12.11.11

Ο ΕΡΙΚ ΜΠΑΡΤΟΝ - ΤΟ ΡΟΚ ΚΑΙ ΟΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ


                                                                                     σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

ο Eric Burdon και οι Animals το 1967

Γεννημένος τον Μάιο του 41 ο Έρικ Μπάρτον ή Μπέρντον - όπως αυτοσυστήνεται – συνεχίζει ακόμα τις εμφανίσεις (πριν 5 χρόνια – αν δεν κάνω λάθος - ξανάρθε στην Ελλάδα για πολλοστή φορά) και ηλεκτρίζει το κοινό θυμίζοντας κάτι από ένα παράξενο παρελθόν, που παρότι αντενδείκνυται δεν πεθαίνει, σαν παιδικό πείσμα ή σαν τραύμα που δεν επουλώνεται. Εβδομηντάρης πια σαγηνεύει χωρίς εξαλλοσύνες, χωρίς φανφάρες κι επιτηδευμένη φρενίτιδα παρά μόνο με το αυτοκρατορικό ύφος του μύθου μιας άλλης εποχής. Γιατί ο Μπάρτον δεν χρειάζεται φιοριτούρες, ούτε ποζαρίσματα, αφού η αυθεντικότητα λειτουργεί απολύτως φυσικά απελευθερώνοντας μια δύναμη αυθόρμητη κι αντανακλαστική που ξεπερνά το χρόνο και διαχέεται στο άπειρο. Κι αυτό δεν μπορεί να το πετύχει κανένας μάνατζερ, γιατί έτσι ακριβώς ορίζεται το πηγαίο επικοινωνιακό ταλέντο που δεν έχει κανόνες. Ή το έχεις ή δεν το έχεις, κι Μπάρτον το έχει. Οι εμφανίσεις του Μπάρτον κρύβουν κάτι μυστηριακό, γιατί βγάζουν στον αέρα κάτι απροσδιόριστο.
Από τη μια έχουμε την απευθείας σύνδεση μ’ ένα παρελθόν που σε κάθε περίπτωση ξεπερνά τα μουσικά όρια, κι από την άλλη δεν χάνεται ποτέ το παρόν, αφού ο ίδιος ο Μπάρτον δεν κρύβει στο ελάχιστο ούτε τα χρόνια που έχουν περάσει, ούτε το προχωρημένο της ηλικίας του, ούτε την εμμονή του στον παλιό ήχο. Παράλληλα, δεν πρόκειται για μνημόσυνο μιας χαμένης εποχής,
αφού ο Μπάρτον είναι τόσο ζωντανός και τόσο ορμητικός που όχι απλώς παρασύρει αλλά κόβει την ανάσα. Η όποια συγκίνηση θα ακολουθήσει πολύ αργότερα, αφού πια ο ηλεκτρισμός της συναυλίας ξεθυμάνει. Είναι ένα πάρτι ο Μπάρτον, μια γιορτή που δε λέει να τελειώσει. Και ο παλιός ήχος δένει τόσο πολύ, γίνεται τόσο απογειωτικός και φρενήρης κι όσο περνά η ώρα τόσο επιβλητικός που τείνει στο αθάνατο, δηλαδή στην αιώνια επικαιρότητα. Γιατί η τέχνη ξεπερνά το χρόνο κι αυτό ο Μπάρτον το ξέρει καλά. Και κάπως έτσι γίνεται πατριάρχης μιας μυσταγωγίας φαινομενικά παράλογης, στην ουσία όμως νομοτελειακής κι ερμηνεύσιμης απολύτως.
Ο Μπάρτον έχει κυκλοφορήσει και την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Dont let me be misunderstood» - από το θρυλικό κομμάτι – η οποία είναι ίσως πιο ροκ κι από τη μουσική του. Κι αυτό γιατί παρουσιάζεται απλά, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς κατασκευασμένες εμπορικές εντάσεις, χωρίς σκανδαλοθηρικές φούσκες, χωρίς παρεξήγηση. Ο Μπάρτον δεν ενδιαφέρεται για μύθους, ενδιαφέρεται για αλήθειες. Τα πρόσωπα που παρουσιάζονται – Χέντριξ, Τζιμ Μόρισον, Λένον, Στιβ Μακουίν κτλ – δίνονται ως χαρακτήρες μέσα από την απλότητα της καθημερινής επαφής κι όχι ως θρύλοι που αναγκαστικά σέρνουν εκατοντάδες σκάνδαλα γύρω από το πολύκροτο όνομά τους. Οι αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές των πρωταγωνιστών της ροκ δεν παρουσιάζονται ως διαστρεβλωτικός αυτοσκοπός κατασκευής του επιτηδευμένου στα πλαίσια της εμπορικής αλλοφροσύνης, αλλά ως κάτι απολύτως ανθρώπινο κι αναπόφευκτο μέσα στα πλαίσια μιας ασφυξίας που δεν εκδηλώνεται ποτέ κι ωστόσο λειτουργεί σκεπάζοντας τα πάντα και μετουσιώνεται άλλοτε σε δημιουργία κι άλλοτε σε οδυνηρή αυτοκαταστροφή. Κι αυτό ακριβώς είναι το ροκ, η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο που συμπιέζεται και εκρήγνυται ως καλλιτεχνικό πάθος που αναδεικνύει την αιώνια έλλειψη προσαρμογής. Οι γίγαντες της ροκ ξέρανε καλά ότι η μουσική βιομηχανία ρυθμίζει τα πάντα. Ότι οτιδήποτε κι αν κάνουν είναι απολύτως μάταιο αν δεν έχει τις πλάτες της βιομηχανίας. Ότι η πεποίθηση για έναν καλύτερο κόσμο κατάντησε διαφημιστικό σλογκανάκι για την προώθηση του προϊόντος. Ότι όλα διαστρεβλώνονται στην αδηφάγα χοάνη. Όσο επαναστατική κι αν ήταν η μουσική τους, όσο κι αν ξεπερνούσαν τα εσκαμμένα, η βιομηχανία τους προωθούσε σαν απορρυπαντικά εκμεταλλευόμενη το γενικότερο πλαίσιο της αμφισβήτησης που λειτουργούσε ως περιτύλιγμα του εμπορεύματος. Από ένα σημείο και μετά η αποκλίνουσα συμπεριφορά έγινε διαφημιστική καμπάνια. Πολλοί προέβαιναν σε επιτηδευμένες – καθαρά πατροναρισμένες – δημόσιες εμφανίσεις αντικοινωνικής ή και παραβατικής συμπεριφοράς στα πλαίσια της κατασκευής ενός ροκ μύθου που οφείλει να είναι άγριος ή βίαιος ή αυτοκαταστροφικός ή οτιδήποτε άλλο. Η επαναστατικότητα έγινε μόδα κι αυτό ήταν η ιδεολογική ταφόπλακα των μεγάλων, των αυθεντικών δημιουργών, που τελικά βρέθηκαν φιμωμένοι, αφού το λόγο είχε η εμπορική φλυαρία του δήθεν. Μοιραία ήρθαν αντιμέτωποι με τους εαυτούς τους, που όσο περισσότερο μυθοποιούνταν τόσο περισσότερο εγκλωβίζονταν σε μια κενότητα που αδυνατούσαν να διαχειριστούν. Στο βάθος δεν ήταν τίποτε άλλο από παλιάτσοι που γεννούσαν χρήμα κι αυτό το ξέρανε καλά. Αυτή η απογοήτευση έφτασε στα όρια της μηδενιστικής απαξίωσης, της αυτοκαταστροφής, και της τρέλας. Απάθεια και κυνισμός. Κάπως έτσι βλέπουμε το Χέντριξ να πετάει την κιθάρα στο τέλος της συναυλίας και να λέει: «Ειρήνη, αγάπη και άλλες τέτοιες μαλακίες». Κάπως έτσι βλέπουμε τον Μόρισον να λέει σε θαυμάστρια που ούρλιαζε βλέποντάς τον: «Θα έτρωγες και τα σκατά μου, έτσι;» Κάπως έτσι βλέπουμε και τον Μπάρτον να ξεκινά την αυτοβιογραφία του με τη φράση: «Μας γάμησαν από την πρώτη στιγμή».
Ο Μπάρτον περιγράφει με τιμιότητα την ανθρώπινη πλευρά αυτής της παραφροσύνης. Βλέπει δηλαδή τη θλίψη όταν πέφτουν οι προβολείς. Ο Χέντριξ παραφέρεται σε κοσμικά πάρτι θέλοντας να φιλήσει τον ουρανό. Καταστρέφεται από μια γυναίκα που είναι αδύνατο να ελέγξει, (ο Μπάρτον ισχυρίζεται ανοιχτά ότι τον δολοφόνησε). Βυθίζεται στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά παρασυρμένος από μια δύναμη που δεν μπορεί να καθορίσει. Μοιραίος κι αστείος και παιδικά αθώος. Ένα φρικιό με οπαδούς φρικιά, που έπαιξε στο Γούντστοκ ξημερώματα μπροστά σε βουνά από σκουπίδια κι ελάχιστα φρικιά που ούρλιαζαν κι ας έμειναν στο περιβόητο βίντεο οι κατασκευασμένες σκηνές που τον θέλουν να αποθεώνεται από τα πλήθη. Από την άλλη ο Μόρισον με την αφόρητη προσβλητικότητά του. Είρωνας και προκλητικός – ο Μπάρτον δεν κρύβει ότι πολλές φορές θα ήθελε να τον δείρει – κι εκπρόσωπος ενός πείσματος απέναντι σε κάθε λογής εξουσία, στα όρια της παθολογίας. Με μοναδικό στόχο το σπάσιμο κάθε ορίου προχωρούσε από σκάνδαλο σε σκάνδαλο, και κάθε σκάνδαλο δεν ήταν παρά ένας νέος φραγμός που έπρεπε να ξεπεράσει. Ο Μόρισον ήξερε καλά ότι καμιά ενέργεια δεν ήταν δυνατό να φέρει αυτό που επιζητούσε. Κι όμως συνέχιζε να χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο μ’ ένα πείσμα ανυπόφορο, τερατώδες. Τελικά μόνο ο θάνατος μπορούσε να περάσει τα όρια, κάτι που σχεδόν επιδίωξε και πέτυχε στο Παρίσι. Κι ο Λένον με την παντοτινή του ανασφάλεια. Ο Μπάρτον αφιερώνει αρκετές σελίδες σ’ αυτόν. Παράξενος, κυκλοθυμικός, κάποιες στιγμές αφόρητος. Ενθουσιώδης, παράφορος, πλακατζής και ιδιαιτέρως φιλικός προς τον Μπάρτον. Βαθειά οραματιστής και γεμάτος συναισθήματα. Ένα τσούρμο παράταιρων ανθρώπων. Μια σειρά καρικατούρες που γράψαν τη δική τους ιστορία. Κι όλα αυτά χωρίς σταριλίκια, χωρίς παρεξήγηση.
Η μουσική βιομηχανία παρουσιάζεται τόσο εκκωφαντικά που σκεπάζει τα πάντα. Οι παραγωγοί ανεβάζουν και κατεβάζουν καλλιτέχνες σε μια νύχτα. Το επιθετικό μάρκετινγκ τα σαρώνει όλα σαν οδοστρωτήρας. Τα ραδιόφωνα προωθούν υλικό κατά παραγγελία χωρίς προσχήματα. Η τηλεόραση, τα περιοδικά, οι ντι - τζέις των φημισμένων κλαμπ, όλα στη διαπασών. Ένα αμείλικτο κύκλωμα εκατομμυρίων δολαρίων. Η μουσική, μοιραία, γίνεται θέμα δευτερεύον, αφού σε πρώτο πλάνο έχουμε τη μυθοποίηση και την κατασκευή των αστέρων. Οι εταιρείες παράγουν δίσκους και σε μια βδομάδα τους ξαναγοράζουν δημιουργώντας την κατασκευασμένη εντύπωση του εμπορικά ανάρπαστου. Μετά το σάλο που δημιουργούν ξαναπουλάν το προϊόν με ανυπολόγιστα κέρδη. Αυτό ακριβώς έπαθε κι ο Μπάρτον όταν οι Animals γίνανε νούμερο ένα με το «House of the Rising Sun». Μετά την εμφάνισή τους σε σόου του CBS μπήκανε στη λιμουζίνα όπου τους περίμενε ο υπεύθυνος προώθησης του δίσκου στην ανατολική ακτή κι ενώ πανηγύριζαν για το θρίαμβο τους είπε: «Μάγκες, έχετε την αίσθηση ότι οι αηδίες σας είναι χρυσός….ότι βρίσκεστε στην κορυφή του κόσμου, ε; Να θυμάστε, λοιπόν, ότι εμείς σας ανεβάζουμε εκεί ψηλά». Οι καλλιτέχνες θυμίζουν μετοχές χρηματιστηρίου που ανεβοκατεβαίνουν και η επιτυχία καθορίζεται πέρα απ’ αυτούς. Σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, αφού οι εταιρείες όχι μόνο εξασφαλίζουν την εμπορικότητα, αλλά παρεμβαίνουν εκ των προτέρων στη συνολική εικόνα των καλλιτεχνών καθορίζοντας εξ’ ολοκλήρου την εμφάνισή τους, από το ντύσιμο, το χτένισμα κτλ, μέχρι την γενική εικόνα που θα λανσάρουν πάνω στη σκηνή, δημιουργώντας μια ροκ σκηνή που στηρίζεται στο απολύτως επιτηδευμένο. Έτσι παρακολουθούμε καλλιτέχνες, να σπάνε, να ρημάζουν, να ξεβρακώνονται, να δέρνονται, να φτύνουν, να τρώνε νυχτερίδες, να φοράν συγκεκριμένες στολές, να κάνουν οτιδήποτε, ξέροντας καλά ότι τίποτε δεν είναι αληθινό. Αλλά ροκ χωρίς αυθεντικότητα δεν υπάρχει. Όταν ανέβηκε ο Μπάρτον σε συναυλία σε κλαμπ πάνω στο πιάνο και το έσπασε χοροπηδώντας, δεν του το υπέδειξε κανένας μάνατζερ. Εξέφραζε απλά το ξέφρενο της στιγμής διεισδύοντας στην πεμπτουσία του ροκ που είναι ακριβώς αυτό. Η φρενίτιδα της στιγμιαίας παρόρμησης που πρέπει να εκφραστεί. Η δίχως λογική συναισθηματική ορμή της εξαλλοσύνης που παίρνει διαστάσεις μυθικές μόνο μέσα από την αυθεντικότητα. Το ροκ δεν κρύβει τη δύναμή του στη μουσική δεξιοτεχνία αλλά στην ένταση της στιγμής και στον ηλεκτρισμό που παράγει. Στην πεποίθηση της επικοινωνίας που σηματοδοτεί τη μυσταγωγία. Σήμερα, αν και υπάρχουν καταπληκτικοί δεξιοτέχνες, δεν μπορούν φτάσουν τα μυσταγωγικά ύψη της παλιάς εποχής. Γι’ αυτό ο Μπάρτον είναι πατριάρχης και κάπως έτσι ξεπερνά τις εποχές. Γιατί ξέρει να μας πλησιάζει με απλότητα χωρίς να φοβάται ότι θα τον παρεξηγήσουμε.

                                              Θανάσης Μπαντές abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: