16.3.12

Ο ΤΖΟΝ ΦΑΝΤΕ - ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ ΚΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ

John Fante(1909-1983).

            σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές  
Ο Τζον Φάντε κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ρώτα τον άνεμο» το 1939 σε ηλικία 35 ετών. Ήρωας του έργου ο νεαρός και φιλόδοξος, πλην αδέκαρος, συγγραφέας Μπαντίνι που καταφεύγει στο ασφυκτικό Λος Άντζελες κουβαλώντας την αθεράπευτη εμμονή της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Έχει ήδη εκδώσει το διήγημά του «Ο σκυλάκος που γελάει» σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό, αλλά απέχει πολύ από αυτό που λέμε καταξίωση. Ε λοιπόν, το πράγμα έχει ξεκαθαρίσει. Θα παραμείνει στο Λος Άντζελες και θα γράψει. Κι όχι απλώς θα γράψει! Θα μεγαλουργήσει!
Από την πρώτη σελίδα παρακολουθούμε τον Μπαντίνι να δέχεται το τελεσίγραφο της σπιτονοικοκυράς του άθλιου δωματίου που νοικιάζει. Ή πληρώνει ή φεύγει. Τον παρακολουθούμε να περιπλανιέται άσκοπα στο Λος Άντζελες ψάχνοντας να γεμίσει με κάποιο τρόπο τη μέρα του. Να πίνει καφέδες ξεπλύματα σε άθλια μέρη. Να διεκδικεί τα ελάχιστα δανεικά που είχε παραχωρήσει στον αλκοολικό γείτονά του. Να γράφει σελίδες επί σελίδων, με τη βεβαιότητα της μεγαλουργίας, και μετά να τις πετά στα σκουπίδια. Να τρέφεται με άνοστα ξινά πορτοκάλια που του φέρνουν αηδία και που τα καταπίνει με το ζόρι. Να είναι περήφανος για το μεγαλειώδες διήγημά του «Ο σκυλάκος που γελάει» και ταυτόχρονα να βιώνει τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική ανασφάλεια σκίζοντας τα γραπτά του. Να κατηγορεί τον εαυτό του για φαρισαϊσμό που θέλει να γράψει μια δυνατή ερωτική ιστορία χωρίς να έχει ούτε την ελάχιστη ερωτική εμπειρία. Παρακολουθούμε την απόλυτη παραζάλη ενός ανθρώπου που έχει ξεκαθαρίσει τι θέλει αλλά δεν ξέρει το πώς. Την απόλυτη απειρία που δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια την αθωότητα δηλαδή τον άκρατο συναισθηματισμό.
Τα ελάχιστα λεφτά που διαχειρίζεται τα βρίσκει είτε από τη μητέρα του είτε από έναν εκδότη που περιμένει κάτι ολοκληρωμένο. Κυνηγώντας τις εμπειρίες καταλήγει σε παρακμιακό πορνείο απ’ όπου φεύγει σχεδόν τρέχοντας κουβαλώντας μια αθεράπευτη συντριβή. Η μηχανιστική διαδικασία του πληρωμένου έρωτα είναι αδύνατο να εκφράσει τον Μπαντίνι, που συνεχίζει να περιφέρεται μετεωριζόμενος στο τίποτα που βιώνει και στην μεγαλειώδη επιτυχία που ονειρεύεται.
 Σ’ ένα συναισθηματικό ντελίριο που τείνει στο ανεξέλεγκτο και που τον παραλύει οδηγώντας τον αποκλειστικά στη σπασμωδική δράση της αποτυχίας. Είναι αδύνατο να συγκεντρωθεί στο γραπτό του. Είναι αδύνατο να σκεφτεί λογικά. Είναι αδύνατο να διαχειριστεί έστω και στο ελάχιστο οτιδήποτε τον αφορά. Εκεί που ξεκινά να γράφει, διαπιστώνει ότι πάχυνε και ρίχνεται αμέσως στη γυμναστική εγκαταλείποντας τη γραφομηχανή του. Όλα είναι καταδικασμένα στο ανολοκλήρωτο μπροστά στο αδιέξοδο της συναισθηματικής ανισορροπίας. Όλα είναι στον άνεμο.
Όταν αποφασίζει να κλέψει το γάλα από το γαλατά γυρίζει στο δωμάτιό του εξαντλημένος από την οδυνηρή αγωνία της κλοπής για να διαπιστώσει ότι τα μπουκάλια που εξασφάλισε ήταν ξινόγαλο που απεχθάνεται. Όλα φαίνεται να πηγαίνουν άσχημα στο νεαρό Μπαντίνι που δεν μπορεί να απαλλαγεί ούτε από τη μοίρα του, ούτε από τις συγγραφικές εμμονές του, που τελικά λειτουργούν ως μοναδική μοίρα. Και κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά στο βραχνά της δημιουργίας που λειτουργεί ως μονόδρομος και που ταυτόχρονα είναι η μοναδική λύτρωση. Η εμμονή του Μπαντίνι δεν αφορά απλώς μια φιλοδοξία ή έναν αμετάκλητο ρομαντισμό. Αφορά την ίδια την ύπαρξη που αδυνατεί να συνεχίσει απαλλαγμένη από το βάρος της εμμονής. Αφορά τη δημιουργία που γίνεται νόημα ύπαρξης, αφού πέρα από αυτό οτιδήποτε χάνει κάθε αξία. Από αυτή την άποψη η συναισθηματική έξαρση δεν είναι απλώς αναπόφευκτη, αλλά σχεδόν νομοτελειακή, αφού μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει την εκτονωτική ανακούφιση της δημιουργίας. Είναι η προϋπόθεση που αγιάζεται από το στόχο, είναι το μέσο μιας απολύτως εσωστρεφούς διαδρομής Είναι οι συμπληγάδες που οφείλει να περάσει ο Μπαντίνι, που είναι διατεθειμένος να πληρώσει κάθε κόστος και που, μοιραία κι ασυνείδητα, παίρνει τις μαρτυρικές διαστάσεις του ανθρώπου που οφείλει να συνεχίσει πεισματικά ένα δρόμο σχεδόν προκαθορισμένο. Ως ένα βαθμό, όλη αυτή η συντριβή που βιώνει καθημερινά ο Μπαντίνι δεν είναι παρά η προσωπική του ευλογία, αφού μόνο αυτή μπορεί να του χαρίσει τα συναισθηματικά βάθη που χρειάζεται. Η ειλικρίνεια των περιγραφών και η κατάδειξη της συντριβής δεν συνθέτουν το πορτρέτο του αντιήρωα που αδυνατεί να προσαρμοστεί σ’ ένα σκληρό κόσμο, ούτε χαράζουν το οδοιπορικό της ήττας που δρα αποκρουστικά ρίχνοντας φως στο αδιέξοδο, αλλά σκορπούν την ιδιόμορφη ευαισθησία της επιμονής απέναντι στον άνεμο, που - παρά τη ματαιότητά του – αξίζει όλους τους κόπους και που αναγκαστικά οφείλει να έχει προσωπικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό τελικά ο Φάντε είναι αισιόδοξος. Γιατί δεν καταδεικνύει τη βιαιότητα του ανέμου, ούτε τον ψυχωτικό του δρόμο, ούτε τη μοναξιά, ούτε την απανθρωπιά της εγκατάλειψης σ’ ένα ξενοδοχείο – άσυλο, αλλά τη ζεστασιά μιας ελπίδας που είτε εκπληρωθεί είτε δεν εκπληρωθεί, θα οδηγεί πάντα τους ανθρώπους ως λυτρωτικό, κι ως εκ τούτου, αβάσταχτο φορτίο. Γι’ αυτό και οι χαρακτήρες του δεν είναι αντιπαθείς. Γιατί ο Φάντε ξέρει να διαβάζει πίσω από τη σκληρή αναγκαιότητα. Γιατί αντιλαμβάνεται την κωμικότητα του παραλόγου που εκπληρώνεται και θα εκπληρώνεται αιώνια με τους ίδιους ανθρώπους, στις ίδιες πόλεις και στα ίδια άθλια ξενοδοχεία. Γιατί ο αλκοολικός γείτονάς είναι αιώνιος, όπως και η σπιτονοικοκυρά, όπως κι ο εαυτός του. Γι’ αυτό το «Ρώτα τον άνεμο» είναι τόσο ανθρώπινα συγκινητικό. Γιατί μας αφήνει αμήχανους μπροστά στην αντιφατικότητα της ζωής που καταφέρνει να συνταιριάξει την ακαμψία της συνύπαρξης και το αδιέξοδο με την κωμικότητα και την ευσπλαχνία της συνείδησης των ανθρώπινων αδυναμιών. Η αντίληψη και η καταγραφή αυτού του αιώνιου δίπολου δεν είναι παρά η βαθύτερη γνώση του ανθρώπου, δηλαδή η πεμπτουσία της τέχνης. Ο νεαρός Μπαντίνι τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά διαισθητικά και τα διαμορφώνει. Πλάθει δηλαδή τη δική του λογοτεχνική πραγματικότητα. Δε μένει παρά το σπίρτο που θα πυροδοτήσει την έκρηξη.
Το σπίρτο αυτό δεν είναι παρά η Καμίγια Λόπες, η μεξικανή γκαρσόνα που γνώρισε σ’ ένα άθλιο καφέ και που φορούσε άθλια παπούτσια, πιο άθλια κι από τον καφέ που σέρβιρε. Που τον έπαιζε στα δάχτυλα και που του χάρισε ανείπωτη ελευθερία όταν τον πήγε στην ακρογιαλιά. Που προσποιήθηκε ότι πνίγεται και τον έριξε στη θάλασσα για να τη σώσει. Που τον έκανε να χαροπαλεύει με τα κύματα και στο τέλος γελούσε μαζί του. Που της έτριψε τη μούρη στην άμμο και που σηκώθηκε ατσαλάκωτη, πιο σαγηνευτική από ποτέ. Που της έστειλε ερωτικό τηλεγράφημα ζητώντας να τον παντρευτεί και το έδειξε σε όλους τους πελάτες του μπαρ χλευάζοντάς τον. Που ποτέ δεν μπόρεσε να της αρνηθεί τα λεφτά που του ζητούσε και που τελικά εκείνη αγάπησε το Σάμυ, τον αποτυχημένο συγγραφέα ευτελών περιπετειών, που της φερόταν απάνθρωπα. Που μετά από όλα αυτά ερχόταν και πάλι στο δωμάτιό του και που προσπαθούσε να της φερθεί σκληρά γνωρίζοντας τη γελοιοποίηση. Που τον έκανε να γράφει ποιήματα καθιστώντας τον ανίσχυρο, αιώνιο ερωτικό θύμα. Που τελικά υπήρξε ο εμπνευστής του μεγαλειώδους βιβλίου που ονειρευόταν, γιατί αυτή, η Καμίγια, του έδειξε από την αρχή έναν άλλο άνεμο.
Ο Μπαντίνι καταφέρνει να γράψει σε ελάχιστο χρόνο το βιβλίο που τόσο καιρό αδυνατούσε. Καταφέρνει επιτέλους να χαθεί μέσα στον οίστρο που εκμηδενίζει το χρόνο και κάνει τις σελίδες να γεμίζουν. Γράφει την απόλυτη ερωτική ιστορία που ονειρευόταν απ’ την αρχή. Γιατί οι ερωτικές ιστορίες δεν είναι τίποτε άλλο από τη διάθεση της αχαλίνωτης προσφοράς και της ιδιοτέλειας συγχρόνως και δεν χρειάζονται ούτε εξιδανικεύσεις, ούτε πομπώδεις συμπεριφορές. Γιατί αφορούν τους καθημερινούς ανθρώπους και πολλές φορές πνίγονται στην καθημερινότητα. Γιατί έχουν σκληρότητα και μια ιδιόμορφη τρυφεράδα. Γιατί είναι περίπλοκες και συνδυάζουν όλα τα πρόσωπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Γιατί δεν είναι στερεότυπες κι ούτε μπαίνουν σε καλούπια. Γιατί κινούνται στο ακατανόητο. Ο Σάμυ έγραψε στον Μπαντίνι ότι μόνο η σκληρότητα μπορούσε να υποτάξει την Καμίγια, πράγμα που ο Μπαντίνι δεν θα καταλάβαινε ποτέ. Ο Μπαντίνι όμως κατάλαβε κάτι βαθύτερο. Κατάλαβε ότι δεν χρειάζεται ούτε να κατανοεί, ούτε να εκλογικεύει. Κατάλαβε ότι πρέπει να αγαπά αυτό που υπάρχει κι όχι αυτό που θα ήθελε να υπάρχει. Κατάλαβε τη δύναμη που πηγάζει από τις ανθρώπινες σχέσεις και που ξεπερνά όλες τις λύπες. Που είναι αδύνατο να κριθεί από το αποτέλεσμα. Κατάλαβε δηλαδή να ακούει τον άνεμο, αφού μόνο αυτός ξέρει τις απαντήσεις. Κι αυτό είναι η μέγιστη ευαισθησία.

                                                Θανάσης Μπαντές   abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: