18.9.11

Ο ΚΕΣΤΝΕΡ - Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΗ




Emil Erich Kastner(1899-1974)
σχολιάζει ο  Θανάσης Μπαντές  
(με τα κείμενα που μου έχει στείλει ο φίλος Θανάσης Μπαντές, εγώ βρήκα την ευκαιρία και ..τεμπελιάζω. Νομίζω όμως ότι είναι πολύ ενδιαφέροντα. Και έχω και άλλα..)

 Βρισκόμαστε στη μεσοπολεμική Γερμανία. Ο Χίτλερ δεν έχει κάνει ακόμα δυναμικά την εμφάνισή του. Βερολίνο. Ο Φάμπιαν βρίσκεται σ’ ένα καφέ και μετεωρίζεται σ’ ένα δίλημμα – γρίφο. Να πάει ή να μην πάει; Είναι αδύνατο να πάρει απόφαση. Είναι αδύνατο να σκεφτεί λογικά. Είναι αδύνατο να καταλάβει τι θέλει και τι δεν θέλει. Είναι αδύνατο να εξουσιάσει τον εαυτό του. Αφήνει την τύχη να αποφασίσει γι’ αυτόν. Φωνάζει το σερβιτόρο να του απαντήσει ένα ξερό ναι ή όχι. Ο σερβιτόρος ξαφνιάζεται. Τελικά μπαίνει στο νόημα και απαντάει όχι. Ο Φάμπιαν αποφασίζει: θα πάει.
Μ’ αυτό τον τρόπο ξεκινά το μυθιστόρημα του Έριχ Κέστνερ «Φάμπιαν, η ιστορία ενός ηθικολόγου» και κάπως έτσι ξεκαθαρίζονται όλα από την αρχή.
Άνθρωποι παραιτημένοι, μισότρελοι, άνθρωποι που αδυνατούν να κουβαλήσουν τη μοίρα τους έστω και στο ελάχιστο. Άνθρωποι που βουλιάζουν στα καφενεία ως μοναδική καταφυγή, εθελοντικά έρμαια μιας αδυσώπητης τύχης. Και το ζήτημα απογειώνεται όταν αμέσως μετά γίνεται γνωστό το περιεχόμενο του διλήμματος. Ο Φάμπιαν καταφτάνει σ’ ένα επονομαζόμενο ίδρυμα πνευματικών προσεγγίσεων. Μια κυρία τον υποδέχεται και του ζητά τα στοιχεία. Η ίδια αποκαλεί το ίδρυμα λέσχη. Ο Φάμπιαν πληρώνει αρκετά λεφτά για εγγραφή και είσοδο. Το ίδρυμα - λέσχη δεν είναι παρά ξεπεσμένο πορνείο που όμως διατηρεί αδιαπραγμάτευτο κοινωνικό κύρος και το επιβάλλει ορθώνοντας την επιτακτική επισημότητα του ψευτοαριστοκρατικού προσωπείου. Όλος ο καλός ο κόσμος είναι εκεί. Εξάλλου η υψηλή τιμή εξασφαλίζει την πελατειακή αφρόκρεμα. Κάποιοι παίζουνε μπρίτζ, κάποιοι χορεύουν. Ο Φάμπιαν είναι αμήχανος. Μια κοπέλα τον προσεγγίζει σχεδόν αμέσως. Ο Φάμπιαν γίνεται ακόμα πιο αμήχανος. Τελικά
την απομακρύνει ευγενικά διατηρώντας, όσο είναι δυνατό, μια τσαλακωμένη αξιοπρέπεια που φαίνεται τόσο παράταιρη στο χώρο, τόσο εξωφρενική και φευγαλέα, σαν προσπάθεια αποφυγής του αδύνατου, σαν τεχνητή αναπνοή σε κάποιον από ώρα πεθαμένο. Το Φάμπιαν προσεγγίζει μια άλλη γυναίκα που του αρέσει περισσότερο. Πηγαίνει στο σπίτι της. Γίνεται μάρτυρας μιας πρωτοφανούς σεξουαλικότητας που εκδηλώνεται τόσο ψυχρά, τόσο κυνικά, τόσο μηχανιστικά κι απροσχημάτιστα που είναι αδύνατο να ανταποκριθεί. Η γυναίκα ξαφνιάζεται. Θεωρεί ότι δεν είναι ποθητή. Ο Φάμπιαν είναι αδύνατο να εξηγήσει. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά κάνει την εμφάνισή του ο σύζυγος της γυναίκας που όχι μόνο δεν ενοχλείται αλλά κάνει ολοκληρωμένη πρόταση στον Φάμπιαν καθορίζοντας χρηματικές απολαβές για τη σεξουαλική ικανοποίηση της γυναίκας του. Κι όλα αυτά μέσα σε κλίμα απόλυτης ευγένειας κι αδιαφιλονίκητου σεβασμού. Ο Φάμπιαν σπρώχνει το σύζυγο κι αποχωρεί αηδιασμένος.
Τον παρακολουθούμε να περιπλανιέται στους δρόμους σε έσχατη απελπισία. Δεν έχει επίγνωση ούτε που πάει, ούτε που βρίσκεται. Δεν ξέρει καν ποιους δρόμους έχει διασχίσει. Σχεδόν σε παραληρηματική κατάσταση συνεχίζει να περπατά σε μια φυγή που δεν αφορά τον εαυτό του αλλά το σύνολο μιας αδηφάγας πραγματικότητας. Ο Κέστνερ, με ασφυκτική δεξιοτεχνία και σε ελάχιστες σελίδες, οριοθετεί τα πλαίσια ενός τραγικού κι απροσάρμοστου χαρακτήρα. Του ανθρώπου που είναι αδύνατο να συμφιλιωθεί με το περιβάλλον, που αναζητά αυτό που δεν μπορεί να βρεθεί, που εκβιάζει τη δράση γνωρίζοντας εκ των προτέρων τη ματαιότητά της. Γιατί πήγε στο πορνείο; Γιατί κατέληξε στο σπίτι αυτής της γυναίκας; Γιατί κατευθύνεται και πάλι στο κοντινότερο καφενείο;
Παρακολουθούμε το Φάμπιαν να συνομιλεί με μεγαλοπαράγοντα δημοφιλούς εφημερίδας. Τον παρακολουθούμε στην αφόρητη και βλακώδη εργασία του που αφορά το διαφημιστικό τμήμα μεγαλοεπιχείρησης. Τον παρακολουθούμε στο άθλιο δωμάτιο που νοικιάζει. Βλέπουμε τη σπιτονοικοκυρά που τον κατασκοπεύει, τις συζητήσεις του κόσμου, τον ξοφλημένο επιστήμονα – ζητιάνο που του εκμυστηρεύεται όλη του τη ζωή, τον έρωτά του, την απόλυσή του από το γραφείο, την ανεργία, την κοροϊδία της κρατικής μέριμνας για τους ανέργους, το τραγικό φινάλε του ρομαντικού ιδεολόγου φίλου του κι όλα αυτά με ρυθμούς γρήγορους, σχεδόν ακαριαίους. Ο Κέστνερ ξεπερνώντας την ιδιορρυθμία του κεντρικού του χαρακτήρα διεισδύει σε μια κοινωνία - κρεατομηχανή που η φτώχεια και η εκπόρνευση καθορίζουν τα πάντα. Οι εφημερίδες αποπροσανατολίζουν τον κόσμο συνειδητά για να μπορέσουν να επιβιώσουν κατασκευάζοντας ειδήσεις κι αναπαράγοντας ψέματα, παίζοντας δηλαδή ρόλο περισσότερο καταπραϋντικό παρά ενημερωτικό. Οι δουλειές κινούνται από το πρόσκαιρο στο μηδαμινό. Οι περισσότερες γυναίκες συντηρούν την οικογένεια από την πορνεία. Η ακρίβεια χωρίς προηγούμενο. Όλα τελούν υπό διαρκή έκπτωση κι όλοι πρέπει να προσαρμοστούν σ’ αυτή τη νέα τάξη.
Ο Κέστνερ σμιλεύει το αδιέξοδο με μεθοδικότητα χειρουργική. Προσωποποιεί την ασφυξία τονίζοντας το ανέλπιδο. Η συντριβή είναι προδιαγεγραμμένη κι αμετάκλητη. Οι άνθρωποι επιδιώκοντας με κάθε τρόπο την προσωπική επιβίωση οδηγούνται στην απόλυτη απάθεια. Εξαθλιώνονται. Ανέχονται τα πάντα με κυνισμό, προσαρμόζονται σε οτιδήποτε. Ο συνάδελφος του Φάμπιαν φαίνεται απαθής μπροστά στην απόλυση του συνεργάτη του. Η σπιτονοικοκυρά παρακολουθεί με απάθεια τις άθλιες ζωές των νοικάρηδων. Ο αρχισυντάκτης κατασκευάζει ειδήσεις με απάθεια. Οι άντρες βλέπουν με απάθεια την εκπόρνευση των συζύγων. Η μεγαλοαστική τάξη βλέπει με απάθεια όλες αυτές τις εξελίξεις κι επιδίδεται σε προσωπικές απολαύσεις. Καθημερινά βομβαρδίζονται με διαφημιστικά πορνείων, ίσως η μοναδική απασχόληση που αποδίδει, εξίσου απαθώς. Το σεξ κυριαρχεί σε μια άγρια, νοσηρή εκδοχή. Οι οικογένειες διαλύονται. Δεν είναι μόνο η φτώχεια που κουρελιάζει τα πάντα, είναι και η απρόσωπη αλλοτρίωση της μεγαλούπολης που κάνει το απάνθρωπο συνήθεια. Οι πόρνες, οι ζητιάνοι, οι ανάπηροι, οι τρελοί, οι απόκληροι που ουρλιάζουν, οι άνεργοι που συνωστίζονται στα γραφεία κοινωνικής αλληλεγγύης και οι γριές που ξεπουλάν στους δρόμους κάθε οικογενειακό κειμήλιο για ένα κομμάτι ψωμί είναι εικόνες καθημερινές κι ως εκ τούτου ανεπαίσθητες. Η συνήθεια μετουσιώνεται σε αποκτήνωση. Μοιραία κάθε ιδεολόγος είναι καταδικασμένος στη συντριβή. Ο ιδεολόγος επιστήμονας παρακολουθεί τις μηχανές που κατασκεύασε να εξυπηρετούν μόνο τις επιχειρήσεις και να εξαθλιώνουν τους εργαζόμενους οδηγώντας τους στην ανεργία. Ο ιδεολόγος διανοούμενος συντρίβεται από την πολιτική απάθεια των πανεπιστημιακών χώρων και μια μακροχρόνια ερωτική σχέση που διαλύεται. Όλα βυθίζονται υπό το βάρος μιας ολοκάθαρης βίας που διαμορφώνει κάθε συνδιαλλαγή και τελικά γίνεται δεδομένο. Είναι η βία που αχρηστεύει κάθε ηθική και διαμορφώνει μια συλλογική έκπτωση στο όνομα της επιβίωσης. Είναι η βία που τελικά περνά απαρατήρητη, αφού πνίγεται κάτω από τόνους προσαρμογής. Είναι η βία της παρακμής.
Ο Φάμπιαν δεν είναι ο χαρακτήρας όχημα που ανοίγει την αυλαία του παραλόγου. Ούτε λειτουργεί ως αφορμή για την εξιστόρηση της γερμανικής μεσοπολεμικής τραγωδίας. Είναι ο μετέωρος άνθρωπος που στροβιλίζεται σε μια ανεξέλεγκτη δίνη και προσπαθεί να περισώσει την προσωπική του αξιοπρέπεια. Είναι εκείνος που βιώνει τη συλλογική νεύρωση και παρασύρεται από αυτή χωρίς όμως να γίνεται απαθής. Είναι ο καταδικασμένος σε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, αφού βλέπει το αδιέξοδο αλλά δεν ξέρει τι να κάνει. Χωρίς να τρέφει ψευδαισθήσεις βαδίζει στην τύχη με μοναδική πυξίδα μια κουτσουρεμένη ηθική και μια αγάπη για το συνάνθρωπο που είναι αδύνατο να εκδηλωθεί. Έχοντας απόλυτη επίγνωση της ολοκληρωτικής ήττας συνεχίζει να ζει γεμάτος αντιφάσεις κι αυτό είναι η οδύνη που γίνεται απόγνωση. Αν αναλογιστούμε τις ομοιότητες που μπορεί να έχει το κέντρο της σύγχρονης Αθήνας με το Βερολίνο του Κέστνερ κι αν λάβουμε υπόψη την εξαθλίωση που πλανάται πάνω από όλη την Ευρώπη της κρίσης, της ανεργίας, της φτώχειας, της ανασφάλειας και του αδιεξόδου, τότε ο Φάμπιαν γίνεται πανευρωπαϊκό σύμβολο του καθημερινού ανθρώπου που βιώνει την αισθητή – ανεπαίσθητη βία της αβεβαιότητας και που μένει μετέωρος μπροστά σε πολιτικά συνθήματα και οικονομικούς όρους που δεν καταλαβαίνει. Είναι ο άνθρωπος που απορεί και προσπαθεί να ηθικολογήσει μέσα στο γενικό σάρωμα των καιρών. Ο Φάμπιαν δεν είναι απλώς επίκαιρος, είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας.


                                                                           Θανάσης Μπαντές.  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: