9.12.11

Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ


Λεπτομέρεια από την γνωστή τοιχογραφία(fresco) του Ραφαήλ,
 "η σχολή των Αθηνών" (1510-1511, στο Apostolic Palace
στην πόλη του Βατικανού), όπου απεικονίζονται ο Πλάτωνας
και  ο Αριστοτέλης, δείχνοντας ο ένας
προς τον ουρανό και ο άλλος προς την γη, συμβολίζοντας
τους διαφορετικούς  φιλοσοφικούς προσανατολισμούς τους.
Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια» πραγματεύτηκε τη σχέση του ανθρώπου με την αρετή. Ξεκαθαρίζοντας ότι η αρετή για τον άνθρωπο δεν μπορεί παρά να έχει ηθικό περιεχόμενο, στην ουσία διαπραγματεύτηκε τη σχέση του ανθρώπου με την ηθική και συγκεκριμένα τον τρόπο που θα την προσεγγίσει. Η αρετή δεν πηγάζει από τη φύση και κατ’ επέκταση κανείς δεν είναι από τη φύση του καλός ή κακός, θαρραλέος ή δειλός, δίκαιος ή άδικος κτλ. Είναι προϊόν εθισμού (έξις) που ενσταλάζει στον άνθρωπο με την επανάληψη συγκεκριμένων πράξεων. Είναι δηλαδή κάτι επίκτητο που αφορά την παιδεία του καθενός, καθώς αν κάποιος μάθει από μικρός να κλέβει θα γίνει κλέφτης, να φέρεται τίμια τίμιος και πάει λέγοντας. Ο εθισμός έχει τόσο μεγάλη ισχύ που γίνεται δεύτερη φύση, είναι δηλαδή ακατανίκητος. Θα έλεγε κανείς ότι, ακόμα κι αν υπάρχουν ψήγματα προκαθορισμένης συμπεριφοράς με τη γέννηση του ανθρώπου, δεν έχουν καμία σημασία, αφού η έξη θα τα σκεπάσει καθορίζοντας εξολοκλήρου την μετέπειτα εξέλιξη του. Συνεπώς, ο άνθρωπος, ως ον απολύτως εύπλαστο, θα έλεγε κανείς, ότι είναι εύκολος στη διαχείρισή του, αφού η τελική διαμόρφωσή του είναι ζήτημα καθαρά κοινωνικών επιβολών. Οι κοινωνικές έρευνες φαίνεται να δικαιώνουν τον Αριστοτέλη, αφού στατιστικές και μελέτες καθιστούν σαφές ότι η εγκληματικότητα (για παράδειγμα) είναι περισσότερο αυξημένη σε περιοχές που υπάρχει φτώχεια και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο κι ότι η εγκληματική δράση περιορίζεται (έως εκμηδενίζεται) στις πλούσιες συνοικίες με αυξημένο επίπεδο μόρφωσης. Όταν δύο καθαρά επίκτητοι παράγοντες (πλούτος – μόρφωση) επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου, τότε δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι η τελευταία είναι επίσης επίκτητη, δηλαδή διαμορφώσιμη.
Από την άλλη ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος
είναι από τη φύση του κοινωνικό ον. Ότι δηλαδή δημιούργησε οργανωμένες κοινωνίες (πόλεις) όχι κατά συνθήκη, εξασφαλίζοντας την επιβίωσή του μέσα σε μια φύση εχθρική, αλλά υπηρετώντας την έμφυτη τάση της κοινωνικότητας. Ακόμα κι αν ο άνθρωπος κατόρθωνε να επιβιώσει χωρίς τις οργανωμένες κοινωνίες πάλι θα τις δημιουργούσε, γιατί, πολύ απλά, δεν μπορεί να πάει κόντρα στη φύση του. Εξάλλου ο άνθρωπος δεν αποσκοπεί απλώς στην επιβίωση (ζην), αλλά στην καλή ζωή (ευ ζην), που μόνο μέσα στις πόλεις μπορεί να εξασφαλίσει. Όμως η ύπαρξη των οργανωμένων κοινωνιών απαιτεί κάποιους κανόνες που πρέπει να είναι κοινώς αποδεκτοί. Σε διαφορετική περίπτωση η συμβίωση δεν υφίσταται, αφού συνύπαρξη, εξ’ ορισμού, σημαίνει αμοιβαιότητα σεβασμού. Η δικαιοσύνη, με τη νομοθεσία και τους νομοθέτες, παίζει ακριβώς αυτό το ρόλο. Υποδεικνύει τους αναντίρρητους κανόνες της συνύπαρξης και τους προασπίζει επιβάλλοντας ποινές στους παραβάτες. Αν διαλυθεί η δικαιοσύνη, όχι μόνο με τη νομική της υπόσταση, αλλά και με την ευρύτερη έννοια της αλληλέγγυας προς τον άνθρωπο ηθικής, δηλαδή της ηθικής που υπηρετεί το συλλογικό όραμα, τότε κινδυνεύει άμεσα και η ύπαρξη της κοινωνίας, αφού οι ασύδοτες αυθαιρεσίες της ατομικότητας θα καταλύσουν κάθε συλλογική λογική. Η διάλυση της κοινωνίας δεν είναι παρά η άγρια όψη της δυστυχίας σε όλα τα επίπεδα, καθώς ο άνθρωπος θα απομακρυνθεί από τον κοινωνικό δρόμο που του χαράζει η φύση. Έτσι βρίσκεται μπροστά στο μονόδρομο της συνύπαρξης, η οποία όμως καθορίζεται από κανόνες που δεν επιβάλλονται από τη φύση, αλλά επαφίενται στην προαίρεση του ανθρώπου και που τελικά δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την ηθική αρετή της ατομικότητας που οφείλει να αποκτήσει συλλογικές διαστάσεις. Με δυο λόγια η ηθική φιλοσοφία των «Ηθικών Νικομαχείων» δεν είναι παρά κομμάτι της πολιτικής φιλοσοφίας των «Πολιτικών», αφού η ατομική ηθική είναι ο μόνος δρόμος της συλλογικής ηθικής, δηλαδή της συνύπαρξης. Ο άνθρωπος δεν έχει παρά να διαπλάσει τον εαυτό του, με τον εθισμό, σύμφωνα με τα υγιή πρότυπα της ηθικής που σέβεται το συνάνθρωπο και να συμβιώσει αρμονικά κατακτώντας την ευτυχία.
Παρακολουθώντας όμως την ιστορία της ανθρωπότητας εύκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι το ζήτημα της συμβίωσης δεν λύθηκε ποτέ. Οι διαρκείς πόλεμοι, οι αδιάλειπτες μάχες για εξουσία, η αδικία των κοινωνικών συστημάτων, η κοινωνική βία, η μόνιμη ανισοκατανομή του πλούτου, η ρατσιστική βαρβαρότητα, η πολεμική του φανατισμού, οι επαναστάσεις κτλ. κτλ. δεν είναι παρά η αιματοβαμμένη πορεία του ανθρώπου μέσα στο χρόνο που ως τώρα στάθηκε αδύνατο να συνυπάρξει. Το θέαμα του σύγχρονου δυτικού καπιταλιστικού κόσμου τα λέει όλα. (Δεν αναφερόμαστε καν στον τρίτο κόσμο). Η επιβίωση είναι καθαρά ατομική υπόθεση, κοινωνικό κράτος δεν υπάρχει, κι εξασφαλίζεται μόνο με την επιβολή συμφερόντων σ’ ένα κλίμα αρρωστημένου ανταγωνισμού που επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Από την παραγωγή, με τις πολυεθνικές του κεφαλαίου που συσσωρεύουν τον πλούτο τσαλαπατώντας τους ανθρώπους, και την ευνομία, με τους πολιτικούς - και κατ’ επέκταση τη δικαιοσύνη – που υπηρετούν τα προσωπικά τους συμφέροντα διευκολύνοντας τα παιχνίδια των πολυεθνικών, μέχρι τις καθημερινές συναλλαγές, με τους ελεύθερους επαγγελματίες που πρέπει να ξεπεράσουν με κάθε τρόπο τους ανταγωνιστές τους, και την μισθωτή εργασία, που ο εργαζόμενος πρέπει να ανεχτεί τη συρρίκνωση κάθε δικαιώματός του – μισθολογικού ή μη – ή να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα προκειμένου να κατακτήσει μια καλύτερη θέση, από τον αθλητισμό, με τους ντοπαρισμένους αθλητές, μέχρι την καθημερινή συμβίωση, με το μέσο πολίτη που είναι έτοιμος να γρονθοκοπηθεί για μια θέση στο παρκάρισμα. Αυτή η υπερσυσσώρευση ατομικότητας δεν είναι παρά η άλλη όψη της βίας που παίρνει τη μορφή της λανθάνουσας εξουσίας, αφού είναι ολοφάνερο ότι για να επιβιώσεις πρέπει να υπερισχύσεις. Η λανθάνουσα εξουσία είναι δεμένη με την καθημερινή βαρβαρότητα της επιβολής κι επισφραγίζεται από τον καταναλωτισμό που λειτουργεί ως επιβράβευση ισχύος, ως τεκμήριο επιτυχίας μέσα στην αδυσώπητη λαίλαπα. Το χρυσό ρολόι δεν είναι παρά το παράσημο του πολέμου. Η πλεονεξία, η ματαιοδοξία, το αχόρταγο του ανθρώπου και κατ’ επέκταση η απάθεια απέναντι στο δράμα του άλλου δεν είναι τίποτε άλλο παρά συμπτώματα της ίδιας αρρώστιας. Οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις μοιάζουν περισσότερο με ζούγκλες κι ο σύγχρονος άνθρωπος τσαλαπατά τον άστεγο για να περάσει με την ίδια απάθεια που ο πρωτόγονος τσαλαπατούσε το πτώμα του ζώου που το προηγούμενο βράδυ κατασπαράχτηκε από αγριότερά του θηρία. Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα είναι μάλλον γελοίο να μιλά κανείς για συνύπαρξη.
Αν ρωτούσαμε τον Αριστοτέλη τους λόγους που συμβαίνει αυτό θα απαντούσε ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα του εθισμού του. Ότι δηλαδή ο άνθρωπος έτσι έμαθε κι έτσι πράττει. Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση του κοινωνικού περιβάλλοντος που τον γαλούχησε. Σ’ ένα περιβάλλον βίαιο γίνεται βίαιος, σ’ ένα περιβάλλον φιλικό, γίνεται φιλικός. Άρα οι κοινωνικές συνθήκες, που εν πολλοίς διαμορφώνουν και τις οικογενειακές συνθήκες, είναι οι βασικές υπεύθυνες της διαμόρφωσης του ανθρώπου. Από την άλλη όμως οι κοινωνικές συνθήκες από τι διαμορφώνονται, αν όχι από τον ίδιο τον άνθρωπο; Τελικά ο άνθρωπος διαμορφώνει τις κοινωνικές συνθήκες ή οι συνθήκες τον άνθρωπο; Μοιραία μπλεκόμαστε σ’ ένα φαύλο κύκλο ανάλογο μ’ εκείνο του αυγού και της κότας. Ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουμε ένα τέτοιο ερώτημα είναι να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, να φανταστούμε τον άνθρωπο στα πρώτα βήματα της κοινωνικοποίησής του. Ποια είναι η κοινωνία του πρωτόγονου ανθρώπου; Πώς επιβιώνει; Από τι συναισθήματα διακατέχεται;
Ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν ήταν παρά ένα φοβισμένο πλάσμα, που με το ρόπαλο στο χέρι προσπαθούσε να επιβιώσει. Αλαφιασμένος, σε μια μόνιμα στρεσογόνο κατάσταση, όφειλε να καταφύγει στη βία για να ανταπεξέλθει σ’ ένα αδυσώπητο περιβάλλον. Η καθημερινότητα του ήταν ο θάνατος, δηλαδή ο απόλυτος φόβος. Ο άνθρωπος κατάλαβε από την αρχή ότι αν δεν υποτάξει τα άλλα όντα πάει χαμένος. Κατάλαβε δηλαδή τη σημασία της εξουσίας. Έμαθε να αντιμετωπίζει τα άλλα όντα πρώτα εχθρικά και μετά φιλικά. Έμαθε ότι αν δεν τα σκοτώσει θα τον σκοτώσουν. Έμαθε να χτυπάει πρώτος. Να είναι καχύποπτος. Να είναι το χειρότερο αγρίμι μέσα στα αγρίμια. Όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα συμπτώματα ενός παραλυτικού φόβου, του φόβου της επιβίωσης. Σταδιακά φτιάχνει τις πρώτες κοινωνίας. Ας φανταστούμε 10 – 20 οικογένειες που στεγάζονται σε κοντινές σπηλιές. Ο εθισμός στην εξουσία και η καχυποψία συνεχίζουν να τον κατατρέχουν. Ο ισχυρότερος είναι και αρχηγός. Όποιος τον αμφισβητήσει πρέπει να παλέψει μαζί του. Η πρωτογενής βία είναι το μοναδικό συστατικό της συνύπαρξης. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, δεν θα επιβίωνε. Η οργάνωση της κοινωνίας προχωρά με το στοιχειώδη καταμερισμό εργασίας και με την αλληλοϋποστήριξη που διευκολύνει την επιβίωση. Αυτό όμως δεν αλλάζει την ουσία των σχέσεων που βασίζονται σταθερά πάνω στο φόβο. Η επιθετικότητα είναι η μόνη διέξοδος απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό, αφού το διαφορετικό μόνο ως απειλή μπορεί να μεταφραστεί. Σταδιακά χτίζεται ένα πανίσχυρο εγώ απέναντι σε οτιδήποτε άλλο. Χτίζεται δηλαδή ο φόβος του άλλου. Μοιραία, όταν αντιληφθούν έναν άλλο οικισμό που είναι κοντά τους θα συγκρουστούν. Άλλη επιλογή δεν υπάρχει, αφού οι σχέσεις έχουν προκαθοριστεί και η επιβίωση είναι συνώνυμο της βαρβαρότητας. Μ’ αυτό τον τρόπο, και σε διάρκεια ατέλειωτων αιώνων, δημιουργείται αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει έξη, εθισμός, μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα. Από την άλλη ο άνθρωπος είναι φύση κοινωνικό ον. Μόνο μέσα από τον άλλο μπορεί να φτάσει στην ολοκλήρωσή του κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας της ανθρώπινης τραγωδίας. Από τη μια έχει ανάγκη τη συνύπαρξη κι από την άλλη είναι εθισμένος αρνητικά προς αυτή. Από τη μια έχει ανάγκη τον άλλο κι από την άλλη έχει εθιστεί στο φόβο του άλλου. Από τη μια θέλει να πλησιάσει τον άλλο κι από την άλλη δεν μπορεί να έχει καμία εμπιστοσύνη. Υπό αυτή την έννοια το ξεπέρασμα του φόβου και η εμπιστοσύνη προς τον άλλο είναι η ύψιστη γενναιότητα, (που μόνο ως αφέλεια μπορεί να μεταφραστεί). Γι’ αυτό οι κοινωνίες που δημιουργεί είναι στρεβλές. Γιατί θέλει να συνυπάρχει αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι θα βρίσκεται σε θέση ισχύος. Γιατί μόνο έτσι νιώθει ασφαλής. Ο πολιτισμός αιώνων δεν μπορεί να νικήσει τον εθισμό χιλιετιών. Κατά βάθος ο άνθρωπος παραμένει αγρίμι. Ακόμα και μέσα στην άνεση του πολιτισμού του δεν ξεπέρασε το φόβο της επιβίωσης, αφού διαρκώς απειλείται από το διαφορετικό. Εδώ φωλιάζουν κι ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία κι ο εθνικισμός κι όλα τα συναφή συμπτώματα της κοινωνικής παθογένειας. Μπερδεμένος κι αποπροσανατολισμένος διχάζεται ανάμεσα σε δυο φωνές: της φυσικής συνύπαρξης, που τόσο έχει ανάγκη, και του βίαιου - κατακτητικού εθισμού που χάρη σ’ αυτόν επιβίωσε. Αν δεν νιώσει ασφαλής δεν πρόκειται να συνυπάρξει και προφανώς θα χρειαστούν πολλά χρόνια πολιτισμού για να το πετύχει αυτό.

                                                                       Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: