15.1.12

Ο ΧΑΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΕΣ


Heinrich Boll(1917-1985)
                Του Θανάση Μπαντέ
Γραμμένο το 1979 το μυθιστόρημα του Μπελ «Ασφυκτική Προστασία» δεν έλαβε τη δημοσιότητα που πήραν άλλα μυθιστορήματά του όπως «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» ή «Οι απόψεις ενός κλόουν» ή «Ο σύντροφος με τα μακριά μαλλιά» κτλ. Η αργόσυρτη εξέλιξη και η χαμηλών τόνων παρουσίαση του θέματος είναι βέβαιο ότι λειτουργούν αποθαρρυντικά. Και είναι αλήθεια ότι η «Ασφυκτική Προστασία» δεν έχει τη συνηθισμένη καταγγελτική ορμή που έχουν άλλα βιβλία του. Ο Μπελ δεν αντιτίθεται σε εχθρούς. Δεν καυτηριάζει τη συμπεριφορά τους. Δεν θέλει να προκαλέσει την αγανάκτηση. Θέλει απλώς να επισημάνει μια θλιβερή προοπτική που όμως είναι τόσο ορατή που σχεδόν αγγίζει το αναπόδραστο. Ήρωας του έργου είναι ο Τολμ. Μεγαλοστέλεχος εφημερίδας, της φυλλάδας, που μονοπωλεί την έντυπη ενημέρωση και καταβροχθίζει κάθε αντίπαλο. Γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα ακολουθώντας όλα τα σύγχρονα εμπορικά τερτίπια που εξουδετερώνουν τους ανταγωνιστές. Η αγορά είναι σκληρή. Ή τους πατάς ή σε πατάν, κι αυτό οι παράγοντες της φυλλάδας το ξέρουν καλά. Κι ενώ θα περιμέναμε την περιγραφή ενός αρπακτικού που καρπώνεται κάθε ευκαιρία παρακολουθούμε έναν γαλήνιο άνθρωπο, βαθειά ανθρωπιστή, που ευχαριστιέται με πράγματα αφοπλιστικά απλά και που πολλές φορές μετανιώνει που έμπλεξε με τους μεγάλους καρχαρίες. Ο τρόπος που συμπεριφέρεται στη γυναίκα του και στα παιδιά του, η επαφή του με τους ανθρώπους, η απλότητα των καθημερινών συναναστροφών και η αντίληψη που πρεσβεύει για τη ζωή φέρνουν στο φως έναν άνθρωπο απολύτως συμπαθή, έναν άνθρωπο που δεν έχει καμία σχέση με την απανθρωπιά της ανταγωνιστικότητας των Μέσων, με την ψυχρότητα και τον κυνισμό που απαιτείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ιδεαλιστής και καθόλου καριερίστας βρίσκεται στην προεδρική θέση της φυλλάδας και ξέρει καλά πόσο αναλώσιμος είναι. Κι όμως δέχεται με στωικότητα όλη αυτή την κατάσταση, σαν να είναι ο ίδιος το θύμα, και θλίβεται ειλικρινά όταν κάποιος αξιόλογος ανταγωνιστής αποχωρεί από το προσκήνιο, ουσιαστικά παραχωρώντας του ένα μερίδιο καταναλωτών ακόμα. Είναι ο καπιταλιστής που υπερισχύει και ταυτόχρονα λυπάται για τις ζημιές που προκαλεί. Περιγράφονται βέβαια προσωπικότητες στην υψηλή ιεραρχία της φυλλάδας που είναι πραγματικά αδίστακτες, αλλά ο Μπελ δεν εστιάζει σ’ αυτό. Όσο για την ποιότητα της φυλλάδας, ο ίδιος ο Τολμ ομολογεί ότι είναι χαμηλή.
Το θέμα του Μπελ είναι η προστασία. Ο Τολμ, ως μεγαλοπαράγοντας της φυλλάδας, είναι λογικό να έχει εχθρούς. Η τρομοκρατία είναι απολύτως ορατή στη Γερμανία (η Μπάαντερ - Μάινχοφ έχει ιδρυθεί από το 1970) και δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό από την προστασία των επιφανών επιχειρηματιών, κυρίως όταν αυτοί διαπρέπουν στα Μέσα. Έτσι μεταφερόμαστε σε μια ασφυξία όπου ο Τολμ χάνει κάθε ίχνος προσωπικής ζωής, αφού όλα παρακολουθούνται και καταγράφονται από την αστυνομία. Ακόμη κι όταν βρίσκεται μόνος με τη γυναίκα του σ’ ένα δωμάτιο, ξέρει καλά ότι μια κάμερα παρακολουθεί κάθε κίνηση κι ένα μικρόφωνο ενημερώνει τον άνθρωπο της ασφάλειας για κάθε κουβέντα. Το θέμα της τρομοκρατίας κυριαρχεί καθώς, πέρα από τη διαρκή κι απροσδιόριστη απειλή, ακόμη κι ο ένας από τους γιους του Τολμ κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ως μέλος εξτρεμιστικής – τρομοκρατικής ομάδας. Ο γιος αυτός ζει στο σπίτι που του παραχώρησε ένας παπάς μαζί με το γιο και τη δεύτερη γυναίκα του, αφού η πρώτη εξακολουθεί να παραμένει στην παρανομία. Όσο για την κόρη του Τολμ έχει κάνει έναν απολύτως αποτυχημένο γάμο με πάμπλουτο ιδρυτικό στέλεχος υπερκερδοφόρας επιχείρησης και ζει σε πολυτελές σπίτι επίσης ασφυκτικά προστατευμένη. Η παραμικρή βόλτα στη γειτονιά γίνεται τεράστιο θέμα, αφού πρέπει πρώτα να ενημερωθεί η αστυνομία και να καταστρώσει το ανάλογο σχέδιο δράσης. Ακόμα και το παιχνίδι του παιδιού στην αυλή χρήζει ιδιαίτερης πολυπλοκότητας. Ο ίδιος ο Τολμ έχει από καιρό εγκαταλείψει τις βόλτες με το ποδήλατο, που τόσο τον αναζωογονούσαν, αφού δεν μπορεί πλέον να ανεχθεί την εξωφρενική αστυνομική κουστωδία που θα σέρνεται από πίσω του. Η κόρη του Τολμ δέχεται επικρίσεις στη γειτονιά, καθώς η διαρκής παρουσία της αστυνομίας που ελέγχει και παρακολουθεί τα πάντα γίνεται σε όλους ενοχλητική. Ο κάθε επισκέπτης των γειτονικών σπιτιών ερευνάται μέχρι πέμπτης γενεάς και το ποτήρι ξεχειλίζει όταν η αστυνομία αποκαλύπτει ότι η γειτόνισσα έχει εραστή – που αρχικά μάλιστα κρίνεται επικίνδυνος – και οδηγεί το ζευγάρι στο διαζύγιο. Αυτή η εξωφρενική νοσηρότητα προβάλλεται ως μοναδική διέξοδος που πρέπει όλοι να αποδεχτούν.
Ο Μπελ καταγράφει την ασφυξία χωρίς να προβαίνει σε αρνητικές κρίσεις για κανένα. Πέρα από τον Τολμ που διατηρεί στο έπακρο την ηθική του ακεραιότητα, δεν υπάρχουν αρνητικά σχόλια ούτε σε βάρος του γιου που υπήρξε τρομοκράτης, ούτε σε βάρος της πρώην συζύγου του που παραμένει στην τρομοκρατία, ούτε σε βάρος των αστυνομικών που ενδεχομένως ξεπερνούν τα όρια. Όλοι παρουσιάζονται ως θύματα που τελικά τσαλαπατούνται κάτω από το βάρος της ίδιας αφόρητης πραγματικότητας. Ο Μπελ δεν ασχολείται με τη απονομή ευθυνών, αφού όπως φαίνεται ο μοναδικός υπεύθυνος είναι το ίδιο το σύστημα που διχάζει τους ανθρώπους και τους κατατάσσει σε πλούσιους και φτωχούς, πετυχημένους κι αποτυχημένους, υπηρέτες κι αφεντικά. Η θέση του καθενός παραμένει αδιάφορη, αφού τελικά ό,τι κι αν κάνει θα υπηρετεί την ανατροφοδότηση ενός καταστροφικού φαύλου κύκλου. Ο Τολμ υπηρετεί το σύστημα με τον ίδιο τρόπο όπως ο αστυνόμος κι ο τρομοκράτης. Αν ο Τολμ αναπαράγει την ανισότητα, ο αστυνόμος αναπαράγει τη νομιμότητα της ανισότητας αυτής κι ο τρομοκράτης την παρουσία του αστυνόμου. Το να απαντήσουμε στο ποιος απ’ όλους τελικά διεκδικεί ευτυχία είναι μάλλον εύκολο. Κανένας. Ο μοναδικός που φαίνεται να διασώζεται είναι ο γιος που επιτηρείται διακριτικότερα και που κατάφερε να διατηρήσει την ανωνυμία στο αγροτικό προάστιο που διαμένει. Η συχνή αναπόληση του Τολμ ενός παλιού ονείρου που τον ήθελε να γίνει υπάλληλος μουσείου μαρτυρεί ακριβώς αυτό. Την ευεργετική ανωνυμία που τελικά γίνεται ανείπωτη ελευθερία, δηλαδή ευτυχία. Η προσαρμογή του Τολμ στα δεδομένα της προστασίας δεν είναι παρά η αναζήτηση της χαμένης ευτυχίας από τον άλλο δρόμο. Όσο πιο γρήγορα το συνηθίσει τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν. Η συνειδητοποίηση της ματαιότητας κάθε αντίστασης λειτουργεί απελευθερωτικά αφού τον απαλλάσσει από το περιττό της βάρος. Ο Τολμ αφήνεται τόσο πολύ στα δεσμά του που ακόμη κι όταν συζητά με τη γυναίκα του κάποιο αυστηρά οικογενειακό θέμα αποφεύγει να μιλά χαμηλόφωνα προστατεύοντας έστω ένα ελάχιστο απομεινάρι της ιδιωτικής του ζωής. Όταν η γυναίκα του διαμαρτύρεται και τον προτρέπει να της μιλάει στο αυτί της τονίζει τη ματαιότητα κάθε τέτοιας προσπάθειας, αφού αργά ή γρήγορα ο φρουρός θα αντιληφθεί τα πάντα. Κι η γυναίκα του φαίνεται να το κατανοεί πλήρως.
Η προστασία που υπάρχει για να γλιτώσει τους κεντρικούς χαρακτήρες από τους κινδύνους μιας εχθρικής πραγματικότητας στην ουσία την αντικαθιστά, αφού οι νόμοι της γίνονται τελικά μοναδική κι αδιαπέραστη πραγματικότητα. Ουσιαστικά δεν μιλάμε για προστασία, αλλά για αντικατάσταση της ίδιας της ζωής από την προστασία. Οι αστυνομικοί αποτελούν το στενότερο, σχεδόν οικογενειακό, κύκλο. Οι έννοιες γυάλα ή συνθήκες εργαστηρίου ή κλουβί ή βιτρίνα ή οτιδήποτε παρόμοιο χάνουν κάθε υπόσταση αφού εδώ πρόκειται για κάτι άλλο. Πρόκειται για τη ματαίωση της καθημερινής συναναστροφής που δηλητηριάζεται τόσο από την καχυποψία των ηρώων, που δεν μπορούν να μείνουν ανεπηρέαστοι, όσο κι από τη φυσική παρουσία της αστυνομίας που κομματιάζει κάθε αυθορμητισμό. Τελικά τα όρια της τρομοκρατίας χάνονται, αφού είναι αδύνατο να ξεκαθαριστεί αν η αληθινή τρομοκρατία έγκειται στον οργανωμένο τρομοκράτη – βομβιστή ή στο φόβο που καλλιεργείται για την παρουσία του. Αν ο τρομοκράτης είναι ο υποτιθέμενος κίνδυνος, η προστασία είναι ο υπαρκτός, αφού ματαιώνει και συνθλίβει κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο φόβος του ξαφνικού και βίαιου θανάτου οδηγεί σ’ ένα παρατεταμένο θάνατο που βιώνεται καθημερινά χωρίς τελικά να προσφέρει καμιά ανταμοιβή, καθώς όλα συντρίβονται από το αόρατο χέρι της απελπισίας. Η κόρη του Τολμ απογοητευμένη από τον ατυχή της γάμο βρίσκεται ξαφνικά στην αγκαλιά του φρουρού τον οποίο κι ερωτεύεται. Αλήθεια, ποιον άλλο θα μπορούσε να ερωτευτεί αν όχι αυτόν που έχει δίπλα της όλη μέρα; Η ερωτική σχέση που συνάπτεται δεν είναι παρά το φυσικό επακόλουθο της γενικής ανισορροπίας, που μετατρέπει την ασφυκτική προστασία σε ασφυκτικό μικρόκοσμο. Ο αστυνομικός, που είναι επίσης παντρεμένος με παιδί, είναι η άλλη όψη της ίδιας δυστυχίας καθώς οι σχέσεις λειτουργούν αμφίδρομα. Θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την οικογένειά του, αλλά και την εργασία του, αφού δεν συμπεριφέρεται επαγγελματικά. Υπό αυτούς τους όρους η έννοια επαγγελματισμός στερείται κάθε νοήματος, όπως και η έννοια προστασία και το ερώτημα πλανάται χωρίς να έχει διατυπωθεί: «Ποιος θα μας προστατέψει από την προστασία;»
Δεν είναι το προφητικό που περικλείει ο προβληματισμός του Μπελ, ούτε η αδιαπραγμάτευτη ποιότητα της γραφής του. Δεν είναι ακόμη η πειστικότητα που διαχειρίζεται το θέμα. Είναι η πανανθρώπινη διάστασή του που ξεπερνά κάθε ατομικότητα και κάθε προσωπική ηθική. Είναι η βουβή καταγγελία της απάνθρωπης χοάνης που καταβροχθίζει τους πάντες. Κι εδώ δεν χρειάζονται ούτε υψηλόφωνες διαμαρτυρίες, ούτε δάχτυλα υψωμένα. Ο Μπελ κατανοώντας σε βάθος το αδιέξοδο μας φέρνει μπροστά σε όλη τη διάστασή του, χωρίς λαϊκισμούς και φανφάρες. Βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας (το 1972) αποτελεί ίσως την πιο δυνατή φωνή της μεταπολεμικής Γερμανίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: