28.2.12

ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΖΩΗ ΚΙ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ή αλλιώς ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ


σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Το 1876 γεννήθηκε μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Τζακ Λόντον. Το επεισοδιακό της γέννησής του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η προοικονομία της ταραχώδους ζωής που θα επακολουθούσε. Ο πατέρας του, ο αστρολόγος καθηγητής Τσάνεϊ, δεν είχε παντρευτεί ποτέ τη μητέρα του Φλώρα Βέλμαν κι όταν η τελευταία του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της απαίτησε έκτρωση. Η Φλώρα Βέλμαν αρνήθηκε κι επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Το τρομερό αυτό οικογενειακό δράμα φιγουράρισε και στα πρωτοσέλιδα των «Χρονικών» της εποχής. Ο Τσάνεϊ πέρασε στην ιστορία ως αιώνιο πρότυπο άσπλαχνου πατέρα και η Φλώρα Βέλμαν ως σύμβολο απροστάτευτου θύματος. Για την ακρίβεια η ζωή του Τσάνεϊ καταστράφηκε αφού τον απαρνήθηκε ακόμη κι ίδια του η οικογένεια ενώ η κυρία Βέλμαν κατάφερε να τα βολέψει μια χαρά, αφού παντρεύτηκε τον Τζον Λόντον, που όχι μόνο αποδέχτηκε το μωρό αλλά έκανε κι άλλα δέκα παιδιά μαζί της. Ο Ίρβινγκ Στόουν που έγραψε τη βιογραφία του Τζακ Λόντον «Ναύτης – Καβαλάρης» αναφέρει ότι η απόπειρα αυτοκτονίας με πιστόλι της κυρίας Βέλμαν είναι αδύνατο να πείσει κανένα, αφού σε καμία περίπτωση δεν είχε τέτοια πρόθεση, κι ότι τελικά περισσότερο τραυμάτισε τον Τσάνεϊ παρά την ίδια. Το χρονικό της γελοίας αυτοκτονίας έκανε πάταγο και καθήλωσε την καλιφορνέζικη κοινωνία που παρακολουθούσε σοκαρισμένη το οδοιπορικό της επεισοδιακής γέννας. Θα λέγαμε ότι ο Τζακ Λόντον, αγέννητος ακόμη, άρχισε να διεκδικεί δημοσιότητα απασχολώντας τις εφημερίδες. Κάτι, πέρα κάθε λογικής, καρμικό σηματοδότησε αυτή η γέννα. Κάτι σαν αμετάκλητο πεπρωμένο, σαν οιδιπόδεια κατάρα αυστηρά προκαθορισμένης διαδρομής. Αυτό που πλανάται – σχεδόν μεταφυσικά - είναι το πάθος για ζωή που αποκτά την απύθμενη ένταση της τραγωδίας.
 Είναι η ζωογόνος εμμονή της δράσης που ξεχειλίζει και μοιραία ταυτίζεται με την ελκυστική και φρικαλέα αίγλη της αυτοκαταστροφής. Ήταν αδύνατο να μη γεννηθεί ο Τζακ Λόντον, όπως και ήταν αδύνατο να πεθάνει όταν, βρέφος ακόμα, προσβλήθηκε από διφθερίτιδα και κινδύνεψε σοβαρά. (Σώθηκε την τελευταία στιγμή από ένα γιατρό που έφερε ο θετός του πατέρας Τζον Λόντον από την άλλη μεριά του κόλπου, το Όκλαντ, όταν η φυσική του μάνα η Φλώρα παζάρευε για τα έξοδα της κηδείας). Η επιμονή του για ζωή δεν ήταν τίποτε άλλο από την επιμονή του για δράση, από την εμμονή του στην ανυπολόγιστη ένταση της βούλησης, στην ανόθευτη κι ολοκληρωτική ανάδειξη της επιθυμίας.
Ο νεαρός Τζακ Λόντον αποφασίζει να γίνει συγγραφέας. Πάμφτωχος κι αξιολύπητος κάνει κάθε δουλειά για να επιβιώσει και ταυτόχρονα, στον ελάχιστο χρόνο που του απομένει προσπαθεί να γράψει. Φυσικά τα πρώτα του γραπτά δεν έχουν καμία απήχηση, τόσο γιατί είναι άγουρα, όσο και γιατί είναι δύσκολο – έως ακατόρθωτο – να σταδιοδρομήσει κανείς ως συγγραφέας χωρίς γνωριμίες. Έτσι συνεχίζει το μονόδρομο της σκληρής βιοπάλης ακολουθώντας οτιδήποτε του δίνει λεφτά. Γίνεται ανθρακωρύχος, ακτοφύλακας, πειρατής στρειδιών, κυνηγός φώκιας, δημοσιογράφος, χρυσοθήρας και πάει λέγοντας. Δεν μπόρεσε ποτέ να αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ για οικονομικούς λόγους. Ως φοιτητής τη μέρα δούλευε σ’ ένα πλυντήριο και τη νύχτα έγραφε. Το 1897 εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο. Η τυχοδιωκτική του φύση τον παρέσερνε διαρκώς σε καινούριες περιπέτειες. Κατάφερε να γυρίσει ένα μεγάλο μέρος της Αμερικής ως λαθρεπιβάτης τρένων. Έτρεχε και σκαρφάλωνε πάνω τους και τις νύχτες κοιμόταν στα παγκάκια ή στο ύπαιθρο. Τελικά φυλακίστηκε λίγους μήνες για αλητεία. Επέστρεψε στο Σαν Φρανσίσκο και ξανάρχισε τη βιοπάλη κάνοντας κάθε δουλειά. Ταυτόχρονα έγραφε απελπισμένα. Άρχισαν να εκδίδονται σποραδικά κάποια κείμενά του σε περιοδικά αλλά αυτό απείχε πολύ από το να τον συντηρούν οικονομικά. Το πιο συνηθισμένο του δρομολόγιο ήταν από το σπίτι στο ενεχυροδανειστήριο. Το ποδήλατό του κι ένα κοστούμι έμειναν παροιμιώδη. Όταν αποκτούσε κάποια λεφτά πήγαινε και τα έπαιρνε πίσω κι όταν ξέμενε πήγαινε και τα ξαναέβαζε ενέχυρο. Ήταν τόσο περήφανος γι’ αυτά τα δύο περιουσιακά του στοιχεία που η απώλειά τους ήταν πραγματική συντριβή. Η επανάκτηση τους όμως πανηγύρι. Η συγγραφική του δραστηριότητα συνεχιζόταν, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ήταν η κυριότερη εμμονή του Τζακ που τον τσουρούφλιζε με την πρωτόγονη δύναμη του απωθημένου, με το ασίγαστο πάθος του ανεκπλήρωτου. Η εμμονή στο γράψιμο ισοδυναμούσε με εμμονή για ζωή που συνεπάγεται την επιβολή των όρων του ενστίκτου και το αδιάκοπο κυνήγι του ονείρου και δεν έχει καμία σχέση με την επιβίωση. Ταυτόχρονα άρχισαν να τον συνεπαίρνουν οι σοσιαλιστικές ιδέες. Χωρίς κυριολεκτικά φράγκο στην τσέπη έγραφε συστηματικά και τα απογεύματα έδινε ομιλίες για το σοσιαλιστικό όραμα. Έβαζε ενέχυρο τα πάντα, τα ρούχα του, τα βιβλία του, ό,τι είχε. Μετά δούλευε και ξαναέπαιρνε πίσω κάποια από αυτά. Αυτά που έγραφε, το ήξερε και ο ίδιος, δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να έχουν εκδοτικό ενδιαφέρον, αφού οι σοσιαλιστικές ιδέες στην Αμερική των αρχών του αιώνα, εκδοτικά τουλάχιστον, ήταν σχεδόν καταδικασμένες. Παρόλα αυτά συνέχιζε. Συνέχιζε παθιασμένα κι απελπισμένα να ακολουθεί το μονόδρομο των εμμονών του. Εκείνη την εποχή της απόλυτης ανέχειας του έγινε πρόταση να γίνει υπάλληλος στο ταχυδρομείο, μόνιμη θέση με σταθερό μισθό, την οποία και αρνήθηκε γιατί δεν θα τον άφηνε να εξελιχθεί συγγραφικά. Η απόφαση αυτή είναι απολύτως λογική αν μιλάμε για τον Τζακ Λόντον, που δεν είχε ποτέ άλλο δρόμο πέρα απ’ την μονομανία του.
Και κάπως έτσι έγινε το θαύμα. Εκδοτικός οίκος κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Η κόρη του Χιονιού» που γνώρισε μεγάλη επιτυχία για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Συνέχισε να γράφει και να εκδίδει κυρίως ναυτικές περιπέτειες που τις γνώριζε από πρώτο χέρι αλλά και τις εμπειρίες του από το κυνήγι του χρυσού. Τα έργα του υμνούν τη δίψα για ζωή και την ανόθευτη φύση, μέχρι που έφτασε στα αριστουργήματά του «Η κοιλάδα του φεγγαριού», «Μάρτιν Ήντεν» και κυρίως «Η σιδερένια φτέρνα» που έγινε λογοτεχνικό σύμβολο του σοσιαλιστικού οράματος και της εργατικής αγανάκτησης.
Η λογοτεχνική του πορεία, πέρα από κάποιες συγκρούσεις που είχε με εκδοτικούς οίκους και περιοδικά, θα λέγαμε ότι σε γενικές γραμμές ακολούθησε το δρόμο της γρήγορης αλλά και έντονης καταξίωσης. Γρήγορης, γιατί ουσιαστικά με την πρώτη του εμφάνιση γνώρισε εμπορική επιτυχία, που άνοιξε το δρόμο της λογοτεχνικής του καριέρας κι έντονης, γιατί είχε πολλούς επικριτές όπως και φανατικούς θαυμαστές. (Εξάλλου ήταν αδύνατο να μην είχε ένταση οτιδήποτε επιχειρούσε). Τα σκαμπανεβάσματα που υπήρξαν δεν αλλάζουν την εικόνα της καταξίωσης που άγγιξε τα όρια του θρύλου. Άρχισε να βγάζει πολλά λεφτά. Σε πολύ μικρό διάστημα πέρασε ξαφνικά τη μεγάλη πόρτα του πλούτου και της δόξας. Τότε ήρθε η ώρα για την επόμενη εμμονή, το μεγαλειώδες ράντσο. Αγόρασε μια τεράστια έκταση γης στην Καλιφόρνια που φιλοδοξούσε να την επεκτείνει και την μετατρέψει σ’ ένα ράντσο πρότυπο που θα απασχολούσε αμέτρητους εργάτες, θα φιλοξενούσε φίλους και θα κάλυπτε σχεδόν όλες τις πτυχές της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Ένα ράντσο γεμάτο κτίρια, υποστατικά, ξενώνες, μονάδες επεξεργασίας κάθε γεωργικού προϊόντος, ζώα εξαιρετικής ποιότητας και γαλακτοκομείο. Όλο αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο, που υλοποιήθηκε, δεν ήταν προϊόν νεοπλουτισμού ή επίδειξης χρημάτων. Ήταν μια άλλη όψη της ακόρεστης δίψας του Τζακ. Το πρώτο στοίχημα, της συγγραφής, το είχε κατακτήσει. Έπρεπε λοιπόν να βρει ένα άλλο να το αντικαταστήσει. Ένα εξίσου δύσκολο κι εξωφρενικό, αλλιώς η ζωή θα ήταν βάλτος που οδηγούσε στην ανυπαρξία. Το χρήμα που έριξε για το ράντσο ήταν πέρα από κάθε λογική. Ενώ κέρδιζε αμύθητα ποσά από τη λογοτεχνία ήταν διαρκώς πνιγμένος στα χρέη. Συνεχώς εξέδιδε έργα και εισέπραττε επιταγές για να μπαλώσει τα έξοδα που γεννούσε το ράντσο. Και σαν να μην έφταναν αυτά μια άλλη εμμονή άρχισε να τον αποπλανεί με τη σαγήνη της. Το μεγαλειώδες ιστιοφόρο! Το «Σναρκ»! Ο Τζακ, παντοτινό κι αμετάκλητο θύμα των παρορμήσεων, δαπάνησε υπέρογκα ποσά για την ολοκλήρωση του «Σναρκ». Ήθελε τα καλύτερα υλικά και τους καλύτερους τεχνίτες, αφού μόνο το καλύτερο μπορούσε να τον συμβιβάσει. Έτσι βρέθηκε ανάμεσα σε δυο οικονομικές πληγές. Το ράντσο και το «Σναρκ». Τα χρέη του έγιναν υπέρογκα κι έπρεπε διαρκώς να εκδίδει βιβλία, γεγονός που – όπως είναι φυσικό – μετρίασε την ποιότητά τους. Το «Σναρκ» κατέληξε σ’ ένα τεράστιο φιάσκο. Δεν ολοκληρωνότανε ποτέ και συνεχώς παρουσίαζε νέα προβλήματα που το έκαναν ακατάλληλο για πλεύση. Αν και τα ποσά που είχαν δαπανηθεί ήταν αρκετά για την κατασκευή πολλών ιστιοφόρων, το «Σναρκ» παρέμενε στα σκαριά. Ήταν ολοφάνερο ότι οι μηχανικοί του τρώγαν λεφτά – πράγμα που φημολογούνταν ότι συνέβαινε και με τους εργάτες του ράντσου. Τα υλικά που είχε χρυσοπληρώσει δεν μπήκαν ποτέ στο πλοίο και το «Σναρκ» δεν ήταν παρά μια σκουριασμένη μάζα παλιοσίδερων που έμπαζε νερά από παντού. Ο Τζακ δεν μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση και το ζήτημα είχε γίνει το ανέκδοτο των εφημερίδων που τον παρουσίαζαν ως μεγαλομανή βλάκα.
Γενικότερα ο Τζακ είχε γίνει στόχος των εφημερίδων που καθημερινά εξέδιδαν εξωφρενικές ειδήσεις για τη ζωή του, ολοφάνερα πέρα από κάθε πραγματικότητα. Η δημόσια διαπόμπευση, η απογοήτευση από παλιούς φίλους και συντρόφους που επέκριναν τις μπουρζουάδικες επιλογές του, η άθλια οικονομική του κατάσταση και η οικογενειακή αστάθεια τον κλόνισαν ανεπανόρθωτα. Το αλκοόλ είχε γίνει καθημερινός του σύντροφος. Οι εμμονές του, κάτω από τη δημόσια απροκάλυπτη χλεύη, από πάθος για ζωή μετατράπηκαν σε αυτοκαταστροφική νεύρωση. Σε κατάσταση καθαρής ψυχοπαθολογίας απολύει όλους τους τεχνίτες του «Σναρκ» και προσλαμβάνει άλλους. Τότε ήρθε το μεγαλύτερο χτύπημα. Το ράντσο του πήρε φωτιά από προφανή εμπρησμό όμως οι ένοχοι δεν βρέθηκαν ποτέ. Ο ίδιος το παρακολούθησε να καίγεται συντετριμμένος. Βουτηγμένος στα χρέη, το αλκοόλ και το δημόσιο εξευτελισμό αυτοκτονεί παίρνοντας θειική μορφίνη και θειική ατροπίνη. Ο Ίρβινγκ Στόουν γράφει ότι δίπλα στο πτώμα βρέθηκε και το χαρτάκι που ο Τζακ έκανε τους υπολογισμούς για τη θανατηφόρα δόση του φαρμάκου. Ο Τζακ Λόντον δεν άφησε κληρονομιά μόνο το τεράστιο έργο του αλλά κάτι ακόμα πιο σπουδαίο, την ερμηνεία της ζωής ως αιώνια πρόκληση που νοηματοδοτείται μόνο μέσα από την οπτική της διαρκούς περιπέτειας. Ο Τζακ, σε τελική ανάλυση, δεν ηττήθηκε ούτε από την οριστική ματαίωση των εμμονών του, ούτε από καμιά αντιξοότητα, αλλά από το γεγονός ότι δεν βρήκε την καινούρια επιθυμία - εμμονή που θα τον κρατούσε στη ζωή, αφού η εκπλήρωση της βούλησης είναι η μοναδική εφικτή μορφή ύπαρξης.

                                                Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: