23.11.11

ΟΙ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΙ ΤΟΥ Τζοϋς

Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Τζέημς Τζόυς εξέδωσε το πρώτο σημαντικό λογοτεχνικό του έργο το 1907. Έχει τον τίτλο «Οι Δουβλινέζοι» και είναι συλλογή διηγημάτων. Πρόκειται για μικρές ιστοριούλες της αστικής καθημερινότητας στο Δουβλίνο. Ο Τζόυς εξαγριωμένος από την πνευματικό, ηθικό και ιδεολογικό μαρασμό της αστικής τάξης κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της με 15 εμπρηστικά διηγήματα - καθρέφτες της πραγματικότητας που κατακρημνίζουν την αστική ζωή. Χωρίς υπερβολές ή δραματικές κορυφώσεις, αλλά με απλή παρατήρηση, ο Τζόυς καταγράφει την αστική νοοτροπία σε όλες τις εκφάνσεις της. Τα στιγμιότυπα που παραθέτει είναι τόσο αντιπροσωπευτικά που ο σχολιασμός περισσεύει. Ακολουθώντας τον γνώριμο δρόμο του ασφυκτικού ρεαλισμού παρουσιάζει εικόνες τόσο οικείες, τόσο συνηθισμένες που όλοι έχουμε μάθει να τις αντιμετωπίζουμε ως κάτι φυσιολογικό ή δεδομένο.
Αυτά τα δεδομένα της αστικής ζωής επαναπραγματεύεται ο Τζόυς με τρόπο οδυνηρό κι αδυσώπητο. Πόσο φυσιολογικά είναι αυτά τα δεδομένα; Πόσο ηθικά ή πόσο φιλελεύθερα; Η Μικρή Έβελιν θέλει να αφήσει έναν πατέρα που την καταπιέζει και την απομυζεί
και να ακολουθήσει τον αγαπημένο της σε μια νέα ζωή, αλλά της είναι αδύνατο. Οι δύο ιππότες περηφανεύονται για το πόση πέραση έχουν στα θηλυκά και πόσο μπορούν να τα εκμεταλλευτούν και γελοιοποιούνται απόλυτα στο φαλλοκρατικό παραλήρημά τους. Ο ταπεινός Τσαντλεράκος υποτάσσεται πλήρως στη μοίρα ενός καταπιεστικού γάμου και επαναστατεί εσωστρεφώς αναζητώντας μια ζωή γεμάτη περιπέτειες μέσα από τα λόγια του φαφλατά τυχοδιώκτη Γκάλαχερ. Ο Τζέημς Ντάφυ ζει ολομόναχος αδυνατώντας να προσεγγίσει τους ανθρώπους και τη μοναδική γυναίκα που τον πλησίασε φρόντισε να την ξεφορτωθεί το γρηγορότερο. Όταν πληροφορείται μετά από χρόνια τον τραγικό θάνατό της από τις εφημερίδες σοκάρεται κι ομολογεί ότι ήταν ένα οδυνηρό γεγονός. Μια μητέρα τσακώνεται για τα λεφτά και απαγορεύει στην κόρη της να παίξει σε κονσέρτο, πράγμα που θέλει πάρα πολύ αλλά φοβάται να το διεκδικήσει. Κομματικοί συνεργάτες κάθονται προεκλογικά στο εκλογικό τους κέντρο και προβαίνουν σε πολιτικό κουτσομπολιό επινοώντας ίντριγκες. Μια μητέρα καλοπαντρεύει την κόρη της εξαναγκάζοντας με ψευτοηθικολογίες αφελή νεαρό. Και βέβαια στο κλείσιμο έχουμε «τους νεκρούς» στο κοσμικό πάρτι που κάνουν οι ηλικιωμένες αδερφές Κέητ και Τζούλια, με όλους τους εκλεκτούς καλεσμένους που έχουν τόσο καλούς τρόπους και που δίνουν κύρος και χαρά στη γιορτή με την παρουσία τους! Το πάρτι είναι τόσο ανέμελο κι ενθουσιώδες – ακόμα κι ο Φρέντι Μάλινς είναι κόσμιος – αλλά στο τέλος η σύζυγος του Γκάμπριελ μελαγχολεί γιατί της ήρθε η ανάμνηση του Μάικλ Φάρεϋ, ενός νέου που πέθανε τόσο πρόωρα! (Το συγκεκριμένο διήγημα το διασκεύασε κινηματογραφικά με αριστοτεχνικό τρόπο ο τρομερός Τζον Χιούστον.)

η πρώτη έκδοση του 1914
Σ’ όλα τα διηγήματα υπάρχει ένας κοινός νοηματικός άξονας που ακούει στο όνομα παράλυση. Το πρώτο διήγημα, «οι αδερφές», αναφέρεται στο θάνατο ενός ιερωμένου, την κηδεία και τα στερεότυπα λόγια παρηγοριάς. Οι δυο τίμιες αδερφές του ιερωμένου τελούν με ακρίβεια και υπεράνθρωπη αξιοπρέπεια όλο το θανατερό τελετουργικό. Ο Τζόυς παρουσιάζει την ιστορία μέσα απ’ τα μάτια ενός πιτσιρικά που πηγαίνει να συλλυπηθεί με τη θεία του και πλήττει θανάσιμα. Η παράλυση ξεκινά από το σωματικό επίπεδο του πεθαμένου και συνεχίζει στο πνευματικό επίπεδο των ζωντανών. Φυσικά μόνο ο πιτσιρικάς μπορεί να την αντιληφθεί διαισθητικά και καθαρά αντανακλαστικά. Στη συνέχεια των διηγημάτων η παράλυση παίρνει πολλές μορφές. Γίνεται ψυχική, συναισθηματική, εγκεφαλική, γίνεται δηλαδή αρτηριοσκληρωτική αρρώστια που βασανίζει τους ανθρώπους, πάντα υπόγεια, ποτέ φανερά, εκμεταλλευόμενη βασικές ανθρώπινες αδυναμίες όπως η συνήθεια και ο φόβος. Γίνεται μικροφιλοδοξία, αδιαφορία, ψευτοηθική, βόλεμα, επανάληψη, ατολμία, αποχαύνωση, ευπρέπεια, ψευτοευγένεια, με δυο λόγια γίνεται ζωή που δεν αξίζει να τη ζήσει κανείς. Κανένας ήρωας του Τζόυς δεν είναι θετικός. Όλοι αναφέρονται για να χλευαστούν και να συντριβούν μεσ’ στο μικρόκοσμο που ο καθένας κατασκεύασε και κρύφτηκε. Όλοι περιφέρουν την αξιοθρήνητη μηδαμινότητά τους μέσα σε ασήμαντες στιγμές που περικλείουν όλη τους την ύπαρξη. Η χαρά της ζωής πνίγεται μέσα σ’ ένα βουνό ψευτοϋποχρεώσεων και ανεκπλήρωτων ηθικών και κοινωνικών επιταγών. Κανένας ήρωας δεν τολμά να αναζητήσει αυτά που πραγματικά θέλει. Ακόμα και το σκασιαρχείο δυο μαθητών, που τους χαρίζει στιγμές ανείπωτης ελευθερίας, πνίγεται από την παρέμβαση διεστραμμένου ενηλίκου που τους τρομοκρατεί και τους κάνει να γυρίσουν με ανακούφιση στα ασφαλή λημέρια της καθημερινότητάς τους. Η αστική ζωή παρουσιάζεται σαν τέρας, σαν ανίκητο - αδηφάγο χωνευτήρι που καταβροχθίζει κάθε διάθεση για ελευθερία, κάθε φαντασία, δημιουργικότητα ή ανατρεπτική πρόθεση. Ένα παχύρευστο, υπνωτικό, απονεκρωτικό κουκούλι. Αυτό που πάντα προέχει είναι η ασφάλεια της αδιασάλευτης τάξης που τόσο πολύ εξοργίζει τον Τζόυς. Εδώ δεν μιλάμε για το μικροαστισμό όπως τον απόδωσε ο Όργουελ, δεν μιλάμε καν για ατολμία ζωής. Μιλάμε για τη μετατροπή της ζωής σε μεροκαματιάρικη διαδικασία, για τον ολοκληρωτικό αφανισμό κάθε ανθρώπινου πάθους, μιλάμε δηλαδή για το θάνατο της ζωής. Οι επαναλαμβανόμενες, προγραμματισμένες μικροχαρές έχουν τόσο θολά και ξεφτισμένα χρώματα που όχι απλώς χάνουν κάθε αξία, αλλά λειτουργούν ως προσωποποίηση της μιζέριας και της αποχαύνωσης. Η μοναδική δύναμη βρίσκεται στην εξαθλίωση του τετριμμένου, στο άνοστο και άνευρο μοντέλο της συμβατικότητας. Παρακολουθούμε ανθρώπινα απολιθώματα που επιβιώνουν και νομίζουν ότι ζουν και που γενικότερα νομίζουν. Νομίζουν ότι χαίρονται, νομίζουν ότι επαναστατούν, νομίζουν ότι ερωτεύονται, νομίζουν ότι πετυχαίνουν, νομίζουν ότι καταξιώνονται. Ο τίτλος του τελευταίου διηγήματος «οι νεκροί» είναι το τελικό καταστάλαγμα των διηγημάτων αυτών. Ο Τζόυς δεν κριτικάρει, επιτίθεται. Επιτίθεται λυσσασμένα στον αστισμό και τον κατακρεουργεί με το μεθοδικό του νυστέρι. Η έλλειψη προσωπικών σχολίων και η αμείλικτη σοβαρότητά του κάνει την διαδικασία οδυνηρότερη, σχεδόν αιματηρή. Υποχρεώνει όλους τους χαρακτήρες του σε οριστική ταπείνωση αφού κρίνονται ανάξιοι να ζουν. Το να ακολουθήσει κανείς τις επιθυμίες του φαντάζει κάτι αδύνατο, άπιαστο, φαντάζει ως αποθέωση της επαναστατικότητας. Η επανάσταση του ανθρώπου είναι τελικά προσωπική υπόθεση. Είναι καθημερινή πράξη. Είναι η αυτονόητη διεκδίκηση επιθυμιών, είναι η αποτίναξη της συμβατικότητας στις συναναστροφές, είναι η απαλλαγή από καθημερινά βαρίδια άχρηστων φιλοδοξιών και υποχρεώσεων. Είναι η ουσιαστική συναναστροφή με τους ανθρώπους. Είναι η αποδοχή της απλότητας και η αποτίναξη του καταναλωτικού ζυγού. Είναι η αποφυγή της προσπάθειας να γίνουμε κάποιοι. Είναι η απαλλαγή από το φόβο του οτιδήποτε που τελικά μας κάνει να παθαίνουμε ό,τι φοβόμαστε. Με δυο λόγια είναι τα αυτονόητα που όμως είναι αδύνατο να επιτευχθούν. Το ερώτημα του Τζόυς είναι σαφές χωρίς να διατυπώνεται: Πώς τολμά ο άνθρωπος να διεκδικεί την παγκόσμια ελευθερία όταν ό ίδιος ως ατομικότητα είναι ανίκανος να την πλησιάσει; Πάνω από εκατό χρόνια μετά δεν ξέρω αν θα μπορούσε ο Τζόυς να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι από τους «Δουβλινέζους» του.

                                                          Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com







Δεν υπάρχουν σχόλια: