20.6.11

η αλληλεπιδραση της εκκρισης των ορμονων με τη συμπεριφορά


Υπάρχουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στη σχέση της συμπεριφοράς με τη δράση διαφόρων νευροδιαβιβαστών και των ορμονών, την υπερέκκριση τους ή την ανεπάρκεια τους καθώς και των υποδοχέων πάνω στις οποίες δρουν. Αν δηλαδή γενετικά προσδιορισμένες καταγραφές όσον αφορά την έκκριση αυτών των παραγόντων και των υποδοχέων που δρουν, είναι αυτές που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά μας η οποία σ’ αυτή την περίπτωση, ελάχιστα ή και καθόλου δεν επηρεάζεται από την δράση των περιβαλλοντικών παραγόντων. Σ’ αυτή την περίπτωση δηλαδή προηγούνται της συμπεριφοράς και την καθορίζουν. Ή, η άλλη προσέγγιση ότι η συμπεριφορά που είναι αποτέλεσμα και περιβαλλοντικών επιδράσεων, μαθημένων συμπεριφορών κτλ είναι αυτή που, σε μεγάλο βαθμό, προκαλεί τις μεταβολές  στην έκκριση των νευροδιαβιβαστών και των διαφόρων ορμονών.
Από όσα έχουν αναφερθεί και σε προηγούμενες σχετικές αναρτήσεις φαίνεται ότι υπάρχει μια αλληλεπίδραση με διαφορετικό βαθμό έκφρασης αυτής της αλληλεπίδρασης, ανάλογα σε ποιαν κατάσταση αναφερόμαστε.
Οπωσδήποτε, σε ένα ποσοστό, μπορεί να υπάρχει εξ αρχής μια ανεπάρκεια στη δράση ενός παράγοντα και αυτό να επιδρά ποικιλότροπα στις αντιδράσεις και στα πρότυπα συμπεριφοράς που διαμορφώνει ο οργανισμός. Στην πλειοψηφία όμως των περιπτώσεων οι διαφορές όσον αφορά τις αρχικές συνθήκες έκκρισης και δράσης των νευροδιαβιβαστών και των διαφόρων ορμονών, δεν είναι πολύ μεγάλες, οπότε οι διαφορές στη συμπεριφορά και τον τρόπο των αντιδράσεων, δεν μπορούν να εξηγηθούν κυρίως από αυτό.
Ένα παράδειγμα εδώ θα μπορούσε να είναι η κατάθλιψη, για τη θεραπεία της οποίας χρησιμοποιούνται σήμερα ευρέως τα φάρμακα τα οποία επιδρούν κυρίως τη δραστηριότητα μιας ορμόνης, της σεροτονίνης και δευτερευόντως σε κάποιες κατεχολαμίνες.
Το ερώτημα είναι αν οι διαταραχές στην έκκριση τους ή η ανεπάρκεια των υποδοχέων στους οποίους δρουν είναι ανεξάρτητο πρωτογενές φαινόμενο που δημιουργεί τις αντίστοιχες ψυχικές διεργασίες ή οι ψυχικές διεργασίες οδηγούν στην ανεπάρκεια της δράσης αυτών των ορμονών; Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι όλα αυτά είναι ένα αξεδιάλυτο σύμπλεγμα. Όμως μπορούμε να πούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις, ίσως τις περισσότερες, βαραίνει ο δεύτερος παράγοντας, δηλαδή οι ψυχικές διεργασίες που με τη σειρά τους βασίζονται στο έδαφος μαθημένων συμπεριφορών αντίδρασης στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος που και αυτά με τη σειρά τους να επηρεάζονται σε ένα βαθμό από γενετικές καταβολές. Σήμερα πολλές έρευνες δείχνουν μεγάλες μεταβολές στην έκκριση των συγκεκριμένων ορμονών ανάλογα με την ψυχική διάθεση.
Ας δούμε όμως και ένα άλλο παράδειγμα
μιας πολύ χαρακτηριστικής ορμόνης, που θεωρείται ότι έχει πολύ πιο ισχυρό γενετικό καθορισμό, της τεστοστερόνης, της βασικής ορμόνης του φύλου, που ο βαθμός παραγωγής της καθορίζει τον σωματότυπο του αρσενικού, τη μυϊκή αλλά και την οστική του μάζα, πολλά από τα χαρακτηριστικά του, έχοντας καθοριστικό ρόλο στη λίμπιντο αλλά και τη συμπεριφορά, την επιθετικότητα, το αγωνιστικό πνεύμα κτλ. Σ’ αυτήν την ορμόνη θα έλεγε κάποιος ότι φαίνεται καθαρά ο πρωτεύων ρόλος των ορμονών, δηλαδή θα λέγαμε των καθαρά βιολογικών παραγόντων και ότι οι συμπεριφορές έπονται. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι.
Ας την δούμε λίγο καλύτερα αυτή την σπουδαία ορμόνη. Η τεστοστερόνη είναι η βασική ορμόνη του φύλου. Καθορίζει στο μεγαλύτερο βαθμό τις διαφορές ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα, δημιουργώντας τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του ανδρικού φύλλου. Αυτό από μόνο του δείχνει το πόσο ισχυρό γενετικό καθορισμό έχει. Η ποσότητα παραγωγής της επιδρά σε μεγάλο βαθμό κατ’ αρχήν στη σωματική κατασκευή του ατόμου αλλά σε σημαντικό βαθμό και τη συμπεριφορά του. Προσδιορίζει και τις διαφορές συμπεριφοράς από πολύ μικρή ηλικία ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια(σε ένα βαθμό οι διαφορές αυτές είναι αποτέλεσμα και της επίδρασης του πολιτισμικού περιβάλλοντος). Απ’ ότι φαίνεται, τα θηλαστικά είναι κατά βάση θηλυκά και είναι η παραγωγή αυτής και μόνο της ορμόνης, της τεστοστερόνης, που κάνει τη διαφοροποίηση διαφόρων ιστών και οργάνων να πάρουν τη μορφή που έχουν στα αρσενικά.(Γι αυτό το λόγο και τα αρσενικά θηλαστικά έχουν για παράδειγμα μαστούς, που δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο σ’ αυτά. Αλλά και τα ανδρικά σεξουαλικά όργανα προέρχονται από μετασχηματισμό των αντίστοιχων θηλυκών με την επίδραση της τεστοστερόνης σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ανάπτυξης του εμβρύου, συγκεκριμένα οι ωοθήκες μετατρέπονται σε όρχεις και η κλειτορίδα σε πέος, καθώς και τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου, τριχοφυΐα, υφή του δέρματος, φωνή κτλ). Η παραγωγή της τεστοστερόνης ανιχνεύεται στα αρσενικά έμβρυα, για πρώτη φορά τον δεύτερο μήνα της κυοφορίας. Από την ενήλικη ζωή, κυρίως μετά τα 40, έχουμε συνεχή μείωση των κυττάρων που παράγουν την ορμόνη. Ένα κύτταρο περίπου ανά 4 δευτερόλεπτα καταστρέφεται. Αυτό όμως αντιπροσωπεύει μία μείωση της παραγωγής της, της τάξης του 1% περίπου ετησίως. Υπάρχει ένας κύκλος στην παραγωγή της, με αρκετά μεγάλες διακυμάνσεις, με αιχμή της έκκρισης τις πρώτες πρωινές ώρες, κάτι που εξηγεί και τις πρωινές νυχτερινές αυτόματες στύσεις που έχουν οι άνδρες, σε συνδυασμό και με την χαλάρωση του ελέγχου πάνω σε πρωτογενείς λειτουργίες που επιτυγχάνεται τη νύχτα ή σαν αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγής της μετά από κάποιες ώρες ύπνου.
Παρ’ όλο τον βασικό βιολογικό της ρόλο και η έκκριση αυτής της ορμόνης βρίσκεται σε μια αλληλεπίδραση με την συναισθηματική κατάσταση του οργανισμού. Πολλά πειράματα δείξανε ότι όταν το άτομο είναι σε θέση νικημένου ή νοιώθει έτσι, τότε τα επίπεδα της τεστοστερόνης πέφτουν και μάλιστα πολύ. Αντίθετα αν είναι σε θέση νικητή ή νοιώθει έτσι, τότε ανεβαίνουν. Εξ άλλου η ίδια η δράση της ορμόνης δρα σε αυτά τα συναισθήματα, αυξάνει το αίσθημα της ανταγωνιστικότητας, τη διάθεση να παλέψεις και να διακριθείς κτλ. Ταυτόχρονα όμως αν από μαθημένες συμπεριφορές ερχόμαστε εύκολα σε θέση χαμένου ή συμβιβαζόμαστε εύκολα με τις δυσκολίες, τότε υπάρχει η αντίστροφη δράση, της μείωσης της παραγωγής της. Και επειδή εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις, η ποσότητα της ορμόνης που παράγεται, είναι υπεραρκετή για τις λειτουργίες του οργανισμού, φαίνεται ο ρόλος των περιβαλλοντικών παραγόντων, σαν μαθημένες συμπεριφορές, κυρίως στην καλλιέργεια του φόβου και της υποταγής και των φοβικού τύπου αντιδράσεων που αναπτύσσονται με αυτό τον τρόπο, που επιδρούν από κει και πέρα στην παραγωγή και τη δράση της. Γι αυτό και η διαπαιδαγώγηση που δεν έχει τα στοιχεία του φόβου σαν ένα από τα χαρακτηριστικά της, βοηθά στο να παράγεται περισσότερη τεστοστερόνη και να έχει ο νέος μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αγωνιστικότητα.
Η σωματική άσκηση, η σωστή διατροφή (κυρίως η αποφυγή του πολύ λίπους στη διατροφή που φαίνεται να καταστέλλει την παραγωγή και τη δράση της) και η διατήρηση γενικά της υγείας του σώματος, αλλά και η ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου χαρακτήρα που έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, εξασφαλίζουν αυτές τις προϋποθέσεις για την ομαλή παραγωγή και δράση της σπουδαίας αυτής ορμόνης.
Αυτή η σχέση ανάμεσα στην παραγωγή της τεστοστερόνης και της συμπεριφοράς, αν και αποτελεί το πιο τραβηγμένο παράδειγμα όπου το βιολογικό στοιχείο φαίνεται να προηγείται των συμπεριφορών, δείχνει αυτή την αλληλεξάρτηση των καθαρά βιολογικών διεργασιών και των συμπεριφορών που καθορίζονται, σε μεγάλο βαθμό, από περισσότερους παράγοντες .
                                                                                                                Δ. ΠΕΤΡΙΔΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: