13.9.11

Ο ΚΕΡΟΥΑΚ – ΤΟ ΜΠΙΓΚ ΣΕΡ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΜΗ


Τζακ Κέρουακ(1922-1969)
 σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Κέρουακ έγραψε το Μπιγκ Σερ τον Οκτώβριο του 1961. Το έγραψε μέσα σε 10 μόλις μέρες, σαν ανέλπιστη δημιουργική έκλαμψη σε μια περίοδο απόλυτης απελπισίας. Το καλοκαίρι που προηγήθηκε όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί τον θυμούνται αποκλεισμένο μέσα στο σπίτι, να κάθεται σε μια κόκκινη πολυθρόνα και να πίνει από το πρωί μέχρι το βράδυ, σε μια κατάσταση σχεδόν ύπνωσης που εκδηλωνόταν είτε με απόλυτη σιωπή, είτε με παραληρηματική περιαυτολογία. Ο μόνος τρόπος για να σηκωθεί για φαγητό ήταν να έχει ήδη σερβιριστεί το κρασί του. Περιγράφεται ως «ευτραφής μεσήλικας, ανίκανος να πλυθεί ή να ξυριστεί μόνος του». Κάπως έτσι σηκώνεται ένα πρωί και ξεκινάει το Μπιγκ Σερ. Γράφει δαιμονισμένα σε κατάσταση οριακής νηφαλιότητας. Υπό αυτές τις συνθήκες τι άλλο θα μπορούσε να είναι το Μπιγκ Σερ πέρα από αγωνιώδες ουρλιαχτό; Το Μπιγκ Σερ είναι τοποθεσία, μια μικρή χερσόνησος, μακριά από τον πολιτισμό κι από το πολύβουο πλήθος. Είναι το ησυχαστήριο, το σανατόριο των ψυχικά καταρρακωμένων. Μια μικρή καλύβα, ιδιοκτησία ενός καλού φίλου πάντα πρόθυμου να την παραχωρήσει σε όποιον το επιθυμεί, είναι η μοναδική ανθρώπινη παρέμβαση σ’ ένα άγριο – ακατέργαστο τοπίο. Εκεί καταφεύγει ο Κέρουακ με εφόδια που χωράν σ’ ένα σακίδιο και μερικά βιβλία. Ψάχνει στη φύση να βρει το χαμένο του εαυτό, να ηρεμήσει, τα τακτοποιήσει τις σκέψεις του.
Κι είναι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Απολαμβάνει απόλυτα τις πρώτες μέρες. Εκθειάζει το τοπίο, εκθειάζει τη θάλασσα. Περπατά, κυνηγάει, ασχολείται με χειρονακτικές εργασίες που απαιτεί η υπαίθρια επιβίωση. Θυμάται τον πολιτισμό. Θυμάται τα πανάκριβα αντικείμενα που είχε αγοράσει στο παρελθόν. Υμνεί την απλότητα και τα ελάχιστα αντικείμενα και ρούχα που έχει μαζί του και συνειδητοποιεί πλήρως την καταναλωτική ματαιότητα. Οι σελίδες που περιγράφει το πάμφθηνο σέικερ που τον εξυπηρετούσε ακόμα και στο μαγείρεμα ή το πράσινο μακό μπλουζάκι που είχε βρει κάποτε στα σκουπίδια και ήταν ίσως το πιο πολυφορεμένο του ρούχο και τα συγκρίνει με πανάκριβα πουκάμισα ή παλτό που δεν τα φόρεσε ποτέ, είναι εξαιρετικές. Θυμίζοντας Τζακ Λόντον αφοπλίζει.
Μας φέρνει μπροστά στο πολιτισμικό παράλογο της κατανάλωσης τόσο απροκάλυπτα, τόσο αιφνίδια φυσικά, χρησιμοποιώντας ανεπιτήδευτα ποιητικό λόγο που μας εκπλήσσει, όχι για την πρωτοτυπία των ιδεών, αλλά για την πηγαία συνείδηση ή μάλλον για την πορεία της συνειδητοποίησης που πρωτίστως ισχύει για τον ίδιο τον Κέρουακ και στη συνέχεια μεταδίδεται σε μας. Το πιο απλό πράγμα του κόσμου δεν είναι αυτονόητο και πρέπει να περάσει μέσα από το δικό του οδοιπορικό για να γίνει συνείδηση. Αυτό το προσωπικό οδοιπορικό του Κέρουακ παρακολουθούμε που μας συμπαρασύρει και τελικά μας ανοίγει νέους ορίζοντες δύναμης κι αυτοπεποίθησης – άσχετο με το πόσο τετριμμένη μπορεί να είναι η ιδέα του καταναλωτισμού – αφού, έστω προσωρινά, νιώθουμε ότι δε φοβόμαστε τίποτα, γιατί τελικά δεν υπάρχει τίποτα που να αξίζει να διατηρήσουμε την κατοχή του. Μ’ αυτό τον τρόπο γινόμαστε ανίκητοι μπροστά σ’ ένα πολιτισμό που μας συνθλίβει στα πλαίσια αγαθών που πρέπει οπωσδήποτε να αποκτήσουμε και που ουσιαστικά δεν προσφέρουν τίποτα. Γι’ αυτό είναι μεγάλος ο Κέρουακ. Γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να δημιουργήσει μέσα από τις στάχτες του. Γιατί μπορεί να ορθώσει ανάστημα και να μετουσιώσει την κενότητα σε ποίηση. Γιατί προτάσσοντας το συναίσθημα κι όχι τη λογική δημιουργεί εντάσεις ανεξέλεγκτες, άλλοτε λυτρωτικές κι άλλοτε καταστροφικές, προβάλλοντας την προσωπική του αλήθεια που συγκρούεται και πολλές φορές αυτοαναιρείται όπως όλες οι αλήθειες. Γιατί δεν έχει την ανάγκη να περάσει το ύφος του νικητή, του παντογνώστη – κατόχου όλων των απαντήσεων, αλλά παρουσιάζεται γυμνός και πολλές φορές ταπεινωμένος χωρίς ποτέ να κρύβει το παραμικρό από την προσωπική του οδύνη. Γιατί είναι συντετριμμένος και το φωνάζει, είναι αντιήρωας και το φωνάζει επίσης, χωρίς όμως να παίρνει το ρόλο του θύματος που κλαψουρίζει για τις πληγές του. Είναι ο ποιητής που βιώνει το τυφλό αδιέξοδο εκφράζοντας μια πικρή συναισθηματική οργή που τελικά στρέφεται εναντίον του. Από τις πιο αυθεντικές περιπτώσεις καταραμένων ποιητών. Ο Μίλλερ προλογίζοντας το βιβλίο του Κέρουακ «Οι υποχθόνιοι» έγραψε ότι «ο Κέρουακ κατάφερε ένα τέτοιο πλήγμα στο σώμα της λογοτεχνίας, από το οποίο πιθανώς δεν θα συνέλθει ποτέ». Φυσικά υπερβάλλει, αλλά μέσα από αυτή την υπερβολή ξεπηδά μια αλήθεια. Η αλήθεια του προσωπικού αδιεξόδου που κρύβει κάθε μεγάλος δημιουργός. Από τον Ντοστογιέφσκι, ως τους Γάλλους καταραμένους (Ρεμπώ, Βερλαίν, Μπωντλαίρ), από το Γκυ Ντε Μωπασάν ως τον Τένεση Ουίλιαμς κι ως τον Κέρουακ και τους μπίτνικς. Γιατί ο Κέρουακ καθιστά απολύτως σαφές το προσωπικό του αδιέξοδο μέσα στο ίδιο του το έργο. Δεν υπονοείται, ούτε δραματοποιείται αλλά αποκρυσταλλώνεται αυτούσιο, σε όλο του το μεγαλείο, χωρίς ωραιοποιήσεις και φτιασιδώματα. Χωρίς ιδεολογικές προεκτάσεις που λειτουργούν εκ του πονηρού. Χωρίς υπεκφυγές ή ψευτολύσεις. Στα έργα του Κέρουακ δεν συντρίβονται οι ήρωές του, συντρίβεται ο ίδιος.
Μετά από λίγες βδομάδες στη φύση ο Κέρουακ νιώθει πλήξη. Πλήξη θανατερή, πλήξη που τον οδηγεί σε νέα επίπεδα οδύνης. Νιώθει και πάλι πανικόβλητος κι απελπισμένος. Αυτομάτως όλα λειτουργούν εχθρικά, γιατί όλα γίνονται μάταια. Παρηγοριά πουθενά. Φεύγει σαν κυνηγημένος για το Σαν Φρανσίσκο. Κλείνεται στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου και βυθίζεται σε οδύνη χωρίς προηγούμενο. Παράλυση. Παραμένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι, άρρωστος με συντροφιά το αλκοόλ. Αφού το ξεπερνά αυτό βρίσκει παλιούς φίλους. Και πάλι προσωρινός ενθουσιασμός. Βόλτες σε μπαρ και ξέφρενα beat γλέντια. Συνδέεται ερωτικά με μια χωρισμένη που έχει ένα μικρό παιδί. Όλοι μαζί αποφασίζουν να περάσουν λίγες μέρες στο Μπιγκ Σερ.
Βλέπουμε τον Κέρουακ να επιστρέφει στο Μπιγκ Σερ αλλά με τελείως διαφορετικές συνθήκες αυτή τη φορά. Περιτριγυρισμένος από εγγυημένους φίλους του παρελθόντος κι από μια ερωτική σχέση και έχοντας την παλιά beat διάθεση του γλεντιού και της αλητείας. Περισσότερο ορεξάτος και περισσότερο ασφαλής. Και πάλι όμως τα πράγματα δεν πάνε καλά. Είναι αδύνατο να βρει ευχαρίστηση. Είναι αδύνατο να βρει νόημα σε οτιδήποτε. Δεν μπορεί να πιαστεί από πουθενά. Νιώθει ενοχικά απέναντι στο παιδί που κουβαλά μαζί της η ερωμένη του. Νιώθει ενοχικά στον ίδιο του τον εαυτό. Ενώ όλα τα στοιχεία της περιπέτειας και της εφηβικής αλητείας είναι δίπλα του είναι αδύνατο να τα εκτιμήσει, είναι αδύνατο να νιώσει άνετα μέσα σ’ αυτά. Το ποτό από πηγή ενθουσιασμού και συναισθηματικής έξαρσης γίνεται καταφυγή και αποκούμπι. Όλα έχουν αλλάξει και το χειρότερο είναι η αμετάκλητη beat ταυτότητα που του έχει αποδοθεί μετά το «Δρόμο» την οποία δεν μπορεί ούτε να κουβαλήσει, ούτε να αποτινάξει. Φεύγει και πάλι σαν κυνηγημένος και κλείνεται στο σπίτι του σε άθλια κατάσταση.
Το Μπιγκ Σερ είναι ο ύμνος της beat παρακμής. Είναι η απάντηση του «Δρόμου» όπου πια ο ενθουσιασμός γίνεται πλήξη και το γλέντι αιματηρή διαδικασία. Ο Κέρουακ φαίνεται ότι δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ζωής των μπίτνικς αλλά ούτε και να απαλλαχθεί απ’ αυτή. Μοιραία μένει μετέωρος. Συγκρούεται και συντρίβεται. Ο πρόωρος θάνατός του το αποδεικνύει, σε αντίθεση με άλλους beat λογοτέχνες – Μπόουλς, Μπάροουζ κτλ – που γνώρισαν βαθειά γεράματα. Ο άνθρωπος που τον ενέπνευσε με τη δίνη που εξέπεμπε, ο Νηλ Κάσαντι – είναι ο Ντην Μόριαρτι του «Δρόμου» - πέθανε επίσης νέος, 42 χρονών, στο Μεξικό. Ο Κέρουακ γνώρισε το Ζορμπά του και ταυτίστηκε. Ακολούθησε μονοπάτια που ίσως δεν προορίζονταν γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και παλινδρομεί στο έργο του. Γι’ αυτό βλέπουμε στα μεταγενέστερα έργα του (Η ματαιοδοξία του Ντουλουόζ) να υμνεί τους σχολικούς αγώνες μπέιζμπολ και να νιώθει εθνική υπερηφάνεια (Σατόρι στο Παρίσι) βλέποντας τους Αμερικάνους στρατιώτες να περνούν με καμιόνια, ιδέες που όχι απλώς δεν ταιριάζουν με τους μπίτνικς αλλά είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Με δυο λόγια δεν πατούσε καλά στα πόδια του κι ούτε είχε κατασταλάξει. Και το πλήρωσε.
Γιατί όμως αξίζει να θυμόμαστε αυτές τις πεθαμένες ιστορίες; Ποιο το νόημα να τα σκαλίζουμε όλα αυτά; Γιατί, πολύ απλά, οι μπίτνικς δεν είναι απλώς ένα λογοτεχνικό ρεύμα που ανήκει στο παρελθόν. Είναι κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίζεται και θα εμφανίζεται είτε με την ίδια μορφή, είτε με παραλλαγμένα. Είναι οι άνθρωποι που βιώνουν το αδιέξοδο κι αναζητούν άλλους δρόμους. Είναι οι άνθρωποι που συντρίβονται από τον πολιτισμό και προσπαθούν να αντισταθούν. Είναι οι ηττημένοι που υψώνουν τη φωνή αρνούμενοι τα δεδομένα. Είναι το πολιτικοποιημένο απολιτίκ που κρύβει απογοήτευση. Είναι οι νέοι που χτυπάν το κεφάλι τους στον τοίχο. Και δεν βρίσκω τίποτα πιο επίκαιρο απ’ αυτό.

                                                                     ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΠΑΝΤΕΣ abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: