποιεί κάθε ακρότητα. Από αυτή την άποψη ο άνθρωπος οφείλει να πιστέψει σε κάτι κι ως εκ τούτου να το εκλογικεύσει και να το θεωρητικοποιήσει, δηλαδή να το υψώσει ως προσωπική σημαία, με δυο λόγια να οριοθετήσει την ύπαρξή του μέσα απ’ αυτό. Και κάπως έτσι βρισκόμαστε στη γέννηση του παραλόγου.
Είναι το σημείο όπου οι θρησκείες βρίσκουν τεράστιο πεδίο δράσης. Αντιλαμβανόμενες την αδυναμία της λογικής μπροστά στην ασφυκτική ανάγκη των άμεσων υπαρξιακών απαντήσεων, ξεκινούν από τη θέση της άρνησης της. Δεν χρειάζεται να καταλάβεις, μόνο να πιστέψεις. Μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι. Καλύπτοντας το υπαρξιακό κενό του ανθρώπου τον παρηγορούν στο θάνατο, του δίνουν νόημα ύπαρξης (την λατρεία του θεού), του τάζουν μεταθανάτιο ζωή, δηλαδή αιωνιότητα, του απαλύνουν κάθε φόβο και νομιμοποιούν κάθε συμφορά. Με δεδομένη την πνευματικότητα που επικαλούνται, ουσιαστικά προτείνουν την άρνηση του υλικού κόσμου για την αιώνια πνευματική παρηγοριά. Παρατηρώντας όμως το ρόλο τους μέσα στην ιστορία διαπιστώνουμε ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τον υλικό κι εφήμερο κόσμο, αφού διεκδικούν διαρκώς κοσμικούς ρόλους ασκώντας εξουσία και συσσωρεύοντας πλούτο, παρά την πνευματική κι άυλη αιωνιότητα που πρεσβεύουν. Το ότι συγκεντρώνουν εκατομμύρια φανατικούς, έτοιμους να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους, τη στιγμή που ούτε οι ίδιες παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους, είναι ίσως η μεγαλύτερη απόδειξη της υπαρξιακής αγωνίας. Και κάπου εδώ ξεκινά η ψυχολογία των μαζών και η επιθυμία ένταξης σ’ ένα σύνολο κτλ. που τελικά δεν είναι τίποτε άλλο από την εμπεριστατωμένη κατάδειξη του ανθρώπινου παραλόγου. Γιατί μόνο συναισθηματικά μπορεί να ερμηνευτεί, σαν ομαδική ταύτιση στόχων. Κι εδώ ο στόχος καθαυτός δεν έχει καμία σημασία, σημασία έχει η οριοθέτηση της ύπαρξης μέσα από αυτόν.
            Ο Αριστοτέλης, ως μέγιστος ανθρωπιστής, αντιλαμβανόμενος την ασφυκτική αναγκαιότητα του ανθρώπου για καθορισμό σκοπού, πιάνει τον ταύρο απ’ τα κέρατα εισάγοντας την τελεολογία, δηλαδή την τοποθέτηση του τελικού στόχου ως μοναδική ερμηνεία του κόσμου. Όχι μόνο ο άνθρωπος αλλά τα πάντα υπάρχουν για ένα σκοπό. Βασιζόμενος στην παρατήρηση και τη λογική σκέψη διαμορφώνει ένα δόγμα που για τον άνθρωπο είναι εξαιρετικά βολικό, αφού δίνει όλες τις απαντήσεις. Η αριστοτελική τελεολογία μπορεί να δικαιώνεται όταν μελετά κανείς τα επιμέρους τμήματα του κόσμου – εφόσον όλα αποτελούν φυσική αλυσίδα τότε όλα έχουν ρόλο και σκοπό ύπαρξης - αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πείσει αν εξετάσει κανείς το σκοπό του κόσμου στο σύνολό του, αν εξετάσει δηλαδή ολόκληρη την αλυσίδα. Όσο για τον τελικό σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν είναι άλλος από την ευτυχία, είναι τόσο γενικευμένος που επί της ουσίας στερείται νοήματος. Η ερμηνεία ότι η ευτυχία κατακτιέται μέσα από την ηθική αρετή, μάλλον δεν πείθει κανένα. 
            Τα βαθύτερα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, με δεδομένη την ανεπάρκεια της λογικής, τον σπρώχνουν μέσα στην άβυσσο του παραλόγου. Αποπροσανατολισμένος, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ζητά, κυριολεκτικά χαμένος, σαρώνεται καθημερινά από το άρμα ενός πολιτισμού που όχι απλώς δεν καθορίζει αλλά ούτε κατανοεί. Σαρώνεται στο καθημερινό παράλογο της αγωνιώδους κατανάλωσης, των μεγαλουπόλεων, της εγκληματικότητας, των οικονομικών σχέσεων, της υπερεργασίας, του φόβου, των πολιτικών ιδεολογιών, των πάσης φύσεως δογμάτων, των νευρώσεων, της μόλυνσης και της οριστικής άγνοιας τόσο του εαυτού του όσο και για των άλλων. Και κάπως έτσι φτάνουμε στην πιο οξύμωρη εικόνα. Το έλλογο ον είναι το πιο παράλογο κι ως εκ τούτου το πιο απρόβλεπτο και το πιο επικίνδυνο από όλα τα άλογα όντα.

                                                    Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: